Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Βερμίλιο: Η νύφη του βουνού – Στην κορυφή των καλών ταινιών της χρονιάςΛίγες καλές ταινίες «τρέχουν» αυτόν τον καιρό στα θερινά σινεμά, ανάμεσα σε blockbuster και ανώδυνες κωμωδίες – πλην απαραίτητες για να συμβάλλουν σε μια κάποια καλοκαιρινή ξεγνοιασιά. Πάντως, αν μένετε ακόμα στην πόλη και αναζητάτε κάτι πιο στιβαρό, θα το βρείτε στο «Βερμίλιο: η νύφη του βουνού». Μια δραματική ιστορία εποχής, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου με φόντο το άγριο τοπίο των Ιταλικών Άλπεων.
Στο επίκεντρο της ταινίας είναι η πολυμελής οικογένεια ενός αυστηρού αλλά βαθιά καλλιεργημένου δασκάλου, του Σεζάρ. Ζουν με τα ελάχιστα, κάτω από την εμπόλεμη συνθήκη, η οποία μπορεί να μην έχει φτάσει μέχρι το ορεινό χωριό τους, ωστόσο η φτώχεια και οι νεαροί άνδρες που λείπουν στο μέτωπο δεν τους αφήνουν να ξεχάσουν. Η ισορροπία στο ατάραχο χιονισμένο φυσικό τοπίο του βουνού θα διαταραχθεί πραγματικά όταν ένας στρατιώτης από το Βερμίλιο λιποτακτήσει από το μέτωπο και επιστρέφοντας στο χωριό του θα φέρει ένα Σικελό συνάδελφο του. Στο πρόσωπο του Πιέτρο, η μεγάλη κόρη του Σεζάρ, Λουτσία βρίσκει τον έρωτα και αποφασίζει να τον παντρευτεί· πλην όμως ο ωραίος Σικελός κρύβει ένα μεγάλο μυστικό.
Η ταινία της Ιταλίδας Μάουρα Ντελπέρο κυλάει μέσα σε μια αργή, λιτή αλλά μεστή και υποβλητική αφήγηση που δίνει έμφαση στους χαρακτήρες. Τα δεινά της κλειστής κοινωνίας, ο εθνικισμός, τα τραύματα του πολέμου για τις επόμενες γενιές φτιάχνουν το κέλυφος της πλοκής και μέσα σε όλο αυτό εδράζουν καθαρές αιχμές για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία του ’40, τα κοινωνικά στερεότυπα, το ρόλο της θρησκείας και την καταπίεση της σεξουαλικής ταυτότητας. Ωστόσο, εκείνο που ενδυναμώνει τη σκηνοθεσία της Ντελπέρο είναι η συνομιλία ανθρώπου και τοπίου, από τις χιονισμένες κορυφές μέχρι τις ανθισμένες βουνοπλαγιές των Άλπεων, που σε κάθε πλάνο αντανακλούν την ψυχική κατάσταση των ηρώων.
Η ταινία τιμήθηκε με τον Αργυρό Λέοντα και το Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας. Αξίζει να τη δείτε σε μεγάλη οθόνη: θα ανακαλέσετε στιγμές από το μεγαλείο των πλάνων του Τέρενς Μάλικ. Αυτή τη στιγμή, παίζεται από το σινεμά Κάρμεν στους Αμπελόκηπους.
Στέλλα Χαραμή
Δεν ήμουν ποτέ φανατική της Marvel. Παρακολουθώ τις ταινίες, αλλά όχι με τα μάτια ενός hardcore fan που έχει διαβάσει όλα τα comics και ξέρει ακριβώς ποιος χαρακτήρας εμφανίζεται από ποιο σύμπαν και γιατί, τι έγινε στο Earth-616 και πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Galactus. Τα τελευταία χρόνια, πολλές ταινίες της με άφησαν αδιάφορη, σαν να είχαν χάσει την ψυχή τους. Έτσι όταν πήγα να δω το καινούριο reboot του MCU Fantastic Four: First Steps, δεν ήξερα τι να περιμένω. Είχα δει βέβαια τα memes στο Χ με τον Pedro Pascal και τους συμπρωταγωνιστές του στο press tour, οπότε είχα τουλάχιστον μια ιδέα ότι οι χαρακτήρες θα είχαν «χημεία» μεταξύ τους, όμως πέρα από αυτό, πήγα χωρίς προσδοκίες. Κι όμως, βγήκα από την αίθουσα πιο συγκινημένη απ’ ό,τι φανταζόμουν.
Σε αυτήν την ταινία, οι Fantastic Four (o Reed, η γυναίκα του Sue, ο αδερφός της Johnny και ο φίλος τους Ben) δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερα σαν ομάδα υπερηρώων, αλλά σαν μια οικογένεια που προσπαθεί να σταθεί όρθια μέσα σε κάτι τεράστιο και άγνωστο. Δηλαδή, παρόλο που η ιστορία περιλαμβάνει μακρινά σύμπαντα, διαστημικά περάσματα και έναν κακό που (στην κυριολεξία) τρώει πλανήτες για να διατηρήσει τη ζωτική του δύναμη, τελικά όλα περιστρέφονται γύρω από ανθρώπινες σχέσεις.
Αυτό είναι και το δυνατό σημείο της ταινίας. Οι χαρακτήρες νιώθουν αληθινοί και, προσωπικά μου είχε λείψει αυτό στις MCU ταινίες για αρκετά χρόνια. Κατά βάθος, το First Steps δείχνει ότι αυτό που κάνει την ομάδα να λειτουργεί δεν είναι οι υπερδυνάμεις τους, αλλά το ποιοι είναι μεταξύ τους. Για κάποιον ο οποίος δεν ξέρει καθόλου για αυτούς τους χαρακτήρες, θα ήταν μια πολύ καλή γνωριμία.
Η ταινία είχε μία retro-futuristic αισθητική που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έβλεπα μπροστά μου μία Νέα Υόρκη όπως τη φανταζόταν ο κόσμος τη δεκαετία του ’60, με σκηνές που μοιάζουν βγαλμένες από παλιές διαφημίσεις ή περιοδικά επιστημονικής φαντασίας (καμπυλωτά κτήρια, chrome παντού και gadgets που μοιάζουν ταυτόχρονα ρετρό και εξωγήινα). Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η αισθητική δεν ήταν μόνο διακοσμητική. Υπηρετούσε και την πλοκή. Η ταινία μιλά για μια εποχή που όλα ξεκινούν από την αρχή (για μια ομάδα που μαθαίνει ποια είναι και τι μπορεί να κάνει). Και αυτό ταιριάζει τέλεια με το πώς φανταζόταν ο κόσμος το μέλλον παλιά: με περιέργεια και ελπίδα.
Το Fantastic Four: First Steps με άγγιξε με τρόπο που δεν το περίμενα. Μπορεί να είναι μια ταινία για υπερήρωες, αλλά τελικά μιλάει για το πόσο δύσκολο (και όμορφο) είναι να βρίσκεις τη θέση σου δίπλα στους άλλους. Και αυτό, προσωπικά, μου έμεινε περισσότερο από οποιαδήποτε μάχη ή εφέ.
Κάτια Τριανταφύλλου
Credits: Valeria Isaeva
Ο «Ριγολέττος» του Βέρντι, μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες του ρεπερτορίου, επέστρεψε αυτό το καλοκαίρι για να ολοκληρώσει το φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο και λίγο πριν αυτό κλείσει προσωρινά για ανακαίνιση. Ο «Ριγολέττος» σηματοδοτεί μια νέα σελίδα στη διαδρομή του Βέρντι, με ξεκάθαρο πλέον καλλιτεχνικό στίγμα και αυξημένη διάθεση για πειραματισμό. Και είναι οι εναλλαγές ανάμεσα στις λυρικές και τις δραματικές σκηνές που κρατούν αμείωτη την ένταση της ιστορίας: ο έρωτας της αθώας Τζίλντας για τον έκλυτο Δούκα της Μάντοβας, η εκδίκηση του πατέρα της, Ριγολέττου, και η τελική αυτοθυσία της κόρης δημιουργούν έναν σπαρακτικό κύκλο βίας και λύτρωσης.
Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2022, μεταφέρει την πλοκή στη συντηρητική, θρησκόληπτη και βίαιη επαρχιακή Ιταλία της δεκαετίας του ’80. Μια κοινωνία που υποτιμά και κακοποιεί τις γυναίκες γίνεται το νέο σκηνικό του δράματος, δίνοντας στην κλασική όπερα μια πιο φορτισμένη, κοινωνική διάσταση. Η πιο έντονη φαντασμαγορία και η αισθητική των 80s ίσως ξενίσουν όσους προτιμούν τα πιο παραδοσιακά ανεβάσματα, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως πρόκειται για ένα μουσικοθεατρικό αριστούργημα, με υπέροχες άριες και συγκλονιστικές εναλλαγές συναισθημάτων – επομένως χάρηκα ιδιαίτερα που είδα αυτή την αναβίωση στο Ηρώδειο.
Και κάπου ανάμεσα στις κορυφώσεις της μουσικής και την ανυπόφορη άπνοια της βραδιάς, η κυρία δίπλα μου μού δίνει τη βεντάλια της όταν με βλέπει στα πρόθυρα λιποθυμίας. Αυτή την αλληλεγγύη χρειαζόμαστε στα θέατρα (και γενικότερα).
Ευδοκία Βαζούκη
Καθώς η Αθήνα αδειάζει σιγά σιγά, όσοι μένουμε πίσω αναζητούμε εναλλακτικούς τρόπους εξόδου – για εκείνες τις στιγμές που η ζέστη δεν μας έχει εντελώς εξουθενώσει και βρίσκουμε το κουράγιο να αφήσουμε τη δροσιά του κλιματιστικού. Κι ανάμεσα σε όλες τις επιλογές, η ιδέα ενός θερινού σινεμά παραμένει πολύ ελκυστική για όσους αγαπάμε τις ταινίες, είτε πάμε με παρέα είτε και μόνοι.
Έτσι, μεσοβδόμαδα, βρέθηκα στην ταράτσα του Cinemarian, ενός μικρού κινηματογράφου στην καρδιά του Κουκακίου. Εκεί δεν θα συναντήσεις blockbusters, αλλά έναν θησαυρό από ανεξάρτητες και σπάνιες ταινίες, έργα που έχουν αφήσει το ιδιαίτερο στίγμα τους στην ιστορία του κινηματογράφου παγκοσμίως. Και όλα αυτά με εισιτήριο πιο προσιτό σε σχέση με τους περισσότερους θερινούς της πόλης.
Παρατηρώντας τους Αθηναίους να γεμίζουν τις καρέκλες των θερινών, συνειδητοποιώ πως, όσο κι αν οι συνδρομητικές πλατφόρμες μας δίνουν πρόσβαση σε αμέτρητες ταινίες από το σπίτι, η εμπειρία του σινεμά παραμένει αναντικατάστατη. Ιδίως τα θερινά – με τη μυρωδιά του γιασεμιού, τον ήχο των τζιτζικιών και τον έναστρο ουρανό – είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι του αθηναϊκού καλοκαιριού.
Σε αυτή την ταράτσα λοιπόν, είδα το «Crash» του David Cronenberg. Μια επιλογή μάλλον απρόσμενη για θερινό σινεμά – και σίγουρα όχι μια ταινία για να χαλαρώσεις. Ίσως μάλιστα το αντίθετο. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο του Cronenberg, ενός σκηνοθέτη γνωστού για τη σκοτεινή, ανορθόδοξη θεματολογία του, και η ταινία δεν με απογοήτευσε καθόλου σε αυτό το κομμάτι.
Η υπόθεση ξεκινά όταν ο James, τηλεοπτικός σκηνοθέτης, εμπλέκεται σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που κοστίζει τη ζωή σε έναν άντρα και τραυματίζει τη σύζυγό του. Μέσα από το ατύχημα, ανακαλύπτει μια ομάδα ανθρώπων με ένα ιδιότυπο φετίχ: έλκονται ερωτικά από τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Από τους πρώτους κιόλας τίτλους καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι σε ένα καθαρόαιμο καλτ σύμπαν των 90s, με αισθητική που σε βάζει αμέσως στο κλίμα. Ο Cronenberg δεν χρησιμοποιεί την «απαγορευμένη» θεματολογία απλώς για να σοκάρει· αντίθετα, τη μελετά από κάθε δυνατή πλευρά.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο τρόπος που η ταινία προσεγγίζει τον βίαιο θάνατο – μια εμπειρία που οι περισσότεροι φοβούνται να αντικρίσουν κατάματα. Σκέφτηκα πως ίσως η ίδια η φετιχοποίηση του θανάτου να λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός: ένας τρόπος για αυτούς τους ανθρώπους να διαχειριστούν τον υπαρξιακό φόβο που κουβαλάμε όλοι. Παράλληλα, η ταινία σχολιάζει τη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία και ειδικότερα με το αυτοκίνητο, που παρουσιάζεται σαν προέκταση του σώματος, αλλά και σαν μυστηριώδες αντικείμενο χωρίς σαφή προορισμό ή λόγο ύπαρξης.
Καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, ένιωθα να διαπερνά την ταινία μια αίσθηση ματαίωσης της σύγχρονης κοινωνίας. Ο James περιπλανιέται σε μια θάλασσα από αμάξια, εξουθενωμένος από τη ρουτίνα, αναζητώντας απεγνωσμένα κάτι που θα τον βγάλει από αυτήν. Το σκοτεινό, σχεδόν θριλερικό soundtrack του Howard Shore -γνωστός από το «Lord of the Rings»- ενισχύει αυτή την αίσθηση ανησυχίας.
Το «Crash» δεν είναι μια ταινία για όλους. Για μένα όμως λειτούργησε σαν μια ιδιότυπη ψυχολογική μελέτη. Ακόμα κι αν σε ορισμένα σημεία επαναλαμβάνεται, κατάφερε να με κρατήσει και να με βάλει σε σκέψεις.
Ερμιόνη Τσακιράκη
Τον τελευταίο καιρό κάνω όλο και πιο συχνά την ίδια συζήτηση, με διάφορους φίλους, για το πόσο μας στενοχωρεί (και μας τρομάζει θα προσθέσω εγώ) που παλιά καταβροχθίζαμε το ένα βιβλίο μετά το άλλο και τώρα πια δυσκολευόμαστε να τελειώσουμε 1-2 βιβλία μέσα στον χρόνο. Και επειδή αισθάνομαι σιγά-σιγά το μυαλό μου να τηγανίζεται από το ατέρμονο σκρολάρισμα στα social media που καταλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου απ’ ότι θα ήθελα να παραδεχτώ, είχα αποφασίσει πως αυτό το καλοκαίρι θα κάνω μια σοβαρή προσπάθεια να αναζωπυρώσω τη σχέση μου με το διάβασμα που περνάει κρίση.
Έτσι, την εβδομάδα που μας πέρασε επέστρεψα από την Κέρκυρα με ένα νέο απόκτημα, το Πορτόνι. Το Πορτόνι είναι μια συλλογή από 45 Κορφιάτικες ιστορίες: μύθοι και θρύλοι της Κέρκυρας, ιστορικά γεγονότα αλλά και μυθοπλασία, συλλεγμένα από το ομώνυμο ντόπιο περιοδικό που κυκλοφόρησε από το 2016 έως το 2021. Η λαϊκή παράδοση του νησιού, η ιστορία των ανθρώπων του και των τοποσήμων του ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ταξιδεύοντάς μας στην Κέρκυρα ανά τους αιώνες.
Και εντάξει δεν μπορώ να πω ότι δεν άνοιξα καθόλου μα καθόλου το tiktok αυτές τις ημέρες, αλλά τουλάχιστον ένιωσα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό αυτό το συναίσθημα του να μην μπορείς να αφήσεις το βιβλίο κάτω και να γυρνάς τις σελίδες με ανυπομονησία. Όχι καταναγκαστικά, για να πετύχω τον στόχο μου να διαβάσω περισσότερο, αλλά γιατί πραγματικά καιγόμουν να μάθω τι είναι το Εξκάλιμπερ της Κέρκυρας, τι λέει ο μύθος της Μονοβύζας και πώς ερμήνευσε ο Φρόυντ τα οράματα που είδε στο νησί η Αμερικανίδα ποιήτρια Χίλντα Ντούλιτλ.
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Να σας πω κάτι περίεργο; Κάπως με τρομάζει πλέον το ελληνικό καλοκαιράκι. Οι λόγοι είναι πολλοί και το Live your myth in Greece έχει πάρει άλλη διάσταση. Από τη μια, αναρωτιέμαι ποιος νομοσχέδιο θα βρει να περάσει η εκάστοτε κυβέρνηση καλοκαιριάτικα, μπας και γλιτώσει την κατακραυγή. Αυτή τη φορά, ο κλήρος έπεσε στο νομοσχέδιο για τις διαγραφές των φοιτητών, το οποίο ψηφίστηκε την Πέμπτη, μια ημέρα πριν υποδεχτούμε τον Αύγουστο, με τις πρώτες διαγραφές, λένε, να ξεκινούν από αυτόν τον Σεπτέμβριο! Ακόμα και 24χρονοι φοιτητές αυτή τη στιγμή ζουν με το άγχος ότι όλοι τους οι κοποι, όλα αυτά τα χρόνια, με όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας φοιτητής (οικονομικές, ψυχολογικές), θα πάνε χαμένα. Και τη λύση πρέπει να την βρούν με τις γραμματείες των σχολών κλειστές ή να υπολειτουργούν, λόγω καλοκαιριού. Εντωμεταξυ, οι “αιώνιοι” φοιτητές δεν επιβαρύνουν καθόλου τις διοικητικές υπηρεσίες, όπως ισχυρίζονται, ενώ οι ακραίες περιπτώσεις φοιτητών 50+ ετών (που και πάλι δεν επιβαρύνουν με κανέναν τρόπο) είναι ελάχιστες. Αλλά ποιος ακούει;
Εν τω μεταξύ, έχουμε και τις φωτιές. Όταν τελειώσεις το παραπάνω κουιζ, πιάνεις αυτό εδώ: “Ποια περιοχή θα καει φέτος;”, ποια έκταση πρασίνου θα εξαφανιστεί, ποια ανάσα οξυγόνου θα χάσουμε, πόσα ζώα και ανθρώπινες ζωές θα θρηνήσουμε; Είναι τόσο εξοργιστικα επαναλαμβανόμενο αυτό το φαινόμενο πλέον, που δεν νομίζω να έχει μείνει κάτι που να μην έχουμε πει. Και όσο και να το έχουμε πλέον “συνηθίσει”, παραμένει τρομακτικό να ξέρουμε ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή θα ξεσπάσει φωτιά, με απρόβλεπτες συνέπειες, αφού πρόληψη και μέσα δεν υπάρχουν.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Βράδυ Σαββάτου κάτω από τον έναστρο ουρανό του «Ελληνικού κόσμου». Μπροστά μας ξετυλίγεται το σκηνικό μιας αθηναϊκής φτωχογειτονιάς του 1950 – όμοιο με κινηματογραφικές ταινίες ιταλικού νεορεαλισμού. Εικονίσματα πάνω στους ξεχαρβαλωμένους τοίχους και αφίσες του παναθηναϊκού, που ήδη έχει κερδίσει οπαδούς από κάθε σημείο της πρωτεύουσας. Στο τρανζίστορ παίζει Μαρίζα Λω, «Καπετάνιε Χαμογέλα». Μια ετοιμοθάνατη θεία και ένα ζευγάρι που έχει αφήσει μια μίζερη καθημερινότητα να το “καταπιεί”. Άνθρωποι απλοί, λαϊκοί, που μετρούν τα ψωροδίφραγκα για τον μπακάλη και όνειρό τους δεν είναι παρά μια παραθαλάσσια βόλτα πάνω στη μοτοσικλέτα.
Και η φτώχεια που κυριαρχεί παντού και είναι εκείνη που οδηγεί στη σταδιακή ηθική αλλοίωση των ηρώων, οι οποίοι πίσω από μια βιτρίνα “ευσέβειας” κρατούν καλά κρυμμένα τα παραπτώματά τους. Αναμένοντας την κατάληξη και τις μετέπειτα εξελίξεις από τον θάνατο μιας βαριά άρρωστης ηλικιωμένης, ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει λεπτό προς λεπτό ένα σύνολο ανθρώπων που ξέρουν να κρατούν τους τύπους και την επιφάνεια πίσω από τον πλήρη αλλοιωμένο εαυτό τους. Αυτόν που τους μετατρέπει σε υποκριτές, μοιχούς, ακόμη και δολοφόνους και που αποδίδεται εξαιρετικά από το ντουέτο των Βίβιαν Κοντομάρη και Ορέστη Τζιόβα, καθώς και πλήθος ακόμη ηθοποιών, που καταδεικνύουν με τις ερμηνείες τους έναν ωμό ρεαλισμό, ανίκανο να αφήσει περιθώρια διαφυγής από την πραγματικότητα.
Πιο επίκαιρος από ποτέ ο Γιώργος Διαλεγμένος μας κάλεσε να αναρωτηθούμε για τα δικά μας όρια και το ευμετάβολο των δικών μας αξιών. Και προσωπικά, βρήκα απολαυστική τη διαδικασία!
Μιλένα Αργυροπούλου