MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
28
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρης Καταλειφός: Είναι δυνατόν να μην φοβάμαι το τέλος;

O ηθοποιός, σκηνοθέτης και εσχάτως ποιητής δηλώνει ικανοποιημένος με το πως τα πήγε. Δεν αισθάνεται πικραμένος, πεινασμένος ή αδικημένος. Καθόλου.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 16.06.2023 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Το ραντεβού με τον Δημήτρη Καταλειφό στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων μοιάζει από μόνο του ένα σχήμα οξύμωρο. Η πρώτη θεατρική στέγη του σπουδαίου ηθοποιού, εκεί όπου γαλουχήθηκε στην τέχνη του με την ομάδα της Νέας Σκηνής, στο πλευρό του Λευτέρη Βογιατζή, αλλά και εκεί από όπου αποχώρησε επώδυνα είναι το πρώτο ίσως μεγάλο κεφάλαιο στην επαγγελματική ζωή του. Και τώρα το ξανασυναντά μ’ έναν ακόμα πιο καρμικό τρόπο: Με σύνδεσμο τον σκηνοθέτη Γιώργο Σκεύα, συνεργάτη του Βογιατζή για χρόνια πολλά.

Και καθώς η ζωή κάνει κύκλους και ο Δημήτρης Καταλειφός το ξέρει, ακούγεται πλέον πρόθυμος να ξαναμπεί σε αυτούς. Ανοιχτός πια, έτοιμος για καινούργια πράγματα, όπως δηλώνει, ετοιμάζεται για το πραγματικό ντεμπούτο του στην Επίδαυρο. Κι όμως· κοντά 50 χρόνια στο θέατρο, εμφανίζεται τώρα με ρόλο στην αργολική ορχήστρα, έχοντας τρεις πρότερες εμπειρίες στο θίασο του Σπύρου Ευαγγελάτου πριν 30 και 40 χρόνια. Με το κάλεσμα του «Οιδίποδα επί Κολωνώ», ο Καταλειφός επιβεβαιώνει τον κανόνα πως ποτέ δεν είναι αργά για μια «πρώτη φορά».

Μα η φύση του ρόλου, ενός αναχωρητή της ζωής, όπως είναι ο Οιδίπους του Σοφοκλή, τον φέρνει ολοένα και πιο κοντά σε διαλόγους με το φόβο, με το τέλος ή, όπως εξαιρετικά διατυπώνει, «με το περιορισμένο του μέλλοντος». Δεν είναι η πρώτη του φορά σ’ αυτήν την περιοχή. Αρκεί να διαβάσεις τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του (εκδόσεις Πατάκη) «Επί κλίνης κρεμάμενος», αυτές τις σύντομες αυτοβιογραφικές ‘γκραβούρες’ των εμπειριών του, όπου αντανακλώνται τα τελευταία χρόνια, όπου τη σκέψη του σκιάζει η μοναξιά, τα λάθη και η λήθη, οι απώλειες, οι απολογισμοί, «τα ξεροκόμματα» της ζωής που απέμειναν, οι νύχτες που με κόπο ξημερώνουν. Θέλοντας και μη, τα λόγια που μοιραζόμαστε είναι κι αυτά απολογιστικά, αυτοβιογραφικά για έναν άνθρωπο που αφοσιώθηκε στο θέατρο περισσότερο από τη ζωή του και εξακολουθεί μέσα από αυτό να αντιλαμβάνεται το βίο που κυλάει.

Ο Δημήτρης Καταλειφός επιστρέφει στην Επίδαυρο μετά από 30 χρόνια και για πρώτη φορά με ρόλο, υποδυόμενος τον Οιδίποδα.

Βρισκόμαστε μέσα στο χώρο που γαλουχηθήκατε στα θεατρικά πράγματα. Σας κινεί συναισθηματικά;

Όταν ο Γιώργος Σκεύας με ενημέρωσε ότι θα κάνουμε το πρώτο μέρος των προβών στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ένιωσα περίεργα. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ. Αναρωτιόμουν πως θα είναι γιατί – όπως πολλοί γνωρίζουν – ήταν μια επώδυνη ιστορία, μια ομάδα που διαλύθηκε επεισοδιακά. Φυσικά, εκτός από αρνητικές είχα και θετικές αναμνήσεις. Τελικά, από την πρώτη μέρα που μπήκα στο θέατρο, πήρα μια ζεστασιά, μια καλή ενέργεια, έχει ανακαινιστεί και με έναν τρόπο που μου αρέσει. Τελικά, δηλαδή, βρέθηκα συγκινημένος, γιατί είναι ένας χώρος – που χάρη στον αείμνηστο αρχιτέκτονα Γιάννη Κρόκο – είναι ζεστός, οικείος και παιχνιδιάρικος μαζί.

Μνήμες ανακαλείτε;

Μνήμες από άπειρες πρόβες με τον Λευτέρη (Βογιατζή) κυρίως. Θυμάμαι εδώ να περνάω ατέλειωτες ώρες πριν την πρεμιέρα της «Συμφοράς από το πολύ μυαλό». Αλλά κάθε τόσο μου έρχονται ψήγματα από εκείνα τα χρόνια τα οποία, με τα καλά και τα κακά, ήταν ανεκτίμητα. Αδιαμφισβήτητα με καθόρισαν.

Ειδικά από την πανδημία και μετά, ο χρόνος και το πέρασμα του έγινε ένα πρωταγωνιστικό θέμα στη ζωή μου

Αναπολείτε το νεότερο Δημήτρη;

Όχι, ως ένα γενικό πλάνο ή ως φωτογραφία του 27χρονου Δημήτρη – τόσο ήμουν όταν ξεκινούσαμε στο Κυκλάδων – μα περισσότερο ως στιγμές. Με θυμάμαι να καπνίζω ακατάπαυστα μέχρι να βγω στη σκηνή. Θυμάμαι τα λεπτά που κι έπαιρνα ανάσα και ξεκουραζόμουν στην αυλή, μεταξύ των διπλών παραστάσεων.

Σας λείπει καθόλου αυτός ο εαυτός;

Είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση γιατί έχει να κάνει με τον χρόνο γενικότερα. Με το παρόν, με το μεγάλωμα… Εξάλλου, για το πέρασμα του χρόνου έγραψα μια ολόκληρη συλλογή με ποιήματα. Ειδικά από την πανδημία και μετά, ο χρόνος και το πέρασμα του έγινε ένα πρωταγωνιστικό θέμα στη ζωή μου. Μέσα στην καραντίνα έχοντας χρόνο, άρχισα να σκέφτομαι πολύ το χρόνο και γι’ αυτό έγραψα ποιήματα για το χρόνο. Άρα δεν αναπολώ μόνο τον 27χρονο Δημήτρη, αλλά και τον μεταγενέστερο, τον 40χρονο, 50χρονο.

Στην αυλή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων παραδέχεται:” Εκείνα τα χρόνια στο Κυκλάδων, με τα καλά και τα κακά, ήταν ανεκτίμητα. Αδιαμφισβήτητα, με καθόρισαν”.

Σας αναστατώνει να κοιτάζετε στο παρελθόν και να σκέφτεστε τα πεπραγμένα σας;

Περισσότερο με τρομάζει το περιορισμένο του μέλλοντος. Το παρελθόν έχει συχνά κάτι το νοσταλγικό: Άλλοτε το αναπολείς, άλλοτε το εξιδανικεύεις, το ωραιοποιείς ή το αποκαθηλώνεις. Πάντως, είμαστε το παρελθόν μας. Το παρελθόν μου είναι το πιο δυνατό στοιχείο της ζωής μου. Το μέλλον, ειδικά από μια ηλικία κι έπειτα, εμπεριέχει τον περιορισμό των δυνατοτήτων και του χρόνου· οπότε άλλες στιγμές με τρομάζει, άλλες με θλίβει και με μελαγχολεί. Μετά τα 50 μου, αισθάνομαι πως αυτή η σχέση με το χρόνο είναι μια από τις πιο κορυφαίες της ζωής. Πάντως, πρέπει να πω ότι κάποια στιγμή μέσα μου, άστραψε πως το πιο σημαντικό είναι το τώρα, ότι πρέπει να αποδέχομαι το τώρα. Που να ξέρω πως θα είμαι αύριο και αν θα υπάρχω; Κι αυτό μου έφερε μια ηρεμία που μακάρι να διαρκέσει. Αφήστε που σε συνδυασμό με τα θέματα του έργου που ανεβάζουμε είμαι καλά αυτή την εποχή.

Έχετε νιώσει μεγάλος ή εκτός εποχής;

Δεν μπορώ να φανταστώ να ζω χωρίς κάτι να με απασχολεί έξω από μένα. Είτε είναι το μάθημα στη σχολή, είτε μια πρόβα, μια παράσταση, ένα ποίημα. Δεν μπορώ να ζω χωρίς κάτι να δημιουργείται ακόμα και ως όνειρο μέσα στο κεφάλι μου. Οπότε εκεί επιζεί ένα κομμάτι πολύ νεανικό, βρίσκω ένα φοβερό καταφύγιο από την άγρια επέλαση του χρόνου, εκεί όπου είσαι πάλι νέος, ενεργός και στον καιρό σου. Δηλαδή, μπορεί όλη την μέρα μπορεί να αισθάνομαι όχι 69 που είμαι, αλλά 100 χρονών και την στιγμή που θα σκεφτώ κάτι ωραίο, την στιγμή που θα κάτσω να ζωγραφίσω ή να σκεφτώ για έναν επόμενο ρόλο, ζωντανεύει μέσα μου η ψυχική ηλικία – η οποία δεν σας κρύβω είναι βάλσαμο, μια σωτηρία, μια καταπληκτική ψευδαίσθηση, μια σανίδα σωτηρίας. Είναι όλα αυτά μαζί.

Με τρομάζει το περιορισμένο του μέλλοντος

Η ενασχόληση με την ζωγραφική και την ποίηση εξακολουθούν να σας συνοδεύουν και τώρα που επιστρέψατε στο θέατρο εντατικά;

Ναι. Άρχισαν να εμφανίζονται ως παράλληλα ενδιαφέροντα πριν την πανδημία και στη φάση της καραντίνας τους έδωσα και κατάλαβαν! Από τα 18 μου χρόνια μέχρι σήμερα, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάθισα χωρίς να έχω να κάνω κάτι. Εκείνη η περίοδος, ειδικά το πρώτο τρίμηνο του εγκλεισμού, τολμώ να πω πως στον δικό μου μικρόκοσμο – και παρά την γενική δυσοίωνη κατάσταση – ήταν μια από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου. Βγήκε ένας εαυτός που δεν ήταν πια εμμονικός με το θέατρο, αλλά στρεφόταν σε άλλες μορφές τέχνης και ζούσε την χαρά του καινούργιου. Είχε μια γοητεία.

Σε αυτό το διάστημα επεξεργαστήκατε την σκέψη αν μπορείτε να ζήσετε και χωρίς το θέατρο;

Ναι. Το σκέφτηκα. Βέβαια, όταν αργότερα τα πράγματα άρχισαν να ξαναβρίσκουν τους ρυθμούς τους και να επιστρέφουμε σε αυτά που γνωρίζαμε, συναντήθηκα με τις άλλες μου χαρές. Να, τώρα, για παράδειγμα, είμαι πολύ χαρούμενος καθώς μελετάω τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Έχω δουλέψει πάρα πολλά χρόνια στο θέατρο, έχουν υπάρξει στιγμές όπου δεν περνούσα καλά και με έκαναν να ξεστομίσω «φτάνει, δεν θέλω άλλο» κι αυτές οι στιγμές αναβίωσαν σ’ εκείνο το πάγωμα του χρόνου. Ωστόσο, σύντομα εμφανίζεται, θαρρείς, ένα ζιζάνιο και σου λέει «έλα, μην το αφήνεις». Δεν ήταν, λοιπόν, η πρώτη φορά που φλέρταρα με την ιδέα ότι μπορώ και χωρίς θέατρο· αλλά, πάλι, μπορεί να μην μπορώ.

Για το πέρασμα του χρόνου: “Κάποια στιγμή μέσα μου, άστραψε πως το πιο σημαντικό είναι το τώρα, ότι πρέπει να αποδέχομαι το τώρα. Που να ξέρω αν αύριο θα υπάρχω; Κι αυτό μου έφερε μια ηρεμία”.

Το ‘ζιζάνιο’ που σας ερεθίζει τώρα είναι πολύ ισχυρό, αφού σε σχεδόν 50 χρόνια διαδρομής, έχετε εμφανιστεί στην Επίδαυρο μόνο δύο φορές σε σκηνοθεσίες του Σπύρου Ευαγγελάτου και μάλιστα όχι με ρόλο. Συνεπώς, τι ήταν αυτό που σας είπε «έλα» αυτή τη φορά;

Δεν μπορώ να πω ότι δεν φοβήθηκα να το αποτολμήσω και εξακολουθώ το φοβάμαι. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως, είτε σε ένα θεατράκι 100 θέσεων, είτε σε μια αίθουσα 400 θέσεων, είτε στην Επίδαυρο, η λαχτάρα να κάνεις κάτι καλά, ο φόβος να μην κάνεις μια πατάτα – με μικρές διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις – είναι σχεδόν πάντα ο ίδιος. Η τραγωδία για μένα εμφανίζεται σήμερα ως ένα καινούργιο είδος γιατί είχα μια πολύ μικρή εμπειρία με τις «Βάκχες» και τους «Επιτρέποντες» του Σπύρου Ευαγγελάτου πριν 30 και 40 χρόνια, αντίστοιχα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣτάθης Λιβαθινός: Η ζωή μου είναι τα λάθη μου. Αλλά χωρίς λάθη δεν γίνεται12.09.2018

Τι στάθηκε ικανό να αλλάξει τη γνώμη σας και να ενδώσετε στην Επίδαυρο;

Ανακαλύπτω σιγά – σιγά – κι όχι επειδή μας το δίδαξαν αλλά το ανακαλύπτω με την ψυχή μου – το πόσο σπουδαίο είδος είναι η τραγωδία. Με ευχαριστεί τρομερά που το ανακαλύπτω τόσο μεγάλος, μετά από τόσα χρόνια. Και λυπάμαι πάρα πολύ που δεν ασχολήθηκα νωρίτερα με τα αρχαία κείμενα.

Γιατί αντισταθήκατε;

Από φόβο. Το απέφευγα με την σκέψη ότι οι συνθήκες ενός τέτοιου ανεβάσματος θέλουν πολύ μεγάλο χρόνο προβών.

Δεν μπορώ να ζω χωρίς κάτι να δημιουργείται – ακόμα και ως όνειρο μέσα στο κεφάλι μου. Οπότε εκεί επιζεί ένα κομμάτι πολύ νεανικό, βρίσκω ένα φοβερό καταφύγιο από την άγρια επέλαση του χρόνου, εκεί όπου είσαι πάλι νέος, ενεργός και στον καιρό σου

Τι σας γοητεύει στο συγκεκριμένο έργο που σας μυεί, τελικά, στο είδος;

Η ψυχή μου το βρίσκει ένα αριστούργημα. Νιώθω πολλή συγκίνηση. Και μέσα από αυτό απωθώ όλα τα άλλα: Την Επίδαυρο, το μεγάλο κοινό. Αυτή την στιγμή διανύω μια ερωτική φάση.

Το παθαίνετε συχνά αυτό: Να ερωτεύεστε έργα, ρόλους;

Ναι, γι’ αυτό και λατρεύω τις πρόβες που μου εξασφαλίζουν αυτήν την ερωτική, πρώτη προσέγγιση. Ενώ μετά οι παραστάσεις, καλώς ή κακώς, μοιάζουν με γάμο όπου πρέπει να συντηρήσεις το συναίσθημα και να μην γίνει ρουτίνα.

Ποιά ήταν η στάση του απέναντι στα πράγματα; “Έχω την αίσθηση ότι πάντα πάω λίγο κόντρα”, απαντά.

Τι συμβολίζει ο Οιδίπους στα μάτια σας σε αυτό το χρονικό σημείο της ζωής του;

Με συγκινεί κάτι πέρα από τον Οιδίποδα, που είναι το ίδιο το θέμα του Σοφοκλή. Ο Οιδίπους έχει πάθει τόσα, του έχουν συμβεί τόσες συμφορές, είναι υπεύθυνος για εγκλήματα και θανάτους, αναζητάει τόσο πολύ την αποδοχή και σε αυτό το σημείο της ζωής του, βρίσκει μια κοινωνία ιδανική και ουτοπική, την Αθήνα, η οποία τον δέχεται. Το δέχεται όχι από καλοσύνη, αλλά από δικαιοσύνη. Και στις μέρες μας η δικαιοσύνη ισοδυναμεί με αυτό που ονομάζουμε ανθρωπιά. Με συγκινεί πως ο πάσχων άνθρωπος μπορεί να βρει μια κοινωνία έτοιμη να τον ακούσει, να τον ανεχτεί, να τον δεχθεί.

Κάτι που δεν συμβαίνει στις μέρες μας.

Φυσικά! Όταν σε κάποιον συμβαίνει μια ατυχία ή κάνει ένα μεγάλο λάθος μας απασχολεί πως να τον ρίξουμε πιο κάτω από εκεί που ήδη βρίσκεται. Η κοινωνία δεν δίνει το χώρο και τον χρόνο να ενδιαφερθεί για τον Άλλο, ειδικά για τον πάσχοντα. Στον Οιδίποδα, λοιπόν, με απασχολεί πολύ πως η ψυχή του ως ανθρώπου – γιατί άνθρωπος είναι κι αυτός – έχει την ανάγκη της αποδοχής, της συγχώρεσης. Και το καταπληκτικό που επιφυλάσσει ο Σοφοκλής – κάτι που έχει επισημάνει και ο Μινωτής σε ένα κείμενο του – είναι πως τελικά οι θεοί ανυψώνουν τον Οιδίποδα μετά την τόση οδύνη και αποχωρεί ως ήρωας. Είναι σαν να μας λέει το Σύμπαν πως ο βασανισμένος άνθρωπος έχει ένα μεγαλείο και το λιγότερο που του πρέπει είναι ένας άξιος αποχαιρετισμός. Και πρέπει να σας πω, επειδή έχω παίξει πολύ Μπέκετ, πως ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» ώρες-ώρες μου θυμίζει «Το τέλος του παιχνιδιού».

Έχω δουλέψει πάρα πολλά χρόνια στο θέατρο, έχουν υπάρξει στιγμές όπου δεν περνούσα καλά και με έκαναν να ξεστομίσω «φτάνει, δεν θέλω άλλο». Ωστόσο, σύντομα εμφανίζεται, θαρρείς, ένα ζιζάνιο και σου λέει «έλα, μην το αφήνεις»

Πώς σκέφτεστε το… τέλος του παιχνιδιού;

Είναι δυνατόν να μην φοβάμαι το τέλος; Το τέλος είναι το πιο καθοριστικό πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου. Από αυτό το τέλος εξαρτώνται οι αρχές πολλών άλλων πραγμάτων: Ν’ αρχίσεις να γράφεις, να παίζεις, να ερωτεύεσαι, να ταξιδεύεις. Με όλες αυτές τις πράξεις, όλοι μας, ανεξαιρέτως, αυτό το τέλος προσπαθούμε να απωθήσουμε. Οπότε όσο πλησιάζεις νομοτελειακά προς το τέλος, τόσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ σε απασχολεί, τόσο πιο πολύ το ξορκίζεις. Ο Οιδίπους, από την μια, επιθυμεί διακαώς να λυτρωθεί από τα επίγεια βάσανά του κι από την άλλη καθυστερεί να πάει προς το τέλος, σαν να φοβάται την έσχατη στιγμή. Αυτό τα λέει όλα. Όσο κι αν η ζωή είναι, μερικές φορές, τρομερά δύσκολη και μας αναγκάζει να ενδώσουμε στην επιθυμία του «να πεθάνω να γλιτώσω», κανείς δεν θέλει, επί της ουσίας, να πεθάνει. Αυτό το πέρασμα μας φοβίζει όλους. Όλους.

Ζείτε την ζωή σας ως μυστήριο, ως κάτι που, πολλές φορές δεν μπορείτε να εξηγήσετε;

Βέβαια. Ενώ στην ουσία πάσχω από ορθολογισμό και αντιμετωπίζω με λογική τα πράγματα ειδικά στα θεατρικά έργα αναζητώ τις αιτίες – υπάρχει πάντα κάτι που διαφεύγει και είναι πολύτιμο, ευπρόσδεκτο και αναγκαίο: Το πως συνωμοτούν οι καταστάσεις – θέλεις το Σύμπαν – κι έρχεται η έκπληξη, το απρόβλεπτο, όσα δεν ορίζεις. Αυτό που, από τη μια, φοβόμαστε κι, από την άλλη, επιθυμούμε.

“Λυπάμαι πάρα πολύ που δεν ασχολήθηκα νωρίτερα με τα αρχαία κείμενα” ομολογεί, ερχόμενος σε επαφή με τη τραγωδία του Σοφοκλή.

Συγκρίνοντας παλαιότερες συνομιλίες μας μου μοιάζει να ακούω, έναν πιο συναισθηματικό και πιο ανοιχτό άνθρωπο στις τρωτές πλευρές του. Συμφωνείτε;

Ναι, γιατί αυτά τα χρόνια, τα πολύ καθοριστικά χρόνια της μοναξιάς, μπήκα στη διαδικασία να κάνω πολλούς απολογισμούς. Κι έτσι όπως άνοιξα προς το να ζω το τώρα, θέλω να είμαι πιο ανοιχτός για να αποδεχτώ ανθρώπους, ιδέες. Παλιότερα ήμουν πιο σοβαροφανής – ακόμα και στην επαγγελματική μου ζωή. Τώρα, νιώθω πως πρέπει να συμφιλιωθώ με τέτοια στεγανά. Είμαστε όλοι αδέρφια, ριγμένα σε ένα κόσμο όπου όλοι πρέπει να παλέψουμε· κι αυτό έχει κάτι αξιαγάπητο για το ανθρώπινο είδος. Για όποιον το καταφέρνει αυτό είναι μεγάλο κέρδος ειδικά σ’ αυτήν την τόσο τοξική εποχή. Είναι ωριμότητα και προχώρημα. Κι εγώ θέλω να πάω κόντρα στο τοξικό των ημερών.

Πηγαίνατε πάντα κόντρα;

Ναι, έτσι νομίζω. Στο «Τέλος του παιχνιδιού» υπάρχει μια φράση που λέει πως, «πάντα πήγαινα ανάποδα από την κοίτη του ποταμού». Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ότι πάντα πάω λίγο κόντρα.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν φοβήθηκα να αποτολμήσω την Επίδαυρο και εξακολουθώ να φοβάμαι

Και πόσο κόστος είχε αυτή σας η απόφαση;

Καταρχάς, δεν έβγαλα ποτέ χρήματα, ούτε έγινα διάσημος και γνωστός. Αλλά είχε και τα καλά του. Δηλαδή, αισθάνομαι ότι κουβαλάω ακόμα τον νεαρό Δημήτρη και ότι δεν έχω στην πραγματικότητα πολυ-χαλάσει. Κρατάω αρκετά καλά. Ελπίζω, εν ολίγοις, πως δεν παρασύρθηκα από το ρεύμα του ποταμού. Μ’ έναν τρόπο είμαι ικανοποιημένος με το πως τα πήγα, δεν αισθάνομαι πικραμένος, πεινασμένος ή αδικημένος. Καθόλου.

Δηλαδή, μετά από τόση πολλή δουλειά, χρήματα δεν κερδίσατε. Γιατί;

Γιατί δεν είχα κανένα ταλέντο στις οικονομικές διαπραγματεύσεις. Πολύ συχνά, για να πούμε την αλήθεια, μ’ έχουν πιάσει κορόιδο. Ενώ μπορώ να διεκδικήσω μια καλύτερη μετάφραση ή να διεκδικήσω μιαν άλλη προσέγγιση του ρόλου, όταν ερχόμαστε στα χρήματα, είμαι πάντα εκείνος που υποχωρεί. Κατά βάθος δεν με πειράζει, ζω αξιοπρεπώς. Δεν πειράζει που δεν έχω εξοχικό και αυτοκίνητο.

Σχολιάζοντας την έννοια του τέλους: “Όσο πλησιάζεις νομοτελειακά προς το τέλος, τόσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ σε απασχολεί, τόσο πιο πολύ το ξορκίζεις”.

Είστε, δηλαδή, δημιουργικά συγκρουσιακός και κατά τα άλλα ήπιος;

Κάπως έτσι. Κι έχω μια πετριά πως αν πάρω υψηλή αμοιβή δεν θα είμαι καλός στην παράσταση.

Σας στοιχειώνει αν θα είστε καλός;

Ευτυχώς, το μεγαλύτερο στρες περιορίζεται σε μια συνδιαλλαγή με τον εαυτό μου. Κανείς δεν μπορεί να με ξεγελάσει αν κάτι είναι καλό ή κακό αφού το ξέρω πρώτα εγώ. Οπότε, αν έχω κάτι καταφέρει η χαρά είναι προσωπική. Κι αν πάλι, έχω αποτύχει, είναι πολύ προσωπική η λύπη. Φυσικά και θέλω να αρέσω, αλλά κυρίως το στοίχημα το δίνω με τον εαυτό μου. Κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό.

Στην απευκταία περίπτωση που δεν καταφέρνετε, τι συμβαίνει;

Σωματοποιώ την στενοχώρια μου. Και καθώς είμαι αναγκασμένος να κάνω κάθε μέρα κάτι που δεν έχει τελεσφορήσει, είναι ακόμα πιο άσχημο.

Παλιότερα ήμουν πιο σοβαροφανής – ακόμα και στην επαγγελματική μου ζωή. Τώρα, νιώθω πως πρέπει να συμφιλιωθώ με τέτοια στεγανά

Αλήθεια, ένας άνθρωπος με αυτά τα στάνταρ πως προσέρχεται στην Επίδαυρο που έχει μιαν άλλη κλίμακα και απαίτηση;

Πραγματικά, προς το παρόν δεν το σκέφτομαι. Είμαι πολύ προσηλωμένος στο έργο, στο ρόλο, στο να μάθω τα λόγια. Είναι μια ωραία περίοδος αυτή και δεν θέλω να την ταράξω. Ξεχνώ ότι πάμε για την Επίδαυρο. Όταν πλησιάσει ο καιρός προς την Επίδαυρο, δεν ξέρω αν κάτι θα αλλάξει, αλλά προς το παρόν είμαι ψύχραιμος, ήρεμος και με καλή ενέργεια γι’ αυτό που έρχεται.

Σημαίνει κάτι το «πρώτη φορά» για εσάς, σήμερα στα 69 σας χρόνια; Έχετε αφήσει κι άλλα πεδία ανέγγιχτα;

Ου, πολλά. Καταρχάς, θέλω πολύ να παίξω σε κωμωδία. Θα ήθελα να συνεχίσω με κωμωδίες. Γενικά, θέλω να είμαι ανοιχτός στο καινούργιο, εφόσον είμαι υγιής. Το θέμα είναι να είσαι ζωντανός και να δέχεσαι· είτε λέγεται κωμωδία ή τραγωδία, είτε Επίδαυρος, είτε θέατρο 100 θεατών. Αυτό είναι το μυστικό.

“Φυσικά και θέλω να αρέσω, αλλά κυρίως το στοίχημα το δίνω με τον εαυτό μου. Κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό” παραδέχεται.

Θα ξαναγυρίζατε πίσω, σε στιγμές της πορείας σας;

Θα ήθελα να παίξω διακαώς τον «Βασιλιά Ληρ» μήπως και διόρθωνα όσα είχαν προηγηθεί στο Εθνικό. Αλλά να ξέρετε πως κι αυτό θα το αντιμετώπιζα ως καινούργιο.

Υπήρξατε φιλόδοξος;

Επί της ουσίας, ναι. Αλλά όχι με την έννοια του «γνωστός, πλούσιος και διάσημος». Φιλόδοξος, με την έννοια, να είμαι κομμάτι μιας ομορφιάς, παραστάσεων που έγιναν ωραία.

Δεν έβγαλα ποτέ χρήματα, ούτε έγινα διάσημος και γνωστός. Αλλά είχε και τα καλά του. Δηλαδή, αισθάνομαι ότι κουβαλάω ακόμα τον νεαρό Δημήτρη και ότι δεν έχω στην πραγματικότητα πολυ-χαλάσει

Η πορεία σας διαμορφώθηκε μέσα σε ομάδες – από το Κυκλάδων και το Εμπρός έως το Απλό – και τώρα λειτουργείτε μοναχικά. Διαψεύστηκαν μέσα σας οι προσπάθειες του συλλογικού;

Μα και πάλι δουλεύω με ανθρώπους με τους οποίους φτιάχνουμε κάτι οικογενειακό. Με τον Γιώργο Σκεύα δουλεύουμε μαζί το πέμπτο έργο, παίζω με την Αγγελική Παπαθεμελή με την οποία έχουμε συναντηθεί στο Εμπρός. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ήταν μαθήτρια μου, ο Γιώργος Νούσης έχει παίξει μαζί μου στον «Εμποράκο», με το Μάξιμο Μουμούρη είχαμε συμπρωταγωνιστήσει στο σίριαλ «Η λέξη που δεν λες». Θέλω να πω, πως επανέρχονται πρόσωπα στη ζωή μου. Ασφαλώς έχει άλλη γοητεία το οικογενειακό περιβάλλον. Οι ομάδες ήταν, πράγματι, μιαν άλλη ιστορία με τον Βιγιατζή, τον Αντύπα, με τον Μπαντή, ακόμα και με το Εμπορικό· κρατούσαν δεκαετίες και ναι, νιώθω πως έχω ανάγκη την οικογενειακή συνθήκη.

Έχετε ανάγκη τον σταθερό συνομιλητή;

Ναι γιατί δημιουργείς ενώ τα πράγματα είναι πιο απλά και ομαλά. Στο θέατρο μας τρώνε χρόνο οι άμυνες ή οι αντιστάσεις μέχρι να γνωριστείς και να εμπιστευτείς κάποιον. Η γνωριμία με κάποιον-κάποιους τα κάνει όλα πιο γενναιόδωρα.

Την ίδια ώρα, ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας είναι ένας κρίκος που σας συνδέει με το παρελθόν του Κυκλάδων.

Ναι, σαν να συναντώνται οι ζωές σε μια αρχή. Μοιάζει, κάπως, μεταφυσικό αυτό.

“Επί της ουσίας, ναι, υπήρξα φιλόδοξος. Αλλά όχι με την έννοια του «γνωστός, πλούσιος και διάσημος». Φιλόδοξος, με την έννοια, να είμαι κομμάτι μιας ομορφιάς, παραστάσεων που έγιναν ωραία” εξηγεί ο Δημήτρης Καταλειφός.

Έχετε πληγωθεί μέσα σε αυτή η δουλειά;

Πολλές φορές. Προέρχομαι από δύο ομάδες που διαλύθηκαν με πληγωτικό και άσχημο τρόπο. Τι χειρότερο από αυτό; Μοιάζει τόσο το θέατρο με τη ζωή, έχει έρωτες και χωρισμούς, τσακωμούς και ίντριγκες. Είναι ένας χώρος με αγγέλους και διαβόλους.

Κι εσείς που κατατάσσετε τον εαυτό σας;

Λέω ξεκάθαρα και συνειδητά πως δεν έχω πειράξει ούτε κουνούπι. Δεν έχω αδικήσει ποτέ, ποτέ κανέναν. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο «μπράβο» που μπορώ να πω στον εαυτό μου. Αν με ρωτούσαν ποιό είναι το πιο σημαντικό που έχω πετύχει στη ζωή μου, θα απαντούσα πως «δεν πείραξα ποτέ κανέναν». Το μεγαλύτερο έπαθλο είναι πως ήμουν εντάξει. Έτσι νομίζω.

Μοιάζει τόσο το θέατρο με τη ζωή, έχει έρωτες και χωρισμούς, τσακωμούς και ίντριγκες. Είναι ένας χώρος με αγγέλους και διαβόλους

Άλλα έπαθλα έχει η πορεία σας;

Τους μαθητές μου. Διδάσκω από το 1993 κι οι περισσότεροι από αυτούς είναι πιο διακεκριμένοι του θεάτρου σήμερα. Με συγκινεί η σκέψη πως τους γνώρισα σε μικρές αίθουσες σχολών και είναι δικά μου παιδιά. Αυτό αισθάνομαι πως είναι ένα ίχνος μου. Κι επίσης τα τρία μου βιβλία. Για πρώτη φορά μιλώ με τα δικά μου λόγια – όχι του Τσέχωφ, όχι του Ίψεν, ή του Σοφοκλή. Δημιουργικά χαίρομαι πολύ που αφήνω πίσω τα ποιήματα μου. Και με εξέπληξε η αποδοχή τους.

Δεν είναι έπαθλο και το γεγονός πως ό,τι κι αν κάνετε έχει πάντα ανταπόκριση από το κοινό;

Ναι, υπάρχει ένα κοινό που με παρακολουθεί, στο οποίο είμαι ευγνώμων. Και είμαι πολύ χαρούμενος γιατί – σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό – έχει συμβεί με τους δικούς μου όρους. Δεν πρόδωσα αυτά που θέλω και πιστεύω – ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Μιλώντας για τις συλλογές ποιημάτων που έχει γράψει: “Για πρώτη φορά μιλώ με τα δικά μου λόγια – όχι του Τσέχωφ, όχι του ΄Ιψεν, ή του Σοφοκλή. Δημιουργικά χαίρομαι πολύ που αφήνω πίσω τα ποιήματα μου. Και με εξέπληξε η αποδοχή τους”.

Όπως σας ακούω, αποδέχεστε πλέον και την ιδιότητα του ποιητή.

Ντρέπομαι, αλλά με χαροποιεί κιόλας. Το αντιμετωπίζω σαν παιχνίδι. Ως μαθητής Δημοτικού, έγραφα πολύ, ποιηματάκια, στιχάκια, ωραίες εκθέσεις κι όλο αυτό με το θέατρο κόπηκε και βγήκε τώρα στην επιφάνεια. Ποιος ξέρει; Ίσως η συγγραφική να ήταν η πραγματική μου φύση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΚατερίνα Ευαγγελάτου: Δεν είμαι quitter, δεν τα παρατάω12.09.2018

Ήσασταν γεννημένος καλλιτέχνης;

Ο ψυχίατρος έτσι μου έχει πει! Αυτό είναι και ευχή και μια κατάρα. Πάντως είναι γεγονός πως δεν μπορώ να δω την πραγματικότητα παρά μόνο μέσα από την διαφυγή που μου δίνει η τέχνη. Δεν μπορώ να την αντέξω χωρίς τέχνη, είτε ως θεατής είτε ως δημιουργός της. Δίνει νόημα στη ζωή μου.

Αν με ρωτούσαν ποιο είναι το πιο σημαντικό που έχω πετύχει στη ζωή μου, θα απαντούσα πως «δεν πείραξα ποτέ κανέναν». Το μεγαλύτερο έπαθλο είναι πως ήμουν εντάξει. Έτσι νομίζω.

Φανταστείτε να είχατε γίνει δικηγόρος, οι οποίες ήταν και οι πρώτες σπουδές σας!

Με τίποτα! Το μόνο καλό που είχε αυτή η επιστήμη είναι πως κι εκεί καταλάβαινα τη μαγεία και τη σημασία των λέξεων, το οποίο είναι κοινό με το θέατρο και τη λογοτεχνία.

Θα γράφατε ένα θεατρικό έργο;

Όχι, είναι ένα είδος που δεν με ενδιαφέρει να καταπιαστώ. Μα ούτε και μυθιστόρημα. Με ενδιαφέρει η μικρή φόρμα, τα ποιήματα, τα διηγήματα.

“Ναι, υπάρχει ένα κοινό που με παρακολουθεί, στο οποίο είμαι ευγνώμων. Και είμαι πολύ χαρούμενος γιατί – σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό – έχει συμβεί με τους δικούς μου όρους” σημειώνει.

Μιλάμε διαρκώς για δημιουργία. Τι άλλο σας κρατάει σε εγρήγορση;

Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φιλίες, οι συγγενείς μου, αλλά και όσα συμβαίνουν γύρω μας σ’ αυτή τη χώρα. Το θέμα είναι να έχει κανείς μια διάθεση να μένει ζωντανός για να μην παραιτηθεί από όλα αυτά. Γιατί μου έχει συμβεί μ’ ένα ‘κλικ’ να μην με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά και με ένα άλλο ‘κλικ’ να με ενδιαφέρουν όλα αυτά. Έχει σημασία – όπως λέει ο Οιδίποδας – να μπορείς να αντέχεις. Η ζωή είναι πολύ δύσκολη. Όταν βρίσκεις αυτό το κουμπί της αντοχής, της υπομονής, της δύναμης όλα μ’ ενδιαφέρουν. Όταν χάνεται αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει τίποτα. Κι εγώ περνάω συχνά κι από τις δύο περιοχές· είναι μια διαρκής πάλη να νοιάζεσαι για τα πράγματα. Είναι ένας καθημερινός αγώνας να έχεις καλή διάθεση απέναντι στη ζωή και πολύ συχνά αποτυγχάνεις.

Μου φαίνεται τρομερά δύσκολο να συνυπάρξω με έναν άνθρωπο. Απλώς τώρα που έχω μεγαλώσει, συνειδητοποιώ πως με περιμένει πολλή μοναξιά

Υπάρχουν άνθρωποι που σας αφυπνίζουν προς την ενεργητική πλευρά των πραγμάτων;

Είναι ευλογημένο να έχεις τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σου, ακόμα κι αν είναι ένας άγνωστος στο δρόμο. Βασίζομαι συχνά στην καλοσύνη των ξένων, σε μια καλή κουβέντα. Με ένα μυστηριώδη τρόπο, μου έρχονται πολλά ωραία μηνύματα από αγνώστους.

Ποιοι είναι οι δικοί σας άνθρωποι; Για ποιους σηκώνετε το τηλέφωνο;

Δεν είναι πολλοί, αλλά είναι υπέροχοι. Κάποιοι φίλοι, τα αδέρφια μου και τ’ ανίψια μου.

Η μοναξιά σας μελαγχολεί;

Η μοναξιά είναι μια πολύ μυστήρια υπόθεση. Άλλες φορές είναι πολύτιμη, ωραία και αναγκαία. Ειδικά στη δική μας δουλειά χρειάζεται να μείνεις μόνος ώστε να συνειδητοποιήσεις πράγματα για ένα έργο, για ένα ρόλο – δεν γίνεται να ξοδεύεσαι σε πράγματα καθημερινά. Αλλά υπάρχει κι εκείνη η μοναξιά που δεν την θέλεις· κι αυτήν την έχω ζήσει. Πρόσφατα, χρειάστηκε να κάνω μια επέμβαση και το ένα βράδυ που έμεινα στο νοσοκομείο έζησα όλη τη μοναξιά του κόσμου να με βαραίνει. Γι’ αυτό και την αποτύπωσα σε ένα ποίημα και στον τίτλο της μια μου συλλογής: Στο «Επί κλίνης κρεμάμενος». Τότε, σ’ εκείνο το κρεβάτι ένιωσα να αιωρούμαι στο Σύμπαν, ολομόναχος.

Άρα, κάποτε, αναζητάτε και τη συντροφικότητα;

Κάποτε, ναι. Αλλά κάποτε μου φαίνεται και τρομερά δύσκολο να συνυπάρξω με έναν άνθρωπο. Απλώς τώρα που έχω μεγαλώσει, συνειδητοποιώ πως με περιμένει πολλή μοναξιά. Μπορεί φυσικά να υπάρξει κάποια έκπληξη, ποιος ξέρει;

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Δημήτρης Καταλειφός πρωταγωνιστεί στον Οιδίποδα επί Κολωνώ” του Σοφοκλή. Η παράσταση ανεβαίνει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 4 και 5 Αυγούστου. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο των Δελφών στις 27 Ιουλίου.

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, Θάνος Τσακνάκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Σκεύας, Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Λίλη Πεζανού
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Κίνηση: Damiano Ottavio Bigi

Παίζουν ακόμα οι: Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Αγγελική Παπαθεμελή, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μάξιμος Μουμούρης, Χρήστος Σαπουντζής, Γιώργος Νούσης, Νίκος Νίκας, Γιώργος Φριντζήλας, Damiano Ottavio Bigi, Νίκος Δερτιλής, Γιώργος Μπούτσικας κ.ά.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b