Συν & Πλην: «O όρκος της Ευρώπης» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Όρκο της Ευρώπης» που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου σε κείμενο και σκηνοθεσία Ουαζντί Μαουάντ.

Μια κοιλάδα, ανάμεσα στην Ασία και στην Ευρώπη. Μια κοιλάδα με το παράξενο όνομα Ακσάϊ Τζαλί Χαντάν. Πριν από 75 χρόνια, εκεί λαμβάνει χώρα μια μεγάλη, ανελέητη σφαγή. Μια κοινότητα ανθρώπων που κατοικεί στο βορρά της κοιλάδας, πιθανώς με άλλα εθνοτικά χαρακτηριστικά από εκείνη που κατοικεί στο νότο της, επιτίθενται λυσσαλέα και κατακρεουργούν, βιάζουν, πυροβολούν, σφάζουν παιδιά, γυναίκες, άνδρες. Στην κοιλάδα συντελείται μια καθαρή γενοκτονία. Μοναδική μάρτυρας αυτής, φαίνεται να είναι η τότε 8χρονη, σήμερα 83χρονη Ευρώπη. Αν και δεν ήταν παρά ένα παιδί, η μικρή Ευρώπη, σε μια βακχική παραφορά βίας, μιμείται σχεδόν ότι κάνουν οι ενήλικες θύτες και γίνεται η αιτία για να πεθάνουν με τον πιο βάρβαρο τρόπο 18 παιδιά. Κι όμως· το αμόλυντο, από το μίσος, βλέμμα του μεγαλύτερου αδερφού της Ευρώπης την αναγκάζει (πριν ο ίδιος θυσιαστεί) να ορκιστεί πως θα ξεριζώσει το κακό από τη μήτρα της και θα σπάσει τον κύκλο του αίματος. Κατακλυσμένη από τον όλεθρο της ενοχής, η Ευρώπη βρίσκει έναν εξίσου αποτροπιαστικό τρόπο για να εκδικηθεί τον εαυτό της σφάζοντας, ένα προς ένα, τα παιδιά που θ’ αποκτήσει μελλοντικά.
Για 75 χρόνια, η Ευρώπη κουβαλά την ντροπή του αίματος μέχρι που μια διπλωμάτισσα με το όνομα Άσσια, την προσεγγίζει αναζητώντας την αλήθεια για την θηριωδία της κοιλάδας Ακσάϊ Τζαλί Χαντάν, την οποία η επίσημη Ιστορία αποσιώπησε.
Ο Ουαζντί Μαουάντ, ο συγγραφέας του πρωτότυπου έργου «Ο όρκος της Ευρώπης», γεννήθηκε πριν από 55 χρόνια στο Λίβανο και σε ηλικία 8 ετών, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένεια του στο δρόμο της προσφυγιάς. Έζησε την υπόλοιπη παιδική του ηλικία στη Γαλλία, αλλά ελλείψει άδειας παραμονής η οικογένεια του ξαναπήρε το δρόμο της φυγής για το Κεμπέκ του Καναδά, όπου εκείνος σπούδασε και πρωτοεργάστηκε ως σκηνοθέτης και συγγραφέας.
Το τραύμα του πολέμου, των βίαιων συγκρούσεων, του ξεριζωμού που έχει χαραχτεί βαθιά στην προσωπική του ταυτότητα αντανακλάται σχεδόν στο σύνολο της εργογραφίας του – πάντα σε αναφορά στο αρχαίο δράμα, το οποίο και αντιμετωπίζει ως θεμέλια λίθο της θεατρικής παιδείας του.
Το στίγμα αυτό δίνει αδρά και στο νεόκοπο έργο του, μια παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, όπου γράφει μια σύγχρονη τραγωδία με ευθείες, λιγότερο ή περισσότερο, αναφορές και πηγές από το πανόραμα των σπουδαιότερων κειμένων της ελληνικής τραγωδίας. «Ο όρκος της Ευρώπης», όπως και οι «Πέρσες» του Αισχύλου, είναι ένα κείμενο γραμμένο για το γεγονός μιας θηριωδίας από την πλευρά του θύτη, καταγράφοντας την πιο αθέατη πλευρά: την ενοχή που στοιχειώνει δια βίου, τη βία που κυοφορείται ερήμην στις επόμενες γενιές ως διαγενεακό τραύμα, αναγνωρίζοντας τη βάρβαρη ανθρώπινη φύση που αδυνατεί να κλείσει τον κύκλο του αίματος· κι έτσι συμβιβάζεται με τη διαχείριση του κληροδοτήματος της. Παράλληλα, είναι ένα έργο που δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά για την, από καταβολής, ιμπεριαλιστική τακτική της Ευρώπης· μια ιστορία αιώνων που δυστυχώς δεν στηρίζεται μόνο στο (ευρωπαϊκό) πνεύμα, αλλά κυρίως στο αίμα των θυμάτων της – εντός κι εκτός ηπείρου.
Στον «Όρκο της Ευρώπης» ο Μαουάντ επιχειρεί να αναπαράγει τη ‘μέθοδο’ των μεγάλων τραγικών που έχουν μιλήσει για τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη και λάθη μέσα από την καθαρτική δύναμη της αφήγησης και της αναπαράστασης. «Το να αφηγείσαι, σε μεταμορφώνει», όπως αναφέρεται στο τέλος του έργου του.

Δανάη Επιθυμιάδη και Βιολέτ Σοβώ, ως Μεγάρα και Ζοβέτ αντίστοιχα.
Γνήσιος θιασιώτης της αρχαίας τραγωδίας, ο Γαλλο-Λιβανέζος δημιουργός Ουαζντί Μαουάντ φέρνει μια γόνιμη δραματουργική ιδέα σε άμεση και έμμεση σχέση με εμβληματικές αφηγήσεις του αρχαίου δράματος. Θέμα του, ο κύκλος της βίας που κατατρέχει το ανθρώπινο γένος και βαραίνει άπαντες με ευθύνες και ενοχές – ειδικότερα στη σύγχρονη Ευρώπη. Το έργο εκκινεί από ένα αιματοβαμμένο οικογενειακό δράμα, συνθέτοντας τον πυρήνα της, κατά τόπους πυκνής και βαθιά ποιητικής, γραφής του. Ωστόσο, το κείμενο δίνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, με αρκετές περιοχές του αφρόντιστες ή πλημμελώς δουλεμένες. Την ίδια ώρα, η σκηνοθεσία του παραμελεί να συνομιλήσει με το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Εστιάζει, ωστόσο, στο λόγο και στους χαρακτήρες, απ’ όπου προκύπτουν και κάποιες καλές ερμηνείες – ιδιαιτέρως των Μπινός, Σβάρτζ και Επιθυμιάδη.

Ο Εμάννουελ Σβαρτζ και η Ζιλιέτ Μπινός στις πιο ηλεκτρισμένες ερμηνείες της παράστασης.
Το κουκούτσι του έργου, μια αιματοβαμμένη οικογενειακή ιστορία που έχει τις ρίζες σε ένα ακόμα πιο βίαιο και απεχθές ιστορικό γεγονός – την σφαγή μιας κοινότητας αμάχων – αποτελεί την αφετηρία του «Όρκου της Ευρώπης». Ο Ουαζντί Μαουάντ αποτυπώνει μέσα από το ατομικό, το συλλογικό αδιέξοδο, δημιουργώντας μια άλλη εστία τραγικής αφήγησης που λίγο αποστασιοποιείται από τα έπη των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Όπου Άργος και Θήβα βλέπε Ευρώπη.
Η κεντρική του ιδέα είναι δυνατή – εστιάζοντας δε στην εκδοχή των θυτών – ενώ αρκετά κομμάτια του κειμένου χαρακτηρίζονται από έναν πυκνό, ακαταμάχητο ποιητικό λόγο. Δυστυχώς, οι αρετές του έργου στερεύουν εδώ, δίνοντας την αίσθηση ότι το κείμενο δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί συγγραφικά, αφήνοντας άλλες περιοχές του εκτεθειμένες, αδούλευτες ή σε πρώτο επίπεδο.
Πλην της πολύχρονης εμπειρίας των κινηματογραφικών ερμηνειών της Ζιλιέτ Μπινός και της «δικής μας» Δανάης Επιθυμιάδη, η ομάδα του Ουαζντί Μαουάντ συνιστά ένα άγνωστο (στο ελληνικό κοινό) πολυεθνικό σύνολο ερμηνευτών. Οι επί μέρους ερμηνείες και ενίοτε η, μεταξύ τους, διάδραση συγκαταλέγονται στις πιο δουλεμένες πτυχές της παράστασης – εκεί όπου, όπως φαίνεται, έδωσε έμφαση και η σκηνοθεσία.
Ξεχωρίζει η γήινη, συγκινητική και εσωτερική ματιά της Μπινός στο ρόλο της αγνής Ουεντίχα και ο Εμμάνουελ Σβάρτζ στον καθηλωτικό μονόλογο του φινάλε του έργου· με την ερμηνεία του, στο ρόλο ενός γυναικοκτόνου χωρίς αιτία, να τεκμηριώνει και να υποστηρίζει τη συγγραφική ιδέα και θέση.
Πολύ ωραία είναι και η εμφάνιση της Δανάης Επιθυμιάδη στο ρόλο της εκρηκτικής Ελληνίδας Μεγάρα που διατηρεί ισορροπία ανάμεσα στις δραματικές και κωμικές εξάρσεις της. Η Λεορά Ρίβλιν στο ρόλο της Ευρώπης στέκεται ατάραχη, χωρίς περιστροφές απέναντι στην πιο θηριώδη πλευρά του ανθρώπου ενώ, παρά τις ερμηνευτικές υπερβολές, θετικό είναι και το αποτύπωμα από τις ερμηνείες των Βιολέτ Σαβώ και Ντάρια Πισάρεβα.

Λεορά Λίβλιν, Ντάρια Πισάρεβα και Δανάη Επιθυμιάδη.
Είτε γιατί απορροφήθηκε από τη συγγραφή του έργου – η οποία συνέβαινε μέσα στις πρόβες – είτε γιατί η σκηνοθεσία του εστίασε μόνο στις ερμηνείες των ηθοποιών και τη μεταξύ τους σχέση, η σκηνοθεσία του Ουαζντί Μαουάντ κινείται σε ασφαλή πλαίσια. Το σοβαρότερο, όμως, ζήτημα που αντιμετωπίζει είναι πως μοιάζει να μην λαμβάνει υπόψιν την ορχήστρα της Επιδαύρου, αφού η παράσταση είναι στημένη με τέτοιο τρόπο ώστε θα μπορούσε κάλλιστα να ανέβει σε ένα οποιοδήποτε κλειστό, συμβατικό θέατρο, οπουδήποτε στον κόσμο.
Όσο ωραία είναι η κεντρική ιδέα του έργου και λογοτεχνικά φροντισμένες κάποιες σκηνές του, τόσο ανώριμες ή χαμένες μέσα στο διδακτισμό είναι κάποιες άλλες. Αυτό στοιχίζει όχι μόνο στη συνοχή του έργου, εξαιτίας της δραματουργικής ανισότητας, αλλά περιορίζει και το θεατή να θέσει μόνος του τα ερωτήματα και ν’ αναγνωρίσει ο ίδιος το είδωλο του στον καθρέφτη.
Από την άλλη, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως ζώντας σε μια εποχή όπου καθετί που θεωρούσαμε αυτονόητο για την ανθρώπινη ηθική και τους νόμους του δικαίου αμφισβητείται ή καταργείται, ενδεχομένως να παίζει το ρόλο του και το απόλυτα «καθαρό» μήνυμα. Πάντως, «Ο όρκος της Ευρώπης» είναι ένα έργο που έχει καλές βάσεις και γι’ αυτό θα ωφελούνταν από μια, εκ νέου επεξεργασία, για να απαλλαγεί από τις ευκολίες του.
H σκηνογραφία του διακεκριμένου Γάλλου Εμμανουέλ Κλολού – ένα μεγάλο, ορθογώνιο βάθρο πάνω στην ορχήστρα της Επιδαύρου – αποκλείει για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τους ηθοποιούς από τον καθαυτό χώρο του αρχαίου θεάτρου. Μια, μάλλον, ανεξήγητη επιλογή που, σε συνέχεια της σκηνοθετικής προσέγγισης, δεν θέλησε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με το χώρο της Επιδαύρου. Μοναδική εύστοχη ιδέα της σκηνογραφίας, η παρουσία σχολικών καθισμάτων όχι μόνο ως ρεαλιστική περιγραφή του τόπου σφαγής, αλλά και ως μέρος όπου διδάσκεται (κατά το δοκούν), γράφεται και ξεγράφεται η ανθρώπινη Ιστορία.
Ο Ουαζντί Μαουάντ μας συστήνει το νέο του έργο, μια σύγχρονη πολιτική τραγωδία με σημαντικές αρετές αλλά και σοβαρά ελλείματα, σε μια παράσταση που προτάσσει το λόγο και τις ερμηνείες των ηθοποιών.



