Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) «Ένα απλό ατύχημα»: Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας βγήκε στις αίθουσες – και πρέπει να το δεις
Όπως πολλοί, εκμεταλλεύτηκα κι εγώ τη «Μέρα του Σινεμά» για να δω μία ταινία που είχα καιρό στην must watch λίστα μου: το ιρανικό «Ένα απλό ατύχημα» του Τζαφάρ Παναχί, που κέρδισε τον φετινό Χρυσό Φοίνικα. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός μηχανικού όταν απαγάγει έναν οικογενειάρχη που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι ο πρώην βασανιστής του. Στην προσπάθειά του να αποσπάσει την αλήθεια, έρχεται σε επαφή με άλλα θύματα του ίδιου άνδρα και όλοι μαζί προσπαθούν να διαπιστώσουν αν πρόκειται πράγματι για τον βασανιστή τους ή αν έχουν κάνει λάθος.
Παρά το βαρύ της θέμα, η ταινία καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο δράμα και το χιούμορ, φωτίζοντας το παράλογο μέσα σε τραγικές καταστάσεις. Παρόλο που διαδραματίζεται στο Ιράν, οι κοινωνικές της αναφορές – από τα «λαδώματα» και τα κεράσματα μέχρι την ατιμωρησία της κρατικής βίας – μοιάζουν γνώριμες και για τον Έλληνα θεατή. Το φινάλε είναι πολύ δυνατό, ίσως ένα από τα καλύτερα που έχω δει τελευταία, θέτοντας ένα δύσκολο ερώτημα: όταν η βία προέρχεται από το κράτος, όταν η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται, μπορούμε να κατηγορήσουμε τα θύματα αν αναζητήσουν εκδίκηση; Και, τελικά, τι μπορεί στ’ αλήθεια να τους προσφέρει η εκδίκηση αυτή;
Ερμιόνη Τσακιράκη
Η Γιορτή του Σινεμά επέστρεψε για 4η χρονιά και για μία μόνο ημέρα, κάθε προβολή κόστιζε μόνο 2 ευρώ – ένα μικρό εισιτήριο για μια μεγάλη απόδραση. Για εμένα, η ημέρα αυτή έχει ξεκάθαρη σημασία, κυρίως γιατί φροντίζει να μας θυμίζει σε όλους την αγάπη μας για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Έστω για μια μέρα, αφήνεις πίσω τα streaming και τις συνδρομές και ξαναβιώνεις τη μαγεία του σινεμά όπως παλιά: με τη μυρωδιά του ποπ κορν, σε μια σκοτεινή αίθουσα, φως στην οθόνη – και η συλλογική εμπειρία να σε αγκαλιάζει.
Είναι μια μέρα που ο κινηματογράφος ξαναγίνεται «λαϊκός», προσιτός σε όλους και γεμάτος ζωή. Και αν η καθημερινότητα σε κάνει να ξεχνάς τη χαρά της μεγάλης οθόνης, αυτή η γιορτή έρχεται να σου την υπενθυμίσει. Ο κινηματογράφος δεν πεθαίνει, απλώς γεμίζει δυνάμεις και σε περιμένει στην επόμενη προβολή. Τουλάχιστον, εμένα αυτό μου φέρνει στο μυαλό, κάθε χρόνο, η Γιορτή του Σινεμά.
Δάφνη Τζώρτζη
Βρέθηκα στη συναυλία όπου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμήνευσε την 5η Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ, ένα έργο πολυσύνθετο και ιδιαίτερα απαιτητικό, που διηύθυνε ο νεαρός βρετανός αρχιμουσικός Τζον Γουόρνερ. Η ερμηνεία της καταχειροκροτήθηκε από το κοινό, που είχε γεμίσει τη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, αναγκάζοντας τον μαέστρο να επιστρέψει τουλάχιστον τέσσερις φορές για να υποκλιθεί. Όποιος όμως πίστευε προκαταβολικά ότι αυτό το δημοφιλές έργο, που παρουσιάστηκε στο δεύτερο μέρος, θα έκλεβε το χειροκρότημα του κοινού, έκανε λάθος. Αντιθέτως, ήταν το έργο ενός όχι και τόσο γνωστού συνθέτη του 20ού αιώνα, το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ, που αποθεώθηκε, χάρη στη δεξιοτεχνική ερμηνεία του βιολιστή Ρόμαν Σίμοβιτς.
Πανύψηλος, σε αντίθεση με τον μάλλον μικροκαμωμένο βρετανό μαέστρο, εύχαρις και επικοινωνιακός με τους θεατές –καθησύχασε όσους βιάστηκαν να χειροκροτήσουν ανάμεσα στα μέρη του έργου, χαμογελώντας και κάνοντας νόημα ότι «έχει κι άλλο»– διατηρώντας μια σχέση σχεδόν σωματική με την ορχήστρα, αποθεώθηκε μόλις ολοκλήρωσε τη γεμάτη λυρισμό ερμηνεία του. Το κοινό τον ανάγκασε να επανέλθει αρκετές φορές στη σκηνή κι ο ίδιος, σε αντάλλαγμα, το φιλοδώρησε όχι με ένα αλλά με δύο «ανκόρ», δύο αποσπάσματα από σονάτες, όπου έκανε επίδειξη της προσωπικής του δεξιοτεχνίας και, βεβαίως, αποθεώθηκε ξανά, από κοινό και ορχήστρα.
Σπύρος Κακουριώτης
Η νέα ταινία «Μετανιώνοντας για σένα» βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Κόλιν Χούβερ και σε σκηνοθεσία του Τζος Μπουν είναι ακριβώς αυτό που φαντάζεστε: μια ρομαντική, μελοδραματική ταινία με προβλέψιμο τέλος. Η πλοκή κινείται σε γνώριμα μονοπάτια: δυο νεαρά ζευγάρια που δείχνουν αταίριαστα, απρόσμενες εγκυμοσύνες και ένα μυστικό που αποκαλύπτεται δεκαεπτά χρόνια αργότερα μέσα από ένα ατύχημα, το οποίο θα αλλάξει τις ζωές όλων.
Ναι, το σενάριο έχει κλισέ και οι διάλογοι δεν είναι πάντα ρεαλιστικοί, όμως δεν πρόκειται για μια βαθυστόχαστη ταινία, ούτε φιλοδοξεί να γίνει. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να την κρίνουμε για αυτό που όντως είναι: μια cheesy ταινία. Εγώ, πάντως, τη βρήκα μια συμπαθητική επιλογή για ένα χαλαρό βράδυ, χωρίς απαιτήσεις και χωρίς το βάρος που συνοδεύει τις “σοβαρές” κινηματογραφικές παραγωγές. Δεν είναι μια ταινία που θα θυμάμαι για καιρό, αλλά σίγουρα βλέπεται εύκολα.
Y.Γ.: Ακόμη και αν δεν σας αρέσουν οι ρομαντικές ταινίες, αξίζει να τη δείτε για τη ΜακΚένα Γκρέις· η ερμηνεία της είναι αυθεντική, συγκρατημένη και με συναισθηματικό βάθος που έλειπε από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Στη σκηνή του θεάτρου Βρετανία ανεβαίνει για πρώτη φορά το «Άρωμα Γυναίκας» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη, ο οποίος επανέρχεται στο ίδιο θέατρο μετά την επιτυχία του «Κύκλου των χαμένων ποιητών». Η αγαπημένη ταινία Scent of a Woman με τον Al Pacino, ζωντανεύει στην θεατρική σκηνή με ενεργητική αφήγηση, καλοκουρδισμένο θίασο, καλαίσθητα και λειτουργικά σκηνικά (Αθανασία Σμαραγδή) για ένα κυριολεκτικά ταξίδι, αφού οι ήρωες του έργου επιβαίνουν στο τραίνο και κατηφορίζουν την Ιταλία, από το Τορίνο, προς την μυστηριώδη Νάπολη, κάνοντας στάση στην Τζένοβα και την Ρώμη. Από την ματιά του στρατιώτη “Τσίτσου” η ιστορία ξεδιπλώνεται με γλαφυρό τρόπο χάρη στην ερμηνεία και την αφήγηση του Προκόπη Αγαθοκλέους που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον καθόλη την διάρκεια. Όταν γνωρίζει τον απόστρατο και τυφλό λοχαγό Φάουστο, έναν δύσκολο και τετράγωνο άνθρωπο, που υποδύεται εξαιρετικά και μετρημένα ο Άκης Σακελλαρίου, με υπηρεσιακή αποστολή να τον συνοδεύσει ως την Νάπολη, οι δύο άντρες θα συγκρουστούν, θα διασκεδάσουν, θα γευτούν την ζωή, θα συναντήσουν παλιούς και γνώριμους, θα διασχίσουν εκτός από τις πόλεις και την απόσταση μεταξύ τους…
Η σκηνοθεσία αντιλαμβάνεται την πνοή των προσώπων και καθοδηγεί κατάλληλα τον θίασο, δίνοντας πάντως βάρος σε κάποιες σκηνές περισσότερο από άλλες- η Μαριάννα Πουρέγκα συνεισφέρει καθοριστικά στον κομβικό ρόλο της Σάρα και μαγνητίζει με την γυναικεία αύρα από το δεύτερο μισό και μετά, ενώ το υπόλοιπο καστ στέκεται σταθερά και ποιοτικά στους ρόλους τους. Η παράσταση πετυχαίνει ό,τι και το νόημα του έργου, δηλαδή να δει πέρα από το πρώτο επίπεδο, να αφηγηθεί μια ιστορία προτείνοντας την αίσθηση, το άρωμα μιας γυναίκας που έχει την δύναμη να τραβήξει σαν πέπλο το σκοτάδι.
Λίνα Ρόκα
Μιας και διανύουμε την περίοδο του Halloween, τι πιο ιδανικό από το να παρακολουθήσουμε μια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Κόμη Όρλοκ; Το αλλόκοτο αυτό πλάσμα του βωβού κινηματογράφου, με τα μακριά δάχτυλα και το αμήχανο βλέμμα, ξαναζωντανεύει με χιούμορ και απροσδόκητη τρυφερότητα από τον Johnny O στην παράσταση «Nomsferatu», στο Θέατρο 104.
Στη διασκευή αυτή, ένας κτηματομεσίτης πουλά έναν πύργο στο Παρίσι στον Κόμη Όρλοκ. Για να ολοκληρωθεί η συμφωνία, στέλνει τον συνεργάτη του στη Ρουμανία. Εκεί, όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το αλλόκοτο πλάσμα του κάστρου της Τρανσυλβανίας. Ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία της γυναίκας του, της Μίνα, ξυπνά μέσα στον Κόμη έναν παλιό έρωτα και, άθελά τους, οι δύο τους θα ταξιδέψουν μαζί στο ίδιο πλοίο με προορισμό το Παρίσι.
Η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στο αστείο και το ανατριχιαστικό: το χιούμορ ξεπηδά εκεί που περιμένεις τρόμο, ενώ ο τρόμος γίνεται σχεδόν κωμικός μέσα από το σκηνικό, τις υπερβολικές κινήσεις και τις γκριμάτσες που παραπέμπουν στο σινεμά της εποχής. Ο Johnny O παίζει με τα όρια του είδους: ο Κόμης Όρλοκ είναι τρομακτικός αλλά και αμήχανος, μοναχικός, σχεδόν συμπαθής. Δεν πρόκειται για τέρας που διψά για αίμα, αλλά για μια φιγούρα που αναζητά αποδοχή και λίγη αγάπη.
Τελικά, το Halloween γίνεται η τέλεια αφορμή για να γελάσεις, να τρομάξεις λίγο και να συγκινηθείς με έναν βρικόλακα που απλώς ήθελε να μην είναι μόνος.
Κάτια Τριανταφύλλου
Όταν οι νέοι ηθοποιοί κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο σανίδι, φωτίζονται διαφορετικά από τους προβολείς που τους κοιτούν από ψηλά. Κι όταν επιλέγουν να ερμηνεύσουν ρόλους που θίγουν ζητήματα γύρω από το ίδιο το θέατρο, τότε γεννιέται ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Την περασμένη εβδομάδα παρακολούθησα την παράσταση «Τέλεση», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Δούσου και σε σκηνοθεσία Αγγελίνας Λάτση και Σταύρου Μόσχη (παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00 στο Studio Μαυρομιχάλη).
Κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός Άρης, που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Σταδιακά, όμως, αποκτά μια σκοτεινή, σχεδόν εμμονική σχέση με τη μάσκα που καλείται να φορέσει ερμηνεύοντας τον ρόλο του Ιάγου. Ο σκηνοθέτης – μια φιγούρα που δεν βλέπουμε ποτέ, μόνο ακούμε – πιέζει, κατακρίνει και ενίοτε βρίζει τους ηθοποιούς του. Η φωνή του ακούγεται μέσα από μεγάφωνα, σαν φωνή Θεού που επιβάλλει την εξουσία της. Μια επιλογή που λειτουργεί δραματουργικά, αφού αντικατοπτρίζει την αυταρχική φιγούρα του σκηνοθέτη που, συχνά και στην πραγματικότητα, ελέγχει απολυταρχικά την καλλιτεχνική δημιουργία των ηθοποιών, λες και του ανήκει. Ο Άρης, προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου και στην πίεση της ομάδας, φτάνει στο σημείο να κολλήσει τη μάσκα στο πρόσωπό του μια για πάντα, χρησιμοποιώντας ισχυρή κόλλα…
Από εκεί και πέρα, τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και την πραγματικότητα αρχίζουν να θολώνουν, κι εμείς ως θεατές προβληματιζόμαστε για την τύχη των ηθοποιών, που για να ταιριάξουν στα καλούπια που τους επιβάλλονται, στην πορεία χάνουν τον εαυτό τους εκτός σκηνής…
Ελεάνα Μιχάλη
Όλοι μιλούν για το νέο κομμάτι της Rosalia, “Berghain“. Δικαίως. Δύο χρόνια μετά το καθοριστικό για την καριέρα της “Motomami” (και ένα χρόνο μετά την αξέχαστη αυτή πρώτη συναυλία της στην Αθήνα), η Rosalia επιτέλους επιστρέφει στη δισκογραφία με ολοκαίνουριο, πολλά υποσχόμενο δίσκο, με τίτλο LUX. Και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο ενθουσιασμένη. Αν την παρακολουθείς, ξέρεις ότι η Rosalia παίρνει πολύ σοβαρά την τέχνη της – κι αυτό από μόνο του το γεγονός με κάνει να την εκτιμώ και να ανυπομονώ για κάθε της μουσικό βήμα. Κι όμως, δεν περίμενα να μας χαρίσει τέτοιο έπος, σαν το Berghain.
Τι να πρωτοσχολιασω; Την αναπάντεχη σύμπραξη με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου; Την εξωφρενικά κρυστάλλινη φωνή της; Το γεγονός ότι τραγουδάει στα γερμανικά; Ή το τόσο όμορφο, γεμάτο συμβολισμούς βίντεο κλιπ που συνόδευε το τραγούδι; Το μόνο που δεν έχω ακόμη καταλάβει είναι η σύνδεση με το διάσημο βερολινεζικο κλαμπ – αλλά είμαι σίγουρη ότι αν περάσω άλλη μια στο Reddit θα το βρω κι αυτό. Πάντως, το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι όλη την εβδομάδα παίζει στο κεφάλι μου non stop και ανυπομονώ να δω τι άλλο έχει να πει στον νέο της δίσκο αυτή η καλλιτέχνις που δεν φοβάται να πειραματίζεται, να αναθεωρεί την pop, όπως θέλουμε.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου