Συν & Πλην: «Η ταράτσα» στο Σύγχρονο Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Η ταράτσα» που ανεβαίνει στο Σύγχρονο Θέατρο σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη.

Ο ενδιαφερόμενος το μαθαίνει τελευταίος. Αφού έχει ντυθεί, στολιστεί και ετοιμάσει τη βαλίτσα της, η Μαντλέν ανακοινώνει στον Ετιέν ότι φεύγει. Φεύγει για πάντα. Ο νέος εραστής της θα έρθει να την πάρει σε λίγη ώρα από το σπίτι τους, το σπίτι όπου έζησαν μαζί για τέσσερα χρόνια. Κι όχι ένα τυχαίο σπίτι, αλλά ένα σπίτι καλόγουστο, σε ωραία γειτονιά του Παρισιού που διαθέτει και ταράτσα!
Κι αφού αυτοί το εγκαταλείπουν – μαζί και τη σχέση τους – νέοι ενδιαφερόμενοι το διεκδικούν. Και δεν αργούν. Η μεσίτρια αρχίζει να καταφθάνει με τους πρώτους από αυτούς: την φασαριόζα γυναίκα του λοχαγού Σαλόζ – η οποία αργότερα θα εμφανιστεί με τον λοχαγό Σαλόζ αυτοπροσώπως – τον κύριο Αστρίκ εξωφρενικά λιχούδη, υπναρά, που έχει να κάνει και μερικά επείγοντα τηλέφωνα – και τον φίλο του Μορίς – έναν αθεράπευτα ερωτύλο και αθεράπευτα εξαρτώμενο από τους πλούσιους γονείς του, άνδρα.
Το ήσυχο διαμέρισμα σύντομα μετατρέπεται σε κέντρο διερχομένων: ανθρώπων που θέλουν κάπου να χωρέσουν το χρόνο, την ζωή και την απελπισία τους. Η μόνη που δεν ενδιαφέρεται για ένα σπίτι, αλλά για λίγη ζωή είναι η ίδια η μεσίτρια, η οποία πνίγει τη μοναξιά της σε εξωτικές περιπέτειες. «Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται, σαν τρελαμένοι» παρατηρεί ο Μορίς και δεν μιλάει μόνο για τη σύναξη της βραδιάς, αλλά για όλο το ανθρώπινο είδος.
Για κάποιο λόγο, η ταράτσα δεν ανεβάζει μόνο την αξία του διαμερίσματος αλλά ανεβάζει έναν – έναν τους επίδοξους ενοικιαστές του θα θαυμάσουν τη θέα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι πρόθυμος να την χρησιμοποιήσει, εντούτοις, όλοι μοιάζουν να μοιράζονται την ανάγκη για ένα άνοιγμα προς τα πάνω, ένα πέταγμα ψηλότερα – ακόμα κι αν αυτό έχει κινδύνους.
Το έργο του Ζαν Κλοντ Καρριέρ «Η ταράτσα» είναι πρωτοεμφανιζόμενο στην ελληνική σκηνή και ο ίδιος όχι ιδιαίτερα γνωστός στην θεατρική κοινότητα. Ως σεναριογράφος, ωστόσο, είναι ένας από τους σημαντικότερους για το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά – τουλάχιστον από την δεκαετία του 1960 μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα. Αρκεί να αναφέρουμε τις συνεργασίες του με σκηνοθέτες όπως ο Ζακ Τατί, ο Λουί Μαλ και αργότερα ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Μίλος Φόρμαν και ο Φίλιπ Κάουφμαν.
Στην «Ταράτσα» – την οποία και έγραψε το 1997 – ο Ζαν Κλοντ Καρριέρ επιχειρεί μια λοξή, χαμηλότονη υπαρξιακή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις, με ένα υπόγειο, κωμικό πρόταγμα, το οποίο μοιάζει να εκπροσωπείται περισσότερο από το στοιχείο του παραλόγου. Ο Καρριέρ αντιμετωπίζει τους ήρωες του με συμπόνια, συμπάθεια για την αδυναμία να ορίσουν τη ζωή τους και αυτό να τους φέρνει πιο κοντά στο θάνατο από όσο θα μπορούσαν να φανταστούν. Παραμένουν, όμως, αστείοι και μόνο που προσπαθούν να ζήσουν.

Αγγελική Καρυστινού, Μαριλένα Μόσχου, Ιάσων Παπατθαίου, Θάνος Μπίρκος, Ντίνος Γκελαμέρης, Βασίλης Αθανασόπουλος, Χριστίνα Ροκαδάκη: ο θίασος σε απαρτία
Με μια ακόμα ιδιαίτερη – και γι’ αυτό τολμηρή – επιλογή έργου επανέρχεται ο Τάσος Πυργιέρης. Η ‘άπαιχτη’ στην Ελλάδα υπαρξιακή κωμωδία του Ζαν Κλοντ Καρριέρ εμφανίζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα επικοινωνιακά κενά στις ανθρώπινες σχέσεις. Απέναντι σε αυτό το υλικό, ο σκηνοθέτης στέκεται πιο ανοιχτός στα κωμικά του χαρακτηριστικά παραδίδοντας μια ευχάριστη και καλόγουστη παράσταση, με επαρκείς ερμηνείες από την οποία, ωστόσο, λείπουν οι κορυφώσεις.

Η “Ταράτσα” ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Σκηνοθέτης που έλκεται σταθερά από τις, παρ’ ολίγον, κωμωδίες και γενικότερα τα έργα που είναι σπάνια παιζόμενα, o Τάσος Πυργιέρης ανεβάζει την «Ταράτσα». Και έχει ρίσκο αυτή του η επιλογή καθώς η κωμωδία εδώ είναι μια επίφαση μελέτης για την υπαρξιακή κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου που έχει – ή και όχι – λυμένα τα προβλήματα του. Ενδιαφέρουσα μίξη του παραλόγου και του ρεαλισμού αλλά και ανάπτυξη των χαρακτήρων που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται στο χείλος.
Η σκηνοθεσίαΟ σκηνοθετικός προσανατολισμός του Τάσου Πυργιέρη στρέφεται στην πιο ελαφριά αποτύπωση των καταστάσεων που συμβαίνουν στο έργο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει με την απαραίτητη ευαισθησία και με ένα άλλο «φως» τις καθαρά υπαρξιακές στιγμές του. Και παρότι παρουσιάζει μια συνολικά προσεγμένη παράσταση, της λείπει η επινόηση κορυφώσεων.
Στην οχταμελή διανομή της «Ταράτσας» μπορούμε να αναγνωρίσουμε καλές επι μέρους παρουσίες που και το κωμικό στοιχείο υπογραμμίζουν αλλά και την μελαγχολία που διατρέχει την παράσταση. Στην πρώτη ‘κατηγορία’ ξεχωρίζει η Αγγελική Καρυστινού (στο ρόλο της μεσίτριας), ο Θάνος Μπίρκος (ως κύριος Αστρίκ) και ο Ιάσων Παπαματθαίου (στο ρόλο του Μορίς). Επαρκείς στις λιγότερες αβανταδόρικες, αλλά και πιο υπαρξιακές ερμηνείες είναι η Μαριλένα Μόσχου και ο Βασίλης Αθανασόπουλος στους ρόλους της Μαντλέν και του Ετιέν αντίστοιχα, του ζευγαριού που πυροδοτεί την πλοκή του έργου. Τα προβλήματα, ωστόσο, είναι ορατά όταν η ομάδα πρέπει να λειτουργήσει ως σύνολο.
Ως αντίβαρο στην θλίψη που διακατέχει την αφήγηση και τα πρόσωπα, η σκηνογράφος Ελίνα Δράκου έχει καταθέσει μια πολύ εύστοχη πρόταση: καταρχάς, ένα πολύχρωμο σκηνικό το οποίο θυμίζει σκίτσο ή αναπαράσταση κλασικών κινουμένων σχεδίων που έρχεται να υπογραμμίσει το ψεύτικο περίβλημα όπου οι ήρωες τοποθετούν τις ζωές τους. Την ίδια ώρα, η Δράκου ντύνει τους ηθοποιούς με μια σειρά από καλόγουστα πολύχρωμα pop κοστούμια που ταυτίζονται με την παιχνιδιάρικη διάθεση της σκηνογραφίας. Τέλος, οι χαμηλότονοι φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση συντονίζονται με τον υπαρξιακό τόνο της παράστασης.

Σκηνή της παράστασης με τους Ιάσων Παπαματθαίου και Βασίλη Αθανασόπουλο.
Η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το μελαγχολικό πνεύμα του έργου δεν επιτυγχάνεται πάντα. Βλέπουμε, δηλαδή, σε αρκετά σημεία της παράστασης οι ηθοποιοί να αγγίζουν με τρυφερότητα τα αδιέξοδα των ηρώων τους· ωστόσο, όταν η σκηνοθεσία ζητάει να βρεθούν σε άλλο τέμπο, πιο κωμικό, ο συντονισμός του συνόλου χωλαίνει. Κι εφόσον η ανάδειξη των κωμικών στοιχείων του κειμένου τίθενται ως προτεραιότητα, ο ρυθμός χάνεται και (όπως αναφέραμε νωρίτερα) λείπουν τα πραγματικά ‘πετάγματα’ της, οι κορυφώσεις στην αφήγηση.
Το άθροισμα (=)Ένα ωραίο έργο με την υπογραφή του σπουδαίου Ζαν Κλοντ Καρριέρ σε μια ευχάριστη αλλά, και σε σημεία, άνιση παράσταση.




