Πάλι σε ένα αεροπλάνο προς την Κρήτη με βρήκε η προηγούμενη εβδομάδα (μαύρη ζωή, το ξέρω). Ο λόγος; Το 13ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Τον τελευταίο χρόνο έχω κατέβει στα Χανιά τις διπλάσιες φορές απ’ όσες έχω πάει στο Ηράκλειο (είμαι από το Ηράκλειο). Αλλά πώς να μείνεις μακριά τους; Μια πόλη μικρή, που όμως αγαπά την τέχνη βαθιά. Τέχνη κάθε είδους και μορφής. Τέχνη που την τιμά, την ανυψώνει, την ανανεώνει. Το Chania Film Festival είναι μια διοργάνωση που έχει εδραιωθεί όχι μόνο στην πόλη των Χανίων αλλά και γενικά στον χώρο της τέχνης του κινηματογράφου — και δικαίως.
Φέτος, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, προβλήθηκαν 334 ταινίες από όλο τον κόσμο, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες masterclasses, ενώ χιλιάδες παιδιά έζησαν για σχεδόν δέκα μέρες μέσα στον κινηματογράφο — παρακολουθώντας ταινίες που δημιουργήθηκαν για παιδιά αλλά και από παιδιά. Το 13ο Chania Film Festival έφερε στο φιλοθεάμον κοινό εξαιρετικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, ωστόσο ο ρόλος του ως «εκπαιδευτικό μέσο» ή «εκπαιδευτικός χώρος» είναι, νομίζω, εξαιρετικά σημαντικός.
Είχα την τύχη να βρεθώ στην πανέμορφη πόλη των Χανίων τις τελευταίες τέσσερις μέρες του Φεστιβάλ (23-26/10). Δεν ξέρω αν ήταν η πρόωρη νοσταλγία του τέλους, ο καιρός που, ενώ ήταν Οκτώβρης, έκανε ένα μικρό διάλειμμα για καλοκαίρι, ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου ή η παρουσία του Παντελή Βούλγαρη — αλλά οι τελευταίες μέρες του 13ου Chania Film Festival ήταν ντυμένες με μια γλυκόπικρη γεύση. Όχι αρνητική, ούτε αποθαρρυντική· το αντίθετο. Η ιδέα της μνήμης, του παρελθόντος, της νοσταλγίας για όσα μπορεί να ζήσαμε, αλλά και το κοινό που από μόνο του ήταν σαν ένα ζωντανό ντοκιμαντέρ, έκαναν κάθε αίθουσα του Φεστιβάλ να είναι γεμάτη με πολλά συναισθήματα. Παρακάτω, λοιπόν, θα βρείτε εκείνα που εμένα με άγγιξαν λίγο παραπάνω — εκτός από τις ταινίες φυσικά — και όσα νομίζω πως αξίζουν μια δεύτερη ματιά.
Μέσα στο πνεύμα της μνήμης, της θυμίσης και του παρελθόντος, το Φεστιβάλ τίμησε, με τον τρόπο του, τα 100 χρόνια από τη γέννηση του υπέρτατου Μάνου Χατζιδάκη. Με την προβολή του μοναδικού ντοκιμαντέρ που έχει υπάρξει ποτέ για τον «Έλληνα μουσικό» – όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του , σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Βερνίκου και τίτλο «Μάνος Χατζιδάκης – Είδωλο στον Καθρέπτη». Στην Αίθουσα Α του Πνευματικού Κέντρου Χανίων έγινε η προβολή «ενός ταξιδιού στο μουσικό μύθο της ζωής του Μάνου Χατζιδάκη» – μια γλυκιά ταινία.
Την επόμενη μέρα, στο Βενιζέλειο Ωδείο, πολύς κόσμος – η αλήθεια είναι μεγάλης ηλικίας, κάτι που πάντα βρίσκω συγκινητικό – ήρθε στην ειδική εκδήλωση του Φεστιβάλ σε συνεργασία με το Ωδείο, με θέμα τη σχέση του Μάνου Χατζιδάκη και του ντόπιου Μίκη Θεοδωράκη. Σε έναν χώρο που ο τελευταίος υπήρξε, έχει διευθύνει και έχει δημιουργήσει αρκετές φορές – καθώς από εκεί ξεκίνησε – ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ι. Αλλαμανής ανέβηκε στη σκηνή, μαζί με τον κύριο Φραντζέσκακη, και μίλησε με πολύ γοητευτικά λόγια για την κοινή ζωή αυτών των δύο.
«Η πρώτη τους συνάντηση έγινε την άνοιξη του 1945, μέσα στην ΕΠΟΝ», ανέφερε ο Αλλαμανής. «Εκεί, ο νεαρός Μίκης διηύθυνε τη χορωδία και ο Μάνος συνόδευε ένα θεατρικό σύνολο. Από τότε, οι δρόμοι τους δεν χώρισαν ποτέ πραγματικά». Ο Γιώργος Αλλαμανής ανέσυρε και «ξεχασμένες ιστορίες» από τη δεκαετία του ’70, μίλησε με νοσταλγία για τις ζωές δύο ταιριαστών ανθρώπων, που διέφεραν παραπάνω απ’ όσο έμοιαζαν και όμως συμπορεύονταν. Οι δύο μεγάλοι δημιουργοί στάθηκαν ο ένας στο πλευρό του άλλου, παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές. «Ο Χατζιδάκις υπερασπίστηκε δημόσια τον Θεοδωράκη, λέγοντας πως “έχει πληρώσει με πόνο το δικαίωμά του να εκφράζεται ελεύθερα”», υπενθύμισε ο Αλλαμανής, ενώ αναφέρθηκε και στη συναυλία του Μίκη το 1976, όπου ο ίδιος τον τίμησε «από μικροφώνου».
[relart 2]
Ανάμεσα στις λέξεις και τις ιστορίες που ειπώθηκαν, ο εξαιρετικός πιανίστας Γιώργος Σαλτάρης άνοιξε τη συζήτηση με γνωστές μελωδίες και έκλεισε την ομιλία του κυρίου Αλλαμανή με ένα συνοθύλευμα γνωστών ήχων και μελωδιών, όσο το κοινό γοερά τραγουδούσε τους στίχους. Μετά, τη σκυτάλη πήραν και άλλοι ομιλητές και η συζήτηση συνεχίστηκε ανάμεσα στο κοινό και εκείνους. Αυτό που κράτησα εγώ όμως, σε εκείνες τις βελούδινες κόκκινες καρέκλες της αίθουσας, ήταν η φράση πως «οι διαφορές τους να ήταν η πιο γόνιμη αρμονία που γνώρισε ποτέ η ελληνική μουσική». Πόσο σπάνιο και αγγελικό είναι το να ενώνεσαι αιώνια με κάποιον που οι “νότες” σας ποτέ δεν ταυτίστηκαν αλλά πάντα συνυπήρχαν στην ίδια “παρτιτούρα”.

«Εγώ ποδοσφαιριστής ήθελα να γίνω» είναι η πρώτη φράση που λέει μόλις ανεβαίνει στη σκηνή, μετά την προβολή της τελευταίας ταινίας του «Το Τελευταίο Σημείωμα». Ο κόσμος δεν σταματούσε να χειροκροτάει όσο ο Παντελής Βούλγαρης και η συγγραφέας και σύζυγός του, Ιωάννα Καρυστιάνη, ανέβαιναν στη σκηνή. Νομίζω πως έχω συναντήσει πολύ λίγους ανθρώπους και καλλιτέχνες στο εύρος του Παντελή Βούλγαρη που να είναι τόσο ευγενικοί και ανοιχτοί, με αυτή τη γλύκα στα μάτια. Είχα την τύχη να του έχω σφίξει ξανά το χέρι, πάλι σε μία προβολή ταινίας του παλαιότερα, και τα μάτια του ήταν το ίδιο καθαρά και γεμάτα νοιάξιμο. Όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων ανακοίνωσε το αφιέρωμά του και την τιμητική εκδήλωση στον τεράστιο δημιουργό, αλλά και την έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «Παντελής Βούλγαρης – Μίας ζωής ταινίες», που αναδεικνύει όλη την πορεία της ζωής του μέσα από τις ταινίες του, με τη συνεργασία και το αρχείο του ίδιου, ο ενθουσιασμός ήταν το βασικό συναίσθημα που κυριαρχούσε – και από τις δύο πλευρές.
«Ο τυχερός εγώ ένιωσα τη ζεστασιά της αγκαλιάς του κοινού που μου έκανε την τιμή να δει τις ταινίες. Το είδα στα μάτια τους, κι επειδή δούλεψα πολύ με τα βλέμματα που λένε τόσα, που μιλούν αλήθειες, κάτι ξέρω από αυτά πια».
Στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ υπήρχε αρχικά η προβολή της τελευταίας του ταινίας «Το Τελευταίο Σημείωμα», που είναι και «ντόπια», καθώς έχει γυριστεί στην Κρήτη, στο Φρούριο του Ιτζεδίν – και κυρίως γιατί είχε κάνει την πρεμιέρα της στο ίδιο Φεστιβάλ, ακριβώς πριν από οκτώ χρόνια. «Ευχαριστώ τους Χανιώτες, τους Κρητικούς γενικά, φορείς και μεμονωμένους πολίτες, που με βοήθησαν με όλη τους την καρδιά και με πολλούς τρόπους – έχω και ένα τεράστιο σόι της γυναίκας μου άλλωστε εδώ», είπε ο κύριος Βούλγαρης στην ομιλία του, αφού πρώτα είχε ευχαριστήσει και αναφέρει σχεδόν κάθε όνομα συνεργάτη, ακόμα και όσων δεν είναι πια μαζί μας. Μίλησε για την ευτυχία της συνύπαρξης και τη νοσταλγία της αγκαλιάς των αγαπημένων του ανθρώπων — ανάμεσά τους και ο «πολυαγαπημένος φίλος και συνεργάτης» του, ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε πριν λίγες μέρες. «Η σκέψη μου δεν ξεκολλάει απ’ τον Νιόνιο. Το φευγιό του πονάει πολύ, μετράει και θα μετρήσει κι άλλο στα λίγα των καιρών. Τον θυμάμαι με πολλές λεπτομέρειες, ακόμα και σε συναντήσεις που δεν έγιναν ποτέ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μίλησε πολλή ώρα εκείνη τη μέρα· τα είχε όλα σημειωμένα. Για τις «Νύφες», τα «Πέτρινα Χρόνια», τους Κρητικούς και τις Κρητικές που έχουν παίξει σε όλα αυτά — και κυρίως για «Το Τελευταίο Σημείωμα», που μόλις είχαμε δει. Εμείς είχαμε πλαντάξει στο κλάμα — όλοι στο κοινό — κι εκείνος μιλούσε με τα πιο γλυκά λόγια για μια εμπειρία γυρισμάτων που έμεινε ανεξίτηλη. «Αγάπησα πολύ τα Χανιά και τους ανθρώπους τους, τις πόλεις και τα όμορφα χωριά. Έπαιξαν και παίζουν ρόλο στις σκέψεις μου για τη ζωή, τις σχέσεις, τον τόπο μας».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, αλλά και στον λόγο του, μίλησε πολύ για τη ματιά και το βλέμμα – που για εκείνον είναι ό,τι πιο σημαντικό. Χαρακτήρισε τους θεατές και τους ανθρώπους «βάλσαμο» και, όπως πάντα, μας προέτρεψε να στρέψουμε το βλέμμα μας στους νέους δημιουργούς, στον μόχθο και στη δική τους οπτική. Η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη, που είναι πάντα δίπλα του, εκμυστηρεύτηκε πως βλέποντας τα «Πέτρινα Χρόνια» και «το Τελευταίο Σημείωμα», ένιωσε πως χρειάζεται μία ακόμα ταινία στο Φρούριο του Ιτζεδίν για να κλείσει η τριλογία. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί». Άλλωστε, τα μάτια του Παντελή Βούλγαρη πάντα κοιτούν στην ψυχή των ανθρώπων — με μια ματιά μοναδική.
«Το Φεστιβάλ τελειώνει – και μόλις τώρα αρχίζει»
«Τα μικρά φεστιβάλ κινηματογράφου είναι η ασφάλεια του κινηματογράφου». Αυτή είναι μία φράση που είπε ο Εμίρ Κουστουρίτσα κατά τη διάρκεια του αφιερώματος στον ίδιο και στη δουλειά του στο 13ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Χώρεσε μέσα σε μία φράση όλα όσα είναι το Chania Film Festival. Στην τελετή λήξης της Κυριακής (26/10) ο Μαθιός Φραντζεσκάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, ανέβηκε να παραδώσει τα βραβεία σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες, αλλά θέλησε να τιμήσει όλους αυτούς τους ανθρώπους χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχε φεστιβάλ — τους εθελοντές του. Ανέβηκαν πολλοί άνθρωποι και μίλησαν σε εκείνο το βήμα, λέγοντας πολύ ωραία και ελπιδοφόρα πράγματα, που όλοι εύχονται να γίνουν πραγματικότητα. Μίλησαν για το πώς τώρα ξεκινά η δουλειά για ένα επόμενο φεστιβάλ και για το ότι αυτή η διοργάνωση είναι «ένα φάρος πολιτισμού».
Όσο για τα βραβεία, ξεχώρισαν ταινίες που συνδύασαν έμπνευση και κοινωνική ματιά. Το βραβείο Μυθοπλασίας Μικρού Μήκους απέσπασε το «Το δόντι και ο βράχος» του Κωστή Αλεβίζου, ενώ το «Albgreko» του Ilir Tsouko τιμήθηκε ως καλύτερο ελληνικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Στην κατηγορία μεγάλου μήκους, κορυφαία διάκριση έλαβε η «Αρκτική Οδύσσεια» του Ευάγγελου Ρασσιά. Το κοινό τίμησε την «Επιστροφή στην Πατρίδα» των Χρύσας Τζελέπη και Άκη Κερσανίδη, ενώ το διεθνές βραβείο ντοκιμαντέρ απονεμήθηκε στο «What about Petey?» του Martin Trabalík. Ξεχώρισε επίσης το animation «Underground» του Γιάννη Χριστοφόρου, που απέσπασε και ειδική μνεία από τη Νεανική Επιτροπή.
Γενικότερα, το κλίμα την ημέρα της τελετής είχε πολύ ελπίδα· νοσταλγία για όσα ζήσαμε ή δεν προλάβαμε να ζήσουμε και ανυπομονησία για όσα έχουμε μπροστά μας μέχρι το επόμενο Chania Film Festival.