Ένα πρωϊνό, μερικά Σάββατα νωρίτερα, και στο Εθνικό Θέατρο, η κινητικότητα δεν προδίδει ούτε την ώρα, ούτε την ημέρα. Η Αργυρώ Χιώτη ετοιμάζεται για το άνοιγμα των «Σαλονιών γλώσσας» – τον κύκλο γνωριμίας με τη νέα ελληνική συγγραφή – και για την ακρίβεια μια σύσκεψη την περιμένει στη διπλανή αίθουσα, μετά τη συνάντηση μας. Κι από την άλλη, ανυπομονεί για την πρεμιέρα της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη και μουσική Λένας Πλάτωνος, καθώς έχοντας δει την γενική πρόβα μιλάει με ενθουσιασμό για το πως αυτή η παράσταση επαναπροσδιορίζει τους όρους του παιδικού θεάτρου.
Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου της, τίποτα από αυτή την αίσθηση της κινητικότητας, της δοκιμής, του καινούργιου, δεν ησυχάζει. Η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου βρίσκεται εδώ και έξι μήνες στην εξέλιξη και υλοποίηση ενός σχεδιασμού που θέλει να συνδράμει στην ελληνική πρωτοπορία, θέλει να δημιουργήσει τάσεις προς πάσα παραστατική κατεύθυνση, θέλει να εντείνει την παρουσία του θεάτρου στο διεθνές στερέωμα. Κι όλα αυτά, χωρίς να χάσει κεκτημένα και το κοινό του.
Κι αν αυτός είναι ο οδικός χάρτης τριετίας – γιατί με το βλέμμα στην τριετία σχεδιάζει τον προγραμματισμό στο πλευρό των συνεργατών της – θέλει τα βήματα της να είναι ήρεμα και σταθερά. Όπως ακριβώς και η χροιά της φωνής της καθώς τα αποκαλύπτει και τα εξηγεί.
Για όσους από εμάς έχουν, κατά την τελευταία 20ετία, την εμπειρία του τρόπου εργασίας της – κυρίως μέσα στο πλαίσιο της ομάδας της Vasistas – καμία πτυχή όλων των παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη. Ούτε καν η επιλογή της με την διαγωνιστική διαδικασία ως η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια με πλήρη θητεία στο Εθνικό Θέατρο. Επίσης, καμία πτυχή δεν έχει προκύψει χωρίς την πίστη στη μεθοδική δουλειά. Κι αυτό γιατί η Αργυρώ Χιώτη είχε εμφανίσει, από τα πρώτα της χρόνια στο θέατρο, μια αναπάντεχη σοφία και ωριμότητα, η οποία μάλλον δεν την εγκατέλειψε ποτέ· ούτε και στις εδραιωμένες δυσκολίες της ελεύθερης θεατρικής αγοράς. Απλώς, τώρα, καλείται να την εφαρμόσει στη μεγάλη κλίμακα, στον ιστορικότερο θεατρικό θεσμό της χώρας. Κι αυτή είναι μια μεγάλη ευκαιρία.

Τα ρούχα της φωτογράφισης είναι Yiorgos Eleftheriades
Είχα επιλέξει συνειδητά να μην στέκομαι σε αυτό – παρότι ήταν κάτι που, πολύ συχνά, βίωνα σε όλες του τις εκφάνσεις. Σε όλη μου την πορεία, αισθανόμουν πως το γεγονός ότι είμαι γυναίκα κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα. Σαν να έπρεπε να διπλασιάσω την προσπάθεια, να αποδείξω διπλά την ικανότητα μου. Τίποτα δεν μου δόθηκε εύκολα ή γρήγορα. Δεν είναι τυχαίο πως παρουσίασα την πρώτη μου μεγάλη σκηνοθεσία στην Επίδαυρο, χάρη στην εμπιστοσύνη μιας άλλης γυναίκας, της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Αναγνωρίζω παντού αυτό το φαινόμενο και σήμερα: δύσκολα θα αναδειχθεί μια γυναίκα δημιουργός, σε κάθε τομέα. Καμία γυναίκα δεν προβάλλεται – ακόμα και από τα ΜΜΕ – χωρίς κάποια δεύτερη σκέψη. Κι επίσης, κάτι που έχω διαπιστώσει και προσωπικά, είναι πως στις γυναίκες δημιουργούς δεν επιτρέπεται το λάθος. Παρόλα αυτά, επ’ ουδενί δεν θα κατηγορήσω κάποιον, ένα σύστημα ή έναν φορέα για αμφισβήτηση. Ίσα – ίσα υπήρξαν μεμονωμένοι άνθρωποι αλλά και φορείς, όπως η Στέγη ή το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου που προανέφερα, που είτε εκτιμώντας εμένα προσωπικά και την ομάδα μας από τα πρώτα χρόνια, μάς εντόπισαν, μας στήριξαν, μας έδωσαν βήμα. Είχα αυτήν την τύχη.
Ως συνέχεια αυτής της σκέψης, σας προβληματίζει που, κοινωνικά, δυσκολευόμαστε να ξεπεράσουμε τα στερεότυπα της ‘πρωτιάς’ γυναικών σε θεσμικές θέσεις;Σε όλη μου την πορεία, αισθανόμουν πως το γεγονός ότι είμαι γυναίκα κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα. Σαν να έπρεπε να διπλασιάσω την προσπάθεια
Να διευκρινίσουμε εδώ πως από το Εθνικό Θέατρο έχουν περάσει ήδη τρεις γυναίκες: το 1992 η Ντόρα Τσάτσου, το 1994 Λαλούλα Χρυσικοπούλου και πολύ πρόσφατα η Έρι Κύργια, η οποία δέχτηκε να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή του. Αν και όλες είχαν μια μεταβατική ή περιορισμένης διάρκειας θητεία, εργάστηκαν σκληρά για το Εθνικό. Απλώς τώρα, είναι η πρώτη φορά που ανατίθεται η καλλιτεχνική διεύθυνση σε γυναίκα, μέσα από μια ανοιχτή διαγωνιστική διαδικασία και με πλήρη θητεία.

Σχολιάζοντας την ανάδειξη της ως καλλιτεχνικής διευθύντριας του Εθνικού, λέει: “Πιστεύω πως τα πράγματα έρχονται στον σωστό χρόνο, θέλω να εμπιστεύομαι τη σωστή στιγμή”.
Νομίζω πως στην αντίληψή μας έχει ενσωματωθεί ένας συντηρητισμός, που πηγάζει από κάτι στο οποίο μάθαμε, από κάτι σαν συνήθεια. Όσο κι αν έχουμε ξεκινήσει να μιλάμε για την ίση εργασιακή μεταχείριση προς τις γυναίκες και τις γυναίκες σε ηγετικές θέσεις, η αντίληψη αυτή δεν υποχωρεί εύκολα. Ενδεχομένως, να μην είναι καν συνειδητή. Προσπαθώ, λοιπόν, από τη μεριά μου να μην δίνω έμφαση στο γεγονός. Σαφώς, η διοίκηση από μια γυναίκα μπορεί να έχει άλλες ποιότητες – ανάλογα και με την προσωπικότητα της καθεμιάς. Αλλά θεωρώ πως, όταν οι εργαζόμενοι ενός οργανισμού αισθάνονται ασφάλεια και εμπιστοσύνη, ξεπερνούν τις όποιες άμυνές τους.
Δεν έχω εισπράξει δυσπιστία, φόβο ή αμφισβήτηση των προτάσεων μας
Ναι, πράγματι. Πάντως, ήδη, οι άνθρωποι που ήταν, είναι και θα είναι μετά από μένα στο Εθνικό έχουν επιδείξει μια ανοιχτή στάση. Είτε το ονομάσουμε περιέργεια, είτε ανάγκη για νέα πνοή ή, όπως είπατε, ανάγκη για μια διάθεση στροφής στα πράγματα, έχω διαισθανθεί ένα θετικό άνοιγμα – παρά οτιδήποτε άλλο. Οι αγκυλώσεις είναι πολύ λιγότερες. Δεν έχω εισπράξει δυσπιστία, φόβο ή αμφισβήτηση των προτάσεων μας. Οι περισσότερες συνεργάτιδες και συνεργάτες προσπαθούν να μας ενημερώνουν, να μας προστατεύουν από τις κακοτοπιές, να αναπνέουν μαζί με εμάς αυτό το όραμα. Κάτι που δεν είναι εύκολο, αφού ο οργανισμός έχει μια πολυπλοκότητα γύρω από το πώς συμβαίνουν και το πώς μπορούν να συμβούν τα πράγματα.

Για την παρουσία μιας γυναίκας στον οργανισμό του Εθνικού, αναφέρει: “΄Ηδη, οι άνθρωποι που ήταν, είναι και θα είναι μετά από μένα στο Εθνικό έχουν επιδείξει μια ανοιχτή στάση. Είτε το ονομάσουμε περιέργεια, είτε ανάγκη για νέα πνοή ή, όπως είπατε, ανάγκη για μια διάθεση στροφής στα πράγματα, έχω διαισθανθεί ένα θετικό άνοιγμα – παρά οτιδήποτε άλλο”
Είχε προηγηθεί το μαγευτικό εγχείρημα του «Φάουστ» του Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος είχε προσφέρει οκτώ μήνες συνεργασίας σε μια ομάδα νέων σκηνοθετών/τριών συμπεριλαμβανομένης κι εμού. Μετά, ακολούθησε το «Phobia» και ήταν, πράγματι, μια σπουδαία ευκαιρία για τους Vasistas, αφού μας παρείχε ωραίες συνθήκες παραγωγής και εργασίας· δεν είχαμε να παλέψουμε με όσα συνέβαιναν και συνεχίζουν να συμβαίνουν στο ελεύθερο θέατρο. Επιπλέον, γευτήκαμε ένα Εθνικό που έφερνε νέο αέρα, νέα πνοή. Είδαμε παραστάσεις και καλλιτέχνες που αποτελούσαν έκπληξη για τον οργανισμό. Ήταν μία από τις θητείες που άφησαν έναν σπόρο, που λειτούργησε ως παράδειγμα για μένα. Γιατί και τότε είχαν γίνει πρωτοποριακές χειρονομίες: παρουσιάστηκαν παραστάσεις που δεν ήταν αμιγώς θεατρικές, δοκιμάστηκαν δημιουργοί, οργανώθηκαν και παρουσιάστηκαν διεθνείς συμπαραγωγές. Επίσης, πολύ ωραία στιγμή και η συνεργασία με το Εθνικό για το «Νερό της Κολωνίας» του Ευθύμη Φιλίππου, επί καλλιτεχνικής ευθύνης της Πειραματικής Σκηνής των Ανέστη Αζά – Πρόδρομου Τσινικόρη.
Έστω και ξυστά, είχατε σκεφτεί τι μπορεί να σηματοδοτήσει το Εθνικό για εσάς στο μέλλον;Η εμπειρία της ομάδας είναι η παρακαταθήκη μου
Όχι, ποτέ δεν σκέφτομαι έτσι. Πιστεύω πως τα πράγματα έρχονται στον σωστό χρόνο, θέλω να εμπιστεύομαι τη σωστή στιγμή.
Φυσικά, η εμπειρία της ομάδας είναι η παρακαταθήκη μου. Όχι, μόνο για εμένα αλλά και για την Ιώ Βουλγαράκη, με την οποία έχω την τύχη να συνεργάζομαι, καθώς κι εκείνη έχει περάσει από τη συνθήκη της ομάδας στο ελεύθερο θέατρο. Οι Vasistas μου προσέφεραν γνώση όλων των πεδίων, των βημάτων για τη δημιουργία μιας παράστασης – ευτυχώς σε κάποιες περιπτώσεις με τη συνεργασία σημαντικών φορέων. Ξέρω τις διαδικασίες, από τη σύλληψη, τον σχεδιασμό του σκηνικού και του χώρου προβών, μέχρι τα λογιστικά της ομάδας. Η γνώση για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο ελεύθερο θέατρο και η γνώση του «επιβιώνω» εντός του, είναι πολύτιμη. Αναγνωρίζοντας δε, πως αυτοί οι δύο δρόμοι δεν συναντώνται απαραίτητα.

Σχετικά με τον φετινό προγραμματισμό του Εθνικού Θεάτρου: “Πιστεύω σε καθετί που έχουμε προτείνει φέτος, ακριβώς επειδή είναι προϊόν σκέψης και σχέσης με όλα τα υπόλοιπα. Έχει σχηματιστεί ένα πολύπλευρο δημιουργικό δίκτυο ιδεών”.
Δεν ξέρω πώς μπορώ να μιλήσω εγώ για μένα· ας πω, ωστόσο, πως προσπαθώ να αφουγκράζομαι καταστάσεις, ν’ ακούω τους ανθρώπους, τις επιθυμίες, τις ανάγκες τους. Και μετά να προτείνω λύσεις, ιδέες ή κατευθύνσεις. Βέβαια, μονίμως, έχω την αίσθηση πως κάτι δεν πρόλαβα, κάτι δεν ολοκλήρωσα, για κάτι καθυστέρησα. Από την άλλη, από την στιγμή που μπήκα στο Εθνικό – κι ενώ μέσα μου έχω μια υψηλή ταχύτητα, καθώς θέλω τα πράγματα να συμβαίνουν γρήγορα – προσπαθώ να επιδεικνύω ψυχραιμία. Και η ψυχραιμία είναι μια άσκηση πριν πάρω αποφάσεις. Έτσι κι αλλιώς, δεν θέλω να συγκεντρώνω όλες τις ευθύνες· με απασχολεί η συνομιλία με την ομάδα της διοίκησης, θέλω να εμπιστεύομαι τους συνεργάτες μου κι εκείνοι να εμπιστεύονται εμένα και τον εαυτό τους.
Έχοντας την εμπειρία των τελευταίων έξι μηνών διοίκησης του Εθνικού, γιατί θεωρείτε πως είναι ένα απαιτητικό πεδίο;Προσπαθώ να αφουγκράζομαι καταστάσεις, ν’ ακούω τους ανθρώπους, τις επιθυμίες, τις ανάγκες τους. Και μετά να προτείνω λύσεις, ιδέες ή κατευθύνσεις
Προφανώς, γιατί έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας που συνδέεται με το Δημόσιο. Μολαταύτα, διαφυλάσσω τη γνώση σε σχέση με όλες τις εκφάνσεις της δημιουργικής διαδικασίας και με βάση αυτήν ακριβώς τη γνώση, προσπαθούμε να διαχειριστούμε την πολυπλοκότητα των διαδικασιών, ώστε να συμβαίνουν τα πράγματα. Κι αυτό σχετίζεται με τη φροντίδα, ώστε τα πράγματα να συμβαίνουν όπως πρέπει. Αναρωτιέμαι, επεξεργάζομαι, δηλαδή, ποια είναι η σωστή στιγμή για να δοκιμαστεί κάποιος/κάποια δημιουργός στη μεγαλύτερη φόρμα (για παράδειγμα) ειδικά στο Εθνικό και με ποιο υλικό. Αυτή η δημιουργική σκέψη είναι σημαντική γιατί δίνει σπίτι, χώρο σε δημιουργικές φωνές του τόπου που, για κάποιο περίεργο λόγο, δεν έχουν περάσει ποτέ από εδώ. Το Εθνικό, λοιπόν, έχει ευθύνη, πρέπει να έχει μια θέση μέσα σε αυτό το τοπίο. Πρέπει να ξεπερνάει τα δεδομένα της αγοράς, να συστήνει γλώσσες και δημιουργούς, να παρέχει καλές συνθήκες εργασίας. Και παράλληλα, πρέπει να ψυχαγωγεί, να εκπαιδεύει, να απευθύνεται στο λεγόμενο ευρύ κοινό. Θέλω να πω, ότι κάθε μέρα, σκεφτόμαστε σφαιρικά, μέσα σε ένα περιβάλλον πολυμορφίας και πολυγλωσσίας.

Το όραμα λειτουργίας του Εθνικού, επί των ημερών της: “Το Εθνικό, έχει ευθύνη, πρέπει να έχει μια θέση μέσα σε αυτό το τοπίο. Πρέπει να ξεπερνάει τα δεδομένα της αγοράς, να συστήνει γλώσσες και δημιουργούς, να παρέχει καλές συνθήκες εργασίας”, τονίζει η Αργυρώ Χιώτη.
Καταρχάς, το αισθάνθηκα ως χρέος. Για μένα παραμένει ερώτημα πώς μεταφράζουμε την έννοια της «φεστιβαλικής παράστασης»; Είναι μια παράσταση πιο δύσκολη στην πρόσληψη της; Ίσως. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός θεατών που θα ενδιαφερθεί γι’ αυτήν! Ας μην πάμε μακριά· θυμίζω την παράσταση «Goodbye Lindita» του Μάριο Μπανούσι επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Γιάννη Μόσχου. Και θα φέρω ένα ακόμα πρόσφατο παράδειγμα: την αριστοτεχνική παιδική παράσταση «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» – ένα έργο που μπαίνει πολύ βαθιά στη φαντασία – σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη σε μια ευτυχή συνάντηση με τη μουσική της Λένας Πλάτωνος. Και η συγκίνηση που αισθάνθηκα ήταν πολλαπλάσια από τη συγκίνηση που νιώθω στην ολοκλήρωση μιας δικής μου σκηνοθεσίας. Κι αυτό, διότι έρχεται σαν πρόταση για το τι σημαίνει παιδικό θέατρο σήμερα – εμπεριέχει ποίηση, χιούμορ, υψηλή αισθητική, αθωότητα, μνήμη.
Λέτε, λοιπόν, πως είστε εδώ (και) για να προτείνετε.Eπεξεργαζόμαστε από τώρα την πνοή της τριετίας. Κάθε σεζόν θα συνδέεται με την επόμενη, θα υπάρχει συνέχεια και ανάπτυξη
Το Εθνικό είναι εδώ για να προτείνει σε όλα τα επίπεδα. Φυσικά, δεν ακροβατούμε σε όλες μας τις προτάσεις. Ασφαλώς, είναι πολύ ωραίο να υπάρχει στο Εθνικό Θέατρο μια κωμωδία για όλους και να στοχεύει στο γέλιο και την ελαφρότητα. Παρ’ όλα αυτά, θα αναρωτηθούμε για τους όρους με τους οποίους γίνεται, για τη σκέψη και την αισθητική της. Επίσης, είναι πολύ ωραίο να υπάρχει και θέση για ένα κλασικό κείμενο – γι’ αυτό, λόγου χάρη, παρουσιάζουμε τον «Βυσσινόκηπο» ως μια πολύ ξεχωριστή πρόταση, με μια εξίσου ξεχωριστή ομάδα ηθοποιών σε διασκευή και σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου.
Το Εθνικό Θέατρο είναι ο κατεξοχήν φορέας που έχει υποχρέωση να δώσει χώρο στην έρευνα με επιτυχημένες παραστάσεις – χωρίς αυτές να ορίζονται αποκλειστικά από τους κανόνες της αγοράς. Γιατί, τελευταία, το βλέπουμε συχνά: να παρουσιάζονται άρτια οικοδομήματα χωρίς ψυχή. Να, λοιπόν, που στην Πειραματική ακροβατούμε μαζί με τους συνυπεύθυνους της, τον Ακύλλα Καραζήση και τη Νεφέλη Μαϊστράλη, βάζοντας στο επίκεντρο τη θεατρική δοκιμή, τη δημιουργική διαδικασία. Επίσης, το «Cow | Deer» της Κέιτι Μίτσελ, στο οποίο αναφερθήκατε, είναι μια τόσο νέα εμπειρία για το θέατρο, για μια άλλη αφήγηση, μια άλλη αισθητηριακή πρόσληψη, μιλώντας δε για τη σχέση μας με τη φύση – εξέχον ζήτημα για την επιβίωσή μας. Θα ήταν κρίμα, γνωρίζοντας όλο αυτό το πλαίσιο, να μην προτείνουμε στους θεατές να σπεύσουν να τη δουν.

Τι θα ήθελε να αλλάξει στο Εθνικό Θέατρο; “Παρόλα αυτά, εκείνο που αισθάνομαι ότι πρέπει να μετακινηθεί κυρίως είναι η αγκύλωση στο δεδομένο, στο παγιωμένο. Πάση θυσία, πρέπει να κρατηθεί ζωντανή η φλόγα της επιθυμίας και της χαράς υλοποίησης των πραγμάτων”, απαντά η κ. Χιώτη.
Ψέμα, ψέμα, ψέμα (γέλια)! Γιατί ο ίδιος ο Γκοσλέν είναι ένας μαέστρος στην διαχείριση της δυναμικής της σκηνής και του ρυθμού – εξ ου και οι, μεγάλης διάρκειας, παραστάσεις του. Αυτό σημαίνει πως ξέρει να δεσμεύει συναισθηματικά τους θεατές του με οργανικό τρόπο, έχοντας συναίσθηση σε ποιους και με τι μέσα απευθύνεται. Προσωπικά, δεν μπορώ να διανοηθώ διαφορετικά τη θεατρική διαδικασία.
Αν πρέπει να περιγράψετε το Εθνικό που θέλετε να δείτε στο τέλος αυτής της σεζόν, ποιο θα ήταν;Θα ήθελα σίγουρα να είναι γεμάτο. Και δεν εννοώ, μόνο ταμειακά. Δεδομένου πως δεν έχουμε το REX στη διάθεση μας, στο κτίριο Τσίλλερ συμβαίνουν πάρα πολλές δραστηριότητες: πρόβες, παραστάσεις, εργαστήρια. Θέλω το θέατρο να είναι γεμάτο και ζωντανό από όλες τις ηλικίες και να αντικατοπτρίζει την πολυγλωσσία που διακατέχει τη φιλοσοφία του προγράμματός μας. Πιστεύω σε καθετί που έχουμε προτείνει φέτος, ακριβώς επειδή είναι προϊόν σκέψης και σχέσης με όλα τα υπόλοιπα. Έχει σχηματιστεί ένα πολύπλευρο δημιουργικό δίκτυο ιδεών.
Ιδέες που θα αναπτυχθούν σε βάθος τριετίας;Το Εθνικό πρέπει να είναι και διεθνές. Όχι μόνο για το κύρος και την αναγνώριση του θεάτρου στο εξωτερικό, όσο για λόγους ουσίας
Πηγαίνουμε βήμα – βήμα, αλλά δεν μπορούμε να μην κοιτάζουμε προοπτικά. Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μας, η διευθύντρια ενός άλλου Εθνικού Θεάτρου είπε «πως δεν νοείται ένα Εθνικό Θέατρο ως μη διεθνές». Κι αυτό με εκφράζει απόλυτα: Το Εθνικό πρέπει να είναι και διεθνές. Όχι μόνο για το κύρος και την αναγνώριση του θεάτρου στο εξωτερικό, όσο για λόγους ουσίας. Μου μοιάζει με πράξη απαραίτητης τροφοδότησης για τους δημιουργούς του να συνομιλούν έξω από αυτό που συμβαίνει στο μικρό μας σύστημα, τη μικρή μας αγορά. Θα υπάρξουν πολλά μοντέλα συνεργασίας με το εξωτερικό, εκείνο, ωστόσο, που σταθερά θα μας αφορά είναι οι ισότιμες συμπράξεις. Για να υλοποιηθούν σωστά όλα αυτά, χρειαζόμαστε χρόνο· επομένως ναι, επεξεργαζόμαστε από τώρα την πνοή της τριετίας. Μην ξεχνάμε, πως κάθε σεζόν θα συνδέεται με την επόμενη, θα υπάρχει συνέχεια και ανάπτυξη.
Σκέφτεστε συνάψεις συνεργασιών με εγχώριους οργανισμούς και φορείς;Έχει υλοποιηθεί από προηγούμενους καλλιτεχνικούς διευθυντές, συμβαίνει ήδη και θα επιμείνουμε σε αυτό: πρόσφατο παράδειγμα η συμπαραγωγή της «Αντιγόνης» με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, μια επιλογή της προηγούμενης καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Εξελίσσουμε περαιτέρω τη δημιουργική μας σχέση με το Φεστιβάλ σε συνεργασία με το Μιχαήλ Μαρμαρινό, ενώ παράλληλα ξεκινάμε συμπράξεις με ΔΗΠΕΘΕ, καθώς μας ενδιαφέρει η έννοια της αποκέντρωσης που θα έρθει μέσα από εργαστήρια και παραστάσεις. Και πάντα, κάθε συνεργασία και ώσμωση θα ήθελα να απαντά στο «τι» και στο «γιατί».
Στο μήνυμα όπου αναπτύσσετε τη φιλοσοφία του φετινού προγραμματισμού καταλήγετε με μια προτροπή: «ας διευρύνουμε τα όρια μας».
Ναι. Αν «τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου μας», ας διευρύνουμε τα όριά μας. Σκέφτομαι πως το Εθνικό πρέπει να είναι προσφιλές, οικείο σε όλους ανεξαιρέτως και ταυτόχρονα να διαμορφώνει τάσεις προς όποια κατεύθυνση. Να διατηρεί το στίγμα της πρωτοπορίας.
Έχετε εντοπίσει όσα θέλετε ν’ αλλάξουν ή έστω να μετακινηθούν στο Εθνικό;Φυσικά και τα έχουμε εντοπίσει, αλλά καθώς είναι ένας ζωντανός οργανισμός προκύπτουν κι άλλα προς αντιμετώπιση. Οι ζυμώσεις μεταξύ των ανθρώπων προκαλούν εκ των πραγμάτων μετατοπίσεις, οπότε οι αλλαγές ζουν μαζί με εμάς. Σίγουρα, τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν από τις επιθυμίες μας, δεν είναι ιδεατά. Παρόλα αυτά, εκείνο που αισθάνομαι ότι πρέπει να μετακινηθεί κυρίως είναι η αγκύλωση στο δεδομένο, στο παγιωμένο. Πάση θυσία, πρέπει να κρατηθεί ζωντανή η φλόγα της επιθυμίας και της χαράς υλοποίησης των πραγμάτων. Το επισημαίνω αυτό γιατί – ακριβώς μέσα στην πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας – είναι εύκολο να χαθεί η διάθεση προς εξερεύνηση. Κι αν χαθεί… χαθήκαμε. Αν παραδοθούμε στις δυσκολίες των απαιτούμενων διαδικασιών του Δημοσίου, χαθήκαμε. Αν, όμως, υπάρχει η διάθεση και η συνειδητότητα πως κάνουμε θέατρο, πως καταπιανόμαστε με κάτι πολύ υψηλό, δεν θα μας πτοήσουν οι όποιες αγκυλώσεις. Φυσικά και δεν θα ζητήσω ανατροπή των δεδομένων, αλλά να ξεκινήσουμε ν’ αμφιβάλλουμε γι’ αυτά, ν’ ανοίξουμε διεξόδους φωτός.
Θα σας κάνω μια ερώτηση που νομίζω έχω θέσει σε όλους τους προκατόχους σας, την τελευταία 20ετία: θα διεκδικήσετε υψηλότερη επιχορήγηση για το Εθνικό;Αν παραδοθούμε στις δυσκολίες των απαιτούμενων διαδικασιών του Δημοσίου, χαθήκαμε
Είναι, πράγματι, ένα σταθερό αίτημα, γιατί το Εθνικό ανθίζει και μεγαλώνει σε όλα τα επίπεδα. Στις σκηνές, στις παραγωγές του, στα εκπαιδευτικά και κοινωνικά του προγράμματα, στην κτηριακή αναβάθμισή του. Οι ανάγκες του μεγαλώνουν ολοένα και, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης δυσκολεύουν, οι εργαζόμενοι του Εθνικού πρέπει να αμείβονται σωστά. Βάσει όλων αυτών, ναι, θα χρειαστεί μια αύξηση της επιχορήγησης, μα έχω εμπιστοσύνη πως το Υπουργείο Πολιτισμού αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα, πιστεύει στο έργο μας και θα είναι αρωγός σε αυτή την εξέλιξη.
Μιλώντας για τη σωστή αμοιβή των εργαζομένων του Εθνικού, μόλις ολοκληρώσατε τις διαπραγματεύσεις για τη νέα συλλογική σύμβαση με το ΣΕΗ, σωστά;Ακριβώς. Είμαστε εν όψει της υπογραφής νέας συλλογικής σύμβασης με το ΣΕΗ. Είχαμε έναν ανοιχτό διάλογο με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, ικανοποιήσαμε σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα του. Κατανοώ πως υπάρχουν εσωτερικές διαδικασίες στο ΣΕΗ, εντούτοις ελπίζω να υπογράψουμε το συντομότερο δυνατόν τη σύμβαση, ώστε και οι ηθοποιοί του Εθνικού να νιώθουν ασφαλείς.
Αυτή τη στιγμή, όπου όλα περιστρέφονται γύρω από το Εθνικό, που βρίσκεται η ιδιότητα σας ως σκηνοθέτριας;Δεν μου λείπει ακόμα, καθώς με απασχολούν τόσα πολλά στο Εθνικό. Νομοτελειακά θα μου λείψει, γι’ αυτό και θα σκηνοθετήσω. Όταν έρθει η στιγμή και φυσικά όταν δεν θα συγκρούεται με τις υποχρεώσεις μου στο Εθνικό, ασφαλώς και θα το κάνω.
Τι σας οδηγούσε πάντα στην Τέχνη;Σίγουρα όχι η λογική. Σε μένα, πάντα, τα πράγματα προέκυπταν και προκύπτουν από μια ανάγκη ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο. Ο λόγος για τον οποίο δημιουργώ στο θέατρο έχει να κάνει με τον τρόπο που θέλω να υπάρχω και που πιστεύω ότι είναι ωφέλιμο να υπάρχουμε όλοι στον κόσμο. Δημιουργώ ιδεατούς κόσμους, τους βιώνω και ζω μέσα σε αυτούς. Το θέατρο για μένα είναι ζωή, είναι τρόπος ζωής – δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα. Γι’ αυτό και θέλω να το βιώνω ωραία. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ καταπιεσμένη δουλεύοντας στο θέατρο. Κάτι που, επίσης, δεν θέλω να βιώσω στο Εθνικό.
Αν υποθέσουμε ότι ζείτε την περίοδο του Εθνικού, τι ξεχωρίζετε στην πορεία σας πριν από αυτό;Το θέατρο για μένα είναι ζωή, είναι τρόπος ζωής – δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα. Γι’ αυτό και θέλω να το βιώνω ωραία
Κάθε στιγμή και δημιουργία ήταν μοναδική. Δεν έχω να πω «αυτή ήταν η αγαπημένη μου δουλειά και η άλλη δεν ήταν». Συνέβαινε κάθε φορά μια συνάντηση με ανθρώπους, η υλοποίηση μιας ιδέας, σε μεγάλη ή μικρότερη κλίμακα, που ανταποκρινόταν στην ανάγκη και την ικανότητά μου, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Καμία σκηνοθεσία μου δεν ήταν λάθος. Κι ανεξάρτητα από πώς «πήγε», προχωρώντας, συνειδητοποιούσα ότι ήμουν όλο και πιο ελεύθερη μέσα στο θέατρο χάρη σε αυτή. Κι αυτό είναι κάτι που έχω κερδίσει στο πέρασμα του χρόνου. Νεότερη είχα πολύ περισσότερες αγκυλώσεις και βαρίδια που έφερα μαζί μου. Σιγά – σιγά τα πετάω και νιώθω λιγότερο εξαρτημένη από την ανάγκη ν’ αρέσουν ή να πετύχουν οι δουλειές μου. Αυτή είναι μια γνώση που θέλω να επικοινωνήσω σε ανθρώπους, οι οποίοι ξεκινούν τώρα. Να τους πω «μη σε νοιάζει αν αρέσει η δουλειά σου», «μη φοβάσαι, αν το έχεις κάνει καλά», «ψάξε και αφέσου».
Αν και βρίσκεστε στην αρχή μέσα στο πλαίσιο των διοικητικών καθηκόντων, έχετε προβληματιστεί για τη νέα σχέση που θα έχετε με τον προσωπικό σας χρόνο;Εκ των πραγμάτων, ο προσωπικός χρόνος μπαίνει στο παρασκήνιο. Οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλές. Αλλά, όπως είπα και πριν, δεν θέλω να αισθανθώ ότι καταπιέζομαι για να υπηρετήσω αυτή τη θέση. Κάθε επαγγελματικό καθήκον χρειάζεται μια ψυχική και συναισθηματική οριοθέτηση προκειμένου να γίνει σωστά και αποτελεσματικά.