Ο Αμερικανός πιανίστας Εμάνουελ Αξ αποζημίωσε το αθηναϊκό κοινό με μια ώριμη ερμηνεία στο Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν του πρώτου μέρους, ένα έργο μεταιχμιακό, ανάμεσα στον κλασικισμό και τον ρομαντισμό, που η Ορχήστρα, οδηγημένη από τον μαέστρο και καλλιτεχνικό της διευθυντή Λουκά Καρυτινό, απέδωσε με στιβαρότητα, σε διαρκή διάλογο με την αέρινη ελαφράδα του πιανιστικού μέρους. Το παρατεταμένο χειροκρότημα με το οποίο το κοινό αντάμειψε σολίστα και ορχήστρα, οδήγησε τον πρώτο, προσηνή και σχεδόν ντροπαλό, για άλλη μια φορά στο πιάνο, προκειμένου να ανταποδώσει με ένα απολαυστικό «ανκόρ».
Το δεύτερο μέρος επιφύλασσε την απόλαυση ενός έργου που δεν παίζεται συχνά ολόκληρο, πολλά από τα μουσικά μέρη του, όμως, είναι πολύ γνωστά και οικεία στο μεγάλο κοινό. Η ΚΟΑ, μαζί με το γυναικείο φωνητικό σύνολο Equábili Vocal Ensemble (διδασκαλία Αγαθάγγελος Γεωργακάτος), παρουσίασαν τη Σκηνική μουσική για το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Φέλιξ Μέντελσον. Εκτός από τη γνωστή Εισαγωγή, γραμμένη το 1826, το έργο, ολοκληρωμένο το 1842, περιλαμβάνει το πασίγνωστο Γαμήλιο Εμβατήριο, αλλά και την οικεία χορευτική Μπεργκαμάσκ.
Εδώ οι φωνές, από την υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και τη μεσόφωνο Άρτεμη Μπόγρη, παρά την ενίσχυσή τους, αγωνίζονταν να επιβληθούν στην προβληματική ακουστική του χώρου –που σε συνδυασμό με τον ξαφνικό αέρα δυσκόλεψε για μια στιγμή τα πράγματα– ενώ η αφήγηση από τον ηθοποιό Δημήτρη Αλεξανδρή χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να ενταχθεί οργανικά στο σύνολο και να ακολουθήσει τη ροή της μουσικής.
Ήταν μια απολαυστική «πρώτη» για τις φετινές καλοκαιρινές εμφανίσεις της ΚΟΑ, κάνοντας τους φιλόμουσους από το «κοινό του Ηρωδείου» να περιμένουν με ανυπομονησία και τις επόμενες, αποχαιρετώντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το ρωμαϊκό ωδείο, που για τα επόμενα τρία χρόνια, λόγω εργασιών, θα παραμείνει κλειστό για το κοινό.