Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Συντροφικότητα, αλληλεγγύη, επανάσταση – Αυτές είναι οι Άγριες Μέρες ΜαςΤη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές έχουν περάσει τέσσερις μέρες από την πρεμιέρα της ταινίας Οι Άγριες Μέρες Μας, της πρώτης μεγάλου μήκους του Βασίλη Κεκάτου – και αυτή εξακολουθεί να τριγυρνά στο μυαλό μου. Μου αρέσει πολύ όταν το καταφέρνει αυτό το σινεμά: να μην τελειώνει με τους τίτλους, να συνεχίζει να υπάρχει μέσα σου, μέρες μετά. Να επιστρέφει αθόρυβα, με μια εικόνα, μια σκηνή, μια αίσθηση… Η ταινία ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 12 Ιουνίου από το Cinobo, κι εγώ νιώθω ήδη πως έχει κάτι γράψει μέσα μου. Η μουσική του Κωστή Μαραβέγια (από τις πιο συγκινητικές που έχουν γραφτεί για ελληνική ταινία) –τρυφερή, μελαγχολική, σαν καλοκαιρινό απόγευμα που δεν θέλει να τελειώσει– παίζει τώρα στα ακουστικά μου και με γυρίζει πίσω. Πίσω στην αίθουσα της Στέγης Ωνάση, όπου μια ταινία έγινε το «καλοκαίρι» μου – προτού το καλοκαίρι καν αρχίσει…
Η Χλόη, όταν μένει άστεγη, αποφασίζει να φύγει από την Αθήνα και να αναζητήσει καταφύγιο στη μεγάλη της αδελφή. Δεν φτάνει όμως ποτέ εκεί. Καθ’ οδόν βρίσκει κάτι άλλο: μια παρέα παιδιών που ταξιδεύουν με τροχόσπιτο και βοηθούν ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο – κι ίσως και τον εαυτό της. Μια παρέα από τη «Χώρα του Ποτέ». Παιδιά που δεν θέλουν (ή δεν αντέχουν) να μεγαλώσουν. Που φτιάχνουν τη δική τους μικρή «οικογένεια», έξω από κανόνες και νόρμες. Που ηττήθηκαν από έναν κόσμο που δεν τους χωρά, κι αποφασίζουν να τον παρακάμψουν με τη δική τους μικρή επανάσταση – ακόμη κι αν αυτή περνάει μέσα από την παρανομία. Η Χλόη είναι αλάνι, «κωλοπαίδι», είναι ένα αγρίμι που δεν δαμάζεται, είναι ευάλωτη, παρανοϊκά χαρούμενη σε στιγμές. Ή απλώς είναι ένα κορίτσι που δεν θέλει να «σώσει» τον εαυτό του, αλλά να τον ζήσει όπως η ίδια θέλει.
Ο Κεκάτος κινηματογραφεί το ταξίδι τους σαν όνειρο – με φως που καίει, μουσική που σε τραβάει μέσα της – και μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω δει ποτέ στη μεγάλη οθόνη. Κρατάς την ανάσα σου και νιώθεις αυτό το ειλικρινές «μαζί» να υπάρχει στ’ αλήθεια. Όχι προσποίηση, ούτε ωραιοποίηση. Τρυφερότητα, ισοτιμία και κυρίως νόημα.
Οι Άγριες Μέρες Μας θα είναι μια ταινία που θα θυμάμαι πάντα σαν μια όμορφη καλοκαιρινή ανάμνηση. Με ελευθερία, μουσική, αγάπη, χρώματα και κάτι που λίγο σε πονάει. Από εκείνα τα πράγματα που δεν ξέρεις ακριβώς γιατί σε συγκινούν – αλλά σε ακολουθούν. Κι αυτό, κάποιες φορές, είναι ό,τι πιο αληθινό μπορεί να σου χαρίσει το σινεμά.
Ευδοκία Βαζούκη
Η έκτη σεζόν του The Handmaid’s Tale τελείωσε και μαζί έκλεισε και όλη η σειρά-έπος που τόλμησε να μιλήσει για ένα σκληρό θέμα με τόση ουσία. Σε ένα (όχι τόσο) δυστοπικό μέλλον όπου δεσπόζει η πατριαρχία, η στέρηση ελευθεριών, η απουσία σωματικής αυτοδιάθεσης, η ανισότητα φύλων, η έλλειψη παιδείας, η ταξική πάλη, η υπογεννητικότητα, η θρησκεία και ο φανατισμός, οι γυναίκες θα πρέπει να ανατρέψουν την καταπίεση και την άρχουσα τάξη. Το Handmaid’s Tale μιλάει για το σύστημα που συντηρείται από αυτούς που κρατούν την εξουσία και θρέφονται από τον φόβο, μιλάει για την εργαλειοποίηση της πίστης για την ικανοποίηση συγκεκριμένων σκοπών, μιλάει για την δύναμη της ανθρωπιάς και την συλλογικότητα της επανάστασης.
Όπλο της οι χαρακτήρες που ισορροπούν στο τεντωμένο σχοινί του καλού και του κακού, της δικαιοσύνης και της εκδίκησης, του θάρρους και του θράσους, χαρακτήρες που μπαλαντζάρουν, με το απρόβλεπτο της επόμενης κίνησής τους να καθορίζει σε ποια πλευρά θα πέσουν, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες με σύνθετο ψυχισμό και παρελθόν που τους δίνει καύσιμο να συνεχίσουν τον ατομικό και συλλογικό αγώνα. Η June Osborn της Elizabeth Moss, θα μείνει στην ιστορία το σύμβολο της αντίστασης, το σύμβολο της μάνας που πάντα θα βρίσκει τον δρόμο στα παιδιά της και αν δεν τον βρει θα φτιάξει έναν νέο κόσμο ώστε να είναι και αυτά μέσα. Η Serena της Yvonne Strahovsky, που χάρισε στην σειρά έναν μοναδικά μισητό χαρακτήρα, ανεβοκατέβηκε όλες τις ηθικές αποχρώσεις, και μαζί με την Moss δημιούργησαν μια βαθιά άρρηκτη, παράλληλη και εξαρτημένη σχέση, αποτελώντας το πραγματικό love story της σειράς. Ο Commander Lawrence, με το απρόβλεπτο πνεύμα του, η Aunt Lydia σε έναν αμείλικτο ρόλο, η Janine σε μια πολύ ώριμη μετάβαση στον έκτο κύκλο, ο μυστηριώδης Nick, ο υπομονετικός Luke… Κάθε σεζόν και μια νέα προσθήκη σε αυτό το συγκλονιστικό σύμπαν που είχε δική του οπτική ταυτότητα, συναισθηματικό βάρος, νοηματοφόρο σενάριο, και μας χάρισε απανωτές ανατροπές, σκηνές που πρέπει να ανήκουν στον χώρο της τηλεόρασης, και φυσικά έδωσε ένα τέλος δίχως… τέλος όπως άλλωστε είναι και ο ακούραστος αγώνας για τα ιδανικά. Blessed Day.
Λίνα Ρόκα
Υπάρχουν νομίζω για τον καθένα μας κάποια πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε αντικειμενικοί. Το φαγητό της μαμάς μας που είναι πιο νόστιμο κι από του πιο βραβευμένου σεφ, το νησί που έχουμε συνδέσει με τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας, αυτός ο καλλιτέχνης που είναι σαν να δημιουργεί για εμάς προσωπικά.
Κάτι τέτοιο είναι για εμένα ο Wes Anderson. Οπότε φαντάζεστε τη χαρά μου όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να εγκαινιάσω τη φετινή σεζόν των θερινών σινεμά με την καινούργια του ταινία: Το Φοινικό Σχέδιο, το σενάριο του οποίου συνυπογράφει ο Roman Coppola, είναι η ιστορία ενός αμφιλεγόμενου επιχειρηματία που προσπαθεί να εξασφαλίσει τους πόρους για να ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέχρι τώρα επιχειρηματικό του σχέδιο, ενώ ταυτόχρονα αποκαθιστά τη σχέση του με την αποξενωμένη κόρη του -και καλόγρια- Λίζελ.
Μια ταινία, όπως ήταν αναμενόμενο, πανέμορφη οπτικά, με ιδιαίτερους χαρακτήρες και αφηγηματικό στυλ- όπως όλες οι ταινίες του Anderson δηλαδή. Σίγουρα δεν ήταν η αγαπημένη μου από τις δουλειές του -σε καμία περίπτωση τόσο αριστουργηματική ως προς την φωτογραφία της όσο για παράδειγμα το French Dispatch ή το Grand Budapest Hotel, και με χιούμορ κατά τη γνώμη μου κάπως βεβιασμένο- αλλά για εμένα είναι μάλλον αδύνατο να μην περάσω καλά βλέποντας Wes Anderson.
Το αγαπημένο μου κομμάτι της ταινίας ήταν ο επίλογος. Αν και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο, το κλείσιμο της ιστορίας ήταν από αυτά τα φινάλε που σε κάνουν να βγαίνεις από το σινεμά με έναν ανανεωμένο ρομαντισμό στην οπτική σου για τη ζωή, ένα effect που έκανε το σουβλατζίδικο της πλατείας που βρέθηκα αμέσως να μοιάζει ειδυλλιακό. Και αυτή είναι η μαγεία του Wes Anderson.
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Το καλοκαίρι αυτή την εβδομάδα είναι λες και μπούκαρε στο δωμάτιο. Μέχρι τώρα ξεπρόβαλε πίσω από κουρτίνες, φώναζε στα ακουστικά μου ή κρυβόταν στις γεύσεις παγωτού. Αυτή την εβδομάδα όμως είπε να κάνει ξεκάθαρη την πρόθεσή του για κατάληψη της ζωής μου. Από συναυλίες, ζεστά βράδια και Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η εβδομάδα μου ήταν πλήρως γεμάτη. Την Πέμπτη (5/6) συγκεκριμένα βρέθηκα πρώτη φορά στους χώρους του Φεστιβάλ, στην Πειραιώς 260, για την τελευταία παράσταση του “Théâtre du Soleil” – του Θεάτρου του Ήλιου – «Εδώ έχει δράκους».
Το δημιούργημα της Αριάν Μνουσκίν – μια μοναδική θεατρική κολεκτίβα που όμοιά της δεν υπάρχει στον κόσμο – προσγειώνεται στην Πειραιώς 260, 60 χρόνια μετά τη δημιουργία της, με μια (ακόμα) παράσταση γροθιά στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γεμάτη αντιπολεμικά μηνύματα και σκληρό σχολιασμό μιας εξίσου σκληρής πραγματικότητας. Το πιο παραστατικό θέατρο που έχω αντικρίσει ποτέ ασχολείται με την απαρχή του ολοκληρωτισμού στη Ρωσία και τις εξωφθάλμες επιπτώσεις που είχε αυτό για τον κόσμο και κυρίως για την Ουκρανία.
Δυόμισι χρόνια μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και έναν πόλεμο που ακόμα μαίνεται, οι υπέρ-ταλαντούχοι άνθρωποι του Θεάτρου του Ήλιου και η ίδια η Μνουσκίν φτιάχνουν κάτι σαν μάθημα ιστορίας επί σκηνής. Η διαφορά του; Πρόκειται για κατανοητό, απολύτως ενδιαφέρον, “λαϊκό” θέατρο. Σίγουρα είμαι προκατειλημμένη, καθώς υπάρχουν λίγες θεματικές που βρίσκω τόσο ενδιαφέρουσες όσο η πολιτική ιστορία, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο πως το θέατρο – και εδώ, και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο αποδόθηκε – έκανε τη δουλειά του: αφύπνισε, ξεκούλησε, ξύπνησε και θύμισε. Αυτό που αντίκρισα την Πέμπτη το βράδυ ήταν κάτι μοναδικό και νιώθω άκρως τυχερή που ήμουν θεατής αυτής της δημιουργίας.
Και κάτι τελευταίο: δεν παύω στιγμή να παραπονιέμαι για τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων πλέον. Οι συνθήκες και οι λόγοι που μια παράσταση είναι “δικαιολογημένη” να κρατά πάνω από 90–100 λεπτά, για μένα είναι ελάχιστοι. Ο χρόνος αλλοιώνει το συναίσθημα, χάνεται η μαγεία. Οι 2,5 ώρες (με 15 λεπτά διάλειμμα) όμως του «Εδώ έχει δράκους» ήταν λίγες. Αυτό που αντίκριζες δεν χωρούσε στον χρόνο – τον αψηφούσε. Κάπου είχα διαβάσει πως είναι κατάρα το καλό θέατρο – γιατί υπάρχει για μια στιγμή στον χρόνο, σε διαλύει (ή σε ανυψώνει) και μετά τελειώνει – θα συμφωνήσω!
Μαρία Βαλτζάκη
Αυτή την πρώτη Δευτέρα του καλοκαιριού ακούσαμε για πρώτη φορά τον νέο δίσκο της Ρένας Μόρφη, με τίτλο “Το Δωμάτιο μου” και έχοντας τα 9 αυτά κομμάτια on repeat στα ακουστικά μου ολόκληρη την εβδομάδα, μπορώ με σιγουριά να πω ότι έχουμε το πρώτο soundtrack του φετινού καλοκαιριού. Αυτός είναι ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος της Μόρφη από το Σάμπα Τσικίτα του 2020 – και μπορώ να πω πως δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Η ίδια είχε κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θέλει να περιορίζεται σε ένα είδος και αυτό που θα ακούγαμε θα ήταν η “Ρένα τώρα”. Η Ρένα τώρα, λοιπόν, είναι μια Ρένα αναπολογητικά ερωτική, δυναμική και σίγουρα ο εαυτός της, είτε τραγουδά νησιώτικα feel good κομμάτια, όπως το Αυγούστιατικο, ή το πιο μελαγχολικό Κισσός, είτε ερωτοτράγουδα για χαμένους έρωτες (Θα μου λείπεις), είτε πιο δυναμικά anthems, όπως φυσικά η Ασταμάτητη Καρδιά. Τα δικά μου αγαπημένα τραγούδια είναι το Νανούρισμα με την υπογραφή του Δημήτρη Μπαλογιαννη, αλλά και το ομότιτλο με τον δίσκο κομμάτι με την υπογραφή του Φοίβου Δεληβοριά, το οποίο είναι και το ιδανικό φινάλε για έναν δίσκο που μας θυμίζει γιατί αγαπάμε τόσο το καλοκαίρι: για τις αυγουστιατικες βόλτες, για τους (εφήμερους ή όχι) έρωτες, για την ελευθερία του.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
«Για τους 103», «για τους 57»… στην Ελλάδα έχουμε πολλά νούμερα. Που πίσω από αυτά κρύβονται άνθρωποι, πρόσωπα, με σάρκα και οστά. Κι αν ακόμα δεν ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι με την υπόθεση των Τεμπών, ελπίζουμε πως σιγά σιγά η αλήθεια θα λάμψει σε κάθε περίπτωση και για κάθε ψυχή που της στέρησαν το δικαίωμα στη ζωή. Η αρχή με το Μάτι έγινε κι ακόμη κι αν πολλοί ισχυρίζονται πως «οι ένοχοι είναι περισσότεροι» – μόνο ο Θεός ξέρει την αλήθεια – μπορούμε να πούμε πως κάτι ‘μπήκε στη θέση του’. Αλλά το ακόμα πιο συγκινητικό είναι αυτό το «δεν ξεχνώ», που βροντοφωνάζουν χιλιάδες άνθρωποι με την παρουσία τους, το πάθος τους για δικαίωση – όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δείχνει ότι κάθε ψυχή σε αυτόν τον κόσμο έχει την αξία της και κάθε απώλεια είναι μείζονος σημασίας. Εκείνα τα 103 μπαλόνια που ανέβηκαν στον ουρανό έξω από το δικαστήριο, αυτό δείχνουν τουλάχιστον. Κι όσο σκληρόκαρδος κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από το πόσο όμορφοι άνθρωποι μπορούμε να γίνουμε τελικά αν το θελήσουμε.
Από την άλλη ένας Κορκονέας ξανά στη φυλακή – εδώ μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η ελληνική δικαιοσύνη έκανε τη δουλειά της. Κάθε 6η Δεκέμβρη δεν είναι απλώς μια αφορμή για επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, ούτε για δακρύβρεχτους σχολιασμούς κάτω από φωτογραφίες του «αιώνια» 15χρονου Αλέξη. Είναι μια υπενθύμιση πως «αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».
Μιλένα Αργυροπούλου