MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
12
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ταινίες μικρού μήκους στο Open Air Festival: Μιζέρια, φτώχεια και φιλότιμο!

Συνηθίζεται στις προβολές ελληνικών ταινιών να προηγείται μια ταινία μικρού μήκους. Και παλιότερα θυμάμαι που τύχαινε να πάω να δω ένα ελληνικό έργο στο σινεμά, ότι μου φαινόταν καλύτερη η ταινία μικρού μήκους που είχε προηγηθεί, από την μεγάλου μήκους, για την οποία είχα πληρώσει εισιτήριο. Κι έτσι μου είχε γεννηθεί η αίσθηση πως οι Έλληνες κινηματογραφιστές έχουν μεγαλύτερο ταλέντο στο να βγάζουν μικρού από ό,τι μεγάλου μήκους ταινίες. Αυτή μου η εντύπωση δοκιμάστηκε με την προβολή 6 ταινιών μικρού μήκους στο πλαίσιο του Open Air Film Festival, που πραγματοποιήθηκε στην ταινιοθήκη της Ελλάδας.Από τον Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

Τα έργα αυτά, όπως μας εξήγησαν οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ, έχουν χρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ, είχαν χρονικό περιορισμό μάξιμουμ 15-20 λεπτά κι έπρεπε να έχουν σύνδεση με το αττικό τοπίο. Αν και δεν το είπαν, όπως φαίνεται και από τις 6 ταινίες, υπήρχε κοινή θεματική γύρω από την οικονομική κρίση και πώς την βιώνουν οι καθημερινοί άνθρωποι, ενώ παίζει πάρα πολύ το μεταναστευτικό με μια έντονη αίσθηση θυματοποίησης των μεταναστών.

Το πρώτο έργο ήταν οι 45 βαθμοί του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Με δεδομένο ότι οι ταινίες γυρίσθηκαν σε ένα από τα πιο θερμά καλοκαίρια, αυτό του 2012, ο συγκριμένος τίτλος υπονοεί ότι η ζέστη φέρνει νεύρα και τα νεύρα βία. Κι η βία αυτή μπορεί να ξεσπάσει εναντίον μεταναστών. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου προβαίνει σε βίαιη πράξη εναντίον ενός μετανάστη, σε ένα υπόγειο. Είναι ένας άνεργος, που πρέπει να ζήσει την οικογένεια του και παρασύρεται από τον αδερφό της γυναίκας του κι άλλα περιθωριακά στοιχεία, να πάρει μέρος- με καλή αμοιβή- σε ένα πογκρόμ εναντίον μιας μεγάλης ομάδας μεταναστών, που κατοικούσαν στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Πέρα από την σκηνή βίας, που έχει ένταση, αναπαραστατικότητα και καλό ρυθμό, η ταινία δεν έχει πολλά να δείξει. Η έλλειψη σεναρίου είναι εμφανής και πολλά πλάνα είναι απλά για να γεμίζουν το χρόνο- λες και είναι πολύς σε μια ταινία μικρού μήκους, ενώ είναι φανερό το ότι αυτοί που παίζουν είναι ερασιτέχνες.

ΚΑΤΙ ΜΕ ΝΕΡΟ!

Η δεύτερη ταινία «Αγώνας δρόμου» της Δήμητρας Νικολοπούλου αναφέρεται σε μια μεταφράστρια που δεν έχει λεφτά να πληρώσει τη ΔΕΗ και της κόβουν το ρεύμα. Είναι ασπρόμαυρη και βουβή, όπως ο Αρτίστας δηλαδή, ενώ έχει κι ένα συγκινητικό και κάπως κωμικό πνεύμα. Η κοπέλα έχει μόνο 63 ευρώ στην τσέπη, ενώ χρωστά τα μαλλιοκέφαλά της. Πηγαίνει μια βόλτα, με την ελπίδα ότι θα πετύχει έναν καλύτερο διακανονισμό με τη ΔΕΗ, αλλά στον δρόμο πετυχαίνει ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες από την ίδια και μένει πανί με πανί. Στο τέλος δεν έχει ούτε μισό ευρώ, για να πληρώσει το μπουκαλάκι νερό στο περίπτερο. Και έρχεται ένας από τους Abovo (την γνωστή θεατρική ομάδα) σαν από μηχανής Θεός και της κερνάει κι αυτός το μπουκάλι με το νερό.

Όταν πίνει το νερό της η μεταφράστρια, η ταινία γίνεται από ασπρόμαυρη, έγχρωμη και παύει να είναι βουβή. Και τα συντριβάνια η κοπέλα, μαζί με παιδάκια καταβρέχεται. Θυμήθηκα βλέποντας αυτή την σκηνή τον συγγραφέα Κρετς, ο οποίος σε συνέντευξη τύπου ειρωνευόταν τους θεατρικούς σκηνοθέτες, ότι σε κάθε παράσταση θέλουν κάτι με νερό, ασχέτως αν κολλάει στο κείμενο ή όχι. Έτσι και σε αυτήν την ταινία δεν κολλούσε ιδιαίτερα, αλλά ήταν κάτι με νερό. Αυτή ήταν πάντως μια από τις καλύτερες ταινίες μικρού μήκους, καθώς είχε κάτι το ανθρώπινο, το ευαίσθητο και το συγκινητικό μέσα στην μιζέρια της, ενώ είχε και μια έξυπνη ιδέα που αναπτύσσεται γρήγορα και αποτελεσματικά μέσα στο λίγο χρόνο της ταινίας, ενώ κι η μουσική είναι καλή.

Από το νερό πήγαμε στον άνεμο, με την Ανεμογραφία της Ολίβια Τφαντοφσκα, μία επίσης ασπρόμαυρη ταινία που είχε φιλοδοξίες ποιητικού σινεμά, τύπου Ταρκόφσκι, Γκοντάρ ή Αγγελόπουλου. Εδώ το σενάριο είναι κάποιες φράσεις που ηχογραφεί μια κοπέλα, η οποία πάει όπου την πάει ο άνεμος και το φωνάζει παντού. Υπόθεση σχεδόν ανύπαρκτη, σενάριο επίσης σχεδόν ανύπαρκτο και κάποια πλάνα που αποπνέουν φιλοδοξία για μεγάλα πράγματα, αλλά όχι αντίστοιχη έμπνευση. Ευτυχώς, που ήταν ταινία μικρού μήκους δηλαδή.


ΩΔΗ ΣΤΗ ΦΑΣΟΛΑΔΑ

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μπουγιούκας στο Hands είχε μια φαεινή ιδέα. Προκειμένου να δείξει την φτώχια και την κακομοιριά των Ελλήνων της κρίσης και των μεταναστών, έβαλε μια κάμερα να δείχνει δυο χέρια που μοιράζουν φαγητό- φασολάδα σε τάπερ και ψωμί- και τα χέρια των ανθρώπων που την παίρνουν. Αφού πρόσωπα δεν βλέπουμε, μόνο χέρια, θα μπορούσε να κάνει μια πονηριά και να βάλει 3-4 ανθρώπους να παίζουν όλα τα πλάνα, παίρνοντας φασολάδες από 15-20 φορές ο καθένας. Όπως φαίνεται πάντως από τα αμέτρητα ονόματα των συμμετεχόντων στην ταινία, μάλλον δεν έκανε αυτό, αλλά ήταν μια πραγματική σκηνή διανομής τροφίμων, από ανθρώπους που ζουν με τα συσσίτια. Το θέμα είναι ότι δεν χρειάζεται να είσαι και κάνας Μπέργκμαν, για να γυρίσεις μια τέτοια ταινία. Ο καθένας μπορεί να την κάνει. Κι όλα αυτά τα κοντινά στο φαγητό, έμοιαζαν με ύμνο στην φασολάδα, που κάποτε χαρακτηριζόταν εθνικό φαγητό των Ελλήνων. Το αποτέλεσμα θα ήταν ανιαρό, αν δεν σου έφερνε γέλιο η όλη σύλληψη.

Πιο πολύ χρώμα και μια υποτυπώδη υπόθεση είχε η ταινία Κυψέλη του Γιάννη Κατσάμπουλα. Η ταινία δείχνει ένα ζευγάρι σε μια καφετέρια. Ξανά εμφανίζεται ένας αλλοδαπός, που πάει να τους πουλήσει ένα ανεμιστηράκι. Το κινητό της κοπέλας εξαφανίζεται και τρέχουν τον αλλοδαπό στην αστυνομία. Τελικά, με διάφορες μυστήριες χακεριές εντοπίζει το αντρόγυνο το κινητό και δεν το έχει κλέψει ο αλλοδαπός, αλλά μία γριά ελληνίδα, η οποία όμως κι αυτή υποφέρει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και ζει μέσα στην φτώχια και την ανημπόρια. Στο τέλος ο αθώος μετανάστης πάει προς απέλαση και το ζευγάρι βιώνει τις τύψεις ότι τα έριξε στον αλλοδαπό διότι είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος. Αν και υπάρχει κάποιο story στην ταινία αυτή, δεν είναι και κάτι το εντυπωσιακό, ενώ είναι και πλακωμένη στο μελόδραμα και τη μιζέρια. Χώρια που μιλάει για τα ίδια πράγματα με όλες τις προηγούμενες.

Σχετικά αστεία και ανάλαφρη ήταν η ταινία «Ξένιος Ζευς» του Δημήτρη Ζάχου. Αρχικά νόμιζα από τον τίτλο ότι θα ήταν κι αυτή μια τραγική ιστορία μεταναστών, που η κακή αστυνομία τους αρπάζει και τους απελαύνει. Καμία σχέση. Ένας ξένος τραπεζίτης ή κάτι τέτοιο (ίσως και στέλεχος του ΔΝΤ) βρίσκεται από λάθος σε μια ταβέρνα, η οποία ονομάζεται «Ξένιος Ζευς» και είναι πραγματική. Με τα τσίπουρα, τους χορούς και τους μεζέδες, μυείται στον ελληνικό τρόπο ζωής του «δε βαριέσαι», του «ωχ βρε αδερφέ» και «του σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε». Αυτή η… συγκλονιστική εμπειρία τον καθορίζει ως άνθρωπο. Η ταινία αναπαρήγαγε με αφέλεια φολκλορικά στερεότυπα του Zorba the Greek και της τουριστικής Ελλάδας, τα οποία δεν συνδέονταν ουσιαστικά με την πολιτική χροιά της οικονομικής κρίσης, που προσπαθούσε να αναδείξει η ταινία. Όμως, σε σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί, βλεπόταν αρκετά ευχάριστα.

Η γενική μου εντύπωση ήταν ότι μόνο η δεύτερη και η έκτη από τις ταινίες είχαν κάποιο ενδιαφέρον να τις παρακολουθήσει κανείς. Όλες οι ταινίες έχουν γραφτεί από τον σκηνοθέτη- αυτό το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού σινεμά, που το τονίζουν άπαντες, ακόμα και μερικοί σκηνοθέτες. Κουράζει η μονομέρεια της θεματικής, που δείχνει μόνο οικονομική κρίση, τις πιο άσχημες γειτονιές της Αθήνας και μετανάστες, αλλά ποτέ σε ρόλο πρωταγωνιστή, αλλά σαν θύματα της κακίας, της ανάγκης ή της προκατάληψης των πρωταγωνιστών Ελλήνων. Οι διάλογοι είναι από υποτυπώδεις έως ανύπαρκτοι, πολλά από τα πλάνα είναι για να γεμίζουν το χρόνο, υπάρχει πολύ θυματοποίηση και μελούρα στο μεταναστευτικό, αλλά ελάχιστη ουσία, ενώ οι επιλογές τοποθεσιών δεν είναι ό,τι καλύτερο. Και η συντριπτική πλειοψηφία των ηθοποιών είναι ερασιτέχνες. Μοιραία το αποτέλεσμα συνολικά είναι κουραστικό και αισθητικά μέτριο.

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις