Ξέρω πως είναι λίγο ανορθόδοξη η αρχή αυτού του κειμένου, αλλά νομίζω πως πλέον έχω καταλήξει πως, όταν μιλάμε για έντονα συναισθήματα – πόνο, πάθος, ευτυχία και κάθαρση – δηλαδή καλοκαιρινές συναυλίες, η παρουσία μουσικής είναι απαραίτητη. Οι λέξεις είναι υπέροχες, πληθωρικές. Οι λέξεις είναι ο πλούτος μας, αλλά σε κάτι τέτοιες στιγμές χρειάζονται παρέα για να ανθίσουν πραγματικά. Και γιατί εγώ μπορεί να υπήρξα μία εκ των χιλιάδων που αντίκρισαν τον Μίλτο Πασχαλίδη στα 30ά μουσικά του γενέθλια, στο Θέατρο Βράχων, την Τετάρτη (4/6) το βράδυ, αλλά ο λόγος που γράφω όσα γράφω είναι για να καταφέρω – έστω και για λίγο, όσο κρατάει ένα τραγούδι ίσως – να σας κάνω να νιώσετε πως ήμασταν παρέα σε εκείνη την αρένα. Πως μαζί βραχήκαμε από τα νερά που πετάγονταν στον αέρα. Μαζί ανοίξαμε τα χέρια στις “Περσίδες”, μαζί κλάψαμε στο άκουσμα της “Απουσίας”, μαζί γιορτάσαμε τον Μίλτο (μας). Ελάτε λοιπόν να νοσταλγήσουμε μαζί.
Βρέθηκα που λέτε σχεδόν μία ώρα πριν την προγραμματισμένη έναρξη της συναυλίας, να προσπαθώ να βρω ταξί στην Πατησίων. Και μετά από είκοσι λεπτά (περίπου), ήμουν στον Υμηττό, να ανηφορίζω με τα πόδια προς το Θέατρο Βράχων – Μελίνα Μερκούρη. Εγώ από την αριστερή είσοδο, και η Ευδοκία από τη δεξιά, βρεθήκαμε στη μέση της “αρένας”, κάτω από τη σκηνή. Όταν εμείς φτάσαμε, οι θέσεις των καθήμενων ήταν ήδη γεμάτες και ο χώρος των ορθίων ήταν σχεδόν άνετος – αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ αυτή η άπλα του χώρου. Δεν ξέρω βέβαια και αν την ήθελα, για να σας πω την αλήθεια. Αναγνωρίζω πως έχω το προνόμιο του ύψους στις συναυλίες, οπότε το ζήτημα της αναπνοής ή της όρασης δεν έχει υπάρξει ως τώρα πρόβλημα για μένα. Αλλά… σε αυτές τις συνθήκες, του “μαζί”, στις συναυλίες, θέλω να βρίσκομαι κοντά με κόσμο. Φυσικά, η άνεση του να κουνηθείς είναι πάντα καλοδεχούμενη, αλλά είναι που πάντα μοιάζει να αποζητώ την επαφή με τον άγνωστο άνθρωπο, που όμως – όταν ουρλιάζουμε μαζί το «όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη» – είστε ένας άνθρωπος, μία ψυχή. Κι έτσι ο Μίλτος βγήκε. Τραγούδησε το “Παραμύθι με Λυπημένο Τέλος” και τα χέρια ξεκίνησαν να πάλλονται σαν χτύποι καρδιάς, θέλοντας να φτάσουν τον ουρανό. Όλο το βράδυ αυτό κάναμε – προσπαθούσαμε να πιάσουμε το όνειρο.
Αυτή εδώ η βραδιά ήταν κάτι σαν τα γενέθλια του Μίλτου – έκλεινε τα “μουσικά” του 30. Έφτιαξε λοιπόν ένα πρόγραμμα που είχε μέσα του όλα όσα έζησε – ή, καλύτερα, όσα μπόρεσαν να χωρέσουν σε 3 ώρες και σε 30 χρόνια. Από την “Πηνελόπη” στις “Περσίδες”, το “Αγύριστο κεφάλι” του και τις “Βυθισμένες Άγκυρες” που έριξε, “Τα τραγούδια (δεν ήταν σίγουρα) μια σταλιά”. Όσο τα τραγούδια περνούσαν, εμείς τόσο πιο δυνατά φωνάζαμε και όσο κοιτούσα στη σκηνή έναν άνθρωπο να τραγουδάει τη ζωή του με φίλους, τόσο ένιωθα πιο γεμάτη. Έχω μια αδυναμία στον Πασχαλίδη – ναι, ξέρω, δεν το είχατε καταλάβει. Έχει την ικανότητα να συναντά τις λέξεις με μαγεία· να φωνάζει σε μας τους στίχους και εμείς να νομίζουμε πως μας ψιθυρίζει. Ο Μίλτος τραγουδάει τα όνειρά μας – όσο τραγουδάει και τις αλήθειες μας, και τα ψέματά μας.
Κάποια στιγμή έπιασα το χέρι της Ευδοκίας και της είπα πως «αν πει την “Απουσία”, θα βάλω τα κλάματα» – κι εκείνη με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, γιατί ήδη είχα βουρκώσει και μου χαϊδεψε τον ώμο. Λίγο μετά, τον άκουσα να καλωσορίζει στη σκηνή τον Κωστή Μαραβέγια (κάτι που δεν υπήρχε στο πρόγραμμα), γιατί – όπως είπε – κάθε βράδυ καλεί πάνω στη σκηνή έναν διαφορετικό καλλιτέχνη για να πουν μαζί την “Απουσία”, που πάντα έλεγε με τον Λαυρέντη. Την Τρίτη (3/6) ήταν ο Διονύσης Τσακνής, την Τετάρτη ο Κωστής Μαραβέγιας και σήμερα, Πέμπτη, θα είναι ο Γιάννης Κότσιρας – αλλά δεν το μάθατε από μένα. Έδωσα λοιπόν το κινητό μου στην Ευδοκία και της είπα: «Κράτα το, σε παρακαλώ, δεν θέλω να έχω τίποτα πάνω μου». Και άκουσα το αγαπημένο μου τραγούδι να παίζει σε μια συνθήκη ιδανική – δηλαδή, αν το τέλειο στιγμιαία υπάρχει, εκείνη η στιγμή ήταν τέλεια. Και ορκίζομαι πως, για 3 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα (περίπου), υπήρξα ευτυχισμένη και δακρυσμένη. Μετά είπαν και “το Φλασάκι”.
Όταν ο Κωστής έφυγε, τη σκυτάλη πήραν οι μουσικοί, οι οποίοι είχαν επιλέξει ένα τραγούδι από τη μουσική ιστορία του Μίλτου Πασχαλίδη να ερμηνεύσουν οι ίδιοι. Η Αντωνία Τσολάκη (μπάσο), ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης (ηλεκτρικές κιθάρες) και η Νίκη Γρανά (ακορντεόν – τραγούδι) είπαν τραγούδια που μπορεί να μην ήταν από τα πιο γνωστά, αλλά είχαν μία ιδιαίτερη σημασία. Και εκεί που πίστευα πως θα δω στη σκηνή τη Νατάσσα, βλέπω τον Πάνο Βλάχο να “μπουκάρει” στη σκηνή με ένα εμπριμέ πουκάμισο – που ο Μίλτος τον ρώτησε «αν είναι από τα φτηνά ε;». Νομίζω πως ακούστηκε μέχρι τον Πειραιά το “Ένα Τυχαίο Γεγονός” του. Με μία σύντομη στάση στην “Ψυχεδέλεια” (της Βίσση) και το “Ανήκω σε μένα” (του Μαζωνάκη), και τον Πασχαλίδη να λέει «όλοι έντεχνοι είσαστε ρε πούστη μου», πήγαμε παρακάτω. Συγκεκριμένα, πήγαμε στην Ανδρομέδα, που τραγούδησε η υπέροχη Νίκη Γρανά – και κάπου εκεί ξεκίνησε να βρέχει (από μπουκάλια), και ανάμεσα σε μια κόκκινη φωτοβολίδα και σε μπουκάλια που πετάγονταν στον αέρα, πήρα την απόφαση (που καθόλου δεν μπορούσα να ελέγξω) πως αύριο δεν θα έχω φωνή – και αυτό ήταν εντάξει.
Με το ένα και το άλλο (τραγούδι), ήρθε η Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδώντας το “Μέτρημα”. Και μετά από λίγα “παράπονα” – που δεν ήταν μέρος της συναυλίας των 20 χρόνων του Μίλτου – εκείνος της χάρισε μια μοναδική πρωτιά. Έκλεισαν όλα τα φώτα, άναψαν οι φακοί των κινητών και η Νατάσσα έγινε η μοναδική γυναίκα που έχει τραγουδήσει τις «Κακές Συνήθειες». Όταν ο Μίλτος πήγε να την αποχαιρετήσει, φώναξε “Εν Λευκώ” και το τραγουδήσαμε όλοι εμείς, όσο εκείνη είχε γονατίσει και (αν δεν κάνω λάθος) έκλαιγε. Πήρε αγκαλιά τον Μίλτο και μας αποχαιρέτησε.
Και εκείνος πήρε τη σκυτάλη στους αποχαιρετισμούς: κοίταξε στον ουρανό και αφιέρωσε τον “Τυμβωρύχο” στους φίλους του που είναι πλέον φαντάσματα. Αυτή πρέπει να ήταν μία από τις πιο έντονες στιγμές στο live. Τριάντα χρόνια, αμέτρητες ιστορίες, άνθρωποι που έγιναν δικοί του και τώρα δεν είναι πια εδώ. Άνθρωποι που τον τίμησαν, τον έπλασαν, τον στήριξαν – και τώρα, κάθε φορά που οι φωνές ενώνονται και τα χέρια ακουμπούν τον ουρανό, εκείνοι χαμογελούν. Αρνούμαι, δηλαδή, να πιστέψω πως όταν τραγούδησε τη “Ρόζα”, ο Μίτσος – όπως τον λέει – δεν χόρευε ζεϊμπέκικο κάπου. Ο άνθρωπος που το 2005, στη συναυλία των δέκα χρόνων του Μίλτου Πασχαλίδη, είχε βγει από το νοσοκομείο με καύσωνα και κοστούμι (για να μην φαίνονται οι οροί), τραγούδησε ένα κομμάτι και γύρισε πίσω. Ο Μίλτος είπε: «Ήρθε επειδή έδωσε τον λόγο του στον πιτσιρικά». Γενικά δεν πιστεύω σε κάποιο “μετά”, αλλά μάλλον πιστεύω στις συναυλίες.
Τον κύκλο των guest έκλεισαν οι Χαΐνηδες – ο Δημήτρης Αποστολάκης και ο Δημήτρης Ζαχαριουδάκης – άνθρωποι που αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, την αφετηρία του. Αλλάξαμε λοιπόν τελείως τοποθεσία και μεταφερθήκαμε στην Κρήτη, πριν από 34 χρόνια, εκεί που σπούδαζε στο Μαθηματικό ο Μίλτος Πασχαλίδης και εκεί που ξεκίνησαν όλα. Λίγο μετά “το Καπηλειό” και έναν Χανιώτη που δεν χορέψαμε (αλλά, προς έκπληξη – καταρχάς δική μου – πολύ θα το ήθελα), ξαναμείναμε πάλι οι «δύο» μας για το τέλος: Ο Μίλτος και εμείς και η πιο μεγάλη νύχτα ξημέρωνε. Μετά από μερικά πισωγυρίσματα, έναν “Ερωτόκριτο”, μας τα είπε όλα, παρέδωσε στα χέρια μας το τιμόνι και μας χαιρέτησε «καλή αντάμωση στα επόμενα 30».
Έφυγα από εκείνο το θέατρο και η καρδιά μου ήταν πλήρως γεμάτη. Όπως τραγούδησε και ο Μίλτος: είμαστε καταδικασμένοι να νοσταλγούμε – εγώ απλά ελπίζω να νοσταλγούμε όσα ζήσαμε. Τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα, παιδιά. Και ξέρετε γιατί; Γιατί τραγουδάμε γι’ αυτά στις συναυλίες. Καλή αντάμωση, Μίλτο, ευχαριστώ για το όνειρο!