MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
02
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τάσος Πυργιέρης: Δεν με απασχολούν οι ασφαλείς επιλογές

Στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού για έναν οργανισμό πολιτιστικού ενδιαφέροντος στον οποίο θα ήθελε να δουλέψει, ο σκηνοθέτης Τάσος Πυργιέρης θα δήλωνε συμμετοχή.

Στέλλα Χαραμή | 02.05.2025 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Αυτός ο Μάιος τον βρίσκει να ολοκληρώνει την τρίτη του (για τη φετινή σεζόν) σκηνοθεσία, πάνω στην «Ταράτσα», στο πρωτοεμφανιζόμενο στην Ελλάδα έργο του Ζαν Κλοντ Καριέρ – διάσημου  σεναριογράφου του Λουίς Μπουνουέλ, του Μίλος Φόρμαν και του Φίλιπ Κάουφμαν. «Η Ταράτσα» σηματοδοτεί μια ακόμα επιβεβαίωση πως ο Τάσος Πυργιέρης επιδιώκει να δίνει το σκηνοθετικό στίγμα του μέσα από άγνωστα, ιδιόρρυθμα, αλλά ενδιαφέροντα άπαιχτα έργα –  επιλογή που, φαίνεται να τον χαρακτηρίζει στην αθηναϊκή σκηνή. Και μέσα από αυτά να δημιουργεί ομάδες, να υπηρετεί ένα θέατρο συνόλου.

Παράλληλα, αυτός ο Μάϊος τον βρίσκει να συμπληρώνει δέκα χρόνια μέσα στα οποία σκηνοθετεί χωρίς παύση. Δημιουργός που, όταν συνειδητοποίησε πως δεν του δίνονταν αρκετές ευκαιρίες, αποφάσισε να δημιουργήσει ευκαιρίες για τον εαυτό του. Έκτοτε παραμένει δραστήριος, εργατικός, θεατρικά ενημερωμένος, επιμένοντας να παίρνει τα ρίσκα που συναντά κάθε ανεξάρτητος – και άρα θαρραλέος – σκηνοθέτης στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα.

Φέτος, είχες μια πολύ πυκνή σκηνοθετικά σεζόν. «Φαύστα» στο Μέγαρο Μουσικής, «Απορρίπτεται» στο Θέατρο Σημείο και τώρα «Η ταράτσα» στο Σύγχρονο Θέατρο. Με δεδομένο πως είσαι ένας ανεξάρτητος σκηνοθέτης, τι προϋποθέτουν όλα αυτά αυτό;

Ασφαλώς, προϋποθέτουν πολλή δουλειά. Ωστόσο, είναι ζήτημα βιοπορισμού, είναι μια ανάγκη να εκφραστώ καλλιτεχνικά και την ίδια ώρα μια αγωνία να συνεχίσω την πυκνή σκηνοθετική πορεία μου. Να επιβεβαιώσω ότι μπορώ να ανταπεξέλθω στη σκηνοθεσία και πως δεν επρόκειτο για μια νεανική παρόρμηση – μην ξεχνάς ότι ξεκίνησα να σκηνοθετώ νωρίς. Αυτό που έχω πάρει απόφαση είναι πως, παρά τις πολλές σκηνοθεσίες, κάνω μια δουλειά από την οποία δεν θα γίνω πλούσιος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι δύσκολο να είσαι σκηνοθέτης στην Ελλάδα.

Είναι δύσκολο, όχι μόνο να κάνεις θέατρο στην Ελλάδα, αλλά και Τέχνη γενικότερα. Επέλεξα να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, να εστιάσω σε αυτήν την πτυχή δημιουργίας αλλά τα χρήματα είναι πάντα, μα πάντα, λίγα. Κυρίως η έγνοια μου είναι να αμείβονται καλύτερα οι συνεργάτες μου, σε κάθε παραγωγή. Κι αυτό με στενοχωρεί αλλά και με προβληματίζει για το μέλλον μου στη δουλειά.

Δεν ξέρω αν είμαι καλός καλλιτέχνης, αλλά παλεύω συνέχεια για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Με αυτή τη σκέψη κοιμάμαι κάθε βράδυ

Αναλαμβάνεις και την παραγωγή των παραστάσεων σου. Συνεπώς, ο δείκτης δυσκολίας μεγαλώνει.

Ναι, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόσκληση: η οικονομική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Δεν μπορείς να απαιτήσεις από έναν ηθοποιό επί τρεις μήνες να είναι εκεί για ένα πεντάωρο και να μην πληρώνεται αξιοπρεπώς. Επαναλαμβάνω πως θα ήθελα να έχω καλύτερες αμοιβές για την ομάδα μου. Επίσης, χρειάζεται να κάνω παραχωρήσεις στη σκηνογραφία, στα κοστούμια, στο όραμα της παράστασης. Θέλω να είναι όλα δουλεμένα – αντίστοιχα του κόπου που καταβάλουμε.

Τι έχεις ανακαλύψει για σένα σε ανθρώπινο επίπεδο αυτά τα χρόνια που σκηνοθετείς;

Καταρχήν – και ίσως ακουστεί κλισέ – με έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο. Κάνω μια δουλειά που μου προσφέρει ευτυχία, η διαδικασία να μπορώ να συντονίσω και να εμπνεύσω μια ομάδα με γεμίζει ψυχικά· δημιουργείται μια μικρή κοινωνία κάθε φορά, η οποία με τη σειρά της κάτι θα προσφέρει στους θεατές που θα μας επιλέξουν. Και την ίδια ώρα, η σκηνοθεσία με βοήθησε να γίνω πιο συγκροτημένος ως προσωπικότητα, γιατί έχω ΔΕΠΥ. Όσα χρόνια σκηνοθετώ παρατηρώ πως έχω εξελιχθεί, είμαι πιο οργανωτικός, πιο υπεύθυνος, πιο σοβαρός. Και κάθε φορά που χρησιμοποιώ την τελευταία λέξη θυμάμαι τη μητέρα μου – την οποία έχω χάσει – που μου έλεγε «μεγαλώνοντας να είσαι σοβαρός άνθρωπος».

“Έχω πάρει απόφαση είναι πως, παρά τις πολλές σκηνοθεσίες, κάνω μια δουλειά από την οποία δεν θα γίνω πλούσιος”, παραδέχεται.

Οι γονείς σου πως υποδέχθηκαν την επιλογή σου να γίνεις ηθοποιός;

Και οι δύο γονείς μου ασχολούνταν με τη δημόσια διοίκηση. Παρόλα αυτά, ναι, ήταν ανοιχτοί στις αποφάσεις μου. Υπήρχε μια βαθιά κατανόηση, αντιλαμβάνονταν την προσπάθεια μου να εξελιχθώ ως καλλιτέχνης. Θυμάμαι, ήμουν φοιτητής στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όταν έκανα μία διαφημιστική καμπάνια για τον καφέ Λουμίδη, σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη. Μετά από αυτό ο Γιώργος Λαζάνης, που ήταν τότε διευθυντής στο Τέχνης, με έδιωξε. Όμως, ο πατέρας μου με ενημέρωσε για μια διάταξη μέσω της οποίας το θέατρο ήταν υποχρεωμένο να με αποζημιώσει για τα δίδακτρα. Με συνόδευσε στη σχολή όπου αναγκάστηκαν να με πάρουν πίσω· αλλά έκτοτε έγινα το ‘μαύρο πρόβατο’. Εφάρμοζαν ακόμα τον παλιό, εσωτερικό κώδικα αξιών του θεάτρου, ενώ η εποχή είχε προχωρήσει και οι βιοποριστικές ανάγκες είχαν αλλάξει. Αναφέρω αυτό το συμβάν για να πω ότι οι γονείς μου με είχαν στηρίξει και σ’ εκείνη τη φάση.

Πως ήταν οι γονείς σου;

Ένα ζευγάρι πολύ αγαπημένο που απέκτησε τρία παιδιά. Εγώ είμαι ο ένας από τους διδύμους. Ο πατέρας μου είναι στη ζωή· η μητέρα ήταν μια γυναίκα γενναιόδωρη, αυστηρή με τα παιδιά της, λιγότερο αυστηρή με τους φίλους της. Έφυγε ξαφνικά, στις 9 Φεβρουαρίου του 2007, Τσικνοπέμπτη· εγώ τότε βρισκόμουν στο Βερολίνο γιατί συμμετείχα σε μια ταινία του Σάββα Καρύδα η οποία διαγωνιζόταν στην Μπερλινάλε. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο αδερφός μου με τα νέα του θανάτου της.

Τελικά, έγινες ο σοβαρός άνθρωπος που σε είχε συμβουλέψει η μητέρα σου;

Δεν ξέρω ακόμα, θέλω να πιστεύω πως ναι. Η μητέρα μου είναι σημείο αναφοράς στη ζωή μου· δεν περνάει ούτε μια μέρα χωρίς να τη σκεφτώ και καταλήγω πως κάτι έχω καταφέρει από όσα με συμβούλεψε. Δεν ξέρω αν είμαι καλός καλλιτέχνης, αλλά παλεύω συνέχεια για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Με αυτή τη σκέψη κοιμάμαι κάθε βράδυ.

Παραδόξως, η μοναξιά με ηρεμεί. Με ανασυγκροτεί, με ξεκουράζει γιατί η πίεση της δουλειάς είναι μεγάλη

Είσαι καλός στη σχέση σου με τους ανθρώπους;

Σίγουρα δεν είμαι καλός σύντροφος. Κατάστρεψα μια σχέση όπου υπήρχε πολλή και βαθιά αγάπη και φταίω εγώ γιατί δεν ήμουν παρών. Μετανιώνω πολύ γι’ αυτό και γενικά μετανιώνω που δεν έχω προσωπική ζωή. Δεν έχω βρει τη χρυσή τομή – δυστυχώς.

Σ’ ενδιαφέρει να την βρεις;

Με ενδιαφέρει, αλλά δεν έχω βρει τον τρόπο. Κάτι πρέπει να ελαχιστοποιήσω από τα δύο, να δώσω προτεραιότητα στη δουλειά ή στη ζωή μου. Προς το παρόν, δεν έχω απάντηση.

Σε στενοχωρεί η μοναξιά;

Παραδόξως, η μοναξιά με ηρεμεί. Με ανασυγκροτεί, με ξεκουράζει γιατί η πίεση της δουλειάς είναι μεγάλη.

Τουλάχιστον, είσαι ευτυχισμένος ως σκηνοθέτης;

Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Προσπαθώ όλο και περισσότερο.

Για την προσωπική του ζωή: “Μετανιώνω που δεν έχω προσωπική ζωή. Δεν έχω βρει τη χρυσή τομή – δυστυχώς”.

Σκηνοθετείς δέκα χρόνια. Θεωρείς πως σε αυτό το διάστημα έχεις βρει ένα σκηνοθετικό λεξιλόγιο;

Ναι, βεβαίως έχω ένα κώδικα. Έχω μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική που είναι πλέον αναγνωρίσιμη. Μου αρέσει η ομορφιά στη σκηνή. Αγαπώ και υπηρετώ το απλό, κατανοητό θέατρο, με ηθοποιούς που μιλούν κανονικά – όπως μιλάμε εμείς οι δύο τώρα. Κι επίσης, σέβομαι την καταγωγή του κειμένου, την προέλευση του. Δεν μου αρέσει να διαστρέφω την εντοπιότητα ενός κειμένου γιατί κάπου ανήκει κι αυτό κάτι σημαίνει. Δεν φέρνω, λοιπόν, τα έργα στα μέτρα μου, δεν παίρνω ένα γαλλικό κείμενο για να το κάνω «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Από εκεί και πέρα, με απασχολεί να καταπιάνομαι με λιγότερο ή σπάνια παιγμένα έργα και να είναι λίγο πιο λοξή η ματιά τους, να μην ανήκουν σ’ ένα συγκεκριμένο είδος. Γενικά, ξεκινώ με μια περιέργεια για τις δραματουργίες, δεν κινούμαι ασφαλώς κι αυτό είναι ένα ρίσκο που δεν παίρνουν πολλοί. Δεν με απασχολούν οι ασφαλείς επιλογές. Δεν θα κάνω, δηλαδή, ένα κλασικό κείμενο που έχω δει επανειλημμένα πχ. του ΄Ιψεν ή του Τσέχωφ κάτω από μια προσωπική ανάγνωση – δεν με ενδιαφέρει αυτός ο τρόπος. Θέλω να προτείνω κάτι καινούργιο.

Λες, λοιπόν, ότι η ερευνητική σου διάθεση εστιάζει στα έργα;

Θα μπορούσαμε να πούμε κι αυτό. Ψάχνω πολύ και θα ήθελα αυτό να αναγνωρίζεται κάπως. Γιατί λίγοι ακόμα σκηνοθέτες κάνουν τέτοιες επιλογές: ο Θωμάς Μοσχόπουλος και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που είναι δημιουργοί τους οποίους εκτιμώ και παρακολουθούν τη δουλειά μου.

Μέσα από έρευνα προέκυψε και η επιλογή της «Ταράτσας»;

Για την «Ταράτσα» με βοήθησε ο Γιάννης Θηβαίος, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο «Λεονί εν αναμονή», έργο το οποίο ανεβάσαμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 2022. Μου έδωσε το έργο να το διαβάσω, ένα πολύ ωραίο κείμενο και μου εμπιστεύτηκε τη μετάφραση του. «Η Ταράτσα» ξεκινάει μέσα από μια ρεαλιστική συνθήκη και μετά ανατρέπεται εντελώς, πάντα μέσα από μια μαύρη κωμική αίσθηση. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο έργο και αναφέρεται σε όλους εμάς, τους καθημερινούς ανθρώπους και στα αδιέξοδα μας.

Δεν θα κάνω ένα κλασικό κείμενο που έχω δει επανειλημμένα πχ. του ΄Ιψεν ή του Τσέχωφ κάτω από μια προσωπική ανάγνωση – δεν με ενδιαφέρει αυτός ο τρόπος

Έχεις μια σταθερή ροπή στη σκοτεινή κωμωδία. Τι δηλώνει αυτό για σένα;

Αυτός είναι ο τρόπος μου να αντιμετωπίζω τη ζωή. Αυτή είναι η άμυνά μου: προσπαθώ να αντιμετωπίζω τα πράγματα με χαμόγελο, χωρίς να είμαι δήθεν – και εννοείται δεν είναι εύκολο. Παρόλα αυτά, δεν εγκαταλείπω. Είμαι επίμονος, ήρθα για να μείνω.

Τι άλλο σε οδηγεί σκηνοθετικά;

Η καλή αισθητική των πραγμάτων και φυσικά, πάνω από όλα, η σχέση μου με τους ηθοποιούς. Από τον κόσμο των ηθοποιών προέρχομαι κι εγώ.

Αγαπάς τους ηθοποιούς σου;

Όχι μόνο τους αγαπώ αλλά και τους νταντεύω. Ξέρω τι έχουν ανάγκη για να νιώσουν ασφαλείς, με τη μόνη διαφορά πως στο τέλος κάποιος πρέπει να αποφασίζει. Και κάποιος πρέπει ν’  αναλαμβάνει την ευθύνη. Είτε στην αποτυχία, είτε στην επιτυχία υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης.

Από τότε που μπήκες στη σκηνοθεσία δεν έχεις ξαναβουτήξει στη δουλειά ως ηθοποιός. Γιατί;

Δεν με ευχαριστούσε η υποκριτική. Μου άρεσε να είμαι στη σκηνή, αλλά δεν έπαιρνα τους ρόλους που ήθελα. Άφησα πίσω μου τα ημίμετρα, δεν αμφιταλαντεύτηκα, ήταν μια οριστική απόφαση. Στο μεταξύ, κουράστηκα, βάρυνα ψυχικά την ώρα που έρχονται νέοι συνάδελφοι στο θέατρο πολύ πιο καλά εκπαιδευμένοι από μένα, πολύ πιο ικανοί, με πιο πολλά προσόντα, πιο όμορφοι, με μεγαλύτερη αγάπη για την υποκριτική από τη δική μου.

Δεν θα έκανες ούτε μια έκτακτη εμφάνιση;

Αν με καλούσε να παίξω σε παράσταση ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ο Στάθης Λιβαθινός ή ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος – σκηνοθέτες με τους οποίους μας δένει μια εκτίμηση – θα πήγαινα.

Για τη σχέση του με την υποκριτική: “Δεν με ευχαριστούσε. Μου άρεσε να είμαι στη σκηνή, αλλά δεν έπαιρνα τους ρόλους που ήθελα. Άφησα πίσω μου τα ημίμετρα, δεν αμφιταλαντεύτηκα, ήταν μια οριστική απόφαση”, σημειώνει.

Συνάντησες αμφισβήτηση όταν αποφάσισες να αφοσιωθείς στη σκηνοθεσία;

Ναι, δεν βρήκα μεγάλη αποδοχή, κυρίως επειδή δεν σπούδασα σκηνοθεσία. Προφανώς και δεν ζητούσα επαίνους, αλλά είχα ανάγκη την αποδοχή ότι κι εγώ εργαζόμουν ως σκηνοθέτης. Ευτυχώς, αυτή η αίσθηση πλέον δεν υπάρχει. Έχω αποδείξει ποιες είναι οι ικανότητές μου.

Θα έλεγες πως χτίζεις το κοινό σου;

Μ’ έναν τρόπο, νομίζω πως έχουμε σημειώσει πρόοδο στη σχέση με το κοινό. Φυσικά, τα θεάματα είναι πολλά, το κοινό μετακινείται διαρκώς, είναι απρόβλεπτο, δεν ακολουθεί μόνο μερικούς καλλιτέχνες.

Εσύ πάλι, παρακολουθείς πολύ θέατρο.

Θέλω να ξέρω τι και πως ανεβαίνει. Και γενικά θεωρώ πως ξέρω πάρα πολύ καλά το ελληνικό θεατρικό τοπίο. Ποιος είναι ανοιχτός σε άλλους καλλιτέχνες, ποιος δεν έχει παρωπίδες – μεγάλη κουβέντα αυτή.

Έχεις σκοντάψει σε τέτοιες παρωπίδες;

Εννοείται!

Είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου όπως και με τους άλλους. Πλέον, είμαι πιο συγκρατημένος στο να εκθέτω τις απόψεις μου

Μιλάς ανοιχτά για καταστάσεις και συναδέλφους. Αυτό έχει λειτουργήσει ανασταλτικά, έχει κόστος στη δουλειά σου;

Ναι, έχει αρνητικό κόστος. Είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου όπως και με τους άλλους. Πλέον, είμαι πιο συγκρατημένος στο να εκθέτω τις απόψεις μου. Θέλω να πιστεύω, πάντως, πως όποτε εκφράζω τη γνώμη μου, δεν το κάνω με ακραίο τρόπο: είμαι ευγενής και προσεκτικός, δεν πειράζω και δεν ζημιώνω κανέναν.

Θα κατέθετες ένα φάκελο σε διαγωνισμό για να αναλάβεις κάποια θεσμική θέση σε παραστατικό θεσμό;

Στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού για έναν οργανισμό πολιτιστικού ενδιαφέροντος στον οποίο θα ήθελα να δουλέψω, ναι, θα δήλωνα συμμετοχή. Γενικά, θα μ’ ενδιέφερε μια θεσμική θέση σ’ ένα χρονικό ορίζοντα με σκοπό να επενδύσω γύρω από το κομμάτι της οργάνωσης και της στελέχωσης ενός θεσμού αλλά και της οικονομικής του ανάπτυξης – χωρίς να χρειάζεται να συμπράξει με συμπαραγωγούς της ελεύθερης αγοράς.

Πως είδες την εκλογή της Αργυρώς Χιώτη για τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου;

Ήταν μια πολύ καλή επιλογή του Υπουργείου Πολιτισμού. Τόσο η Αργυρώ Χιώτη όσο και Ιώ Βουλγαράκη, είναι καλλιτέχνιδες της γενιάς μου· και επίσης ήταν η ώρα να δούμε γυναίκες στη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό δεν σημαίνει πως στο διοικητικό σχήμα δεν χωράνε και άνδρες. Εύχομαι και ελπίζω οι επιλογές τους στο ρεπερτόριο να απευθύνονται σε όλα τα υποσύνολα της ελληνικής θεατρικής σκηνής και να μην κινηθούν μόνο βάση των δικών τους θεατρικών προτιμήσεων. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι όποιος αναλαμβάνει να διοικήσει κρατικούς φορείς, πόσο μάλλον δε το Εθνικό Θέατρο που έχει αυτή την παράδοση, πρέπει να συνεργάζεται με τους πιο ικανούς και πιο αποδοτικούς για τον ίδιο τον οργανισμό και όχι μόνο με τους φίλους.

Το θέτεις σαν να είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να θεραπευτεί.

Ναι, και δεν μιλάω μόνο για το Εθνικό, αλλά γενικότερα. Πρέπει να υπάρχει μια διαχείριση με πιο αυστηρά κριτήρια. Κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής ή διευθύντρια δεν ιδιωτεύει, λειτουργεί ως διαχειριστής δημόσιου χρήματος.

Ως σκηνοθέτης έχεις συνεργαστεί και με τους δύο κρατικούς φορείς, Εθνικό και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Ναι και του χρόνου θα σκηνοθετήσω για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μια παραγωγή για όλη την οικογένεια, σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Τάσος Πυργιέρης σκηνοθετεί την κωμωδία του Ζαν-Κλοντ Καρριέρ “Η ταράτσα”. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 2 Μαϊου στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, 210 3464380).

Μετάφραση:Γιάννης Θηβαίος
Σκηνικά – κοστούμια:Ελίνα Δράκου
Μουσική Επιμέλεια: Τάσος Πυργιέρης
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου

Παίζουν: Θάνος Μπίρκος, Ιάσονας Παπαματθαίου, Αγγελική Καρυστινού, Μαριλένα Μόσχου, Βασίλης Αθανασόπουλος, Χριστίνα Ροκαδάκη, Ντίνος Γκελαμέρης

Παραστάσεις: Τετάρτη 19:00, Παρασκευή 21:30, Σάββατο 21:30, Κυριακή 19:00
Τιμές Εισιτηρίων: Α Ζώνη: 20€. Β Ζώνη: Κανονικό: 18€ | Μειωμένο: 15€. Ατέλεια: 5€ (στο θέατρο)
Link Εισιτηρίων: https://www.ticketservices.gr/event/i-taratsa-jean-claude-carriere/?lang=en

Περισσότερα από Πρόσωπα