Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(-) 90.000 βιβλία ένα βήμα πριν την ανακύκλωσηPhoto by Tom Hermans on Unsplash
Τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι να ακούμε νέα για το κλείσιμο ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων που δεν κατάφεραν να κρατηθούν άλλο στη σύγχρονη πραγματικότητα των υψηλών ενοικίων και του μειωμένου αναγνωστικού κοινού. Και τώρα, απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα, πρόκειται να παρακολουθήσουμε ακόμα ένα τέτοιο κλείσιμο, πιο θλιβερό ίσως από τα υπόλοιπα:
Ο Ανέστιος, το παλαιοβιβλιοπωλείο των αστέγων όπως πολλοί το γνωρίζουν, βρίσκεται λίγες μέρες πριν την έξωση από τον χώρο που νοικιάζει στο Παγκράτι, χωρίς προς το παρόν να φαίνεται να υπάρχει η δυνατότητα μετακόμισης αλλού. Ο ιδρυτής του Ανέστιου -και πρώην άστεγος- κύριος Λεωνίδας Κουρσούμης δήλωσε ότι το μόνο που ζητάνε είναι μια αποθήκη για να μεταφερθούν τα 90.000-100.000 βιβλία του βιβλιοπωλείου, τα οποία διαφορετικά θα καταλήξουν στην ανακύκλωση. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό να έχει βρεθεί κάποιος τέτοιος χώρος και η είδηση του κλεισίματος φαίνεται ότι θα έρθει, σφίγγοντας την ψυχούλα μας όχι μόνο με την εικόνα χιλιάδων βιβλίων πεταμένων στα σκουπίδια αλλά και με το τέλος μιας συγκινητικής πρωτοβουλίας, από αυτές που μας θύμιζαν την πίστη στις δεύτερες ευκαιρίες.
Το βιβλιοπωλείο των αστέγων ξεκίνησε το 2019 με ένα κάλεσμα στα social media, και κατάφερε να δώσει νέα ζωή σε χιλιάδες μεταχειρισμένα βιβλία αλλά και σε μια ομάδα τεσσάρων πρώην άστεγων συνανθρώπων μας που απασχολούνται πλέον εκεί. Ο Ανέστιος (όνομα και πράγμα), από μια αποθήκη στην Πειραιώς βρέθηκε στην πλατεία Κάνιγγος και από εκεί στην τωρινή του διεύθυνση- Αστυδάμαντος 11 στο Παγκράτι– και ελπίζουμε με όλη μας την καρδιά και στην εύρεση κάποιας επόμενης διεύθυνσης, για να σωθεί ό,τι σώζεται από την αναγνωστική κουλτούρα της Αθήνας αλλά και από την πίστη μας στην ανθρωπότητα, μέσα στη δυστοπία που ζούμε τον τελευταίο καιρό.
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Για πρώτη φορά βρέθηκα σε IMAX αίθουσα – να ζούσα άραγε τόσο καιρό κάτω από πέτρες; Μπορεί, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι έκανα την αρχή με μια ταινία-ορόσημο, το Interstellar του Christopher Nolan. Η ταινία βγήκε το 2014 (μη μπερδευτείτε), αλλά τα Village Cinemas την επανέφεραν στις αίθουσες για λίγο, ώστε να την (ξανά)ζήσουμε όπως πρέπει: σε τεράστια οθόνη και με την πιο απίθανη ποιότητα εικόνας και ήχου.
Κάποιες ταινίες μιλάνε διαφορετικά στη μεγάλη οθόνη, πώς να το κάνουμε. Και το Interstellar για εμένα είναι μια τέτοια ταινία. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν η εμπειρία μου ίδια αν την έβλεπα στην TV, ή τέλος πάντων σε οποιαδήποτε μικρή οθόνη. Το γεγονός μάλιστα ότι την είδα (ναι, για πρώτη φορά) σε IMAX έκανε όλη τη διαφορά και με άφησε με την καλύτερη δυνατή εντύπωση.
Με λίγα λόγια, για όσους (λίγους) δεν την έχουν ακόμη δει, εδώ έχουμε μια Γη να πεθαίνει από την έντονη ξηρασία και τους ανθρώπους της να έχουν εναποθέσει την τελευταία τους ελπίδα στην εύρεση ενός νέου πλανήτη σε έναν μακρινό γαλαξία ώστε να γίνει αυτός το νέο τους σπίτι. Και κάπως έτσι μία αποστολή ξεκινά, με τα μέλη του πληρώματος εξερευνητών να παίρνουν ένα τρομερό ρίσκο, μη ξέροντας αν και πότε θα επιστρέψουν… Δύο πράγματα θα πω: 1. Κάποιος έπρεπε να με είχε προειδοποιήσει ότι δεν είναι απλώς «μια ακόμη διαστημική περιπέτεια», αλλά μια εμπειρία με σκηνές που – ειδικά σε συνδυασμό με τη μουσικάρα του Hans Zimmer – θα σημάδευαν για πάντα την άμοιρη ψυχή μου και 2. Η αίθουσα και παρά τα τσουχτερά 15 ευρώ ήταν γεμάτη, πράγμα που με γέμισε χαρά και ελπίδα για το μέλλον του σινεμά.
Ευδοκία Βαζούκη
Ο σύγχρονος χορός είναι μια μορφή τέχνης που μου αρέσει γιατί, εκ φύσεως του, αφήνει χώρο για να υπάρξεις. Όχι ως άψογος εκτελεστής, αλλά ως άνθρωπος με σώμα, ψυχή, αναπνοή. Είναι ελεύθερη και ευέλικτη έκφραση, γιατί ο χορευτής δεν δεσμεύεται από αυστηρά βήματα ή πόζες. Μπορεί να βρεθεί στο πάτωμα, να πέσει, να ανασάνει και να αφήσει το σώμα να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Και γι’ αυτό, δεν θα μπορούσα να λείψω από το 6ο Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού Compartments Dance Project στο «Τρένο στο Ρουφ»
Είχα την ευκαιρία να δω 3 short performances. Η πρώτη παράσταση που είδα ήταν το «Uncovering», ερμηνευόμενο από τη Βιλελμίνη Καλαμπρατσίδου. Εκεί, η καρδιά, αποκαλύπτεται ως κίνηση και ήχος. Η χορεύτρια φορούσε ένα Holter ρυθμού και οι χτύποι της καρδιάς της χρησιμοποιούνταν ως ψηφιακό αποτύπωμα. Η χορογραφία αναπαριστούσε τη ροή του αίματος, τις αέναες συσπάσεις, τις σπειροειδείς πιέσεις των αρτηριών… όπως αναδύονται από τα έγκατα του σώματος.
Ακολούθησε το «Afterles», μια συνεργασία Θωμαΐς Σταυριανού – Ζυμαρίτου και Τέλη Τελλάκη. Η παράσταση αντιμετώπζε το ανθρώπινο σώμα ως τόπο που μπορεί να αντιστέκεται αλλά και να παρατηρεί, ειδικά μέσα στον σύγχρονο κόσμο της τεχνολογίας και των συνεχών κοινωνικών μετασχηματισμών. Οι χορευτές κινούνταν με τρόπο που άλλοτε παραπέμπει σε σύγκρουση και άλλοτε σε αναμονή, σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους.
Η τελευταία, και αγαπημένη μου, ήταν το «Hug Or Tag?», όπου ερμήνευε το Dance Company. Στα πλαίσια αυτής της χορογραφικής «έρευνας», οι χορευτές μάς υποδέχτηκαν στο βαγόνι του τρένου και έστησαν έναν διάλογο με το σώμα τους γύρω από το τι σημαίνει επαφή σήμερα. Είναι ένα σώμα απαραίτητο για μια αγκαλιά; Είναι αρκετό; Οι κινήσεις τους άλλοτε εμφανίζονταν τρυφερές και άλλοτε αιχμηρές, σαν να αναζητούσαν τη σωστή ισορροπία. Κι εκεί, μέσα στον περιορισμένο χώρο του βαγονιού, η χορογραφία διερευνούσε τις παραλληλίες μεταξύ δια ζώσης και ψηφιακής επικοινωνίας.
Οι τρεις αυτές performances, παρότι τόσο διαφορετικές, συνομίλησαν μεταξύ τους πάνω στο ίδιο θέμα. Πώς αντιδρά το σώμα μέσα σε ένα περιβάλλον πίεσης και αλλαγής; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνυπάρξει, μέσα σε όλα αυτά, με τον νέο του εαυτό και τον “άλλον”; Κι εγώ, ένιωσα ότι παρακολουθούσα τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας αναζήτησης. Την ανακάλυψη του σώματος ως μέσου επικοινωνίας, έκφρασης και εσωτερικής σύνδεσης.
Κάτια Τριανταφύλλου
Μπορεί να έχετε παρατηρήσει ότι αυτές τις μέρες η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον Μια Μάχη Μετά την Άλλη, μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Δικαίως, αν με ρωτάτε. Η αλήθεια είναι πως όταν ένας σκηνοθέτης έχει δημιουργήσει εμβληματικές ταινίες, όπως το Θα Χυθεί Αίμα και η Αόρατη Κλωστή, οι προσδοκίες είναι υψηλές και η σύγκριση σχεδόν αναπόφευκτη. Ο ενθουσιασμός, μου, λοιπόν, για την νέα του ταινία ήταν μεγάλος, προσπάθησα όμως να είμαι αντικειμενική.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, ο Πολ Τόμας Άντερσον μάς παρασύρει με ένα γρήγορο ρυθμό που ταιριάζει απόλυτα με το θέμα της ταινίας. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι μια ταινία που παρουσιάζει τους αγώνες μιας αντιστασιακής ομάδας ενάντια στην εξουσία; Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ενσαρκώνει με επιτυχία τον, εκτός φόρμας, πρώην επαναστάτη Μπομπ Φέργκιουσον, που προσπαθεί να προστατέψει την κόρη του, όπως ακριβώς ο Λίαμ Νίσον στην Αρπαγή. Όμως, ο Μπομπ έχει αποσυρθεί τα τελευταία 16 χρόνια και γι’ αυτό οι ικανότητες και τα αντανακλαστικά του έχουν πια «σκουριάσει». Παρόλο που η ταινία διαρκεί σχεδόν 3 ώρες, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και να προσφέρει γέλιο σε απρόσμενες σκηνές.
Μετά την προβολή, έτρεξα να διαβάσω κριτικές και σχόλια. Είδα ότι αρκετοί θεωρούν πως αποτελεί αναφορά για το πολιτικό κλίμα στην Αμερική, ωστόσο για ‘μένα υπερβαίνει τα στενά πολιτικά πλαίσια του σήμερα. Μεταξύ των άλλων, αυτό που διαπίστωσα είναι πως όταν ο αγώνας για την ελευθερία δεν ολοκληρώνεται, μεταφέρεται στην επόμενη γενιά, σαν κληρονομιά που μεταβιβάζεται μέχρι να εκπληρωθεί.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Επιστροφή στις ρομαντικές ταινίες και στην όλη ομορφιά του να ξέρεις τι θα δεις και να το αφήνεις να σε παρασύρει με τα καλά και τα κακά του. Όταν η νεαρή Άνα αφήνει την πολύβουη Νέα Υόρκη για να ζήσει το όνειρο των σπουδών της στην Οξφόρδη έχοντας την στερεοτυπική ιδέα ότι θα γυρίσει για μια corporate δουλειά προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, δεν ξέρει ότι θα συναντήσει μια «οικογένεια» φίλων και μια δυνατή ιστορία αγάπης με ημερομηνία λήξης που θα την φέρει προ των πυλών με την ουσία την ποίησης και της ζωής. Μέσα από μια υγιή απεικόνιση σχέσης που ξεκινάει μαζί με τον νεαρό καθηγητή της (καλή διαχείρηση της δυναμικής παρά το κλισέ) και χάρη στον ηθοποιό Κόρεϊ Μάιλκχρεϊτ η ταινία ακολουθεί μεν ένα απλοϊκό arc, είναι δε αυθεντική στα συναισθήματα και στην νεανική φύση αυτής της σύνδεσης. Μέσα σε όλα, όπως και με την αγάπη έτσι και με τη ζωή, σημασία έχει να ζει κανείς το όνειρο και έτσι η ταινία μέσα από μια δυνατή τελευταία σεκάνς αφήνει κάτι γλυκόπικρο αλλά ενδυναμωτικό και καταλήγει σε ένα όμορφο αποτέλεσμα για ένα ωραίο απόγευμα. Όσον αφορά στη χημεία των ηθοποιών είναι καλή, και όλο το academic scenery και οι βροχερές μέρες θέτουν έναν ωραίο φόντο για το ξετύλιγμα αυτής της ιστορίας. Με λίγα λόγια, ήταν απολαυστικό. (Θα σας θυμίσει το The Fault in our Stars και όλες τις ταινίες του 2014).
Λίνα Ρόκα
Βλέποντας τα φετινά Emmys το είχα σχεδόν σίγουρο πως στην κατηγορία της καλύτερης δραματικής σειράς το Severance είχε άλλη μία νίκη εξασφαλισμένη στο τσεπάκι του. Με εξέπληξε λοιπόν όταν στη θέση του άκουσα το όνομα The Pitt. Έτσι, με στόχο να δω αν η κριτική επιτροπή έπραξε σωστά (αλλά και για να γεμίσω κάποια δίωρα κενά μέσα στην εβδομάδα) ξεκίνησα να τη βλέπω.
Αυτό που συνειδητοποίησα πολύ σύντομα είναι πως δεν παρακολουθώ ένα συνηθισμένο ιατρικό δράμα. Όσο προχωράει η σεζόν, τόσο περισσότερα μαθαίνεις για την κάθε προσωπικότητα που εργάζεται στα Επείγοντα. Και καθώς τα πράγματα κλιμακώνονται, με την κούραση —σωματική και ψυχική— να γίνεται ολοένα πιο έντονη, βλέπεις ξεκάθαρα αν μπορούν να βρουν ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή. Τελειώνοντας τη σειρά, ελαφρώς εξαντλημένη αλλά εμφανώς εντυπωσιασμένη, συνειδητοποίησα πως όλα αυτά τα επεισόδια που είδα αντιστοιχούν σε μία μόνο βάρδια. Καλά διάβασες: το κάθε 50λεπτο επεισόδιο ισοδυναμεί με μία ώρα βάρδιας!
Μια σειρά που έχει αναγνωριστεί για την αληθοφάνειά της, με έκανε να εκτιμήσω ακόμη περισσότερο τους πραγματικούς σούπερ ήρωες. Εκείνους που μπορεί να μην πετούν ούτε να βγάζουν λέιζερ από τα μάτια τους, αλλά σώζουν ζωές παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε προσωπικό και ψυχικό επίπεδο.
Αν λοιπόν αναρωτιόσουν, όπως κι εγώ, αν η σειρά άξιζε το Emmy για την καλύτερη δραματική σειρά, η απάντηση είναι ξεκάθαρα «ναι»!
Δάφνη Τζώρτζη
Απ’ όταν είδα στο σινεμά το “Harvest” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη δεν έχω πάψει να το σκέφτομαι. Πρόκειται για την τρίτη ταινία της σκηνοθέτιδος, μετά το “Attenberg” (2010) και το “Chevalier” (2015), δύο ταινίες που διέγραψαν εξαιρετική πορεία στα μεγάλα φεστιβάλ. Εδώ το καλλιτεχνικό άλμα είναι τεράστιο: σαφώς συνέβαλε το μπάτζετ, που χωρίς να ξέρω νούμερα αλλά μόνο με το εργαλείο «βλέποντας και κρίνοντας», αντιλαμβάνομαι μια αξιοσημείωτη διαφορά. Το καστ από αμιγώς ελληνικό έγινε διεθνές, η πλέον σωστή επιλογή για την ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί -αυτή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Jim Crace.
Το “Harvest” αφορά μια εβδομάδα σ’ ένα απομονωμένο χωριό στην ύπαιθρο της Σκωτίας, απροσδιόριστου χρόνου, το οποίο αυτοσυντηρείται καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας τα ζώα που έχει στην κατοχή του ο γαιοκτήμονας Charles Kent. Απρόσμενοι επισκέπτες, θα σπείρουν τη διχόνοια και θα οδηγήσουν το χωριό στην καταστροφή…
Το φιλμ των 16mm είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για την μεθυστική αίσθηση που σου αφήνει η ταινία μέσα από αυτά τα ζωηρά, ρετρό χρώματα. Η σκηνοθεσία της Τσαγγάρη υπνωτίζει το βλέμμα του θεατή καθώς στέκεται τόσο στα σημαντικά όσο και στα φαινομενικά «ασήμαντα». Οι ηθοποιοί ζωντανεύουν με τις ερμηνείες τους μια εποχή που δεν έχουμε ζήσει αλλά που την θεωρούμε μέσα από τα μάτια τους τόσο αληθινή – Caleb Landry Jones, Harry Melling, Arinzé Kene, Thalissa Teixeira, Rosy McEwen, όλοι εκπληκτικοί! Κι όλα αυτά, μαζί με την προσεγμένη δουλειά σε σκηνογραφία και ενδυματολογία, συνθέτουν κάδρα-πίνακες ζωγραφικής. Γιατί μόνο ένα καρέ αρκεί για να σκεφτεί κανείς τις αναφορές σε πίνακες του Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου, του Rembrandt ή του Gustave Courbet. Και δε λείπει, κατ’ εμέ, ένα κλείσιμο του ματιού στο “Dogville” του Lars von Trier, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Όμως, πέρα από το οπτικό και τεχνικό κομμάτι, που είναι άρτιο, οι θεματικές της ταινίας δεν σε αφήνουν να την ξεχάσεις. Γυρίζεις σπίτι κι ακόμη σκέφτεσαι για το τέλος της αθωότητας (ή κι αν ποτέ υπήρξε), την απειλή της νεωτερικότητας, την ανθρωποφαγία και το κυνήγι μαγισσών, όχι όμως με την κυριολεξία των τότε εποχών αλλά με τη μεταφορά του σήμερα. Διότι οι καιροί που διανύουμε αποδεικνύονται καθημερινά όλο και πιο σκοτεινοί και μια ταινία σαν κι αυτή απλώς μάς υπενθυμίζει ότι ζούμε τον δικό μας «μεσαίωνα»…
Φωτεινή Νικολίτσα
Την εβδομάδα που μάς πέρασε άκουσα το «Breach», το νέο άλμπουμ των Twenty One Pilots που ήδη έκανε στις ΗΠΑ το καλύτερο ντεμπούτο ροκ άλμπουμ της τελευταίας εξαετίας σκαρφαλώνοντας στο Νο 1 του Billboard 200. Στο Breach οι Twenty One Pilots δημιουργούν έναν κόσμο στο μεταίχμιο του φωτός και του σκοταδιού, του προσωπικού και της μυθοπλασίας, φτιαγμένο από τείχη – εσωτερικευμένα και εξωτερικά – με υλικό την υπαρξιακή αγωνία, τις εσωτερικές αναζητήσεις, τους φόβους, τις παραισθήσεις, την απώλεια πίστης, την επιθυμία αντίδρασης και διαφυγής, ενώ ηχητικά συνδυάζει όλες τις φάσεις της μουσικής τους πορείας.
Για εμένα πολλά είναι τα κομμάτια που ξεχωρίζουν, σε ένα άλμπουμ που ακούγεται αβίαστα από την αρχή ως το τέλος. Από το alt rock/hip hop/industrial-electronic «αντιεξουσιαστικό μανιφέστο» του εναρκτήριου «City Walls», που κορυφώνει τη μυθολογία της πόλης Dema – ένα δυστοπικό-φανταστικό σύμπαν που οι Twenty One Pilots χτίζουν εδώ και μια δεκαετία (από το Blurryface, 2015) – μέχρι το «Drum Show», όπου ο ντράμερ του ντούο Josh Dun έρχεται στο προσκήνιο σε ένα προσωπικό και ευάλωτο alt rock / pop-punk ξέσπασμα για την συναισθηματική παύση-εγκλωβισμό και την εξωτερική δράση-ταχύτητα, και αποδεικνύει πως η καρδιά των Twenty One Pilots δεν είναι μόνο ο Tyler Joseph. Από τις «αθετημένες υποσχέσεις» του dark electronic/trip-hop «The Contract», που πιάνει την αφήγηση της Dema από εκεί που την άφησε το Paladin Strait (2024), έως τη γλυκόπικρη φόρτιση κομματιών…όπως τα «Rawfear», «Garbage» και «One Way», που κουβαλούν το ψυχολογικό βάρος της γενιάς μας, εκεί που ό,τι σε κατατρώει μένει μεν μισοειπωμένο, ωστόσο βρίσκει διέξοδο στον ξεσηκωτικό ήχο, θυμίζοντάς σου πως δεν είσαι μόνος. Και το τρυφερό, ατμοσφαιρικό και απογυμνωμένο από πολλά ηλεκτρονικά φτιασίδια «Cottonwood» για την απώλεια και τη μνήμη. Με το Breach οι Twenty One Pilots υπογράφουν ίσως την πιο ώριμη μουσικά στιγμή τους: ένα χαοτικό πορτρέτο της εποχής μας, που όπως κι αυτή δεν βγάζει πάντα νόημα — κι εκεί κρύβεται η γοητεία του.
Αριστούλα Ζαχαρίου