MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
27
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κατερίνα Μαυρογεώργη: Για πολλά χρόνια πίεζα μέσα μου την ανάγκη της γραφής

Η ηθοποιός, σκηνοθέτις και συγγραφέας Κατερίνα Μαυρογεώργη θεωρεί πως η διεκδίκηση δεν είναι βρώμικη λέξη.

Στέλλα Χαραμή | 06.03.2024 Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Στο δώμα του θεάτρου Θησείον έχει μια ευχάριστη ησυχία. Από τα καμαρίνια του πρώτου ορόφου ίσα που ακούγονται οι ψίθυροι των ηθοποιών οι οποίοι μαθαίνουν τα λόγια τους. Κατά τα άλλα, ο θόρυβος της πόλης υποχωρεί πίσω από τη τζαμαρία και μόνον ο αθηναϊκός ήλιος βρίσκει θέση μέσα στο δωμάτιο. Ευπρόσδεκτος. Σαν να είμαστε εδώ οι τρεις μας.

Η Κατερίνα Μαυρογεώργη κάθεται απέναντι μου στο ξύλινο τραπέζι και, χωρίς προφανή λόγο, τοποθετεί μπροστά της ένα τετράδιο. Δεν μπορώ παρά να το προσέξω, είναι έντονο πορτοκαλί και θυμίζει παλιό τετράδιο σχολείου. Ήταν πάντα φίλια στη γραφή, η Κατερίνα Μαυρογεώργη. Θυμάται να ζητάει από τη μητέρα της να της αγοράσει ένα έξτρα τετράδιο για να γράφει. Αργότερα, το τετράδιο έγινε θεσμός ημερολογίου.

Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά, εκτός από τα ημερολόγια της, γράφει και θεατρικά έργα. Πέρασαν χρόνια μέχρι η επιθυμία της να γίνει πράξη. Το ομολογεί τώρα, όπου μετά τις «Λουόμενες» παρουσιάζει το δεύτερο έργο της με τον τίτλο «Jane» – το οποίο και αντλεί έμπνευση από το κλασικό μυθιστόρημα της Σαρλότ Μπροντέ «Τζέιν Εϊρ». Το ομολογεί τώρα που έχει ξεκινήσει να εμπλέκεται με την κινηματογραφική γραφή και που στα σχέδια της υπάρχουν πολλές ακόμα δυνατότητες, οι οποίες για καιρό καταπιέζονταν μέσα της ανέκφραστες. Το ομολογεί τώρα που έμαθε να μην βάζει όρια στη διάθεση της για να δημιουργήσει μέσα από κάθε θέση ή ιδιότητα. Αλλά και έξω από την ασφάλεια του χώρου όπου καλλιτεχνικά ενηλικιώθηκε, το Skrow.

Στο Δώμα του θεάτρου Θησείον όπου πρόκειται να κάνει πρεμιέρα το νέο της έργο με τίτλο “Jane”.

Μέσα σου τι υπερτερεί; Ηθοποιός, συγγραφέας ή σκηνοθέτρια;

Το νιώθω σαν ένα πράγμα. Σαν να είναι όλα κλαριά από το ίδιο δέντρο. Δεν είναι ότι κάτι περισσεύει, αλλά ίσως κάποιο παίρνει το fοcus τώρα, εξελίσσεται, μετά έρχεται κάτι άλλο. Αυτή τη στιγμή, ας πούμε, νιώθω πολύ καλά που σκηνοθετώ τη «Jane», το έργο που έχω γράψει. Είμαι πολύ καλά με αυτό, αλλά μου έχει λείψει να παίζω. Σε λίγο καιρό, ευτυχώς, ξεκινάω πρόβες.

Καθώς αυξάνονται και τα καθήκοντα, μεγαλώνει και η αγωνία πως οι παραστάσεις σου πρέπει να αρέσουν; Να αποδώσουν;

Ευτυχώς όχι. Δεν έχω αγωνία να αρέσει κάτι σε όλους. Θα ήταν περίεργο αυτό.

Στην πρόβα τι επικρατεί, η τρυφερότητα για το κείμενο ή για τη δουλειά με τους ηθοποιούς; Ποια ιδιότητα σε διορθώνει πιο πολύ;

Το κείμενο αλλάζει συνέχεια, μέρα τη μέρα· κρατάμε σημειώσεις και το βελτιώνουμε. Ερχόμενη στην πρόβα, έφερα ένα όγκο σελίδων πάνω στις οποίες θα δουλεύαμε. Παρόλα αυτά, με μαγεύει η διαδικασία όπου εξακολουθούμε να το διορθώνουμε και να το αλλάζουμε. Η πρόβα, λοιπόν, διορθώνει αυτές τις ιδιότητες.

Δεν έχω αγωνία να αρέσει κάτι σε όλους. Θα ήταν περίεργο αυτό

Είσαι ανοιχτή σε παρεμβάσεις στο κείμενο από την ομάδα;

Ναι, γιατί το αντιμετωπίζω ως μια συνεργασία. Ένας ηθοποιός θα ‘μασουλήσει’ μια φράση και θα την προφέρει πιο ζουμερά από ότι είναι γραμμένη στο χαρτί. Ένα σχόλιο θα είναι πιο εποικοδομητικό από ότι μια μοναχική γραφή σε ένα δωμάτιο. Νομίζω ότι τα περισσότερα έργα έτσι γράφονται πια. Σίγουρα υπάρχει ένα άτομο που συντονίζει, αλλά το έργο ζυμώνεται μέσα από τη διαδικασία. Και τελικά αυτό είναι το ζητούμενο.

“Νιώθω σαν ένα πράγμα. Σαν να είναι όλα κλαριά από το ίδιο δέντρο. Δεν είναι ότι κάτι περισσεύει, αλλά ίσως κάποιο παίρνει το fοcus τώρα, εξελίσσεται, μετά έρχεται κάτι άλλο” εξηγεί.

Καταλαβαίνω πως δεν σε απασχολεί να έχεις τον έλεγχο.

Πρέπει να υπάρχει ένας τελικός συντονισμός κι αυτό μου αρέσει να κάνω. Απλώς, θα χρησιμοποιούσα άλλη λέξη αντί για τον έλεγχο· τη λέξη, εποπτεία.

Γενικά, σου είναι εύκολη η διαδικασία της δημιουργίας; Έχει περισσότερη χαρά ή φόβο;

Δουλεύω σε δύο συχνότητες: Από τη μια, έχω μια ιδέα και την ψαχουλεύω. Από την άλλη, έρχεται η τεχνική πειθαρχία. Πάντως, με το γράψιμο είχα πάντα μια στενή σχέση, διατηρώ ημερολόγιο, κάθε μέρα γράφω κι από κάτι. Επίσης, από τις «Λουόμενες» μέχρι σήμερα έχει περάσει κάποιος καιρός – μεσολάβησε και η συγγραφή ενός σεναρίου – έμαθα περισσότερα πράγματα για τον προγραμματισμό και την οργάνωση μιας παράστασης. Συνεπώς, έγραψα πιο εντατικά το δεύτερο κείμενο.

Πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω για το σινεμά και με την ευκαιρία της «Διάβασης» συνειδητοποίησα πως «να το, ήρθε»

Η ανάγκη συγγραφής είναι παλιά ιστορία για σένα. Τι θυμάσαι από τις πρώτες απόπειρες;

Εκτός από το πρώτο ημερολόγιο που έγραψα στη ζωή μου (κάπου παράπεσε και χάθηκε) όλα τα υπόλοιπα τα έχω ακόμα. Έχω δύο ράφια όπου είναι γραμμένα στιγμιότυπα της ζωής μου από το 1994 μέχρι σήμερα. Θυμάμαι να ζητάω από τη μητέρα μου ένα τετράδιο γιατί ήθελα να γράφω. Έγραφα πράγματα που συνέβαιναν στο σχολείο, στην καθημερινότητα μου, με τους φίλους μου – όλα πολύ φυσικά κι αβίαστα. Όταν, λοιπόν, αυτό το πράγμα άρχιζε να μην έχει τον κλειστό χαρακτήρα του ημερολογίου δεν με εξέπληξε, το ένιωθα ως κάτι πολύ φυσικό. Αισθανόμουν πως θα μοιραστώ έναν κόσμο με τους άλλους.

Θα ξεχώριζες κάποιο κάπως αξιόλογο κείμενο από εκείνες τις πρώτες απόπειρες;

Σε δύσκολες στιγμές ανατρέχω στα παλιά μου κείμενα, συγκεκριμένα σε μια χρονιά ή σε μια περίοδο και κοιτάζω τι έγραφα και πως έγραφα τότε. Δεν έχω κρίνει ποτέ εκείνα τα κείμενα με λογοτεχνικό κριτήριο. Τα αντιμετωπίζω σαν γράμματα στον εαυτό μου και στον κόσμο από μια άλλη εποχή.

Η γραφή την συνοδεύει από παιδί. Εδώ και 30 χρόνια κρατάει ημερολόγιο.

Διαβάζοντας τα, επανακαλύπτεις τον εαυτό σου; Είναι πολύ μακρινή η Κατερίνα του ’94 ας πούμε;

Όχι, είναι πολύ ίδια. Και είναι, κάπως, παρήγορο αυτό. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος.

Τι είχε και έχει αυτός ο άνθρωπος;

Έχει όρεξη για δουλειά και παιχνίδι, έχει μελαγχολία, μια ρομαντική θεώρηση των πραγμάτων. Έχει παρόμοιες δυσκολίες με τότε – παρότι η κλίμακα έχει αλλάξει και ο κόσμος έχει προχωρήσει. Κι εκεί που πάει να σοβαρέψει το πράγμα, εφευρίσκει ένα χιούμορ και αθωώνει πολλά που συμβαίνουν γύρω του.

Η σχέση μου με τη σκηνοθεσία δεν είναι στόχος, είναι λαχτάρα. Μου αρέσει πάρα, μα πάρα πολύ

Τι πληροφορίες ή συναισθήματα χωρούν σήμερα στις σελίδες του ημερολογίου σου; Έχει πάρει έναν άλλο χαρακτήρα αυτό το ‘έθιμο’ καταγραφής αναμνήσεων;

Πραγματικά, είναι ακριβώς το ίδιο! Τώρα το συνειδητοποιώ κι εγώ. Καταγραφές, εντυπώσεις, όνειρα που βλέπω στον ύπνο μου και αποφόρτιση.

Για την ταινία που πρόσφατα συν-σκηνοθέτησε με τον ηθοποιό Αινεία Τσαμάτη: “Στα γυρίσματα έζησα την πιο τρομακτική και την πιο φανταστική εμπειρία της ζωής μου ταυτόχρονα”.

Το πτυχίο δημοσιογραφίας από το τμήμα ΜΜΕ της Παντείου σχετίζεται με αυτήν την κλίση;

Ομολογώ πως ήταν ένα deal που είχα κάνει με τη μητέρα μου, η οποία μου είπε πως «αφού το θέλεις μπες στη δραματική, αλλά παράλληλα θα σπουδάσεις και στο Πανεπιστήμιο». Η συγκεκριμένη σχολή ήρθε μετά από πρόταση της καθηγήτριας η οποία μου έκανε ιδιαίτερα στα φιλολογικά· το έψαξα λίγο, μπήκα και τελικά μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα συμπληρωτική κατάρτιση παράλληλα με τη δραματική σχολή. Ήταν μια βάση γνώσεων και μου έδωσε μια ώθηση στην επικοινωνία. Αν και ποτέ δεν σκέφτηκα να εργαστώ ως δημοσιογράφος.

Καταπιάνομαι με γυναίκες στα έργα μου αλλά αυτή ήταν μια οργανική μου ανάγκη πολύ πριν το metoo. Κι αυτό με ευχαριστεί γιατί η συγγραφή κουμπώνει με την εποχή – κι όχι το ανάποδο

Να συμπληρώσουμε εδώ πως δεν δραστηριοποιείσαι συγγραφικά και σκηνοθετικά μόνο στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο: Συνέβαλες στο σενάριο της μικρού μήκους ταινίας «Διάβαση», την οποία σκηνοθέτησες σε συνεργασία με τον Αινεία Τσαμάτη.

Μου ζητήθηκε να βοηθήσω στο σενάριο της «Διάβασης» προκειμένου η πρόταση να κατατεθεί στο πλαίσιο των Microfilm της ΕΡΤ. Μου άρεσε πολύ η ιστορία, συνδέθηκα πολύ με το σενάριο και μετά προέκυψε το ερώτημα για το ποιος θα την σκηνοθετήσει. Tότε, ο Αινείας μου πρότεινε να τη σκηνοθετήσουμε μαζί.

Όλα αυτά μαρτυρούν πως υπάρχει μια μετατόπιση, έστω και απαλή.

Πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω για το σινεμά και με την ευκαιρία της «Διάβασης» συνειδητοποίησα πως «να το, ήρθε». Και αυτό, δηλαδή, προέκυψε με έναν τρόπο φυσικό. Ομολογώ πως στα γυρίσματα έζησα την πιο τρομακτική και την πιο φανταστική εμπειρία της ζωής μου ταυτόχρονα. Το σινεμά έχει ένα ακραίο «εδώ και τώρα» που με έκανε να νιώσω πως δεν πειράζει αν σβήσει ο υπόλοιπος κόσμος· εμένα με ένοιαζε μόνο το set, εκείνες οι έξι μέρες και οι δέκα ώρες γυρισμάτων την ημέρα.

Θα αναζητούσες ξανά μια ανάλογη ευκαιρία;

Ναι, θέλω να το επαναλάβω και θα το επαναλάβω. ΄Εχω ένα project στο μυαλό μου όπου θα συμμετέχω στη συγγραφή. Αλλά η σχέση μου με την σκηνοθεσία δεν είναι στόχος, είναι λαχτάρα. Μου αρέσει πάρα, μα πάρα πολύ.

“Η συγγραφή έχει μια εκφραστική ιδιότητα. Τα πράγματα δεν μένουν κάπου κρυμμένα και δεν αναλώνονται σε καθημερινές κουβέντες. Έχει τη θεραπευτική ιδιότητα του ότι καταφέρνεις να αποτυπώσεις κάτι και μετά αυτό αποκτά μια δική του ζωή· μεταγγίζεται” λέει.

Επιμένω, γιατί καταλαβαίνω πως δεν είναι μόνο μια συγκυρία, αλλά και μια επιδίωξη.

Θα έλεγα πως είναι μια καλοδεχούμενη συγκυρία. Ξέρω πότε θέλω να σκηνοθετήσω. Ήθελα να σκηνοθετήσω τις «Λουόμενες» και το έκανα. Θέλω να σκηνοθετήσω τη «Jane» και το κάνω. Σε άλλα εγχειρήματα μου ζητούν να σκηνοθετήσω, άλλες φορές μου ζητούν να γράψω το κείμενο και να το αναλάβει σκηνοθετικά κάποιος άλλος.

Μπορείς εύκολα να αποχωριστείς τα κείμενα σου;

Ναι, εννοείται. Δεν έχω τέτοιο… κόλλημα. Μου έχει ζητηθεί ήδη να γράψω ένα θεατρικό έργο το οποίο θα ανέβει από άλλους. Επίσης, οι «Λουόμενες» ήδη παίζονται από άλλους θιάσους.

Είχα μπλοκάρει επειδή πίστευα ότι αρκεί να είμαι ηθοποιός

Πως μεταβόλισες την εμπειρία των «Λουόμενων»;

Με πολλή χαρά. Ήταν συγκινητικό γιατί η παράσταση αυτή είχε δύο διαδρομές: Πριν την παύση λόγω covid και την αναγέννηση της. Όταν ξαναξεκίνησε πήρε μια φόρα σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. Εμπεριείχε πολλή προσπάθεια αυτό το έργο, πολλή πίστη, πολλή δουλειά από όλες μας. Με τα κορίτσια, άλλωστε, έχουμε γίνει οικογένεια.

Η συγγραφή πως σε βοηθάει να σταθείς ως άνθρωπος σε αυτόν τον σουρεαλιστικό κόσμο;

Έχει μια εκφραστική ιδιότητα. Τα πράγματα δεν μένουν κάπου κρυμμένα και δεν αναλώνονται σε καθημερινές κουβέντες. Έχει τη θεραπευτική ιδιότητα του ότι καταφέρνεις να αποτυπώσεις κάτι και μετά αυτό αποκτά μια δική του ζωή· μεταγγίζεται.

Για το περιεχόμενο των έργων της: “Μου αρέσουν τα έργα που ενώνουν τη φωνή τους με τον παλμό της εποχής, ελεύθερα και μαλακά. Μπορεί κάποιος να γράψει ένα έργο καταγγελτικό, όμως εγώ δεν έχω αυτή τη λειτουργία”.

Στις «Λουόμενες» όσο και στη «Jane» καταπιάνεσαι με γυναίκες ηρωίδες. Θέλεις να δημιουργήσεις περισσότερο χώρο στη σύγχρονη δραματουργία για γυναίκες;

Ναι, αλλά αυτή ήταν μια οργανική μου ανάγκη πολύ πριν το metoo. Οι «Λουόμενες» ξεκίνησαν να γράφονται το 2018 – πολύ πριν προκύψουν όλα αυτά στο ελληνικό θέατρο. Κι αυτό με ευχαριστεί γιατί η συγγραφή κουμπώνει με την εποχή – κι όχι το ανάποδο. Πολύ δύσκολα θα μπορούσα να γράψω ένα έργο για το queer κίνημα ή για το metoo. Είμαι γυναίκα, μεγάλωσα με γυναίκες, ξέρω τις γυναίκες και θέλω να μιλήσω γι’ αυτές. Εννοείται πως οι πρωταγωνίστριες μου θα είναι γυναίκες. Αλλά και δέκα χρόνια πριν, το ίδιο θα είχα κάνει. Και νομίζω το ίδιο θα κάνω και δέκα χρόνια μετά. Εγώ έχω αυτή την ανάγκη: Να πω αυτές τις ιστορίες και να εκπροσωπήσω αυτούς τους κόσμους.

Είναι δεδομένο πως δεν υπάρχουν έργα γραμμένα από γυναίκες, με γυναίκες ηρωίδες. Θέλεις να συμβάλλεις στην επαναδιαπραγμάτευση του;

Και πάλι με το δικό μου τρόπο. Δεν θα αφαιρέσω πράγματα και δεν θα ευνουχίσω την έμπνευση μου αν θέλω να φέρω και στοιχεία του ανδρικού κόσμου στα έργα μου. Θέλω να πω, ότι δεν θα περάσω στο άλλο άκρο. Μου αρέσουν τα έργα που ενώνουν τη φωνή τους με τον παλμό της εποχής, ελεύθερα και μαλακά. Μπορεί κάποιος να γράψει ένα έργο καταγγελτικό, όμως εγώ δεν έχω αυτή τη λειτουργία. Γι’ αυτό και τώρα στη «Jane» – ενώ είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσουμε για το εδώ και το τώρα – το κάνουμε μέσα από ένα tribute σε μια άλλη εποχή. Δεν θα προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε πιστά, αλλά μας αρέσει να περιπλανηθούμε σε αυτόν τον κόσμο.

Για τα δεδομένα του κόσμου που ζούμε, είναι προτιμότερο και πιο διαχειρίσιμο, να είσαι ένα πράγμα. Γιατί έτσι κατατάσσεται εύκολα. Είναι περίεργο, στα μάτια των άλλων, να εκπροσωπείς πολλά πράγματα.

Πως έφτασες στη «Jane», με πηγή τη Τζέιν Εϊρ;

Όλες και όλοι έχουν μια ιστορία με αυτό το βιβλίο ή δεν έχουν και κάπου το έχουν ακούσει. Η δική μου ιστορία εμπλέκει τη μαμά μου, η οποία όταν είδε πως η τηλεόραση έπαιζε την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος αποφάσισε να την γράψει σε κασέτα για να την κρατήσει αρχείο. Ήταν η «Τζέιν Έϊρ» του Φράνκο Τζεφιρέλι με τη Σαρλότ Γκέινσμπουργκ και την Άννα Πακουιν (στο ρόλο της μικρής Τζέιν). Την παρακολούθησα, μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία, η εποχή, τα κοστούμια. Χρόνια μετά, βρήκα το βιβλίο, το διάβασα και ένιωσα πως είναι ένα βιβλίο τόσο ζωντανό, πως η Σαρλότ Μπροντέ έβαλε τόσο πολύ μέσα τον εαυτό της. Θαύμασα αυτό το βιωματικό στοιχείο της γραφής της· κι έτσι όταν αρχίσαμε, πέρυσι, ν’ αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε με την ομάδα, πρότεινα να μπούμε από αλλού σε μια παράσταση, όχι από ένα θεατρικό έργο. Πρότεινα τη «Jane».

Ποιος είναι ο πυρήνας του έργου σου;

Είναι τα τρία πρόσωπα, η Τζέιν, η Σαρλότ και η Μπέρθα η έγκλειστη γυναίκα του Ρότσεστερ. Έχω εστιάσει πολύ στο τι σημαίνει να περιορίζεις κάτι που σε ντροπιάζει κι αυτό μετά να αρχίσει να ουρλιάζει. Το έργο είναι το καθρέφτισμα μεταξύ των τριών γυναικών, μιλάμε πάλι για ένα τρίπτυχο. Οι ηθοποιοί έχουν αυτό το κλειδί: Ταυτίζονται αυτά τα πρόσωπα, και ενώ είναι αντίθετες, η μία βοηθάει την άλλη. Είναι μια παράσταση με πολύ ενδιαφέροντες συσχετισμούς.

“Φοβόμουν να γράψω. Όχι πως δεν θα έγραφα κάτι καλό, αλλά γιατί πίστευα πως δεν ‘κάνει’ να γράψω” αποκαλύπτει.

Η δική σου Τζέιν που διαφοροποιείται;

Όπως και στο βιβλίο έχει μεγάλη περιέργεια. Είναι ερωτευμένη με τον κ. Ρότσεστερ αλλά και με την ίδια τη ζωή. Θέλει να ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει. Όμως, η δική μας Τζέιν έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο δίλημμα από εκείνο της μυθιστορηματικής: Μοιάζει να έχει μια αντίσταση στο happy end.

Στην πρώτη εντύπωση, κανείς μπερδεύεται ότι είμαι πολύ σοβαρή. Θέλω χρόνο, έχω αντιστάσεις

Η Μπροντέ έγραψε το έργο με ανδρικό ψευδώνυμο. Θα έκρυβες την ταυτότητα σου για να πετύχεις ένα στόχο;

Το έχω κάνει. Για πάρα πολλά χρόνια πίεζα μέσα μου την ανάγκη της γραφής.

Γιατί;

Γιατί φοβόμουν. Όχι πως δεν θα έγραφα κάτι καλό, αλλά γιατί πίστευα πως δεν ‘κάνει’ να γράψω. Με διαφορετικές λεπτοφυείς αιτιάσεις.

Φύλου, ας πούμε;

Όχι. Μόνο αυτό δεν με είχε σταματήσει. Τελικά, η ανάγκη μου άρχισε να γίνεται αφόρητη και έπεισα τον εαυτό μου να το δοκιμάσει. Ήδη συνέγραφα και συν-σκηνοθετούσα, οπότε θεώρησα καλό να πάρω όλη την ευθύνη.

Φοβόσουν να κριθείς και για κάτι ακόμα;

Και αυτό. Αλλά κυρίως είχα μπλοκάρει επειδή πίστευα ότι αρκεί να είμαι ηθοποιός. Ευτυχώς, απομακρύνθηκε αυτή η σκέψη. Ποιος ξέρει τι άλλο θα προκύψει τώρα…

“Είμαι παρατηρητική και περίεργη. Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρων ο κόσμος που ζούμε” σχολιάζει.

Σίγουρα είσαι πιο πολυσχιδής από ό,τι επέτρεπες στον εαυτό σου να βιώσει. Έχεις αυτολογοκριθεί και σε άλλες φάσεις ή εκφάνσεις της ζωής σου;

Μα υπάρχει κάποια που δεν το έχει κάνει; Είχα μια αίσθηση ότι αυτό είναι too much: Ότι έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο ένα ή στο άλλο. Με εμπόδιζε, υποθέτω, το θέμα της ταυτότητας. Για τα δεδομένα του κόσμου που ζούμε, είναι προτιμότερο και πιο διαχειρίσιμο, να είσαι ένα πράγμα. Γιατί έτσι κατατάσσεται εύκολα. Είναι περίεργο, στα μάτια των άλλων, να εκπροσωπείς πολλά πράγματα. Σε αντιμετωπίζουν καχύποπτα.

Υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση και στο χώρο του θεάτρου;

Πιστεύω πως στο χώρο έχει πάψει αυτή η νοοτροπία, τουλάχιστον δεν την εισπράττω εγώ. Εκτός, όμως, καλά κρατεί. Ας υποθέσουμε πως ένας οδοντίατρος μου μιλήσει για το ταλέντο του στη συγγραφή· θα χαρώ. Θα χαρώ κι όταν ένας ηθοποιός μου πει πως σκοπεύει να σκηνοθετήσει. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί ενοχοποιείται μια παραπάνω λειτουργία από τη βασική. Είναι, μάλλον, ζήτημα στεγανών.

Δεν νιώθω πως κάτι άργησε, μου αρέσει η διαδικασία της ωρίμανσης των πραγμάτων. Ήρθαν όταν ήμουν, πραγματικά, έτοιμη

Ήσουν, πάντα, άνθρωπος των πολλών ερεθισμάτων;

Είμαι παρατηρητική και περίεργη. Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρων ο κόσμος που ζούμε, μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντες οι άνθρωποι, αυτά που νιώθουν και λένε, αυτά που κάνουν και δεν λένε. Μου αρέσει πολύ να κάνω ερωτήσεις, μου αρέσει ν’ ακούω. Μου αρέσει ο κόσμος από την πλευρά της θέασης του.

Συνήθως οι παρατηρητικοί άνθρωποι είναι και ντροπαλοί. Ισχύει αυτό για σένα;

Νομίζω ότι είμαι ντροπαλή. Όχι με τους φίλους και τους ανθρώπους που γνωρίζω. Αλλά στην πρώτη εντύπωση κανείς μπερδεύεται ότι είμαι πολύ σοβαρή. Θέλω χρόνο, έχω αντιστάσεις και, γενικά, δεν βιάζομαι.

Για τη συμμετοχή της στο εγχείρημα του Skrow: “Δεν τα έχω καταφέρει μόνη μου. Τα καταφέρνω ακόμα μαζί με πολλούς ανθρώπους και τα έχω καταφέρει επειδή υπήρχε το Skrow”.

Αυτό σε δυσκόλεψε να βρεις τη θέση σου στα πράγματα;

Δεν νιώθω πως κάτι άργησε, μου αρέσει η διαδικασία της ωρίμανσης των πραγμάτων. Ήρθαν όταν ήμουν, πραγματικά, έτοιμη. Από εκεί και πέρα, δυσκολεύομαι στο κομμάτι των δημοσίων σχέσεων που απαιτεί αυτή η δουλειά. Νιώθω πως η ουσία είναι αλλού. Θα προτιμούσα, για παράδειγμα, να πάω σπίτι μου ή να δω τις φίλες μου από την Ικαρία – παρά να παραβρεθώ σε ένα πάρτι δουλειάς για να συγχρωτιστώ με ανθρώπους του χώρου.

Δυσκολεύομαι στο κομμάτι των δημοσίων σχέσεων που απαιτεί αυτή η δουλειά. Νιώθω πως η ουσία είναι αλλού

Σε έχω στο μυαλό μου ως μια δημιουργό που τα κατάφερε μόνη της. Είναι έτσι;

Μόνη μου, ε; Έδωσα μια ώθηση στον εαυτό μου για να πάω παρακάτω. Αλλά δεν τα έχω καταφέρει μόνη μου. Τα καταφέρνω ακόμα μαζί με πολλούς ανθρώπους και τα έχω καταφέρει επειδή υπήρχε το Skrow. Οι «Λουόμενες» ανέβηκαν στο Skrow: Αν δεν υπήρχε το θέατρο αυτό, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει. Ήταν οι άνθρωποι του Skrow, η Μαρία Φιλίνη, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο Σεραφείμ Ράδης· όλη η ομάδα της Αρχελάου 5. Κι αυτό ήταν ένα λαμπερό διαμάντι στη ζωή μου.

Πως διαχειρίστηκες το τέλος του;

Ευτυχώς, μας βρήκε όλους σε καλή επαγγελματική κατάσταση. Είπαμε πως κλείνει αυτό το κεφάλαιο, μα όλοι και όλες είχαμε ωραία πράγματα να συναντήσουμε παρακάτω· δεν υπήρχε φόβος για το άμεσο εργασιακό μας μέλλον. Δεν παύει βέβαια να είναι το τέλος μιας εποχής.

Θυμάσαι τον εαυτό σου πριν από το Skrow;

Ναι, ήμασταν οι ίδιοι άνθρωποι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Δούλευα πάρα πολύ ως ηθοποιός. Ήταν ωραία, πολύ ωραία.

Μια και το αναφέρεις που στέκεται η υποκριτική σε αυτόν τον κύκλο δραστηριοτήτων;

Ψηλά. Η πρόσφατη συμμετοχή μου στο «Σωτέ», τη σειρά του συνδρομητικού καναλιού του ΑΝΤ1, ήταν μια πολύ ωραία συγκυρία, σπάνια για την τηλεόραση. Αλλά και στο θέατρο ετοιμάζομαι να ξεκινήσω πρόβες για ένα έργο που λέγεται «Farewell» και το σκηνοθετούν η Βάσω Αταριάν και η Μυρτώ Μακρίδη στο 104.

Γυρίζοντας στην περίπτωση του Skrow, θα ήθελες να συνασπιστείτε ξανά;

Νιώθω πως η ενέργεια του Skrow έχει διαχυθεί στην πόλη. Δουλεύουμε πολύ μεταξύ μας και αυτό που φτιάξαμε δεν χάθηκε.

Διάβασα κάπου πρόσφατα ένα κείμενο της Έμιλι Ντίκινσον όπου έλεγε πως «αν το θάρρος σου δεν φτάνει, ξεπέρασε το». Συμφωνώ με αυτό και θέλω να ξεπερνώ τον εαυτό μου

Πόσο έχεις ωριμάσει όλα αυτά τα χρόνια;

Λίγο, νομίζω. Η νεανική ψυχή για μένα δεν είναι καθόλου αντιθετική προς την ωρίμανση. Απεναντίας, είναι πολύ ωραίο να συνυπάρχουν. Αν, πάντως, κάτι μου υπενθυμίζει πως έχω ωριμάσει είναι γιατί κάνω σωστά τα φορολογικά μου, γιατί θέλω να οδηγήσω αμάξι, είμαι πιο καλή στα διαδικαστικά. Η ωρίμανση για μένα είναι κάτι πολύ πιο πρακτικό.

Παρόλα αυτά είσαι πιο αποφασιστική, πιο έτοιμη να διεκδικήσεις;

Ναι, είμαι πιο ξεκάθαρη, πιο ακριβής. Κι αυτό δεν είναι κακό: Δεν είναι βρώμικη λέξη η διεκδίκηση.

Ομολογεί πως είναι δραματική ως άνθρωπος και γι’ αυτό ζει έντονα τα πράγματα.

Έχεις κάνει υπερβάσεις; Έχεις ξεπεράσεις τον εαυτό σου;

Διάβασα κάπου πρόσφατα ένα κείμενο της Έμιλι Ντίκινσον όπου έλεγε πως «αν το θάρρος σου δεν φτάνει, ξεπέρασε το». Μην κλειστείς στο φόβο σου, μην μείνεις στο φορτίο σου, πήγαινε παρακάτω. Συμφωνώ με αυτό και θέλω να ξεπερνώ τον εαυτό μου.

Έχεις ζήσει μεγάλα συναισθήματα, εντός ή εκτός θεάτρου;

Πολύ πρόσφατα όταν η «Η Δημοκρατία του Μπακλαβά» ανέβηκε στην Κωνσταντινούπολη: Ήταν μια τεράστια υπόθεση. Και καθώς είμαι δραματική ως άνθρωπος, ζω έντονα τα πράγματα.

Αυτό είναι καλό ή κακό;

Γενικά σε καλό μου βγαίνει, εκτός από κάποιες φορές που στενοχωριέμαι περισσότερο από ό,τι χρειάζεται. Θα έλεγα πως είμαι υπερευαίσθητη.

Η σύμβαση να δουλεύουμε ασταμάτητα οδηγείται προς ένα κοινωνικό burn out. Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο το τέλος του κόσμου αλλά και το προσωπικό, το εσωτερικό μας τέλος

Είσαι έτοιμη να ζήσεις τη ζωή ό,τι κι αν φέρει;

Όχι για ό,τι κι αν φέρει! Έχω μια κατάφαση στη ζωή, αλλά χρειάζεται μια επεξεργασία, προηγουμένως, από μεριάς μου. Θέλω, και πάλι, το χρόνο μου.

“Αν, πάντως, κάτι μου υπενθυμίζει πως έχω ωριμάσει είναι γιατί κάνω σωστά τα φορολογικά μου, γιατί θέλω να οδηγήσω αμάξι, είμαι πιο καλή στα διαδικαστικά. Η ωρίμανση για μένα είναι κάτι πολύ πιο πρακτικό” σημειώνει.

Σε πιέζουν οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής;

Εννοείται. Και νομίζω ότι η σύμβαση να δουλεύουμε ασταμάτητα πηγαίνει προς ένα κοινωνικό burn out. Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο το τέλος του κόσμου αλλά και το προσωπικό, το εσωτερικό μας τέλος. Σε αυτό ευθύνεται ο καταιγισμός από πληροφορίες, η φοβερή διάσπαση προσοχής. Το γεγονός ότι προσπερνάμε ένα συμβάν τραγικό όσο τα Τέμπη συμβαίνει, όχι από αδιαφορία, αλλά γιατί δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε την πληροφορία. Θυμήσου πόσα συνέβησαν μετά τα Τέμπη: Το ναυάγιο της Πύλου, η δολοφονία του Αντώνη, τον οποίο έριξαν από το καράβι στο λιμάνι του Πειραιά, οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, ο πόλεμος στη Γάζα. Όλα συμβαίνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς και καταγράφονται σε ένα κοινό scroll στο computer μας, δίπλα σε συνέντευξη, στο ρεπορτάζ μιας παράστασης κ.ο.κ. Είναι βάρβαρο· είναι σαν να έχεις μια δεύτερη δουλειά στην οποία πρέπει να ανταπεξέλθεις. Και την ίδια ώρα, εμείς οι ίδιοι τροφοδοτούμε το ίδιο σύστημα με την πληροφορία της ιδιωτικής μας ζωής: Δημοσιεύουμε που ταξιδεύουμε, που τρώμε, που βγαίνουμε βόλτα. Είναι σαν να νιώθουμε την υποχρέωση – εφόσον πήραμε τόση πληροφορία – να δώσουμε κιόλας. Και να κάνουμε προσβάσιμη τη ζωή μας. Στην πραγματικότητα πουλάμε λίγο την υποτιθέμενη ευτυχία μας.

Το γεγονός ότι προσπερνάμε ένα συμβάν τραγικό όσο τα Τέμπη συμβαίνει, όχι από αδιαφορία, αλλά γιατί δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε την πληροφορία. Όλα συμβαίνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς και καταγράφονται σε ένα κοινό scroll στο computer μας. Είναι βάρβαρο

Σε ρουφάει η πραγματικότητα;

Όλοι το παθαίνουμε και το βλέπω με συμπόνια. Ειδικά οι άνθρωποι που ζούμε στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Τι σε θεραπεύει;

Οι βλακείες με τις φίλες μου, ο σκύλος μου ο Ζαχαρίας, τα ανίψια μου. Μια ζωή. Όσα μου θυμίζουν πως – τι ωραία – δεν είμαι το κέντρο του κόσμου και αυτό που κάνω δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

H Kατερίνα Μαυρογεώργη γράφει και σκηνοθετεί το έργο “Jane” με αφορμή την Τζέην Έυρ της Σαρλότ Μπροντέ.

Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο Θησείον (Τουρναβίτου 7, τηλ: 21 0325 5444) από τις 18 Μαρτίου.

Παίζουν: Νάνσυ Σιδέρη, Δημήτρης Δρόσος, Βίκυ Κυριακουλάκου. 

Σύμβουλος δραματουργίας: Μαρία Φιλίνη
Σκηνογραφία/ Ενδυματολογία: Άρτεμις Φλέσσα
Σχεδιασμός φωτισμών: Βάσια Ατταριάν / Σεραφείμ Ράδης
Μουσική: Δημήτρης Τάσαινας
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Μαριτίνα Κουτσοχιώνη

Παραστάσεις: κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Εισιτήρια: https://www.more.com/theater/jane/
Τιμές εισιτηρίων: €18 Γενική είσοδος | €15 Φοιτητικό, Ανέργων, Άνω των 65, ΑΜΕΑ | €12 Ομαδικό (>=10
άτομα)

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b