MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
29
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Νίκος Καραθάνος: Δεν θα μεταφράσω τις επιθυμίες άλλων. Προτιμώ να μείνω αμετάφραστος

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος δεν είναι σίγουρος αν δίνει το είναι του δουλεύοντας στο θέατρο. Το παλεύει πάντως. Παλεύει να μην λήξει μετά από κάθε παράσταση. Παλεύει για να μην πεις «ωραία και μετά; Τι θα κάνεις του χρόνου;».

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 07.07.2023 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Καλοκαίριασε, επιτέλους. Ιδρώτας στο στέρνο και τον αυχένα. Και στο κέντρο, το κατάκεντρο των Εξαρχείων, στα σκαλοπάτια της Ριβιέρας, όπου έχουμε δώσει ραντεβού, ο Νίκος Καραθάνος περιμένει με σκυμμένο το κεφάλι στο ζεστό ήλιο. Μοιάζει με χαμένο παιδί που δεν ξέρει που είναι η μάνα του. Μπορεί να είναι κι έτσι. Πάντως, μόλις γύρισε από μακριά, από την χώρα του (Ανατέλλοντος) Ηλίου και στον ελληνικό ήλιο μοιάζει, αυτό το πρωί, ταπεινός. Θα καλοδεχτεί την δροσιά του θερινού σινεμά, με τις αγγελικές και τα γιασεμιά του, θα ξεκουραστεί στη γαλάζια θάλασσα από τις άδειες καρέκλες της πλατείας και θα ανασάνει. Ή, μάλλον, όχι: Θ’ ανασάνουμε μαζί. Ακόμα κι αν ο αέρας της πόλης είναι ζεστός και υγρός.

Θ’ ανασάνουμε γιατί ο Νίκος Καραθάνος ξέρει να σε οδηγεί πάντα σε δροσερά ρυάκια, ψηλά βουνά, σε κορφές απάτητες με αιωνόβια δέντρα, να κάνει επίκληση στη φύση σαν σαμάνος και να προσεύχεται στ’ ανθρώπινα. Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται ποιητικά κι έξω από τα καθημερινά που μας βασανίζουν όλους, αλλά από την άλλη, στο τέλος της μέρας, είναι όλα από τα οποία μας βοηθούν να γαντζωθούμε στη ζωή. Αυτό είναι η τέχνη. Και ο Νίκος Καραθάνος είναι ένας καλλιτέχνης, ολόκληρος. Κι αυτή μπορεί να μην είναι μια συνέντευξη με θεατρική επικαιρότητα – κατεβαίνει εξάλλου στην Επίδαυρο, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θέατρου στην παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου «Σφήκες». Μπορεί να είναι μια επίκληση σε όσα τον σώζουν και μας σώζουν. «Τι θα ήσουν, αν όχι καλλιτέχνης;» καταλήγω να τον ρωτάω. «Μπορεί να ξεσκάτιζα το κωλαράκι του παιδιού μου, να έφτιαχνα τυρόπιτες ή να δούλευα σε περίπτερο. Ή πάλι μπορεί να είχα χαθεί μικρός σε ένα πάρτι και να μην γύριζα ποτέ. Μπορεί να μην άντεχα τα νιάτα μου», απαντάει. Αλλά, ευτυχώς, μεγαλώνει.

“Αγαθή τύχη” χαρακτηρίζει ο Νίκος Καραθάνος τη νέα του συνεργασία με τη Λένα Κιτσοπούλου. Αυτή τη φορά στην Επίδαυρο για το Εθνικό Θέατρο.

Μόλις γύρισες από την Ιαπωνία. Τι συνέβη εκεί;

Βρέθηκα εκεί με μια υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, ένα residency και βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο· όχι οικείο. Στην Ιαπωνία μοιάζει να σου ζητούν να μπεις μέσα στο πνεύμα τους, να καταλάβεις γιατί ζουν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ενός άλλου είδους αυτοπραγμάτωση ζωής. Οι ιαπωνικές ζωγραφιές που θαυμάζουμε του 16ου και 17ου της τεχνοτροπίας Ουκιοέ είναι εικόνες ενός θλιβερού κόσμου. Έχουν, δηλαδή, πάρει από καιρό απόφαση πως ο κόσμος είναι θλιβερός.

Το εισέπραξες κι εσύ;

Ναι. Και θεωρώ πως κάνουν το καλύτερο δυνατόν. Το κάνουν για να υπερβούν την θλίψη. Έχουν μια φιλοσοφία στο πως βαδίζουμε σ’ αυτή τη γη. Περιποιούνται τη ζήση τους από μικρά παιδιά.

Αισθάνθηκες συγγένεια παρότι ανοίκειος ο τόπος;

Αχ, ξέρεις, δέχεσαι ένα βομβαρδισμό εμπειρίας ο οποίος είναι βραδυφλεγής μέσα σου, σιγοκαίει. Η εντύπωση είναι λίγη για να τη μεταφέρεις.

Το «μακριά» συμβαίνει μια φορά στη ζωή σου. Όπως την πρώτη φορά που ξεμακραίνεις από το σπίτι σου. Θυμάμαι μικρός την είχα κοπανήσει δύο τετράγωνα πιο κάτω από το πατρικό μου και ένιωθα πως ήμουν πολύ μακριά. Όπου κι αν έχω πάει στον κόσμο, δεν ήταν ποτέ τόσο άγνωστα, όσο όταν διένυσα αυτά τα δύο τετράγωνα

Αν πρέπει να συστηθείς σε έναν ξένο από την άλλη άκρη του κόσμου, σ’ έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ποιος είσαι, τι κάνεις από που κρατάει η σκούφια σου, πώς θα περιγράψεις τον εαυτό σου;

Χαμογελώντας, κάνοντας τον ζεστό και τον ωραίο.

Το αναφέρω γιατί εδώ είσαι ένας δημιουργός εγνωσμένης αξίας, ενώ στην άλλη του πλανήτη όλο αυτό μηδενίζεται, δεν έχει καμία σημασία.

Τα αντιμετωπίζω όλα σαν παιδί. Κοιτάζω κάτι καινούργιο και χοροπηδάω από χαρά. Δεν κάνω τον μεγάλο. Παριστάνω ότι έχω αποδράσει. Σαν να λες «ω ρε μάνα μου, τι ζω!». Είναι χρήσιμη αυτή η παιδικότητα, να μπαίνεις κάπου λαθραία. Αν βρεις ευκαιρίες να κοιτάς σαν κουτός τα πράγματα, τότε περνάς καλά. Διαφορετικά, η ενηλικίωση σε αναγκάζει να διυλίζεις τα πάντα.

Πόσο σε έχουν ωριμάσει αυτές οι γνωριμίες με άλλους τόπους και ανθρώπους και νοοτροπίες; ΄Εχουν μεγαλώσει λίγο τη μικρή ζωή μας;

Σωστά τα λες. Πλαταίνει ο κόσμος μου. Αλλά, από την άλλη, είναι και μια δύσκολη ερώτηση γιατί, ξέρεις, δεν να μου αρέσει να διαφημίζω τι κάνω, που πάω. Δεν θέλω να κατοχυρώνω την εμπειρία. Κι επίσης, το που θέλεις να φτάσεις σε κάθε μέρος που πηγαίνεις – ακόμα κι αν βρίσκεσαι στην άκρη του κόσμου – είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση. Μπορεί να πας βλάκας και να βλάκας να γυρίσεις. Πάντως, σε ό,τι με αφορά, δεν είμαι γρήγορος στην αφομοίωση των εμπειριών. Ανήκουν σε μένα και είναι δικές μου. Τους δίνω χρόνο να βγουν στην επιφάνεια, δεν τις πιέζω.

“Τα αντιμετωπίζω όλα σαν παιδί. Κοιτάζω κάτι καινούργιο και χοροπηδάω από χαρά. Είναι χρήσιμη αυτή η παιδικότητα, να μπαίνεις κάπου λαθραία. Αν βρεις ευκαιρίες να κοιτάς σαν κουτός τα πράγματα, τότε περνάς καλά. Διαφορετικά, η ενηλικίωση σε αναγκάζει να διυλίζεις τα πάντα” λέει, έχοντας μόλις γυρίσει από την Ιαπωνία για ένα residency της Στέγης Ωνάση.

Τι θα προκύψει από αυτές τις ζυμώσεις στην Ιαπωνία;

Δεν είναι προμελετημένο το έγκλημα. Ευτυχώς, η Στέγη – αν έχεις μια ιδέα και θέλεις να ζήσεις κάτι – σου δίνει την ευκαιρία να το κάνεις. Σαν να σου λέει «ορίστε, πήγαινε και ζήσε το. Και ό,τι ζήσεις με γεια σου και χαρά σου». Σου επιτρέπει να στραφούν αλλού τα μάτια σου.

Τώρα Ιαπωνία, πριν Βραζιλία και Αργεντινή. Γιατί έπρεπε να φτάσεις τόσο μακριά γι’ αυτές τις υποτροφίες;

Το «μακριά» συμβαίνει μια φορά στη ζωή σου. Όταν κάνεις το πρώτο σου ταξίδι λες «να, πήγα πολύ μακριά». Μετά δεν έχει άλλο… μακριά. Όπως την πρώτη φορά που ξεμακραίνεις από το σπίτι σου. Θυμάμαι μικρός την είχα κοπανήσει δύο τετράγωνα πιο κάτω από το πατρικό μου και ένιωθα πως ήμουν πολύ μακριά, πολύ άγνωστα. Όπου κι αν έχω πάει στον κόσμο, δεν ήταν ποτέ τόσο άγνωστα, όσο όταν διένυσα αυτά τα δύο τετράγωνα. Τώρα, απλώς πήγα λίγο παραπέρα.

Έκανα ό,τι μπορούσα. Έκανα του κεφαλιού μου

Σε ελκύει το άγνωστο;

Ναι πολύ, αλλά τώρα είναι όλα γνωστά. Λίγα πράγματα με εκπλήσσουν πια.

Έχει αρχίσει να σε γοητεύει η φυγή;

Απόλυτα. Γιατί ζητάς να ταπεινωθείς από κάτι. Να νιώσεις ένας αδιάφορος άνθρωπος δίπλα στα πράγματα. Κι αυτό μου μοιάζει με μεγάλη ευτυχία. Στην Αθήνα ζούμε σε μια πόλη, όπου όλοι μπορούμε να είμαστε κάτι κι αυτό δεν είναι πάντα ωραίο.

Ασφυκτιάς μέσα σε αυτό το «κάτι» που πρέπει εκπροσωπείς ή σου έχει φορεθεί;

Ναι. Γιατί δεν είμαστε «κάτι». Κάτι μπορούμε να φτιάξουμε. Άμα λάχει και κάτι σπουδαίο. Αλλά όλοι είμαστε το ίδιο.

Αισθάνεσαι ότι έλαχε να φτιάξεις σπουδαία πράγματα;

Έκανα ό,τι μπορούσα. Έκανα του κεφαλιού μου.

“Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις ότι έχεις αρχίσεις να δακρύζεις πιο συχνά, σχεδόν καθημερινά – χωρίς λόγο. Οι μεγάλοι άνθρωποι κλαίνε γιατί φεύγουν τα πράγματα, τελειώνουν. Ακόμα και για μια χαρά, νιώθεις σαν ρυάκι που τρέχεις” σημειώνει σχολιάζοντας το πέρασμα του χρόνου.

Γενικά σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό, αυτά που κάνεις παίρνουν χαρακτήρα γεγονότος, ενώ κάποιοι σε συγκρίνουν με σπουδαίους του θεάτρου που δεν ζουν πια. Πώς τα διαχειρίζεσαι όλα αυτά;

Δεν θα εκπληρώσω κι ούτε θα μεταφράσω τις επιθυμίες άλλων. Προτιμώ να μείνω αμετάφραστος. Εκείνο που προσπαθώ να κατανοήσω είναι την έκρηξη που συμβαίνει μέσα μου. Κι ίσως ακόμα αυτή η έκρηξη δεν έχει ακουστεί όσο βροντερά και δημιουργικά μπορεί.

Υπάρχει κι άλλο εκρηκτικό υλικό;

Ου, πάρα πολύ!

Δεν είμαστε «κάτι». Κάτι μπορούμε να φτιάξουμε. Άμα λάχει και κάτι σπουδαίο. Αλλά όλοι είμαστε το ίδιο

Στην τελευταία σου παράσταση στο Εθνικό, το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» έθεσες το θέμα της αυταρέσκειας του ηθοποιού, την ανάγκη του να επιβεβαιώνεται ακόμα και μέσα από το ψεύτικο μπράβο.

Μα δεν καταλαβαίνετε πως αυτή είναι η μόνη αλήθεια που συναντάτε κάθε καλοκαίρι στην Επίδαυρο; Αυτή η είναι ανθρώπινη αδυναμία μας. Δεν σας ενδιαφέρουν αυτά τα σκυθρωπά, μουτρωμένα πρόσωπα, τα άλλοτε ευτυχισμένα και τα, άλλοτε, δυστυχισμένα που κάνουν ένα τρελό πανηγύρι μεταξύ τους και προσπαθούν ν’ αγαπηθούν απελπισμένα – αλλά δεν το καταφέρνουν ποτέ. Γιατί όταν μπαίνουμε στην Επίδαυρο να μιλήσουμε για την τραγωδία της ζωής, δεν μπορούμε να την επικοινωνήσουμε, παρά μόνο μέσα από τη χαρά της. Πότε άκουσες μια Αντιγόνη να μπαίνει μέσα στον τάφο και να λέει «δεν μπορώ να πεθάνω, ένα παιδί είμαι, θέλω να ζήσω»; Ο πόνος δεν είναι χηρεία. Πόνος είναι να εμπεριέχομαι μέσα σε άλλους ανθρώπους, μέσα σ’ έναν πικρό κόσμο που αφηγείται μύθους και κοιτάζει τα άστρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΙππόλυτος: Το Εθνικό «ανοίγει» την Επίδαυρο με μια παράσταση δια χειρός Κατερίνας Ευαγγελάτου12.09.2018

Ακούγοντας σε, νιώθω, για μια ακόμα φορά, πως είσαι ένας άνθρωπος που λιγότερο καταπιάνεται με τα χειροπιαστά και περισσότερο ασχολείται με το πνεύμα, την ποίηση, τα πιο υψηλά πράματα της καθημερινότητας. Δηλαδή, αυτά που ένας καταξιωμένος ηθοποιός θα απολάμβανε, εσύ μοιάζεις να τα προσπερνάς.

Δεν είναι τέτοιο το σκαρί μου. Ποτέ δεν ήταν. Είμαι ανάπηρος σ’ αυτό. Αλλά τι ακριβώς εννοείς λέγοντας υψηλό;

Ότι μπορεί να μην επιδράσει σημαντικά στον ψυχισμό σου ένα «μπράβο». Λες και στέκεσαι λίγο πιο ψηλά από αυτό.

Από παιδί έχω μαράζι να πάω σ’ ένα νέο κόσμο, σε μια δική μου Αμερική. Δεν ξέρω που είναι αυτός, πάντως πριν φύγω από τη ζωή θέλω να έχω πάει κάπου αλλού. Να αισθάνομαι πως αυτό που μου παραδόθηκε, το πήγα λίγο παραπέρα.

“Μεγαλώνοντας χάνεις πράγματα. Χάνεις τη φόρα και χάνεις την επιτυχία σου. Αλλά η επιτυχία γίνεται πια τύχη. Χάνεις λίγο από τις λέξεις και μένει το καλύτερο κομμάτι τους” δηλώνει σκαρφαλώνοντας στα ψηλά της Ριβιέρας.

Και το θέατρο είναι η δική σου Αμερική;

Ναι, γιατί όχι; Κι αυτό θέλω να κάνω και στο μέλλον. Για φαντάσου: Μιλάω στην ηλικία μου για το μέλλον.

Γιατί όχι; Σχέδια κάνεις;

Το μόνο που ονειρεύομαι είναι όταν πεθάνω να σβήσω όσο πιο γλυκά και γεμάτα γίνεται. Και γενικά, θέλω να πω ότι μου βάζεις δύσκολα.

Γιατί;

Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις ότι έχεις αρχίσεις να δακρύζεις πιο συχνά, σχεδόν καθημερινά – χωρίς λόγο. Οι μεγάλοι άνθρωποι κλαίνε γιατί φεύγουν τα πράγματα, τελειώνουν. Ακόμα και για μια χαρά, νιώθεις σαν ρυάκι που τρέχεις. Τρέχουν τα πράγματα από μέσα σου. Αρχίζεις και γίνεσαι ποτάμι, βουνό, δασωμένο και χαρακωμένο από τα νερά, με κατολισθήσεις. Σπαράζει μέσα μας η ζωή και φεύγει. Ας τρέξουν ποτάμια από τα μάτια μας κι βγούνε από τα στήθη μας βουνά, ας βρέχει στο αίμα μας συνέχεια. Ένα φαινόμενο είμαστε κι εμείς κι ας λογαριαστούμε έτσι.

Τι φοβάσαι στα γηρατειά;

Μεγαλώνοντας χάνεις πράγματα. Κάθε στιγμή που περνάει χάνεις κάτι από την ομορφάδα σου, την αντίληψη σου. Δεν υπάρχει ούτε μια μέρα που να μην χάνω κάτι. Χάνω κάποιες παλιές ιδέες, χάνω λίγα από τα μαλλιά μου, λίγο από τη ρώμη και το παράστημα μου. Παρόλα αυτά, είμαι ακόμα ζωντανός. Δεν ξέρω αν φοβάμαι μην και δεν μείνω λειτουργικός – γιατί από την άλλη σκέφτομαι μήπως τώρα είμαστε λειτουργικοί όσοι περπατάμε; Συλλαμβάνουμε και διαχειριζόμαστε καλά τα πράγματα; Έχουμε μια σωστή αντίληψη για τη ζωή; Είμαστε αλάνθαστοι; Όχι, κάθε μέρα λάθη κάνουμε.

Το μόνο που ονειρεύομαι είναι όταν πεθάνω να σβήσω όσο πιο γλυκά και γεμάτα γίνεται

Δημιουργικά, όσο περνάει ο καιρός, έχεις απώλειες;

Χάνεις, αλλά κερδίζεις κιόλας. Μια διαύγεια, μια καθαρότητα όσα έχουν πραγματικά αξία. Αυτό που λες «έλα ρε γαμώτο, πως και δεν το έβλεπα τόσα χρόνια»;

Και τι αφήνεις πίσω;

Χάνεις τη φόρα και χάνεις την επιτυχία σου. Αλλά η επιτυχία γίνεται πια τύχη. Χάνεις λίγο από τις λέξεις και μένει το καλύτερο κομμάτι τους. Όταν φτάσεις σε ένα ωραίο σημείο ζωής όπου θα σε πουν επιτυχημένο, τυχερός θα είσαι, έτσι δεν είναι; Αν δεις μια υπέροχη παράσταση από έναν σκηνοθέτη μεγάλης ηλικίας θα είναι οξύμωρο να τον ονομάσεις επιτυχημένο. Γιατί εκείνη τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να νιώθει ευγνωμοσύνη κι εσύ έτοιμος να του πεις «ευχαριστώ». Αυτό είναι ένα ζητούμενο στη ζωή – ας αφήσουμε τη συζήτηση για την επιτυχία.

Σχολιάζοντας το δημιουργικό του μέλλον: “Ξέρεις αν πρόκειται να λαχταρίσω θέλω να είναι για να ξαναγίνω ζωντανός δημιουργικά, να προοδεύω, να μεγαλώνω, να ροζιάζω, να βγάζω κι άλλα κλαδιά και να μην αγκομαχώ φωνάζοντας «παιδιά, είμαι δέντρο;». Να μην πρέπει να πω ξανά ποιος είμαι”.

Νιώθεις τυχερός;

Αμέ, πάντα ένιωθα τυχερός. Έτσι το αποφάσισα.

Έκανες πολλά από αυτά που αποφάσισες;

Έκανα ό,τι ήθελα. Χωρίς να είμαι σίγουρος τι είναι αυτό που ήθελα. Κι ας φοβόμουν. Αλλά τελικά, συνειδητοποίησα πως μπορούν να γίνουν όλα και τα πιο αφάνταστα. Απλώς το καταλαβαίνεις μεγάλος.

[relart 3]

Κατάφερες πράγματα που δεν περνούσαν από την φαντασία σου;

Έχω αφήσει πολλά ανέγγιχτα όνειρα της παιδικής μου φαντασίας. Ως παιδί ήμουν έτοιμος να χτίσω ολόκληρες πόλεις. Άλλη διαδρομή ζωής είχα τότε στο μυαλό μου, άλλη ενατένιση, οι δικές μου πόλεις αποτελούνταν από πυραμίδες ονείρων και κήπους. Δεν καταφέρνεις πρακτικά να τις χτίσεις αλλά μπορεί να το καταφέρεις φαντασιακά: Ερευνώντας, ζώντας καταστάσεις και στιγμές. Να ένα ζητούμενο: Να απλώσεις έναν καινούργιο κόσμο, έστω και ψεύτικο που να κρατάει δύο ώρες.

Πάντα ένιωθα τυχερός. Έτσι το αποφάσισα

Η Επίδαυρος θεωρείται για το συνάφι σου μια κορυφή;

Στο μέτρο του το καθετί, έχει και τα δώρα της η Επίδαυρος, έχει και τη δυσκολία της. Δυσκολία, όμως, έχει κι ένας μονόλογος που παίζει ένας ηθοποιός σ’ ένα θεατράκι 100 θέσεων.

Είσαι ένας δημιουργός γιορταστικός, δημιουργείς γύρω σου πολυπρόσωπες συνθήκες. Θα έκανες ένα μονόλογο, θα στεκόσουν κάπου μόνος σου;

Δεν έχω ακόμα το λόγο ακόμα να το κάνω. Δεν ξέρω αν τα έργα μπορώ να τα ανεβάσω, αλλά – όπως είπες κι εσύ – μπορώ να τα γιορτάσω.

Πόσο διαφορετικό είναι να παίζεις σε παραστάσεις άλλων ακόμα κι αν αυτοί οι άλλοι είναι πολύ δικοί σου άνθρωποι, όπως η Λένα Κιτσοπούλου;

Είναι πολύ πιο ανώδυνο, γιατί δεν έχω τη ευθύνη των πραγμάτων. Μέσα μου, πάντως, αισθάνομαι την ίδια αγωνία.

Για πολλά χρόνια δείχνετε μεγάλη αγάπη και εμπιστοσύνη ο ένας προς την άλλη, εσύ προς την Λένα και τούμπαλιν. Είναι μια συνεργασία συμφωνίας ή διαφωνίας;

Και τα δύο και όλα μαζί. Αλλά είναι αγαθή τύχη να συναντάς τέτοιους ευφυείς ανθρώπους στη ζωή σου και να μπορείς να ξεκουράζεσαι στα νερά τους. Και όπως συμβαίνει με τη Λένα συμβαίνει και με πολλούς ηθοποιούς και πολλούς συντελεστές. Οι δημοσιογράφοι έχετε τη μανία να γράφετε πως μια παράσταση είναι του τάδε σκηνοθέτη· όμως υπάρχουν τόσοι πολλοί γύρω και πλάι στον σκηνοθέτη για να μπορεί αυτός να υπογράφει κάτι. Για να μην σου πω ότι πολλοί συντελεστές ή ηθοποιοί μπορεί να έχουν παίξει σημαντικότερο ρόλο από τον σκηνοθέτη για μια παράσταση. Μπορεί κάποιος ή κάποιοι να έχουν δώσει το είναι τους για να γίνει μια παράσταση και κάποιος άλλος να παίρνει τα εύσημα.

Η μεγαλύτερη ευτυχία στο «μπράβο» είναι να σε κατακλύσει το αίσθημα της ισότητας με τους ανθρώπους. Να αποκτήσεις μια αρετή ευγνωμοσύνης, να βάλεις το χέρι στο στήθος και να πεις «Θεέ μου, ευχαριστώ που το έζησα». Να φτάσεις εκεί, όχι στην αυταρέσκεια

Δίνεις το είναι σου ως σκηνοθέτης;

Συνήθως είμαι εκεί ολόκληρος. Δεν ξέρω αν δίνω το είναι μου· το παλεύω. Έχω δουλειά ακόμα να κάνω και πολλά να μάθω. Παλεύεις για να πεις κάτι, για να μετακινήσεις το αίσθημα του κόσμου και το δικό σου αίσθημα. Παλεύουμε να μην λήξουμε μετά από κάθε παράσταση. Για να μην πεις «ωραία και μετά; Τι θα κάνεις του χρόνου;». Τι θλίψη! Τι θα κάνεις; Θα χρειαστεί να επικυρώσεις και πάλι τον εαυτό σου; Και αναρωτιέσαι «Παναγία μου, πώς σώνομαι;». Πώς καταφέρνω να κάνω κάτι τώρα και πως καταφέρνω το επόμενο να μου έρθει με φυσικό τρόπο; Να μην έρθει από την ανάγκη να δηλώσω παρουσία; Ξέρεις αν πρόκειται να λαχταρίσω θέλω να είναι για να ξαναγίνω ζωντανός δημιουργικά, να προοδεύω, να μεγαλώνω, να ροζιάζω, να βγάζω κι άλλα κλαδιά και να μην αγκομαχώ φωνάζοντας «παιδιά, είμαι δέντρο;». Να μην πρέπει να πω ξανά ποιος είμαι.

Κι ως ηθοποιός, πάλι ολόκληρος;

Ναι – κι εκεί είναι πιο εύκολο. Γιατί ανάβουν τα αίματα.

Σου λείπει όταν δεν παίζεις;

Μου λείπει, αλλά σκηνοθετώντας παίζω όλους τους άλλους ρόλους. Βιώνω την σκηνοθεσία σαν αλητάκος ηθοποιός.

“Περισσότερο μου αρέσει ένας μαγικός ρεαλισμός, ότι αυτή τη στιγμή δίπλα μας κάθονται και δέκα νεκροί πρόγονοι μου και μου μιλούν, παρά ο φτηνός εαυτός μου, ο μόνος του” λέει με συγκίνηση.

Από την Επίδαυρο σε Επίδαυρο πηγαίνεις. Με τις «Σφήκες» αυτή τη φορά. Σε έλκει το αρχαίο δράμα;

Θα σου πω το εξής: Όταν πήγα στη Βραζιλία, βρέθηκα στη μέση ενός δρόμου του Σάο Πάολο κοιτάζοντας έναν τραβεστί, πανύψηλο, ετοιμοθάνατο, με τα χέρια ανοιχτά που ζητούσε από τα αμάξια να σταματήσουν. Στην πραγματικότητα ζητούσε να ζήσει. Εκεί αναγνωρίζεις όλη την τραγικότητα του ανθρώπου και αναρωτιέσαι αν πρέπει να την ψάχνεις στις σελίδες των αρχαίων τραγικών ή στους δρόμους. Πώς μπορώ εγώ να μιλήσω για απελπισία και τραγικότητα; Λες «Παναγιά μου τι κρύβει ο κόσμος»; Εμείς, στην Ελλάδα, κρατάμε την τραγικότητα σε κονσέρβα και την απελευθερώνουμε λίγο – λίγο τα καλοκαίρια. «Πάρε λίγο τραγικότητα» σου λέμε, με λίγο εθνική περηφάνια. Ας μην ντρεπόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τα αληθινά τραγικά στοιχεία. Δες τον καβγά στο σπίτι σου, το παιδί σου που πονάει, τους γονείς που φεύγουν, το ναρκομανή που μόλις μας ζήτησε λεφτά; Είναι όλα αυτά, στα οποία η τραγωδία δίνει ύψος. Κι εμείς ντρεπόμαστε και φοβόμαστε ν’ ανέβουμε τη σκάλα. Μάλλον, παρα-είμαστε Χριστιανοί, θέλουμε κάτι να μας ταπεινώνει. Αλλά η λύτρωση είναι να δεις την κατάντια και την απογοήτευση μας.

Παρόλα αυτά, επανέρχομαι: Μια Επίδαυρος σε κολακεύει; Ειδικά το εύγε της;

Άνθρωπος είμαι, γιατί να μη χαρώ; Όπως και θα λυπηθώ αν δεν μου το πεις. Στρώνει για λίγο το δέρμα σου – τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω.

Σε ψηλώνει δηλαδή.

Ναι και μετά σκέφτεσαι αυτό χρειάζομαι για να δουλέψω στο θέατρο; Γιατί βλέπεις και καλλιτέχνες που παρουσιάζουν κάτι, δεν συγκεντρώνουν καλές αντιδράσεις αλλά έχουν ένα φοβερό ύψος καλλιτεχνικό. Αυτόν τι τον κάνεις; Η μεγαλύτερη ευτυχία στο «μπράβο» είναι να σε κατακλύσει το αίσθημα της ισότητας με τους ανθρώπους. Να αποκτήσεις μια αρετή ευγνωμοσύνης, να βάλεις το χέρι στο στήθος και να πεις «Θεέ μου, ευχαριστώ που το έζησα». Να φτάσεις εκεί, όχι στην αυταρέσκεια. Στην υπόκλιση γι’ αυτό που έζησα, που το πήρα και το έβαλα στον κόρφο μου.

Πιστεύω στο ότι πρέπει να δοθώ στη χαρά γιατί οι λύπες δεν σταματούν να έρχονται

Αναφέρεσαι συχνά για την φύση και τα θεία. Πιστεύεις ότι είναι ένα πράγμα;

Πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού μου, από εκεί που θα ήθελα να πηγάζω. Αλλά δεν θα καταφέρνω. Τα βουνά και τα δέντρα με φέρνουν στο μέτρο μου, με ταπεινώνουν – όσο κι αν φωνάζεις αυτά φωνάζουν δυνατότερα από σένα. Από εκεί και πέρα, έχω πίστη. Βλέπω τα πάντα από την εποχή των μύθων στην καθημερινότητα μου. Εξάλλου, αυτό σημαίνει να είσαι Έλληνας: Να μυθολογείς συνέχεια. Εκεί που καθόμαστε για ένα καφέ με το θίασο του Εθνικού, να κάθονται μαζί μας και τρεις «Σφήκες» και να λέμε κουτσομπολιά και αινίγματα. Όλα μυθολογούνται: Οι οικογένειες, οι σχέσεις, οι έρωτες μας. Περισσότερο μου αρέσει ένας μαγικός ρεαλισμός, ότι αυτή τη στιγμή δίπλα μας κάθονται και δέκα νεκροί πρόγονοι μου και μου μιλούν, παρά ο φτηνός εαυτός μου, ο μόνος του.

Να κάτι ακόμα για το οποίο μιλάς συχνά: Για τους γονείς σου και τον κόσμο από τον οποίο προέρχεσαι.

Πως αλλιώς; Δυστυχώς, είμαι αυτός μου είμαι. Δεν έχω άλλο.

Γιατί δυστυχώς;

Μικρός είχα πείσει τον εαυτό μου ότι ήμουν υιοθετημένος, παιδί μιας πλούσιας οικογένειας, που με μεγάλωσαν οι φτωχοί γονείς μου. Θέλω να πω ότι πάντα θέλεις να ξεφύγεις από αυτό που είσαι, θέλεις να γίνεις κάτι άλλο· αλλά με τα χρόνια καταλαβαίνεις πως είσαι αμετάκλητα αυτό που είσαι. Να αυτά, είναι τα οστά μου.

Έζησες ωραία εφηβεία;

Όχι.

Άργησες να ανακαλύψεις τη χαρά;

Ναι, δεν την εκμεταλλεύτηκα. Λυπόμουν τα νιάτα μου και δεν τα εκμεταλλεύτηκα. Πάντως, με νοιάζει να ξαναενθουσιάζομαι σαν νέος.

“Άργησα να ανακαλύψω τη χαρά. Λυπόμουν τα νιάτα μου και δεν τα εκμεταλλεύτηκα. Πάντως, με νοιάζει να ξαναενθουσιάζομαι σαν νέος” ομολογεί.

Πριν είπες πως έχεις πίστη. Τι είναι πίστη για σένα;

Πιστεύω στο ότι πρέπει να δοθώ στη χαρά γιατί οι λύπες δεν σταματούν να έρχονται.

Ποιές λύπες σε λύγισαν;

Οι απώλειες. Πάντως, δεν με έριξαν κάτω – καθόλου. Η απώλεια για μένα ελέγχεται. Νιώθω πως αυτοί που έφυγαν, δεν έφυγαν. Μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά δεν έχουν φύγει. Και δεν θα φύγουν – ίσως μέχρι να φύγω κι εγώ. Μπορεί να μην είναι δίπλα μας, αλλά είναι μέσα μας. Υπάρχει αυτό το δωμάτιο στο σώμα μου, ακόμα κι αν είναι άδειο. Αδειάζει ο κόσμος. Είναι φοβερό πράγμα η αλλαγή που φέρνει ο θάνατος, το φευγιό, ο χωρισμός. Είναι τόσο φυσικό, αλλά και τόσο ξένο. Και προσπαθείς να καταλάβεις αυτό το μυστήριο της ζωής σου, όπου όλα μετατοπίζονται μέσα κι έξω σου κι αναρωτιέσαι «τώρα ποιο είναι το νόημα; Πώς θα συλλαβίζω τη ζωή;». Τώρα καταλαβαίνω τι γίνεται στη ζωή. Τώρα καταλαβαίνω ότι αποτελούμαι από στιγμές κι όχι από χέρια, πόδια, κεφάλι. Μικρότερος, βλέπεις, ήμουν χτισμένος γύρω από τον εαυτό μου.

Τι σε παρηγορεί σε αυτές τις μετατοπίσεις;

Η κάθε επαφή χωρίς κάποιο κέρδος κι αποτέλεσμα. Χωρίς σκοπό. Στο να μένεις εκεί, ας πούμε, σ’ ένα θίασο και να νιώθεις την ευτυχία που είμαστε μαζί τώρα.

Εδώ και αρκετά χρόνια, πιστεύω πως δεν έχει σημασία η επίδοση στο θέατρο, αλλά η διαύγεια της αίσθησης της νόσου του να είσαι άνθρωπος. Τι τραγικό, τι γελοίο και τι συνταρακτικό πράγμα μαζί είναι αυτό

Έχεις κοντά σου ένα τέτοιο θίασο, δεν είναι έτσι; Είναι ένα περιβάλλον θαλπωρής.

Ναι απλώς κάθε παράσταση στο τέλος κάτι περιμένει να κερδίσει, το κοινό, το καλλιτεχνικό επίπεδο. Αλλά στην πραγματικότητα πρέπει απλώς να σταθεί και να ακούσει τις κραυγές του κόσμου, ν’ ακούσει το χρόνο και τη ζωή κι όλα αυτά να κάνουν την δουλειά τους ερήμην μας.

Κι όταν δεν συμβαίνει αυτό;

Αυτό εξαρτάται από εμάς, από τη δική μας ωριμότητα, από το πως θέλουμε να στρίψουμε το τιμόνι της δουλειάς μας. Εξαρτάται σε ποιο χωράφι θέλουμε να καλέσουμε το κοινό να έρθει. Εδώ και αρκετά χρόνια, πιστεύω πως δεν έχει σημασία η επίδοση στο θέατρο, αλλά η διαύγεια της αίσθησης της νόσου του να είσαι άνθρωπος. Τι τραγικό, τι γελοίο και τι συνταρακτικό πράγμα μαζί είναι αυτό.

Αισθάνεσαι ότι έχεις αυτήν την καθαρότητα στο βλέμμα;

Όχι στο βλέμμα, την έχω στα πνευμόνια, στον αέρα που αναπνέω. Αυτή η προσπάθεια να συνεννοηθείς με τους ανθρώπους σου, με την οικογένεια σου, το κοινό σου θέλει ένα κόπο, ένα χρόνο, μια στροφή. Γι’ αυτό και έχω ανάγκη καθαρά πνευμόνια.

Καταλαβαίνοντας τη ζωή: “Τώρα καταλαβαίνω ότι αποτελούμαι από στιγμές κι όχι από χέρια, πόδια, κεφάλι. Μικρότερος, βλέπεις, ήμουν χτισμένος γύρω από τον εαυτό μου”.

Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος που σε κάνει να αναπνέεις βαθιά;

Οι άνθρωποι είναι ο μόνος τόπος. Κι αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας. Είτε είμαστε σε ένα οικογενειακό τραπέζι, είτε είμαστε στη σκηνή, είτε ανοίγεις ένα ψιλικατζίδικο και κάθε δυο λεπτά μπαίνει καινούργιος πελάτης. Αυτή είναι η θεραπεία μας – δεν υπάρχει άλλη. Ωραία νιώθεις και αναπνέεις μέσα στη φύση, αλλά δεν σου μιλάει και δεν σου απαντάει.

Πώς νιώθεις όταν ετοιμάζεις μια νέα παράσταση;

Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι εγώ σηκώνομαι κάθε πρωί για να κάνω τη δουλειά μου. Έχω το ίδιο άγχος, την ίδια απελπισία και την ίδια χαρά με τον καθένα. Απλώς με τον καιρό, οι στιγμές πριν μπει ο κόσμος να δει την παράσταση δεν είναι αγχώδεις, είναι ευχάριστες. Γιατί δεν πάμε πουθενά ακόμα· είμαστε μόνοι μας και ο χρόνος είναι σαν να παίρνει μια καρέκλα και να κάθεται μαζί σου στην πρόβα και απλώς να κοιτάζει. Απολαμβάνεις να είσαι εσύ, οι άλλοι και τα πράγματα. Και πολλές φορές λες «καλύτερα έτσι».

Καλύτερα χωρίς κοινό;

Ναι, να μείνει έτσι δικό μας για πάντα. Γιατί μετά γεννιέται ένας άλλος κόπος. Έχει μια αθωότητα αυτή η στιγμή, δεν έχει μια ενοχή. Γίνεται ένας φόνος και δεν κατηγορείται κανείς.

Όμως, έχεις κοινό που σε ακολουθεί.

Δεν έχω κοινό, έχω μια κοινότητα ανθρώπων. Και προσπαθώ να ζω σ’ αυτήν την κοινωνία. Κι όταν κάνουμε κάτι της προκοπής μοιάζει με δώρο που μοιράζεται αυτή η κοινότητα. Δεν είναι θέμα οπαδών και προτιμήσεων, δεν είμαι εγώ. Είναι τα πράγματα που φαντάζομαι εγώ κι άλλοι μαζί μου.

Δεν έχω κοινό, έχω μια κοινότητα ανθρώπων. Και προσπαθώ να ζω σ’ αυτήν την κοινωνία. Κι όταν κάνουμε κάτι της προκοπής, μοιάζει με δώρο που μοιράζεται αυτή η κοινότητα. Δεν είναι θέμα οπαδών και προτιμήσεων, δεν είμαι εγώ

Κι ασφαλώς αυτό υποδηλώνει πίστη. Πίστη στη ζωή και στα μυστήρια της.

Και στη μαγεία της. Και δεν θέλω να απομαγευτώ. Κι όσο απομαγεύομαι, τόσο μαγεύομαι. Όσο μου φεύγει η μαγεία, τόσο την ξαναβρίσκω.

Ωραία τα λες, στο πιστώνω.

Στις συνεντεύξεις προσπαθώ να είμαι αληθινός· γι’ αυτό σταματώ και σκέφτομαι την ερώτηση. Καμιά φορά προετοιμάζομαι κιόλας, διαβάζω κανένα τσιτάτο για να έχω να πω. Δεν είναι σημαντικό να μιλήσεις, σημαντικό είναι να συναντηθείς. Υπάρχουν κάποιες φορές που μιλάμε για τα έργα και φοράμε τον μανδύα του συγγραφέα και λέμε κάτι βαρύγδουπα. Και σκέφτομαι τι λες παιδάκι μου «πως πιάνεις τον Αισχύλο, έτσι στο στόμα σου;». Κάτσε στα αυγά σου, μίλα γι’ αυτό που ξέρεις, για το τώρα σου. Παλιά έλεγα κι εγώ μεγάλες μπούρδες, αλλά πια χαίρομαι τις συνεντεύξεις όταν είναι αληθινές και άφοβες.

Πες μου κάτι αληθινό που σου συνέβη αυτές τις μέρες.

Προχθές πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου και μου είπε «Ποιος είναι;». Και πριν καιρό, σε ένα άλλο τηλεφώνημα όπου ήταν Μεγάλο Σάββατο, μου είπε «καλή χρονιά να έχουμε». Και ακούω τον πατέρα μου από μέσα να σχολιάζει, «Ανάσταση έχουμε, γιατί λες καλή χρονιά;». Και του απαντάει «και γιατί όχι;».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΠώς θα πάμε στην Επίδαυρο; Πληροφορίες για τη μεταφορά των θεατών12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Νίκος Καραθάνος πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Σφήκες”, μια ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου στο έργο του Αριστοφάνη. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στις 14 και 15 Ιουλίου.

Προπώληση εισιτηρίων: www.aefestival.gr/, www.viva .gr
Πληροφορίες: www.n-t.gr/

Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος. Ελεύθερη διασκευή-Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου. Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού. Μουσική: Νίκος Κυπουργός. Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ. Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος. Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος. Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου. Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία Μαρία Αλεξίου

Διανομή (αλφαβητικά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης. 

Μουσικοί επί σκηνής: Σοφία Ευκλείδου, Βαγγέλης Καρίπης, Εύη Κανέλλου

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b