Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Ανάμεσα σε κύκλους, σε μπύρες και σε τσίπουρα και σε πειρατικές σημαίες με τον ΜάλαμαΓια μένα υπάρχουν λίγα πράγματα που είναι καλύτερα από τις καλοκαιρινές συναυλίες. Δεν υπερβάλλω – ίσως μόνο η θάλασσα να ξεπερνάει αυτή την εμπειρία. Λίγα πράγματα με κάνουν να νιώθω όπως τα ανοιχτά γήπεδα και τα θέατρα της Αθήνας – και κυρίως οι καλλιτέχνες που, με τα κομμάτια τους, αγγίζω τα όνειρά μου.
Βρέθηκα λοιπόν σε ακριβώς αυτή τη συνθήκη: στο Γήπεδο της Ριζούπολης, να τραγουδάω ανάμεσα σε φίλους και αγνώστους «το Γράμμα» του Σωκράτη, τα «Τακούνια για καρφιά» της Ιουλίας Καραπατάκη και το Σιγούν από τα χείλη του Γιάννη. Πρώτη φορά σε συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα – και αν με ρωτάτε, αποτελεί απαραίτητη πολιτιστική (και όχι μόνο) εμπειρία. Δηλαδή, ασχέτως αν είναι ο αγαπημένος σας έντεχνος καλλιτέχνης ή αν ξέρετε όλη του τη δισκογραφία – ΠΡΕΠΕΙ να βρεθείτε στην πλατεία, κάτω από τη σκηνή του. Οφείλετε στον εαυτό σας να λουστείτε με μπύρα ή με ρακί, να χοροπηδήσετε στους ήχους της Ανδρομέδας, να πιαστείτε από άγνωστους, να κουνήσετε τις πειρατικές σημαίες που πολύ πιθανόν θα βρεθούν στα χέρια σας. Λίγα πράγματα κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά όσο ο στίχος «χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν», λίγα πράγματα με ανατριχιάζουν όσο η φωνή του Σωκράτη, ο χορός της Ιουλίας και οι μελωδίες που τις έχω συνδυάσει με τις πιο έντονες στιγμές της ζωής μου.
Και είναι και κάτι άλλο: λατρεύω να αγκαλιάζω τους φίλους μου στις συναυλίες. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα τραγούδια και τους στίχους, νιώθω τόσο ευγνώμων που τους έχω. Εκεί, στην πλατεία, να τραγουδάτε πως «τον εαυτό σου δεν θα βρεις αν δεν χαθείς στον κόσμο», με τα χέρια γύρω από τον λαιμό και τη μέση, και τα μάτια στον ουρανό. Γενικά, δεν ξέρω πώς θα ξεπεράσω τη συναυλία του Μάλαμα εκείνης της Δευτέρας – αλλά δεν θέλω και να προσπαθήσω.Στα επόμενα, πουλάκια μου.
Μαρία Βαλτζάκη
Δεν μπορούσε να ξεκινήσει καλύτερα το συναυλιακό καλοκαίρι μου από το live των Idles στο Release Athens 2025. Τους είχα δει ξανά πριν 3 χρόνια στο Θέατρο Βράχων σε μια βραδιά που μου έμεινε αξέχαστη. Παρόλο που πήγα γνωρίζοντας μόνο τα βασικά, εφυγα εκστασιασμένη και με τέσσερα άλμπουμ που με συνόδευσαν όλο αυτό το διάστημα, μέχρι τελικά να τους ξαναδώ! Την περίμενα καιρό αυτή τη στιγμή, πριν ακόμη ανακοινωθεί. Είχα πει στον εαυτό μου ότι δεν θα χάσω ποτέ συναυλία τους. Στο μεταξύ έβγαλαν και το πέμπτο άλμπουμ τους το 2024, με τίτλο “Tangk”, που ήταν εξαιρετικό! Κι έτσι, την περασμένη Τετάρτη (18/6) βρέθηκα στην Πλατεία Νερού για να τους ξανακούσω. Η εισαγωγή αυτή για μένα είναι απαραίτητη κυρίως επειδή το να ξαναδώ ένα συγκρότημα ζωντανά σημαίνει ότι αξίζουν στο 100% -ειδικά αν αναλογιστούμε τις υπερβολικά πολλές συναυλίες που πραγματοποιούνται πια σε ένα μόνο καλοκαίρι αλλά και τις τιμές των εισιτηρίων που δεν είναι όπως παλιά.
Και τώρα στο ζουμί! Τόσο οι Sprints, όσο και οι Glass Beams που άνοιξαν τη βραδιά, μετέδωσαν την απαραίτητη ενέργεια που χρειαζόμασταν για να υποδεχτούμε τους Idles. Όταν, λοιπόν, κατέφθασαν στη σκηνή, καταιγιστικοί όπως πάντα, δεν υπήρχε άτομο στο πλήθος που να μην ένιωθε την αδρεναλίνη από αυτό που ερχόταν. Το setlist τους ήταν ονειρικό – “Mr Motivator”, “Mother”, “Divide and Conquer”, “Never Fight a Man With a Perm”, “Dancer” μερικά μόνο απ’ όσα ακούσαμε. Δεν έλειψαν τα mosh pit, τα crowd surfing και οι “επισκέψεις” των κιθαριστών Mark Bowen και Lee Kiernan στο κέντρο του πλήθους. Και ο αγαπημένος frontman Joe Talbot, σε κάθε ευκαιρία μάς μιλούσε για την Παλαιστίνη κι εμείς φωνάζαμε χωρίς ανάσα “Free Palestine” και υψώναμε παλαιστινιακές σημαίες. Με λίγα λόγια, σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους κι εμείς εξαντλημένοι αλλά πλήρως χαρούμενοι τους αποχαιρετήσαμε με την ελπίδα να τους ξαναδούμε σύντομα…
Φωτεινή Νικολίτσα
Μπορεί να ξεκινώ μακάβρια αυτό το κείμενο, όμως νιώθω ακόμη σαν χθες να παρευρίσκομαι στην κηδεία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα – δύο μήνες ακριβώς αφότου τον είχα ακούσει live για τελευταία φορά. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά να τον αποχαιρετούμε λέγοντας, ‘ρίξε λίγο κόκκινο στη νύχτα ρε Λαυρέντη, ρίξε λίγο λάδι στη φωτιά’, λίγο πριν το σώμα του τοποθετηθεί στο τελευταίο του επίγειο σπίτι, με ένα κλειδί του σολ χαραγμένο επάνω. Για να θυμίζει την παντοτινή του αγάπη για τη μουσική. Αλλά και την παντοτινή του παρουσία.
Ο καλός του φίλος, Διονύσης Τσακνής – πλάι στον επίσης αγαπημένο του Χρήστο Θηβαίο και τον Steve Tesser στην κιθάρα– έρχεται να συμφωνήσει και για το καλωσόρισμα στο Βεάκειο θέατρο μας επιφυλάσσει τα πιο αληθινά λόγια, «ο Λαυρέντης θα είναι πάντα εδώ». Λίγο αργότερα η «νεράιδα» – όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο Μαχαιρίτσας – Μιρέλα Πάχου θα προσθέσει πως «το έργο του Λαυρέντη θα το τραγουδάμε για πάντα». Και πράγματι όλοι αυτοί οι αγαπημένοι φίλοι και συνεργάτες βρέθηκαν εκεί για να τραγουδήσουν για τον «Λάρη» τους. Και μας χάρισαν ένα μαγικό δίωρο, «ταξιδεύοντας» μας σε όλες τις πλευρές του χαρακτήρα ενός μουσικού που θα θυμόμαστε για πάντα. Από εκείνον τον «μικρό Τιτανικό», όταν όλο το θέατρο φωτίστηκε από τα κινητά μας – γιατί έτσι θα ήθελε ο ‘Λάρη’- μέχρι το «πόσο σε θέλω», που μόνο εκείνος μπόρεσε να φωνάξει δυνατά, και το «είμαι το γέλιο σου», γιατί ναι, υπήρξε και ρομαντική ψυχή και ένας τρυφερός πατέρας.
Αλλά και ο ‘αμετανόητος’ ροκάς του «διδυμότειχου μπλουζ», που τραγούδησε για το «τερατάκι της τσέπης». Που «τι ζήτησε» στην τελική; «Μια ευκαιρία να πάει στον Παράδεισο». Και πήγε.
Εκείνη τη νύχτα όλα τον θύμιζαν. Και η προσπάθειά μας να τον κρατήσουμε ζωντανό τραγουδώντας αγκαλιασμένοι μας γέμισε δάκρυα συγκίνησης. Μέχρι και το νερό που μας πέταξε ο Διονύσης Τσακνής στο τέλος ήταν ακόμη μια προσπάθεια να μας πει ο Λαυρέντης από ψηλά, «μα, υπάρχω ακόμα, είμαι ακόμα εδώ». Και πράγματι, όσο οι νότες του απλώνονταν στον αέρα, τον νιώσαμε κάπου εκεί, ανάμεσά μας.
Μιλένα Αργυροπούλου
(+) «Μητροφάγος» στην Πειραιώς 260: Όταν η “λευκή υπεροχή” επιβάλλεται πάνω στα σώματαΦωτογραφία: Αριστούλα Ζαχαρίου
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου την παράσταση «Μητροφάγος» σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη. Δεν θα σταθώ στην παράσταση καθ’ εαυτή –μπορείτε να διαβάσετε την κριτική της Στέλλας Χαραμή εδώ– αλλά στο πως η παλαιστινιακή σημαία που κράτησαν οι ηθοποιοί κατά τη διάρκεια της υπόκλισης, εκτός από μια συμβολική πράξη αλληλεγγύης και αντίστασης ενάντια στον σκοταδισμό της εποχής μας και τη γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού, συνομίλησε με ουσιαστικό τρόπο με τα ζητήματα που εγείρει το έργο και κατ΄επέκταση το ανέβασμα του στη σκηνή της Πειραιώς.
Στο βιβλίο του Ρόκε Λαρράκι «Μητροφάγος» η πατριαρχία και η αποικιοκρατία αν και δεν κατονομάζονται ρητώς, ωστόσο, παρουσιάζονται ως βαθιά συνυφασμένες με τις θεματικές και τους χαρακτήρες του έργου. Και από τη μεριά της η διασκευή της Σοφίας Ευτυχιάδου ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό τον σχολιασμό πάνω στα δύο συστήματα αυτά και τη μεταξύ τους διασύνδεση εξερευνώντας τον τρόπο που η ρατσιστική θεωρία της “λευκής υπεροχής” μεταφράστηκε σε πράξη μέσα από την αίσθηση “παντοδυναμίας” του λευκού άνδρα και του “αναφαίρετου δικαιώματος” που πίστεψε (και ακόμη πιστεύει) πως έχει ώστε να επιβάλλεται στον “άλλον”, είτε φυλετικά είτε έμφυλα διαφορετικό από τον ίδιον.
Η ιστορία, τοποθετημένη στην Αργεντινή του 1907, όπου οι γιατροί ενός σανατορίου εκτελούν ένα αποκρουστικό και ανήθικο πείραμα πάνω σε καρκινοπαθείς τελευταίου σταδίου, σε μια προσπάθεια να μάθουν τι υπάρχει μετά τον θάνατο, αντηχεί τον βαθμό της εξουσίας, της ιεραρχίας, της βίας και του ελέγχου που αποικιοκρατία και πατριαρχία ασκούν πάνω -κυρίως- στα περιθωριοποιημένα , ευάλωτα ή/και «θηλυκά» σώματα, που απανθρωποποιούνται και αντικειμενοποιούνται, ως χωρίς αυτενέργεια, αναλώσιμα και διαθέσιμα προς εκμετάλλευση, με τη «χρησιμότητα» και την «αξία» τους να αρχίζει και να τελειώνει εκεί που αποκομίζει οφέλη για τις εκάστοτε εξουσιαστικές δομές. Οι φωνές των ανθρώπων αποσιωπώνται, η συστημική βία και η κυριαρχία πάνω τους εκλογικεύονται στο όνομα της προόδου, της επιστήμης, του εκπολιτισμού, τα δεινά τους μετατρέπονται σε πηγή κέρδους.
Η πράξη των ηθοποιών της παράστασης στο τέλος ήρθε να μάς υπενθυμίσει πως οι καταπιεστικοί μηχανισμοί της αποικιοποίησης (και της έμφυλης εξουσίας) παραμένουν ενεργοί σήμερα. Αυτή η ιστορική συνέχεια παρατηρείται μέσα από τις δοκιμασίες και τους αγώνες του παλαιστινιακού λαού που παλεύουν να επιβιώσουν σε ένα καθεστώς εποικιστικής αποικιοκρατίας, κατοχής, εκτοπισμού, αρπαγής γης, συστηματικής εξάλειψης, με την ύπαρξη τους να απονομιμοποιείται, την ιστορία, την μνήμη και την πολιτιστική τους κληρονομιά να παραγράφονται, τον πόνο τους να αισθητικοποιείται, να δικαιολογείται ή να παραβλέπεται.
Αριστούλα Ζαχαρίου