Τραγουδοποιός, συνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής, συγγραφέας, οι ιδιότητες του Διονύση Σαββόπουλου ήταν πολλές, ενώ ο ίδιος ήταν πολυγραφότατος, ιδιαίτερα την εποχή της δημιουργικής ακμής του. Παράλληλα, είχε πάντα το θάρρος της άποψής του, ενώ η πορεία του συνδέθηκε με μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από την Επταετία μέχρι σήμερα.
Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του, έχουν γραφτεί πολλά και αυτή ίσως να ήταν για τους περισσότερους από εμάς μια αφορμή να γνωρίσουμε καλύτερα το έργο του, να καταλάβουμε τη συμβολή του για τη νέα γενιά καλλιτεχνών, να εξετάσουμε όλες τις πτυχές του – που σίγουρα δεν ήταν πάντα αρεστές.
Εξάλλου, ο ίδιος ήταν ένας χαρακτήρας αριστοφανικός – ίσως γι’ αυτό είχε καταπιαστεί με το πρώτο σωζόμενο έργο του Αριστοφάνη “Αχαρνής”, αλλά και με το τελευταίο του, τον “Πλούτο”, που ανέβασε το 2013, με δική του μουσική, μετάφραση και σκηνοθεσία στην Επίδαυρο.
Μεγαλωμένος στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι σε μια ταραγμένη περίοδο – ο πρώτος δίσκος του, το “Φορτηγό” κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, το ’67. Οργανωμένος στην ΕΔΑ, είχε συλληφθεί στην πρώτη Μαραθώνια Πορεία των “Λαμπράκηδων”, ενώ από τους πρώτους κιόλας μήνες της Χούντας, συλλαμβάνεται και βασανίζεται στο διαβόητο κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας.
Εκεί, ανάμεσα σε βασανισμούς, ο ποιητής Διονύσης Σαββόπουλος βρίσκει καταφύγιο στους στίχους και γράφει τραγούδια – κυρίως πολιτικά, πολλά από τα οποία συμπεριλαμβάνονταν στους τρεις δίσκους που θα κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια της Επταετίας. Ο ίδιος είχε αποκαλύψει ότι “Το περιβόλι του τρελού” το έγραψε στη φυλακή. “Πολλοί απορούσαν. «Μα πώς βρε παιδί μου μέσα σε ‘κείνον το ζόφο εσύ έγραφες τραγούδια;». Μα γι’ αυτό χρειάζονται τα τραγούδια, για να μπορούμε να ξεπερνάμε τον ζόφο…” είχε πει σε συνέντευξή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απλή, αλλά τόσο δυνατή “Θαλασσογραφία” του, με το αξέχαστο αυτό τετράστιχο:
Να μας πάρεις μακριά / να μας πας στα πέρα μέρη / φύσα θάλασσα πλατιά / φύσα αγέρι φύσα αγέρι
Με πιστό σύντροφο την πένα του, γράφει μερικά από τα πιο ευφάνταστα τραγούδια του. Έτσι, η Ελληνική Αστυνομία γίνεται “Έλσα” στο τραγούδι “Έλσα σε φοβάμαι”, ο Τσε Γκεβάρα “Γιώργος Καραϊσκάκης”, η “θεία Μάρω” ονομαζόταν θεία Μάνου και ήταν υπαρκτό πρόσωπο, συγκρατούμενή του στη φυλακή που ως μεγαλύτερη τον είχε περιθάλψει. Η πιο ευφάνταστη αλλαγή είχε γίνει στον τίτλο του τραγουδιού που σήμερα γνωρίζουμε ως “Η Δημοσθένους λέξις”, στο οποίο τραγουδούσε “Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει / οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη/ τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι / αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή”.
“O πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν «Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο». Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός. Πετούσα μέσα μου”, εξηγούσε με ενθουσιασμό για την “πρόκληση”.
Στον ίδιο δίσκο θα διασκευάσει και Μπομπ Ντύλαν, κάνοντας το “The wicked messenger” έναν “Άγγελο εξάγγελο”, που θυμίζει τον αγγελιοφόρο αρχαίας τραγωδίας. Όπως τα περισσότερα τραγούδια του είναι κι αυτό ένα αιχμηρό σχόλιο για όλους δέχονται τα “νέα” (ακόμα και τα ψευδή) μόνο όταν ειναι καλά και συμφέροντα.
Άγγελος εξάγγελος μας ήρθε από μακριά
γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι
δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφειΤα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
μα ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας
γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας
Στο “Βρώμικο Ψωμί”, ακούμε άλλο ένα από τα πολύτιμα “ποιητικά” έργα του, τους στίχους δηλαδή για το δικό του “Ζεϊμπέκικο”, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα θα ερμήνευε η Σωτηρία Μπέλλου. “Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια / και με τους φίλους τους παλιούς / τριγυρνάμε στα σκοτάδια / κι όμως εσύ δε μας ακούς / Δε μας ακούς που τραγουδάμε / με φωνές ηλεκτρικές / μες στις υπόγειες στοές / ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε / τις βασικές σου τις αρχές”. Σε αυτό το τραγούδι, με τον πιο εμφατικό τρόπο, ο Σαββόπουλος παντρεύει την ελληνική λαϊκή παράδοση με το “σήμερα” και το “αύριο”, το δικό του ροκ.
Εν μέσω δικτατορίας, άλλος ένας σπουδαίος δίσκος του κυκλοφορεί: ο “Μπάλλος”. Ένας δίσκος καθοριστικός για την ελληνική δισκογραφία, αφού εμπνέεται από την ελληνική παράδοση. Στον δίσκο περιλαμβάνεται και το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο διαρκεί 16 λεπτά, και στο οποίο φυσικά ακούγεται το εμβληματικό: “Εδώ είναι Βαλκάνια / δεν είναι παίξε γέλασε”.
Φυσικά δεν ξεχνάμε και την πρώτη (επίσημη, δισκογραφική τουλάχιστον) συνάντησή του με το έργο του Αριστοφάνη. Τον Ιανουάριο του 1976, ο Κουν του τηλεφωνεί για να του αναθέσει τη μουσική για τους «Αχαρνής», που θα ανέβαζε το Θέατρο Τέχνης. «Ένιωσα σαν να μπαίνω σε ένα κήπο φτιαγμένο από τα υλικά των παιδικών μου ονείρων», είχε πει ο Σαββόπουλος. Μετά από κάποιες διαφωνίες με τους συνεργάτες του Θεάτρου που οδήγησαν στη ματαίωση της συνεργασίας τους, αποφασίζει να παρουσιάσει τη μουσική από τους «Αχαρνής» τον Δεκέμβριο του 1976 στη μπουάτ «Ρήγας» στην Πλάκα, όπου η συμμετοχή των νέων τότε καλλιτεχνών Νίκου Ζιώγαλα, Πάνου Κατσιμίχα, Ηλία Λιούγκου, Σάκη Μπουλά, Νίκου Παπάζογλου, Μανώλη Ρασούλη και Μελίνας Τανάγρη, γεννά τον υπότιτλο του δίσκου που τελικά κυκλοφόρησε το 1977: «Τραγούδια για νέους κανταδόρους».
Βασισμένο στο αριστοφανικό έργο, ο Διονύσης Σαββόπουλος έκανε τη δική του ελεύθερη απόδοση. Σε ένα από τα πιο διάσημα τραγούδια του δίσκου, ο Διονύσης Σαββόπουλος στήνει τη δική του αριστοφανική “Παράβαση” και μεταξύ άλλων καταλήγει: “Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά / Πρόστιμο μιας ζωής στην κλεψύδρα και στα εφετεία είναι μια κοροϊδία σκιά του δικαστή”.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυκλοφορεί τον δίσκο “Τραπεζάκια έξω” και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του, το “Ας κρατήσουν οι χοροί”, στο οποίο περικλείει όλη τη γιορτινή διάθεση της δεκαετίας αυτής και κάνει τη δική του δήλωση: “Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα να πυκνώνει ο δεσμός μας / και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας“.
Ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος δίσκος του, “Το Κούρεμα” κυκλοφορεί το ’89. Σε αυτόν βρίσκεται και το “Καλοκαίρι”, ένα τραγούδι “ωδή” (ή και ρέκβιεμ) στο ελληνικό καλοκαίρι, στο οποίο “ζωγραφίζει” τις πιο όμορφες εικόνες για να μιλήσει για τον συμβιβασμό μας με το μόνο πράγμα που μας έχει απομείνει:
καλοκαίρι / τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει /μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι / στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι / μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει
Τραγουδοποιός, συνθέτης, ερμηνευτής μα και ποιητής, ο Διονύσης Σαββόπουλος, αριστοφανικός και ασυμβίβαστος, έστηνε τις δικές του “παραβάσεις” σε κάθε ένα από τα τραγούδια του. Με τη σημερινή αφορμή, “διαβάζουμε” μερικά από τα αγαπημένα μας τραγούδια, σε δικούς του στίχους:
Μη μιλάς άλλο γι’ αγαπη – 1964
Μία η άνοιξη ένα το σύννεφο χρυσή βροχή
βροχή που χόρευε σε κάμπο ώριμο ως το πρωί
σαν στάχυα έλυσες πάνω στους ώμους μου χρυσά μαλλιά
σαν στάχυ χόρεψες σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά
Μη μιλάς άλλο για αγάπη η αγάπη είναι παντού
στην καρδιά μας στη ματιά μας τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα `χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πει
θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή
Μία η θάλασσα ένας ο ήλιος της γλάροι λευκοί
ήλιος και θάλασσα γλυκό κορίτσι ζεστό πρωί
πρωί κι ορθάνοιξα τα δυο σου πέταλα μ’ ένα φιλί
κι εσύ μου χάρισες όλη την άνοιξη σ’ ένα κορμί
Μη μιλάς άλλο για αγάπη η αγάπη είναι παντού
στην καρδιά μας στη ματιά μας τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα `χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πει
θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή
Χθες ήταν έρωτας χθες ήταν σύννεφο χρυσή βροχή
χθες ήταν θάλασσα γλάρος που χόρευε με το πρωί
τώρα είναι η σιωπή τώρα είναι η λησμονιά κι ο χωρισμός
κι όλα τα αστέρια του θαρρείς πως έσβησε ο ουρανός
Μη μιλάς άλλο για αγάπη η αγάπη είναι παντού
στην καρδιά μας στη ματιά μας τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα `χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πει
θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή
Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
είναι το καλοκαίρι μου,
ο έρωτάς μου, ο πόνος μου
Μια θάλασσα μικρή
στα δυο σου μάτια φέγγει
κάθε πρωί
Μια θάλασσα μικρή
στο δάκρυ στο τραγούδι,
στο κάθε σου φιλί
Μια θάλασσα μικρή
Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
και στη γωνιά η στάμνα μου
για ένα καλοκαίρι
ήσουνα εσύ
Σε τραγουδούσα εγώ
σαν τις χορδές του ανέμου
στα μαύρα σου μαλλιά
Σ’ ακολουθούσα εγώ
σαν το ψηλό χορτάρι
τον άνεμο
Σε τραγουδούσα εγώ
Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
πικρά σ’ αποχαιρέτησε,
σε περιμένει
Μια θάλασσα μικρή
Θα υπάρχει μια διέξοδος,
είπε ο παλιάτσος στο ληστή
Κι αν σου `χει μείνει μια σταλιά ντροπή,
δώσε λιγάκι προσοχή
Εμπόροι πίνουν το κρασί μας,
και κλέβουνε τη γη
Εσύ είσαι η μόνη μας ελπίδα,
σε περιμένουμε να `ρθεις
Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά,
ήταν τα λόγια του ληστή
Έχουν περάσει όλα αυτά
πάει καιρός πολύς
Εδώ απάνω στα βουνά
δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή
Για ό,τι έχει κερδηθεί
για ό,τι έχει πια χαθεί
Πάνω απ’ του κάστρου τη σκοπιά,
οι πρίγκιπες κοιτούν
Καθώς γυναίκες και παιδιά,
τρέχουν για να σωθούν
Κάπου έξω μακριά
ο άνεμος βογκά
Ζυγώνουν καβαλάρηδες
με όπλα και σκυλιά
Θα υπάρχει μια διέξοδος,
είπε ο παλιάτσος στο ληστή
Κι αν σου `χει μείνει μια σταλιά ντροπή,
δώσε λιγάκι προσοχή
Εμπόροι πίνουν το κρασί μας,
και κλέβουνε τη γη
Εσύ είσαι η μόνη μας ελπίδα,
σε περιμένουμε να `ρθεις
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
στην αγορά, στο Λαύριο
Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
Και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα
Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι.
Και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη
Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ, μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.
Λίγο μετά, στα δεκαεφτά
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών
το σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.
Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ ένα δωμάτιο καπνού
το θαύμα πάλι ήταν αλλού
στις παιδικές πρωτοχρονιές σου
στον χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.
Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις
πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.
Πρωτοχρονιές, γιορτές του χρόνου
πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πως θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;
Δυο, δυο, πέρασαν να τα τα κορίτσια
Όλο ντρέπονται, ντρέπονται τα κορίτσια
Τα κορίτσια, τα κορίτσια, δύο δύο βιαστικά
στρίβουν από τη γωνία για να μπουν στο σινεμά
Στέκουν πίσω από το τζάμι και ζητάνε παγωτό
τα κορίτσια που `χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ
Σε λευκώματα όμορφα γράφουν τα κορίτσια
Πριν πλαγιάσουν κλείνουν, κλειδώνουν τα κορίτσια
Στον καθρέπτη κάθε βράδυ στα κρυφά
βλέπουνε να μεγαλώνουν μ’ ένα φόβο στη καρδιά
Τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά
τα κορίτσια που περνάνε δύο δύο βιαστικά
Πόσα όμορφα βλέπεις τα κορίτσια
Πόσο άτυχα βλέπεις τα κορίτσια
Την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε ακριβά
Κάποια μέρα σαν χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά
Η μαμά τους θα δακρύζει συγγενείς, πεθερικά
Τα κορίτσια τα καημένα κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά
Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.
Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
λησμονημένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.
Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.
Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.
Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.
Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή
Ήλιος κόκκινος ζεστός στάθηκε στην κάμαρά μου
Ξύπνησε όλη η πολιτεία κάτω απ’ τα παράθυρά μου
Το παιδί πάει στο σχολειό του κι ο εργάτης στην δουλειά
πρωινά δυο μάτια ανοίγει όμορφη μια κοπελιά
Ήλιε κόκκινε αρχηγέ
δώσ’ το σύνθημα εσύ
κι η χαρά ν’ αναστηθεί
το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψει η χαραυγή
Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό
να ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό
μπρος στης φάμπρικας την πύλη ο εργάτης σταματά
όμορφη η μέρα γνέφει κι απ’ το ρούχο τον τραβά
Ε ε σύντροφέ μου αχ τι κακό
μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό
να την τρώει τ’ αφεντικό
Σήκω ήλιε πιο ψηλά να σε δούνε τα παιδιά
δες χορεύει η κοπελιά με στεφάνι στα μαλλιά
τα παιδιά θα μεγαλώσουν θ’ αγαπούν την κοπελιά
κι όλα τότε θα `ν’ δικά μας ήλιος, ουρανός, χαρά
Ε ε σύντροφε ήλιε σε ρωτώ
το ποτήρι αν ξεχειλίσει τι θα γίνει τ’ αφεντικό
Ε ε μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό
αλίμονο στ’ αφεντικό.