Στην ποδιά της είναι κουλουριασμένη η Τρούφα ενώ η Καραμέλα, έτοιμη για εξερευνήσεις, σκαρφαλώνει στα ψηλά έπιπλα του σπιτιού. Όσα χρόνια γνωρίζω τη Ράνια Οικονομίδου είχε το σπίτι της γεμάτο από μικρές ανάσες που σήμερα συνοψίζουν αυτές οι δύο νεαρές γατούλες. Η τρυφερότητα που της έλειψε από παιδί και σε πολλές, μετέπειτα φάσεις της ζωής της, σαν να έχουν φωλιάσει μέσα στα χέρια της. Και στην απαλή φωνή της που αφηγείται ένα life story με τραγικές συγκυρίες, οδυνηρά συμβάντα και συγκρουσιακά βιώματα – στην επαγγελματική της ζωή πια.
Η ίδια παραδέχεται ότι όλα αυτά την εμπόδισαν να ωριμάσει στην ώρα της, να πιστέψει στον εαυτό της και να διεκδικήσει όσα μπορούσε και ποθούσε. Παρότι το χρίσμα της ηθοποιού της δόθηκε απλόχερα και απρόσμενα από το Μάνο Χατζιδάκι. Οποία τύχη.
Σήμερα, 55 χρόνια μετά, μέσα στο θέατρο, με την πίστη και τη συνέπεια που λίγοι ομότεχνοι της έχουν επιδείξει, η Ράνια Οικονομίδου αρχίζει να αποδέχεται πως αποτελεί ένα θεμελιώδες κομμάτι της πιο γόνιμης νεότερης ιστορίας του. Αρχίζει να βρίσκει νόημα στη αποδοχή των άλλων, να αρθρώνει επιθυμίες που θέλει να υλοποιήσει.
Η φετινή χρονιά λειτουργεί καταπραϋντικά. Πρωταγωνιστεί ήδη στον «Οιδίποδα» του Ρόμπερτ Άϊκ στη Στέγη – που αναμένεται να πάρει παράσταση για ένα μήνα λόγω αυξημένης προσέλευσης. Και το κάνει στο πλευρό του αγαπημένου της, Νίκου Κουρή – 30 χρόνια μετά την εμβληματική τους συνάντηση στο «Γυάλινο κόσμο» του «Εμπρός» και πάλι σε ρόλους μητέρας – γιου. Στα τέλη Φεβρουαρίου, η φλόγα της για το θέατρο του Τσέχωφ θα αναζωπυρωθεί πρωταγωνιστώντας στον «Βυσσινόκηπο» που ετοιμάζει ο Έκτορας Λυζίγος για το Εθνικό Θέατρο.
Αφού η ζωή της έχει βιωθεί μέσα από ρόλους, η Ράνια Οικονομίδου είναι αποφασισμένη να κάνει θέατρο όσο αντέχει.

Η Ράνια Οικονομίδου στην κουζίνα του σπιτιού της με μια δήλωση ταιριαστή με τα πιστεύω της: “Planet First”.
Εξαρτάται πάντα από την πρόταση. Στη περίπτωση του «Οιδίποδα» με ενδιέφερε τόσο ο ρόλος της Μερόπης που αποκαταστάθηκε συγγραφικά όσο και η παρουσία του Ρόμπερτ Άϊκ ως σκηνοθέτη και συγγραφέα. Χαίρομαι κάθε φορά που μου έρχεται πρόταση μη αναμενόμενη για μια ηθοποιό της ηλικίας μου. Ξέρετε, φτάνοντας σε μια ηλικία, σε αντιμετωπίζουν χωρίς φαντασία και ευρηματικότητα. Δηλαδή, η 80χρονη Ράνια Οικονομίδου θα κάνει τη γιαγιά ή τη χαροκαμένη μάνα και τέλος. Θα έχει κότσο, θα φοράει μαύρα και όλα τα συνεπακόλουθα: πολύ στερεοτυπικές αντιμετωπίσεις, οι οποίες με απωθούν, τις σιχαίνομαι. Αν υποψιαστώ ότι υπάρχει κάτι κλισέ σε αυτό που θέλουν να μου αναθέσουν, ξεκινάω με ένα «δεν ξέρω» που συνήθως καταλήγει σε «όχι». Για το ρόλο της Μερόπης, πάλι, είπα ακαριαία «ναι».
Το ρίσκο εξακολουθεί να σας απασχολεί.Φτάνοντας σε μια ηλικία, σε αντιμετωπίζουν χωρίς φαντασία και ευρηματικότητα. Δηλαδή, η 80χρονη Ράνια Οικονομίδου θα κάνει τη γιαγιά ή τη χαροκαμένη μάνα και τέλος
Μάλλον γιατί δεν αντιλαμβάνομαι το ρίσκο ως τέτοιο. Μου αρκεί να υπάρχει μια ίντριγκα και θα το κάνω. Εδώ έπαιξα στο «Χρύσιππο» του Θάνου Σαμαρά για το Φεστιβάλ Αθηνών, ίσως από τα πιο τολμηρά πράγματα που έχει κάνει μια ηθοποιός της ηλικίας μου: σκαρφάλωσα σε μια σκάλα όπου ουρούσα και αφόδευα! Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που διάβασα το κείμενο σοκαρίστηκα, δεν ήθελα να το κάνω καθώς όλο το έργο πλατσούριζε μέσα στο αίμα, στη σφαγή. Αλλά, τελικά ο Θάνος μου εξήγησε την οπτική του, πείστηκα, και μετά ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον!
Πολλοί σκηνοθέτες το παθαίνουν αυτό μαζί σας. Θα αναφέρω, ενδεικτικά, τον Δημήτρη Μαυρίκιο.Ναι, δόξα τω Θεώ! Γιατί, ξέρεις, έχω πραγματικά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δεν πιστεύω καθόλου στον εαυτό μου. Και μου έχει κάνει τρομερό καλό η εκτίμηση και η αγάπη του κόσμου που εκφράζεται αβίαστα και γενναιόδωρα. Ίσως κατά την τελευταία 7ετία έχω αρχίσει να το διαπραγματεύομαι με τον εαυτό μου και να σκέφτομαι πως εφόσον το λέει όλος ο κόσμος, ακόμα και μέσα στο χώρο μου, σημαίνει πως κάτι έχω, κάτι έχω αφήσει. Ωστόσο, όταν όλα αυτά είναι τόσο ριζωμένα μέσα μου, είναι δύσκολο να απεγκλωβιστώ από την αμφιβολία.

“Μεγάλωσα σε μια οικογενειακή κακοδαιμονία· χώρια το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής. Και στην εφηβεία απομονώθηκα απόλυτα”, σημειώνει εξηγώντας την έλλειψη πίστης στον εαυτό της.
Χαίρομαι μεν, αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αφήσει τη χαρά να γίνει ενθουσιασμός. Μοιάζει με βάλσαμο πάνω σε μια πληγή. Και διαρκεί για λίγο. Την επόμενη μέρα, σε λίγο διάστημα, αρχίζω πάλι να μαζεύομαι, να συρρικνώνομαι.
Οι πληγές καθόρισαν τη ζωή σας περισσότερο από τις χαρές;Έχω πραγματικά χαμηλή αυτοεκτίμηση
Ναι, σαφώς. Γεννήθηκα στον Εμφύλιο, μια κατεξοχήν κακοποιητική εποχή. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στα Δεκεμβριανά σε ηλικία 33 ετών – έχοντας προηγουμένως – υπηρετήσει στην Αλβανία. Και η μητέρα μου έμεινε χήρα μ’ ένα παιδί που δεν είχε χρονίσει. Μέναμε στα Εξάρχεια μια μέρα που ο πατέρας μου βγήκε να πάρει το φαγητό μας από το φούρνο. Τον επέστρεψαν στη μητέρα μου, νεκρό, πάνω σε ένα καροτσάκι μεταφοράς πάγου. Δεν χωράει το μυαλό μου το πένθος της και, πάντα αναρωτιέμαι, πως ανέχονται οι άνθρωποι αυτές τις απώλειες… Το φοβερό ήταν πως και η μητέρα μου, επίσης σε ηλικία ενός έτους, έμεινε ορφανή από μητέρα. Η γιαγιά μου, δασκάλα στην Οδησσό, αρρώστησε από πνευμονία.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσα, σε μια οικογενειακή κακοδαιμονία· χώρια το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής. Και φυσικά ένα οικογενειακό δράμα που συνεχίστηκε για άλλους λόγους, όταν η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε. Τότε, ως παιδί δεν έζησα οικογενειακή ζωή, μόνο μια κρίση. Και στην εφηβεία απομονώθηκα απόλυτα, έγινα ένα πολύ εσωστρεφές πλάσμα. Ήμουν πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου και το μόνο που θυμάμαι είναι να διαβάζω. Ακόμα και στο Εθνικό όταν φοιτούσα ήμουν απίστευτα κλειστή.
Αποκτήσατε φίλους μέσα στο χώρο;Η Άννα Γεραλή, με την οποία ήμασταν συμφοιτήτριες, μου είπε ότι είχε βάλει πείσμα να γίνουμε φίλες. Και τα κατάφερε.

Σχολιάζοντας την αποδοχή του κοινού και του χώρου: “Με την αποδοχή χαίρομαι· αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αφήσει τη χαρά να γίνει ενθουσιασμός” εξηγεί.
Με βοήθησε πολύ το θέατρο, το ένιωσα και το έζησα σαν φάρμακο. Το θέατρο για μένα δεν ήταν ποτέ μια καθαρή επιθυμία. Αλλά με τον τρόπο που ήρθε, μέσα από την προτροπή του Μάνου Χατζιδάκι – χάρη σ’ εκείνο το χρίσμα που μου έδωσε όταν με είδε σε μια βραδιά ερασιτεχνικού θεάτρου – ήταν σαν κάτι να μου υπαγόρευε πως έπρεπε να γίνω ηθοποιός. Αυτό το χέρι που έδειξε προς τα μένα όταν τελειώσαμε την παράσταση, το θεώρησα της μοίρας χέρι. Το χέρι του Χατζιδάκι.
Είχατε την ευκαιρία να τον ευχαριστήσετε ποτέ;Φέρω βαρέως πως, τότε, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω την ανατροπή που συνέβη στη ζωή μου· κι έτσι δεν πήγα ποτέ να πω στο Μάνο Χατζιδάκι «ευχαριστώ». Γιατί τη μια μέρα προετοιμαζόμουν για το Πολυτεχνείο και την άλλη για το Εθνικό. Κι αυτό μόνο επειδή ο Χατζιδάκις μου είπε «δεν θα χάσετε το χρόνο σας, αν γίνετε ηθοποιός».
Θέλατε, λοιπόν, να γίνετε αρχιτεκτόνισσα;Το θέατρο για μένα δεν ήταν ποτέ μια καθαρή επιθυμία
Ναι, και μάλιστα ζωγράφιζα πολύ ωραία.
Όπως και ο αδικοχαμένος πατέρας σας;Ναι. Ήταν ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, αλλά ταυτόχρονα σπούδαζε ζωγραφική και έκανε σπουδές βιολιού στο Ωδείο Αθηνών.
Να κάτι που σας κληροδότησε ερήμην του.Για φαντάσου· και δεν έχω καμία ανάμνηση του.

Καθώς θυμάται πως ξεκίνησαν όλα: “Τη μια μέρα προετοιμαζόμουν για το Πολυτεχνείο και την άλλη για το Εθνικό. Κι αυτό μόνο επειδή ο Μάνος Χατζιδάκις μου είπε «δεν θα χάσετε το χρόνο σας, αν γίνετε ηθοποιός»”.
Θυμάμαι πως, από τον πρώτο χρόνο στη σχολή του Εθνικού, έλεγα τα λόγια μου κολλημένη σε μια πόρτα. Σαν να έψαχνα έξοδο, ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό και την πρώτη χρονιά δεν πέρασα στις εισαγωγικές του Εθνικού, με συμβούλευσαν πως έπρεπε να πάω σε μια σχολή για να δουλέψω τη φωνή μου – πράγμα που έκανα. Όπως βλέπεις, άκουγα κι έπραττα χωρίς να σκέφτομαι.
Δηλαδή, η πορεία σας ορίστηκε από ερεθίσματα που σας έδιναν οι άλλοι;Απόλυτα. Έχω αδυναμία σκέψης. Έχω αδυναμία οργάνωσης του χρόνου και σκέψης για να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Είμαι πολύ αναποφάσιστη και παρορμητική.
Παρόλα αυτά, έχετε πάρει αποφάσεις στη ζωή σας που έχουν αποτυπωθεί ως μεγάλα κεφάλαια της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Για παράδειγμα, χωρίς εσάς το Εμπρός δεν θα είχε γίνει ποτέ θέατρο.Έμεινα μέσα στις διεκδικήσεις των άλλων
Αλήθεια είναι αυτό. Όταν διαλυθήκαμε από τη «Σκηνή» και ο Τάσος (Μπαντής) επέστρεψε στο σπίτι του παρεξηγημένος και πληγωμένος, με σκοπό να γυρίσει στη δουλειά του στην ΕΡΤ την ώρα που ο Δημήτρης Καταλειφός υπηρετούσε στο στρατό, ήμουν η μόνη που επέμενα να συνεχίσουμε. Μέσω μιας φίλης γιατρού που ήθελε να ανοίξει ιατρείο στο κέντρο και βρέθηκε να αγοράζει ένα δικό μου κληρονομικό διαμέρισμα, έφτασα στα ίχνη της Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου για να μου υποδείξει κάποιο κτήριο που μπορούσε να πάρει χρήση θεάτρου. Και ανακάλυψα το σημερινό «Εμπρός». Ο Τάσος και ο Δημήτρης συμφώνησαν, αν δεν ενθουσιάστηκαν, γιατί τους ήρθε έτοιμη η λύση. Δεν κόπιασαν για τίποτα.

“Έχω αδυναμία οργάνωσης του χρόνου και σκέψης για να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Είμαι πολύ αναποφάσιστη και παρορμητική”, λέει εξηγώντας γιατί η πορεία της καθορίστηκε από τα ερεθίσματα που της έδιναν οι άλλοι.
Είναι αλήθεια πως έμεινα μέσα στις διεκδικήσεις των άλλων. Δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου για να ακολουθήσω τα θέλω μου. Δεν έκανα συνειδητές επιλογές, ακολουθούσα τις ορμές μου. Μοιάζω σαν τα μωρά χελωνάκια Καρέτα που πάνε προς τη θάλασσα από ένστικτο. Έτσι ακολούθησα τα πάντα στη ζωή μου, σαν ένα γέννημα του σύμπαντος.
Δηλαδή, δεν αναγνωρίσατε σε τίποτα από όλα αυτά στοιχεία της προσωπικής σας μυθολογίας;Πίστευα στην αισθητική του Λευτέρη να φτιάχνει ωραίες παραστάσεις. Κατά τα άλλα, δεν τον θεωρούσα καλό ηθοποιό και φυσικά δεν θεωρούσα καλό συνεργάτη
Εγώ ήμουν κάποια που υπηρετούσε ένα όραμα. Η ομάδα ήταν όραμα. Δεν αναγνώριζα τον επικεφαλής και τους ακολούθους, πίστευα ότι ήμασταν ισότιμα όλα τα μέλη της ομάδας. Γι’ αυτό και θύμωσα με το Λευτέρη (Βογιατζή) τόσο πολύ και δεν του ξαναμίλησα στη ζωή μου. Όταν πρόβαλλε τις φιλοδοξίες του ότι ο χώρος της Κυκλάδων είναι δικός του, θα τον διαχειρίζεται κατά πως θέλει – ενώ είχαμε συμφωνήσει πως οι σκηνοθεσίες θα ήταν εκ περιτροπής μεταξύ και του Βασίλη Παπαβασιλείου και του Τάσου Μπαντή – σάστισα. Σκέφτηκα «από πού κι ως που;». Ο Βασίλης έφυγε αθόρυβα, γιατί ο Λευτέρης είχε ήδη αρχίσει να δυσανασχετεί στο ενδεχόμενο να σκηνοθετήσει. Ονόμαζε τις σκηνοθεσίες των άλλων «πειράματα» ενώ είχαμε καταλήξει σε μια, από κοινού, δημιουργικότητα. Το κακό είναι πως η ιστορία επαναλήφθηκε και από τον Τάσο, ο οποίος ενώ είχε βιώσει τί σημαίνει αυτή η φιλοδοξία και είχε τραυματιστεί από αυτήν – επιχείρησε να κάνει το ίδιο. Ήθελε, ας πούμε, να κατεβάσει τον «Γυάλινο κόσμο» για να ανεβάσει άλλη σκηνοθεσία του, χωρίς την έγκριση μας. Κι αν έβλεπες το γράμμα που ο ίδιος είχε στείλει στον Λευτέρη – όταν ο δεύτερος του αρνήθηκε ν’ ανέβει ο «Σωσμένος» του ΄Εντουαρντ Μποντ – θα έλεγες πως αυτός ο άνθρωπος είναι αδύνατον να συμπεριφερθεί κατά τον ίδιο τρόπο.

“Παρέμεινα για πολύ καιρό έφηβη”, ομολογεί.
Πλέον, το ξέρω πολύ καλά. Μου πήρε χρόνια για να το καταλάβω, αλλά πλέον μου έχει έγινε συνείδηση. Για χρόνια διάβαζα βιβλία ψυχανάλυσης και αυτοβελτίωσης, θέλοντας να δώσω εξήγηση γιατί πάντα ένιωθα δυστυχισμένη. Έριχνα τα λάθη στο εαυτό μου – κυρίως στις προσωπικές μου σχέσεις. Κατάλαβα ότι όλο αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως δεν είχα ωριμάσει, δεν πατούσα συνειδητά στα πόδια μου για να αντιμετωπίσω τη ζωή. Αντιθέτως, συρόμουν μέσα σε αγχωτικές καταστάσεις – επιλογές άλλων. Και ποτέ δεν είχα αξιώσεις. Ικανοποιούσα τις καλλιτεχνικές επιθυμίες του Λευτέρη, του Τάσου οι οποίοι ανενδοίαστα το εκμεταλλεύονταν κι εγώ αρκούμουν στο ότι η ομάδα είχε πετύχει, λειτουργούσε, μας είχαν ανακαλύψει. Τελικά, έφτασα να κόψω την «καλημέρα» και στους δύο. Ο Λευτέρης επέμενε να έρχεται στις πρεμιέρες μου, να με βρίσκει στο καμαρίνι για να μου πει συγχαρητήρια· αλλά εγώ απαντούσα με ένα τυπικό «ευχαριστώ». Όσο κι αν μέσα μου, μου κόστιζε γιατί πίστευα στην αισθητική του Λευτέρη να φτιάχνει ωραίες παραστάσεις. Κατά τα άλλα, δεν τον θεωρούσα καλό ηθοποιό και φυσικά δεν θεωρούσα καλό συνεργάτη.
Και πότε, αναγνωρίσατε ότι οι αποφάσεις και το ταλέντο σας, σας ανήκουν;Από τη στιγμή που το θέατρο έγινε όλη μου η ζωή, μετανιώνω για ρόλους που δεν έπαιξα
Όταν άρχισα να βλέπω τις προτάσεις που μου έρχονταν μετά από όλο αυτό.
Δηλαδή, η συνειδητοποίηση ερχόταν και πάλι από τους άλλους.Ναι, παρέμεινα για πολύ καιρό έφηβη.
Εγώ θα έλεγα… κορίτσι.Αυτό μου πει ο Θάνος Σαμαράς· «πως είμαι το πιο… κορίτσι από όσα κορίτσια έχει γνωρίσει».

Υπήρξε φιλόδοξη; “Η φιλοδοξία μου περιοριζόταν στο να βγαίνει σωστά η παράσταση”, απαντά.
Η φιλοδοξία μου περιοριζόταν στο να βγαίνει σωστά η παράσταση. Στο να είμαι σωστή στη δουλειά μου. Αισθανόμουν κάθε βράδυ την ίδια ευθύνη και στο τέλος κάθε παράστασης έκανα το σταυρό μου και ευχαριστούσα το Θεό που τα είχα καταφέρει.
Λυπάστε, επομένως, που δεν διεκδικήσατε ρόλους, αμοιβές;Πάρα πολύ. Δεν έχω παίξει Τσέχωφ όσο ήθελα· δεν θα έπρεπε να έχω παίξει «Γλάρο», «Τρεις αδερφές»; Γιατί νιώθω πολύ κοντινά μου αυτά τα έργα και νομίζω ότι θα ήμουν… συμπαθητικούλα. Επίσης, δεν έπαιξα όσο Τένεσι Ουίλιαμς θα ήθελα. Λατρεύω αυτά τα έργα. Από τη στιγμή που το θέατρο έγινε όλη μου η ζωή, μετανιώνω για ρόλους που δεν έπαιξα. Στερήθηκα πράγματα.
Να που, σε ό,τι αφορά στον Τσέχωφ, έρχεται ο «Βυσσινόκηπος» στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου.Ο Αντώνης Αντύπας ήταν ένας άνθρωπος που έμεινε για πάντα στην καρδιά μου
Ναι, αν και τώρα ξεκινάμε πρόβες, οπότε βρίσκομαι στη φάση της αγωνίας και του αγνώστου. Ο Έκτορας μου εξέφρασε τη διακαή του επιθυμία να παίξω στο «Βυσσινόκηπο», χωρίς να έχουμε συναντηθεί ξανά. Η πρώτη μας συνεργασία προέκυψε το περασμένο καλοκαίρι στο Βέλγιο, στο πλαίσιο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Αγαπώ τον «Βυσσινόκηπο» και τον έχω ξανασυναντήσει παίζοντας την Άννια όταν ήμουν… παιδούλα.
Σημαίνει κάτι και η επιστροφή στο Εθνικό;Μα φυσικά! Είναι το θεατρικό μου σπίτι. Από εκεί αποφοίτησα, εκεί δούλεψα για πολύ καιρό και έζησα μια ωραία εποχή.

“Δένομαι με τους ανθρώπους, με τα πράγματα. Μου είναι πολύ δύσκολες οι αλλαγές και οι αποχαιρετισμοί” ομολογεί.
Δένομαι με τους ανθρώπους, με τα πράγματα. Μου είναι πολύ δύσκολες οι αλλαγές και οι αποχαιρετισμοί.
Στον «Οιδίποδα» φέτος επανασυνδέεστε με το Νίκο Κουρή, 30 χρόνια μετά τον εμβληματικό «Γυάλινο κόσμο». Πως το βιώνετε;Κάθε, μα κάθε βράδυ στη Στέγη, με το Νίκο μοιραζόμαστε μια τεράστια συγκίνηση, διαρκώς αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε. Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι με τη συγκυρία αυτή.
Μιλώντας για απώλειες, πρόσωπα με τους οποίους υπήρξατε συνοδοιπόρος, έφυγαν πρόσφατα ο Αντώνης Αντύπας και ο Βασίλης Παπαβασιλείου.Θέλω να σκηνοθετήσω, αλλά κρατιέμαι. Ακούω πάντα τη φωνή που μου λέει «θα τα καταφέρεις;»
Πάντα δυσκολεύομαι με το θάνατο ανθρώπων που έχω συμπορευτεί, αλλά η απώλεια του Αντώνη με επηρέασε πολύ. Ήταν ένας άνθρωπος που έμεινε για πάντα στην καρδιά μου, είχε ένα θέατρο που το λειτουργούσε αθόρυβα και με πολύ καλή διαχείριση, ποτέ δεν μας άγχωσε και μας αγαπούσε πάρα πολύ. Ο Αντώνης Αντύπας, ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, παρότι νευρικός γι’ αυτό και είχαν συμβεί διάφορες εκρήξεις με το Δημήτρη Καταλειφό. Είναι αμέτρητες οι αναμνήσεις από στιγμές όπου ο Αντώνης θύμωνε, άνοιγε το πουκάμισό του και έλεγε «τώρα παθαίνω εγκεφαλικό».

Αποκαλύπτοντας τις επιθυμίες της: “Έχω εντοπίσει ένα ωραίο μπουλβάρ που θα ήθελα να σκηνοθετήσω. Ή έχω μεγάλη επιθυμία για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, όχι μόνο να το σκηνοθετήσω αλλά και να παίζω τον Πρόσπερο”.
Είχα μια πραότητα, χωρίς δεν ξέρω που να την αποδώσω. Στενοχωριόμουν μόνη μου. Όταν, για παράδειγμα, ο Λευτέρης είχε αυτούς τους επικούς καβγάδες στην πρόβα με την Άννα Κοκκίνου κι εγώ βρισκόμουν στο θέατρο – είχα τη συνήθεια να ετοιμάζω το μπαρ πριν την παράσταση – καθόμουν σε μια γωνία και σκεφτόμουν αν πρέπει να πάρω το 100. Έμαθα να παίρνω αποστάσεις και να ξεχνιέμαι μέσα στη δουλειά.
Πείτε μου, στα 55 χρόνια θεατρικού βίου, η σκηνοθεσία μπήκε στη σκέψη σας ως ενδεχόμενο;Αγαπώ πολύ τα παιδιά, αλλά είχα συχνούς εφιάλτες μου πως ήμουν έγκυος. Δεν θα μπορούσα να αναλάβω την ευθύνη ενός παιδιού
Αμέ! Έχω εντοπίσει ένα ωραίο μπουλβάρ που θα ήθελα να σκηνοθετήσω. Ή έχω μεγάλη επιθυμία για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, όχι μόνο να το σκηνοθετήσω αλλά και να παίζω τον Πρόσπερο – είχα μάλιστα προτείνει και στο Δημήτρη Παπαϊωάννου να συνεργαστούμε. Αλλά κάθε φορά που εκφράζω τη σκηνοθετική επιθυμία μου φωναχτά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μου λένε «εμείς σε χαιρόμαστε όταν παίζεις». Συνεπώς, θέλω να σκηνοθετήσω, αλλά κρατιέμαι. Ακούω πάντα τη φωνή που μου λέει «θα τα καταφέρεις;».
Υπάρχει κάποιο επαγγελματικό σχέδιο για το οποίο δεν βάζετε ερωτηματικά;Ομολογώ πως έχω ένα σχέδιο στο μυαλό μου και έχω ήδη ξεκινήσει τις ενέργειες για να υλοποιηθεί. Απλώς δεν είναι η ώρα να το αποκαλύψω.

“Για μένα, δεν υπήρξε ποτέ προσωπικός χρόνος. Δίδασκα, έπαιζα και αυτό ήταν όλο”, παραδέχεται.
Το θέατρο είναι το μόνο που ξέρω να κάνω.
Καθώς μεγαλώνετε σκέφτεστε ότι δεν φροντίσατε τον προσωπικό σας χρόνο;Για μένα, δεν υπήρξε ποτέ προσωπικός χρόνος. Δίδασκα, έπαιζα και αυτό ήταν όλο.
Και τι ανικανοποίητο άφησε αυτό; Ας πούμε, μπήκε στη συζήτηση η μητρότητα;Όχι. Αγαπώ πολύ τα παιδιά, αλλά πρέπει να σου πω ότι είχα συχνούς εφιάλτες μου πως ήμουν έγκυος. Κι όταν ξυπνούσα και συνειδητοποιούσα το ονειρικό του πράγματος, ένιωθα λύτρωση. Ξέρω, πως δεν θα μπορούσα να αναλάβω την ευθύνη ενός παιδιού. Στα ανικανοποίητα μου, πάντως, είναι η ζωή στην ύπαιθρο. Να ζω στην επαρχία και να παίζω σε μια οργανωμένη θεατρική ομάδα μικρής πόλης. Δυστυχώς, έχει σταματήσει πολύ καιρό να με ικανοποιεί η ζωή στα αθηναϊκά θέατρα, μέσα στα σκοτάδια, τα υπόγεια, τα ανήλιαγα θέατρα.
Χρήματα δεν έχετε κερδίσει από όλη αυτήν την ιστορία;Στα ανικανοποίητα μου είναι η ζωή στην ύπαιθρο. Να ζω στην επαρχία και να παίζω σε μια οργανωμένη θεατρική ομάδα μικρής πόλης
Όχι. Με το ζόρι επιβιώνω. Ο ανώτερος μισθός του Εθνικού είναι στα 1400 ευρώ.
Παίζετε και για βιοποριστικούς λόγους;Προφανώς, δεν μπορώ να ζήσω με τη σύνταξη μου. Δεν είχα πλούσιο μπαμπά ή σύζυγο. Από την άλλη, δεν έχω μείνει ούτε μια χρονιά άνεργη και γι’ αυτό οφείλω μια απέραντη ευγνωμοσύνη στο σύμπαν.
Και πως ξεκινάτε την κάθε μέρα;Με την ευχή να έχω την υγειά μου. Καταναλώνω τεράστια ενέργεια δουλεύοντας με συνέπεια. Θα κάνω θέατρο για όσο μπορώ.
H Ράνια Οικονομίδου πρωταγωνιστεί στον “Οιδίποδα” σε μετασκευή και σκηνοθεσία Ρόμπερτ Άϊκ που ανεβαίνει στη Στέγη (Λεωφόρος Συγγρού 107, 219 219 1000).