Roderick David Stewart. Ίσως ο πρώτος ερμηνευτής με φωνή από τρυφερό γυαλόχαρτο στην ιστορία του ροκ-εν-ρολ. Στυλιστικό εικόνισμα, ακάματος στη σκηνή, μπον βιβέρ εκατομμυριούχος, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, διασημότητα.
Αρχέτυπο ερωτύλου πλέϋμπόϋ για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, με δεκάδες διάσημες εκτυφλωτικές παρτεναίρ. Οι δύο πρώτοι γάμοι του έληξαν με πανάκριβους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και τα παιδιά του (oκτώ, σήμερα το μεγαλύτερο 61, το μικρότερο 14) από πέντε διαφορετικές μητέρες αποτελούν απόδειξη για το ότι ροκ-εν-ρολ ζωή κάνεις αν μπορείς να την υποστηρίξεις.
Οι δηλώσεις του για τις σχέσεις και την έγγαμη ζωή έχουν αφήσει ιστορία. «Δεν χρειάζεται πια να παντρεύομαι. Απλώς θα βρίσκω μια κοπέλα που δεν μ’ αρέσει και θα της χαρίζω ένα από τα σπίτια μου». Ακόμη και το 2007, όταν παντρεύτηκε την γεννημένη το 1971 τηλεπερσόνα Πέννυ Λάνκαστερ: «Βρήκα την κοπέλα που έψαχνα πλέον, τελείωσε. Όλα πια εξαρτώνται από μένα. Δεν χρειάζεται πια να βάζω την μπανάνα μου στην φρουτιέρα καμιάς».

Rod Stewart @Penny Lancaster
Τα πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα δίσκων του έχουν προλάβει να μεγαλώσουν γενιές μουσικόφιλων και να τροφοδοτήσουν εκατομμύρια όνειρα. Αρσενικά και θηλυκά,.
“Maggie May”, “The Killing Of Georgie”, “First Cut Is The Deepest”, “Blondes Have More Fun”, “Hot Legs”, “Ain’t Love A Bitch”, “Jealous”, “You Make Me Feel Like A Natural Man”, “Baby Jane”, “Body Wishes”, “Infatuation”, “Some Guys Have All The Luck”.
Rod Stewart: ξοδεύω τόσο χρόνο παρακλουθώντας και υποστηρίζοντας την Celtic όσο αφιερώνω και στην καρριέρα μου ως τραγουδιστής
Σήμερα, τέτοιοι τίτλοι και ιδίως τέτοιες δημόσιες δηλώσεις θα είχαν στιγματιστεί, μπλοκαριστεί, μπαναριστεί, κατακρεουργηθεί και λυσσωδώς μποϋκοταριστεί -από γνωμοπώλες, influencers και νομπαϊναραίους, ως σεξιστικοί, διεμφυλικά εχθρικοί, κεκαλυμμένως ευνοούντες τις φαντασιώσεις έμφυλου σκέπτεσθαι, απροκλήτως προάγοντες σατυρισμό και μιλφομανία. Ο Rod Stewart o ίδιος θα είχε επικυρηχθεί, ιδίως στην Ελλάδα, ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος κατά του καθεστώτος της εγκληματογόνου τραπολαγνείας και του κρυπτοέμφυλoυ σκυλαδισμού.
Ως οπαδός συγκεκριμένης ομάδας ποδοσφαίρου με πολλούς τίτλους, θα είχε, δε, μισηθεί από τους οπαδούς κάθε αντίπαλης, αιωνίου και μη. Στη Σκωτία, κατά περιόδους, πολλοί καλοθελητές του ζήτησαν να συμμετάσχει ή ακόμη και να γίνει μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Celtic, ομάδας που μετράει εκατομμύρια οπαδών ανά τον κόσμο, όμως ο ίδιος διαλέγει να παραμείνει απλός fan, καθώς, όπως δηλώνει «ούτως ή άλλως ξοδεύω τόσο χρόνο παρακλουθώντας και υποστηρίζοντας την Celtic όσο αφιερώνω και στην καρριέρα μου ως τραγουδιστής».

Photo Credit Denise Truscello
ο τραγουδιστής που στην δεκαετία του ’80 απεικόνισε το «γύρισμα» των σταρ του ’60 στην εμπορική φόρμα. Η βραχνή, ευέλικτη φωνή του ήταν αυτό που συνήγειρε ερωτισμό και τρυφερότητα στις γυναίκες κάθε ηλικίας και άτρωτο κωλοπαιδαρισμό στους άντρες. Η χλιδή και και η καλοπέραση που εξέπεμπε κρατούσε το ελάχιστα ψημένο σε μουσικές παραστάσεις σε απόσταση.
Ήταν και παρέμενε «ωραίος με τον δικό του τρόπο», είχε πολλές σοροπιαστές επιτυχίες (βλέππε μπαλλάντες) που ακούγονταν στο ραδιόφωνο και κάθε χρόνο κυκλοφορούσε νέο δίσκο. Ήταν ποπ; Ήταν ροκ; Ήταν η εγωμανής αστραφτερή θολούρα της διασημότητας που χωρίζει κι ενώνει τα μουσική είδη μεταξύ τους;
Η άρρηκτη σχέση του με το ποδόσφαιροάρχισε να τον κάνει συμπαθή και «κατανοητό» στους έλληνες –μη εστετ μονομανείς- μουσικόφιλους, ένιωθαν άνετα με την τόσο ανθρώπινη αδυναμία ενός παγκόσμιας εμβέλειας σταρ, που τον έχριζε «έναν από τα παιδιά». Ως φανατικός οπαδός ο Rod έκανε τα πάντα για να παρακολουθεί και να ακολουθεί την αγαπημένη του Celtic, χωρίς να τον εμποδίζει ότι διαρκώς βισκόταν σε ένα πυκνό πρόγραμμα από περιοδείες, ηχογραφήσεις, τηλεοπτικές εμφανίσεις και καμπάνιες προώθησης της δουλειάς του.
ατενίζοντας τους καταλόγους των επιτυχιών από στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ. Το “Greatest Hits” που έχει κυκλοφορήσει δυό βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα βρίσκεται στο Νο 1 των άλμπουμ επί επτά συνολικά εβδομάδες. Στην Βρετανία, τα νούμερα λένε ότι τέλειωσε την δεκαετία του ’70 ως ο κορυφαίος καλλιτέχνης σε πωλήσεις singles (πίσω μόνον από τους Abba), με το “Sailing” να είναι το κορυφαίο σε πωλήσεις 45άρι των τελευταίων δέκα χρόνων.
Είναι μια μεταβατική περίοδος για τον Rod όσο και για την αγαπημένη του ομάδα. Έχοντας χάσει το πρώτο πρωτάθλημα της δεκαετίας (κερδίζοντας όμως 1-0 στην παράταση τους μισητούς εχθρούς της Rangers στον τελικό Κυπέλλου), ενισχύθηκε τον Μάρτιο με τον 24χρονο Frank McGarvey, που γυάλιζε τον πάγκο της Λίβερπουλ με μηδέν συμμετοχές, τότε ακόμη που στα βρετανικά γήπεδα επιτρεπόταν μόνον μία αλλαγή σε ολόκληρο αγώνα. Ο σκληροτράχηλος Frank, θα μείνει πέντε χρόνια στην Celtic, θα κερδίσει δύο πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, πετυχαίνοντας 113 γκολ σε 245 εμφανίσεις. Ένας από τους αγαπημένους παίκτες του Rod, στην τελευταία του εμφάνιση 18 Μαίου 1985 στον τελικό Κυπέλλου στο Hampden Park της Γλασκώβης, θα πετύχει το 2-1 κατά της Dundee μέσα σε αποθέωση.
Στις 21 Νοεμβρίου 1980, το 10ο στούντιο άλμπουμ του με τίτλο “Foolish Behaviour”, ηχογραφημένο στο στούντιο Record Plant του L.A. μπαίνει από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας στο τοπ-5 της Βρετανίας (29/11/80, UK#4) και περνάει ξυστά από το αμερικανικό τοπ τεν (29/11/80, US#12). Με μουσικό υλικό που αποφεύγει τους μοντερνισμούς, ισορροπώντας ανάμεσα στα ροκεντρολλάκια και τις αισθαντικές μπαλλάντες για τις οποίες έχει γίνει γνωστός, παρ’ ότι ο δίσκος δεν προσφέρει κάτι παραπάνω από τα αναμενόμενα, δεν θα αργήσει να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Αμερική. Ξεχωρίζει το σκληρό “Gi’ Me Wings”, το ομώνυμο ροκάκι, η μπαλλάντα “Somebody Special” (US#71, 28/3/81) και το reggae “So Soon We Change”, ενώ η μεγάλη επιτυχία θα γίνει το πυρετώδες single “Passion” (UK#17, US#5, 7/2/81).
Στις 17 Ιανουαρίου 1981 η μπαλάντα “My Girl”, γραμμένη από τον ίδιο τον Rod, φθάνει στο Νο 32 των βρετανικών τσαρτ, ενώ το “Somebody Special” θα κινηθεί στα χαμηλά (US#71, 28/3/81). Αφού απολύει ολόκληρη την μπάντα -πλην του πολύ-οργανίστα Kevin Savigar- επειδή αρνούνται να τον ακολουθήσουν στο L.A. για να παραστούν στα American Music Awards, στις 21 Φεβρουαρίου 1981 o Rod θα παρακολουθήσει την Celtic υπό γερό χιονόνερο να γυρίζει για πρώτη φορά μέσα στην χρονιά το τρίτο ντέρμπυ με την αιώνια αντίπαλο, με 3-1 (στο τέλος θα πάρει και το πρωτάθλημα). Ένας 20χρονος ονόματι Charlie Nicholas, με κοψιά ροκ σταρ που φέρνει στον Bono των U2, βάζει δύο γκολ και πιστοποιεί την φήμη του ως το πιο hot όνομα του βρετανικού ποδοσφαίρου. Όταν το καλοκαίρι του ’83 θα μεταγραφεί στην Arsenal είναι ήδη ένας από τους θρύλους του Celtic Park.
Στις 6 Νοεμβρίου 1981, έχοντας χωνέψει τις κατακλυσμιαίες επιρροές του new wave, o Rod εμφανίζεται εκμοντερνισμένος με τον 11o δίσκο του “Tonight I’M Yours” και ξεκινά μια τρίμηνη αμερικάνικη περιοδεία με τίτλο “Le Grand Tour of America and Canada – Worth Leaving Home For”.
Στις 21 Νοεμβρίου το άλμπουμ, κατά μεγάλο ποσοστό γραμμένο από τον ίδιο τον Rod που έχει αναμιχθεί και στην παραγωγή, θα μπει στο βρετανικό top ten (UK#8), ενώ στην Αμερική, ελάχιστα απέχει από το να καταφέρει το ίδιο (US#11, 9/1/82). Πάντως, το πρώτο σίνγκλ, η new wave μοντερνιά “Young Turks” έχει προλάβει να κάνει μεγάλη επιτυχία λίγο πριν τα Χριστούγεννα (US#5, 19/12/81).
Στις 15 Μαίου 1982, με την αμερικάνικη περιοδεία του Rod έχει ολοκληρωθεί θριαμβευτικά, είναι η ώρα για την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος και ο Rod είναι στην κερκίδα του Celtic Park, καθώς η ομάδα χρειάζεται την νίκη για να κόψει πρώτη το νήμα, έχοντας στον σβέρκο της δύο πόντους πίσω (σε σύστημα 3-1-0) την καυτή ανάσα της μεγάλης τότε Aberdeen του Alex Ferguson (που την επόμενη χρονιά θα πάρει το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ). Θα την πάρει απέναντι στην St. Mirren, με 3-0, σε ένα σκληρό παιχνίδι στο οποίο ξεχωρίζει ο εκπληκτικός 17χρονος μέσος Paul McStay, ένα παιδί από τις ακαδημίες της Celtic που θα μείνει στην ομάδα σε ολόκληρη την ποδοσφαιρικη΄ζωή του. Τα κάστανα από τη φωτιά βγάζει προς το τέλος με δύο γκολ ο 25χρονος με το Νο 10 στην πλάτη George McCluskey, επίσης γέννημα – θρέμμα της Celtic.
H χρονιά κλείνει για τον Rod με το διπλό ζωντανό άλμπουμ “Absolutely Live” (UK#35 13/11/82, US# 18/12/82). Στην εκτέλεση του “You’re In My Heart (The Final Acclaim)” περιλαμβάνει την αναμενόμενη δήλωση αφοσίωσης στην αγαπημένη του Celtic, ενώ ένα ακόμη κομμάτι, αυτό που κλείνει το δίσκο, ένα πανηγυρικό encore οκτώμισυ λεπτών αποτελεί το πραγματικό highlight. Ηχογραφημένο στις 19 Δεκεμβρίου 1981 σε ένα γεμάτο L.A. Forum, είναι το “Stay With Me” των θρυλικών Faces.
Σιγοντάρουν τον Rod στα φωνητικά η Tina Turner, την οποία έχει προσκαλέσει να ανοίγει τις συναυλίες του, μαζί με την Kim Karnes (για την φωνή της οποίας γράφεται ότι είναι ο «θηλυκός Rod Stewart» συν το ότι το 1981 έχει το Νο 1 hit σε πωλήσεις ολόκληρης της χρονιάς στην Αμερική με το “Bette Davis Eyes”). Ένα κανονικό old school party αιχμαλωτισμένο ευτυχώς στην τέταρτη και τελευταία πλευρά του διπλού βινυλίου.

Photo Crredit: Denise Truscello
Η σαιζόν ’82-83 είναι η χρονιά της ασταμάτητης Aberdeen. Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η Celtic θα περάσει τον Ajax, 2-2 εντός έδρας και νίκη μέσα στο Amsterdam με εκπληκτικά γκολ των Nicholas και McCluskey, αλλά θα την σταματήσει η Ρεάλ Σοσιεδάδ. στον δεύτερο γύρο. Ο Rod θα δει την αγαπημένη του ομάδα από τα επίσημα να περιορίζεται στον τίτλο του League Cup, νικώντας στις 4 Δεκεμβρίου 1982 στον τελικό τους αιώνιους εχθρούς Rangers με 2-1 με γκολ των Charlie Nicholas (θα γεμίσει εκείνη την χρονιά τα αντίπαλα δίχτυα με γκολ, συνολικά 29) και του σκληροτράχηλου ξανθού μέσου McLeod.
Στις 10 Ιουνίου 1983 κυκλοφορεί το “Body Wishes” σε παραγωγή του Tom Dowd (τον οποίο ο Stewart ευχαριστεί στο εξώφυλλο γιατί «ήρθε κι έσωσε το πλάνο τελευταία στιγμή πριν καταλήξει στην λεκάνη της τουαλέτας»). Με σαφή στόχευση στο να περιλάβει τουλάχιστον 2 singles έτοιμα να παιχτούν στο ραδιόφωνο, το άλμπουμ πετυχαίνει τις αναμενόμενες πωλήσεις στην Αγγλία (UK#5), μέτριες όμως πωλήσεις στην Αμερική (US#35), καθώς παρουσιάζει την γνωστή μίξη από 12μετρα και μπαλλάντες, με ενορχήστρωση από τον 26χρονο ιδιοφυή πληκτρά Kevin Savigar, απόφοιτο του Trinity College του νοτιοανατολικού Λονδίνου.
Οι δύο εξαιρέσεις του το σώζουν: Το “Baby Jane” Στις 2 Ιουλίου το φθάνει στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ, το πρώτο τραγούδι του μέσα στην δεκαετία που το καταφέρνει μετά το “Do Ya Think I’M Sexy”, περίπου πέντε χρόνια πριν, ενώ στην Αμερική, βοηθούμενο κι από το ενδυματολογικά απενοχοποιητικό για τους σιτεμένους ροκ σταρ βίντεο κλιπ (μπλε ελεκτρίκ σακκάκι με σηκωμένο μανίκι πάνω από κόκκινο φανελλάκι, κίτρινο παντελόνι και εσπαντίγιες) το οποίο παίζεται κατά κόρον από το MTV γίνεται ένα από τα δυνατά hits του καλοκαιριού (30/7/83, US#14).
Το φθινόπωρο, το “What A I Gonna Do (I’M So In Love With You)” μια νότα πιο ρομαντικό, αλλά με το συνοδευτικό βίντεο να το υποσκάπτει (η μπάντα κινηματογραφημένη πρόχειρα ως μεθυσμένη μπακουροπαρέα σε σκάφος 30 μέτρων) θα ακουστεί, αλλά δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει την Baby Jane (UK#3, 10/9/83, US#35, 8/10/83).
Καθώς έχει αρχίσει ήδη η εποχή της παντοκρατορίας του MTVη ελληνική σμίκρυνσή του, το «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ» θα παίξει κατά κόρον το “Baby Jane” δίπλα στα “Billy Jean” “Total Eclipse Of The Heart”, “Let’s Dance” του Bowie, το “What A Feeling” από την ταινία Flashdance και το πανταχού παρόν “Every Breath You Take”, βάζοντας τον Rod στον χάρτη σε μια εποχή που τα είδωλα της εποχής του που πλησιάζουν ή μόλις έχουν ξεπεράσει τα 40 κινούνται σε ρηχά νερά. Στα μάτια του νεαρού ακροατή ποπ μουσικής που κολυμπά στην πλουμιστή πανσπερμία μουσικής που πλέον ελεύθερα βιώνει στο δισκάσικο, στο βίντεο κλαμπ, στις καφετέριες και στις ντίσκο, ο Rod γίνεται ο μυστήριος καλοζωϊσμένος (καθ’ ότι το ευδιάκριτο μαύρισμα) ροκάς με την μακριά μύτη και το ανατιναγμένο σαν θάμνο ξανθό μαλλί που χορεύει με την άνεση μιας άλλης εποχής, ορκιζόμενος ότι δεν θα την ξαναδώσει την καρδιά του, πάει τέλειωσε. Εκτός αν ποτέ πειστεί ότι θα’ναι «μια και για πάντα».
«Μια και για πάντα» σίγουρα δεν αποδεικνύεται ότι θα κρατήσει ο γάμος με την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό και μοντέλο Alana Collins, μετά από έξι χρόνια έγγαμης συμβίωσης και δύο παιδιά. Ο Rod, ήδη σε σχέση με την 24χρονη ανερχόμενη μοντέλα Kelly Emberg προχωρεί ακάθεκτος.
Η Celtic μένει τη χρονιά ’83-’84 χωρίς κανέναν τίτλο, όμως αποκτά έναν παίκτη που θα γίνει ο κανονιέρης της για τα επόμενα 4 χρόνια, τον 21χρονο Brian McClair (ο οποίος θα μεγαλουργήσει αργότερα στην Manchester United, την δεύτερη μεγάλη αγάπη του Rod Stewart μετά την Celtic).
Μέσα στο 1984 ο Rod επιχειρεί να κτίσει πάνω στην ανανεωμένη αναγνωρισιμότητα που του προσέφερε το MTV, ποντάροντας τόσο στον εκμοντερνισμό του ήχου του, όσο και στην ιδιοφυία του ασυμβίβαστου παλιού του γνωστού. Με τον έναν χρόνο μεγαλύτερό του βιρτουόζο και καινοτόμο της κιθάρας Jeff Beck, το ’68 παρά λίγους μήνες να είχαν κυκλοφορήσει πρώτοι εκείνο το αδάμαστο αμάλγαμα ηλεκτροφόρου blues και εκκωφαντικού distortion που έγινε γνωστό στη συνέχεια ως ο ήχος των τεράστιων Led Zeppelin. Η τραχιά φωνή του Stewart και η τα πάντα ποιούσα κιθάρα του Jeff Beck 16 χρόνια αργότερα ξανάσμιξαν για να κάνουν την διαφορά. Και την έκαναν.
Το “Camouflage” (UK#8 & US#18, 16/6/84), με τρεις διασκευές, μοντέρνο στυλιζάρισμα στο εξώφυλλο και οκτώ μόλις κομμάτια θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιουνίου 1984, σε παραγωγή του Μichael Omartian (του συνθέτη, ενορχηστρωτή και τραγουδοποιού που είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια πριν 3 Grammy για το το πρώτο άλμπουμ του Christopher Cross), η οποία δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Η ενοχρήστρωση είναι εντελώς σύγχρονη, πλήκτρα και programming δίνουν στην πειστική βραχνάδα του Rod, εισφέροντάς τον με όλο του το παρελθόν στην νέα εποχή, περιστοιχισμένο από την εκπληκτική κιθάρα του Jeff Beck.
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου και πρώτο single “Infatuation”, εξοπλισμένο μ’ ένα πυρετώδες μαυρόασπρο βίντεο κλιπ με Χιτσκοκικές επιρροές (σε σκηνοθεσία Jonathan Kaplan, ο οποίος θα οδηγήσει 3 χρόνια την Jodie Foster στο Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου με το “The Accused”) είναι ένα χαρακτηριστικό ‘80s διαμάντι. Του δίνει μια μεγάλη επιτυχία (US#6, 28/7/84) και τον Αύγουστο, ενώ διεξάγονται οι πλέον διαφημισμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην ιστορία, αυτοί του Λος Άντζελες, ο δίσκος θα ξεπεράσει τις 500.000 αντίτυπα.
Καθώς το φθινόπωρο της χρονιάς ’84-’85 ξεκινά, η εύγευστη ποπ-ροκ διασκευή του στο “Some Guys Have All The Luck” των Persuaders (No 39 το 1973, το είχε πάει και ο Robert Palmer στο No 59 to 1982), φτάνει πολύ ψηλά (UK#15 11/9/84, US#10 27/10/84), σοβαρός ενδείκτης ότι ο αεικίνητος Σκωτσέζος που στο βίντεο κλιπ αλλάζει πέντε σακκάκια χορεύοντας με αυτοπεποίθηση σ’ ένα ποπ αρτ πλουμιστό σκηνικό είναι, παρά τα 39 χρονάκια του, μια ζωντανή επεξήγηση ευεξίας.
Ο δίσκος είναι ένα άξιο, παρά τη μικρή διάρκειά του, δείγμα έντεχνης ‘80s παραγωγής, με τα “Bad For You” και “Heart On The Line” να ξεχωρίζουν δίπλα στα δύο single, χάρις και την κιθάρα του Jeff Beck. H πιο σημαντική συνεργασία των δύο μετά από τόσα χρόνια θα αποβεί η διασκευή στον πολιτικό ύμνο εγρήγορσης του Curtis Mayfield (των Impressions) από το 1965, το “People Get Ready”. Η εκπληκτική μοντέρνα blues rock διασκευή, που αφήνει περιθώριο στο ταλέντο και των δύο να λάμψει, ντυμένη μ’ ένα βίντεο κλιπ σε σέπια φίλτρο, όπου δύο φίλοι συναντιούνται δίνοντας το μήνυμα ότι το κοινό παρελθόν πάντα θα βρίσκει τον δρόμο να θριαμβεύει, θα μπει τελικά στον δίσκο του Jeff Beck “Flash” ο οποίος κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του ’85.
Έξι μήνες πριν, στις 16 Ιανουαρίου 1985, ο Rod θα εμφανιστεί στο θρυλικό “Rock In Rio”, ενώπιον 200.000 θεατών σε μια γεμάτη ενέργεια εμφάνιση 80 λεπτών με παλιές και νέες επιτυχίες. Δύο μήνες και κάτι αργότερα, στις 28 Μαρτίου, σπάει το εμπάργκο της διεθνούς μουσικής κοινότητας και εμφανίζεται στο Sun City της Νότιας Αφρικής, για ένα αξιοσέβαστο πακέτο δολλαρίων, προφανώς (δεν είναι ο μόνος, καθώς Queen, Elton John, Linda Ronstadt, Black Sabbath, Dolly Parton και άλλοι κάνουν το ίδιο). H δημόσια κατακραυγή δεν θα τον σταματήσει. To ίδιο συμβαίνει και με την Celtic που τερματίζει πάλι δεύτερη με διαφορά πίσω από την Aberdeen, όμως παίρνει πάλι το κύπελλο με 2-1 από την Dundee με κείνo τα γκολ του McGurvey και επιχειρεί ανανέωση.
Μετά την extravaganza του “Camouflage”, ο 41χρονος πλέον Rod οδηγείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς μια επιστροφή στις ρίζες. Ο 14ος προσωπικός του δίσκος, με τίτλο “Every Beat Of My Heart” θα κυκλοφορήσει αρχές καλοκαιριού του ’86, πάνω που η αγαπημένη του Εθνική Σκωτίας βρίσκεται στο Μουντιάλ του Μεξικού, όπου όμως για μια ακόμη φορά δεν θα τα καταφέρει να προκριθεί στους 16 (0-1 από Δανία, 1-2 από τους Γερμανούς και 0-0 με τους ισοβίτες της Ουρουγουάης), παρά τις επικές μούρες που διαθέτει (Λέϊτον, ΜακΛις, Μάλπας, Στράχαν, Σούνες, Άρτσιμπαλντ, Σαρπ, Τσάρλι Νίκολας).
Ο δίσκος (UK#5, 19/7/86), περιέχει το 5ο πιο επιτυχημένο σε ολόκληρη την καρριέρα του του single στην Αμερική, το “Love Touch” (US#6, 9/8/86) γραμμένο από τον Michael Chapman (συνθέτη των Sweet και της Suzie Quatro) και την Holly Knight (ανερχόμενη επαγγελματία hitmaker για τους Animotion και την Pat Benatar, με εξειδίκευση στα soundtrack). Αλλά όχι μόνο αυτό. Το γραμμένο από τον Bryan Adams “Another Heartache” (ο τρόπος που ντύνεται στο κλιπ παίρνει τέσσερα Grammy από μόνος του), το απολαυστικά αυτοβιογραφικό “Α Night Like This” του ίδιου του Rod (“You don’t know what it means to a boy from – A suburban home – To be left with a woman like you – Completely alone – I’ve dreamed, honey, of a night like this – Pool like an ocean, bed like a football pitch”), την παλιακή μπαλλάντα “In My Own Crazy Way” (γραμμένη μαζί με τον πολύ καλό, αλλά δυσανάλογα άσημο Σκωτσέζο τραγουδιστή Frankie Miller), μια διασκευή σε Beatles (“In My Life”) και κυρίως, το ομώνυμο, “Every Beat Of My Heart”.
Μια σινεμασκόπ μπαλλάντα – overdose νοσταλγίας για τα βουνά της Σκωτίας απ’ όπου o Rod κρατάει, γραμμένη μαζί με τον για χρόνια σταθερό συνεργάτη του, Ken Savigar, και ρεφραίν με γκάϊντες- ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα κομμάτια που τραγούδησε στη δεκαετία του ’80 και η δεύτερη μεγαλύτερη μετά το “Baby Jane” στη Βρετανία (UK#2, 19/7/86). Η ταινία στην οποία ακούγεται το “Love Touch” στα γράμματα τέλους είναι ένα καλολουστραρισμένο δικαστικό θριλλεράκι του Άϊβαν Ράϊτμαν (των “Ghostbusters”) με τίτλο “Legal Eagles” (στα ελληνικά, κατά την κρατούσα βιντεοκλαμπάδικη τάσης της εποχής, “Τρεις και Μοναδικοί”), με τον 50χρονο -σα διαφήμιση οδοντοντιάτρου και κομμωτή για μεσήλικες- Ρόμπερτ Ρέντφορντ, την υποδειγματική για την εποχή ως «έξυπνη με προσωπικότητα» Ντέμπρα Γουίνγκερ, την οπτασία-μπετόβεργα Ντάρυλ Χάννα και τον Μπράϊαν Ντένεχυ στο ρόλο του “κακού”.
Mε ηγέτη και σκόρερ τον Brian McClair, η Celtic επιστρέφει θριαμβευτικά στην κορυφή, με την κατάκτηση του πρωταθλήματος, σε μια ακόμη αγωνιώδη τελευταία αγωνιστική. Η έκπληξη της χρονιάς ΗEARTS προηγείται με 2 πόντος και της αρκεί μια ισοπαλία για να πάρει το πρωτάθλημα. Όμως θα χάσει 2-0 από την Dundee United, την ώρα που η Celtic θριαμβεύει 5-0 μέσα στο γήπεδο της St. Mirren, με γκολ των McClair (2), McStay και Mo Johnston και παίρνει το πρωτάθλημα μετά από τέσσερα χρόνια ξηρασίας.
Το 1987 φέρνει εκτός από την γέννηση του 4ου παιδιού του (από την τρίτη διαφορετική μητέρα), την επανακυκλοφορία του “Sailing” με τα έσοδα να συγκεντρώνονται για φιλανθρωπικό σκοπό και την συμμετοχή του στο σάουντρακ της κομεντί “Innerspace” με μια επανεκτέλεση του παλιού του “Twisting The Night Away”. Η Celtic, ελάχιστα twisting, ενώ μπαίνει στην σαιζόν ’86 – ’87 κι ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100 χρόνια της ιστορίας της, έχει κακή πορεία και μένει άτιτλη, χάνοντας το πρωτάθλημα από τους Rangers.
Το καλοκαίρι προχωρεί σε ριζική ανανέωση θέλοντας να μην χάσει, έστω την επόμενη χρονιά την ευκαιρία να γιορτάσει την εκατονταετία. Ανάμεσα στους παίκτες που αποκτά είναι κι ένας 28χρονος επιθετικός μέσος που σκοράρει κατά ριπάς στην West Ham, o Frank McAvennie. Καυγατζής, πότης, μοντελοκηνυγός, συχνό θήραμα για τους παπαράτσι και φανατικός οπαδός της Celtic o ίδιος, θα απορρίψει προσέγγιση από τους προτεστάντες εχθρούς Rangers και θα ενταχθεί στην ομάδα «της καρδιάς του». Δεν θα αργήσει να μπει στις καρδιές του Rod και των φανατικών, καθώς στο πρώτο ντέρμπυ με τους Ρέίντζερς 17 Οκτωβρίου του ’87 πλακώνεται με τους αντιπάλους σ΄ένα 2-2 σκέτο «αίμα και άμμος» (εν προκειμένω και λάσπη). Στις 2 Ιανουαρίου 1988 στο ντέρμπι του δεύτερου γύρου, η Celtic επικρατεί με δύο δικές του κεφαλιές και στις 14 Μαίου του ’88 στον τελικό κυπέλου, βάζει το νικητήριο γκολ στο 2-1 κατά της Dundee, σφραγίζοντας το νταμπλ, στο centenary year για την αγαπημένη ομάδα του Rod, ο οποίος βρίσκεται φυσικά στiς κερκίδες του Hampden Park.
Όντας πλέον ένας δισκογραφικός θεσμός,δεν έχει σταματήσει την προσπάθειά του να εκσυγχρονίζει τον ήχο του. Αυτή τη φορά, συνεργάζεται στην παραγωγή με τον Andy Taylor, τον πρώην κιθαρίστα των Duran Duran, ο οποίος έχει στραφεί στην παραγωγή και τον Bernard Edwards, το περίφημο μπασίστα των Chic. Μια μόλις εβδομάδα μετά το double, στις 23 Μαίου 1988 το καινούριο άλμπουμ “Out Of Order” (UK#11, 4/6/88, με τον ίδιο στο εξώφυλλο χωρίς όμως για πρώτη φορά να δείχνει το πρόσωπό του, αποκαλύπτει ένα σύνολο από 11 τραγούδια με φανερά αναβαθμισμένη παραγωγή.
Τα “Lost In You” (UK#21 4/6/88 και US#12 16/7/88), “Forever Young” (US#12 15/10/88, με βίντεο κλιπ στο οποίο εμφανίζεται με τον περίπου δύο ετών γιο του) και ιδίως η μπαλλάντα “My Heart Can Tell You No”, (US#4, 1/4/89 – γραμμένο με τον Simon Climie του “Love Changes Everything”) θα οδηγήσουν κάπως βραδυφλεγώς, μετά από μια περιοδεία σε Νότια Αμερική και το άλμπουμ μέσα στο αμερικάνικο τοπ-10 (US#20 1/4/89).
Τόσο για τον Rod, όσο και για την Celtic, η δεκαετία του ’80 τελειώνει όπως ξεκίνησεΤον Μάϊο του ’89, η Alana θα καταθέσει αγωγή για αυξημένη διατροφή, όμως ο Rod ακάθεκτος θα οργώσει τις σκηνές των Η.Π.Α. σε μια περιοδεία 39 εμφανίσεων μέχρι το τέλος Ιουλίου. Το “Crazy About Her”, ενδεικτικό της αναθερμασμένης δημοτικότητάς του γίνετια μια ακόμη μεγάλη επιτυχία (US#11, 29/7/89). Η Celtic είναι ασταθέστατη στο πρωτάθλημα – έρχεται 3η και οι Rangers την διαλύουν και στα δύο ντέρμπυ), καταφέρνοντας όμως να πάρουν κάποια εκδίκηση στις 20 Μαίου 1989 νικώντας τους 1-0 στον τελικό κυπέλλου, ενώπιον 75.000 θεατών, μ’ ένα γκολ του νεαρού Joe Miller.
Δέκα χρόνια μετά, άλλα δύο best of κυκλοφορούν, αυτή τη φορά σε cd. Το “The Best Of Rod Stewart” μια περιεκτικής συλλογή με 15 από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, περιέχει και μια «καινούρια»: την διασκευή του στο “Downtown Train” του Tom Waits που θα φτάσει να μπει στο αμερικάνικο top-5 (US#3, 27/1/1990) εισάγοντας τον Rod στην νέα δεκαετία.
Καλλιτεχνικά αειθαλή, εμπορικά κραταιό και ακλόνητο στη συνείδηση του μουσικού κοινού, ακόμη και της Ελλάδας. Συγχρόνως, η γιγαντιαία συλλογή (τετραπλό cd, 65 τραγούδια) “Story Teller – A Complete Anthology 1964-1990” φέρνει το mainstream κοινό αντιμέτωπο με μια αδιαμφισβήτητη μουσική αλήθεια: Δεν υπάρχει μουσική περίοδος από τα sixties μέχρι την αυγή του ’90 που να μην έχει σημειώσει τουλάχιστον μια επιτυχία ο μέγας Rod Stewart. Ούτε και δεκαετία στην οποία η Celtic να μην παρουσιάζει ομάδες με πάθος, με περηφάνεια και με τρόπαια.
Φέτος, ο Rod έχει κλείσει τα 80 και ολοκληρώνει στην Αθήνα την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του,με την υστεροφημία του ως ενός από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές στην ροκ ιστορία εξασφαλισμένη. Η δε αγαπημένη του Celtic συμπληρώνει τα 138 χρόνια ζωής με 55 πρωταθλήματα Σκωτίας, 42 Κύπελλα, 22 Ληγκ Καπ Σκωτίας (21 double) κι ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης (1967).
O Sir Rod Stewart εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025
Telekom Center Athens (Λεωφ. Κηφισίας 37 Μαρούσι – Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών “Σπύρος Λούης”) στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας του με τίτλο “One Last Time“. Oι πόρτες ανοίγουν στις 19.30.
Τη συναυλία θα ανοίξει η Angelika Dusk