«Θέλω ελεύθερα βουνά και ελεύθερα τραγούδια»
Επιτέλους πήρα τα βουνά, παιδιά. Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα στο Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας. Ωστόσο δεν ξέρω τι καινούργιο έχω να σας πω για αυτό το Φεστιβάλ. Βασικά μισό να το διατυπώσω καλύτερα. Αυτό που εννοώ είναι πως η συνάδελφος Ευδοκία έχει γράψει σχεδόν τα πάντα για αυτή την πολύ όμορφη, πολύ ζωντανή και (πλέον) πολύχρονη διοργάνωση. Άλλωστε, πηγαίνει και κατασκηνώνει κάπου ανάμεσα στα έλατα του Ελικώνα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Έχει γράψει για όλα. Για την αίσθηση, για τους διοργανωτές, για όσα νιώθει, για όσα νιώθουν οι άλλοι. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, φέτος, στο 12ο Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας, σκεφτήκαμε πως ίσως εγώ, που πάω πρώτη φορά, να έχω να σας πω κάτι διαφορετικό.
Αλλά επειδή ακριβώς η Ευδοκία τα έχει πει σχεδόν όλα – με εξαιρετικές λέξεις και πολύ συναίσθημα – για αυτή τη διοργάνωση που σταθερά, εδώ και 12 χρόνια, στήνει ένα μουσικό φεστιβάλ στη μέση του πουθενά, εγώ λέω απλώς να προσπαθήσω να σας μεταφέρω εκεί. Δύο βράδια και τρεις μέρες. Επτά άνθρωποι. Τέσσερις σκηνές. Η Ματούλα Ζαμάνη, ο Bloody Hawk, ο Σπύρος Γραμμένος, ο Χαρούλης και η Ιουλία Καραπατάκη. Πολύ κρύο – όχι, όχι, δεν καταλάβατε. Μιλάμε για πολύ κρύο. Μια μοναδική γαλήνη, που μάλλον μόνο εκεί υπάρχει, μια βουτιά στη θάλασσα και μπόλικη ευτυχία. Όχι κι άσχημα, ε; Θα κάνω λοιπόν αυτό: θα αντιμετωπίσω τη φωτεινή οθόνη του υπολογιστή ως ημερολόγιο και θα σας μιλήσω για εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος σταμάτησε – για εκείνες τις στιγμές ευτυχίας που έζησα στο μαγικό Οροπέδιο των Μουσών.
Αρχικά θέλω να σας μιλήσω για τον δρόμο. Οι εκδρομές με το αμάξι είναι από μόνες τους μία εμπειρία, ειδικά αν η διαδρομή και η παρέα βοηθούν – που στην δική μας περίπτωση ευτυχώς βοήθησαν και τα δύο. Ο δρόμος προς το βουνό της Αρβανίτσας είναι σαν πίνακας ζωγραφικής. Ο οποίος μάλιστα αλλάζει στυλ, περίοδο και καλλιτέχνη αναλόγως με τις ώρες της ημέρας που τον παρατηρείς και τη θερμοκρασία. Δηλαδή, μπορεί πολύ γρήγορα το τοπίο μπροστά σου να μεταλλαχθεί από ένα ρεαλιστικό πίνακα του Bob Ross, να πιστεύεις δηλαδή ότι τα έλατα μπροστά σου είναι οι μαεστρικές κινήσεις του πινέλου του, σε ένα ιμπρεσιονιστικό πίνακα του Monet, τη στιγμή που ο ήλιος δύει και η πάχνη μπλέκει τα πάντα μεταξύ τους και το ροζ με το πορτοκαλί και το πράσινο γίνονται ένα. Δεν θα πάψει ποτέ να μου κόβει την ανάσα η ομορφιά αυτών των βουνών και το πράσινό τους χρώμα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίναμε, τόσο πιο πράσινο γινόταν το τοπίο και όταν περάσαμε τον έλεγχο και πήραμε τα βραχιολάκια μας, απλώθηκε μπροστά μας όλο το πράσινο του κόσμου με μία μικρή πεδιάδα στην μέση που την κοσμούσε ένα και μόνο τεράστιο έλατο. Είχαμε φτάσει στο μέρος που θα κατασκηνώναμε για τα επόμενα δύο βράδια.
@Μαρία Βαλτζάκη
Μετά το στήσιμο των σκηνών, κάποιες αναγκαίες μετακινήσεις, τις αφίξεις των υπολοίπων και μία αναγκαία παύση για να προσαρμοστεί ο εγκέφαλος και το σώμα στα τόσο υψηλά επίπεδα οξυγόνου, πήρα μια φίλη από την παρέα, και κατηφορήσαμε προς το κεντρικό χώρο του φεστιβάλ, όπου ο Εσωστρεφής και ο Ζωγράφος x Wise είχαν ήδη ανοίξει το μουσικό πρόγραμμα της βραδιάς. Εκεί λοιπόν, στην “πλατεία” (αν μπορώ να την ονομάσω έτσι), κάτω από τη σκηνή, δεν έβλεπες ορδές ορθίων που προσπαθούν να βρουν την καλύτερη θέση μπροστά μπροστά. Έβλεπες παρέες που κάθονταν στο χώμα σε σεντόνια. Οικογένειες με παιδάκια κάθονταν σε καρέκλες και είχαν δίπλα τους ψυγειάκια γεμάτα μπύρες και νερά. Σκίαστρα που είχαν στηθεί κάτω από κλαδιά δέντρων και από κάτω είχαν “καμπίστες” (η νέα αγαπημένη μου λέξη) που είχαν προλάβει τη θέση τους από νωρίς. Και αυτή ακριβώς η εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου, μου θύμισε αμυδρά εκείνες τις εικόνες που έχω δει μόνο σε ταινίες ή φωτογραφίες από τα πρώτα φεστιβάλ της δεκαετίας του ’70. Όταν απλώσαμε την ψάθα μας και εμείς εγώ ξάπλωσα και βρέθηκα να κοιτάω τον ουρανό. Δεν ξέρω αν ευθυνόταν το οξυγόνο, οι άνθρωποι, τα έλατα, αλλά εκείνη η στιγμή ήταν τέλεια, ο χρόνος μάλλον δεν έχει σημασία στα βουνά.
@Thanasis Karatzas
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, τα επτά άτομα εκείνης της παρέας μαζευτήκαμε και πια δεν καθόμασταν, αλλά κουνιόμασταν στους ήχους της φωνής της υπέροχης Ματούλας Ζαμάνη όσο τραγουδούσε την “Δονούσα”, το “Μιλώ για σένα”, και αργότερα τις ρίμες του Bloody Hawk που όταν ανέβηκε στη σκηνή η ενέργεια άλλαξε και εμείς μεταφερθήκαμε από μία συναυλία σε ένα νησί του Αιγαίου σε ένα live σε μία πλατεία. Από τα “Φανάρια” του μέχρι την “Αντιγονιδών” και το “KVL” – χοροπηδήσαμε αρκετά και επειδή μας το ζητούσε εκείνος και η μουσική του, αλλά και γιατί έπρεπε κάπως να ζεσταθούμε γιατί η υγρασία μάλλον ήταν στο 80%.
@Thanasis Karatzas
Τα νιώσαμε όλα το πρώτο βράδυ της Αρβανίτσας. Τα χορέψαμε όλα. Αυτό όμως που ακόμα και σήμερα, μία εβδομάδα μετά, θυμάμαι, είναι όταν η Ματούλα τραγούδησε τον στίχο “Έρωτα, Νερό και Λευτεριά – στην Παλαιστίνη” και μέχρι και τα βουνά πίσω ούρλιαξαν μαζί μας. Γυρνώντας το βλέμμα μου και κοιτάζοντας πίσω από τα βουνά που ξεπρόβαλλε η πανσέληνος του Ιουλίου, αισθάνθηκα πως όλα όσα χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια είναι όσα είπε η Ματούλα – ήμουν σίγουρη πλέον.
@Μαρία Βαλτζάκη
Τα δύο πρωινά που ξυπνήσαμε και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να κοιτάξουμε ψηλά και να δούμε πράσινο και μπλε και όχι την οθόνη του κινητού μας (δεν έχει καθόλου σήμα εκεί πάνω, ίσως έπρεπε να το αναφέρω νωρίτερα) ήταν άλλο ένα πράγμα που θα χαρακτηρίσω υπέροχο σε εκείνο το τριήμερο. Δεν είναι πως δεν υπάρχουν οι λέξεις για να περιγράψω τα πράγματα, είναι πως τη πληρότητα που σου προσφέρει η φύση ποτέ δεν θα είναι ικανές όλες οι λέξεις του κόσμου να την μεταφέρουν στο χαρτί.
@Μαρία Βαλτζάκη
Ακόμα σκέφτομαι πως θέλω κάθε πρωί να κοιτάω αυτό το πράσινο-μπλε τοπίο και όχι το κινητό μου και ξέρω, welcome to the club. Όπως και να έχει, η μέρα εκείνη, η δεύτερη, είχε μία διαδρομή σε φιδογυριστούς δρόμους με προορισμό την παραλία, μία βουτιά σε παγωμένα νερά, καλαμαράκια και χωριάτικη σε μία ταβέρνα και πολύ μα πολύ γέλιο. Το γέλιο που ρίξαμε σε εκείνη την ταβέρνα το μεσημέρι με αλάτι στα μαλλιά και παρεό ήταν η πιο καλοκαιρινή στιγμή που έζησα φέτος. Πολύ γέλιο, παιδιά, δηλαδή ευτυχώς που δεν ήταν γεμάτη η ταβέρνα. Το υπόλοιπο της ημέρας δεν είχε κάτι έξαλλο, όχι ότι χρειαζόταν κιόλας. Μέχρι να ξεκινήσει η μουσική να παίζει το πρόγραμμα είχε σκηνή, σταυρόλεξο και στοιχήματα για το αν θα βγει πρώτος ο Χαρούλης ή η Ιουλία.
@Thanasis Karatzas
Για εμάς που δουλεύαμε τη Δευτέρα, αυτό ήταν το τελευταίο βράδυ και αν και από άποψη ύπνου και βασικά κρύου, αυτό ήταν καλό (γιατί παιδιά, σε περίπτωση που δεν έγινε ξεκάθαρο, είχε πολύ κρύο), από κάθε άλλη άποψη ήταν λίγο έως πολύ στενάχωρο. Κατεβήκαμε νωρίτερα εκείνο το βράδυ στην πλατεία επειδή στη σκηνή βρισκόταν ο Σπύρος Γραμμένος, δεν καθίσαμε πίσω όπως την προηγούμενη μέρα, πήγαμε μπροστά. Δεν είχα ξαναδεί τον Γραμμένο σε live και έχω να πω πως είναι τρομερή εμπειρία, ο τρόπος που επικοινωνεί με το κοινό, τα τραγούδια και φυσικά το χιούμορ του – ήταν εξαιρετικός και ταίριαξε απόλυτα με το vibe των παιδιών και γενικά του κόσμου που πλέον ήταν πολύ περισσότερος από το προηγούμενο βράδυ.
@Thanasis Karatzas
Τη σκυτάλη πήρε ο Γιάννης Χαρούλης και πλέον τα δέντρα του Οροπεδίου των Μουσών περικύκλωναν ένα κανονικό γλέντι. Πειρατικές σημαίες, χέρια που πιάνονταν σφιχτά, μπύρες, τσίπουρα και χορός. Τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας έχουν έρωτα με τον Χαρούλη, βασικά έχουν έρωτα με το κέφι που βγάζει ο Χαρούλης στις συναυλίες του. Οπότε βρεθήκαμε όλοι, μέσα στο μπιούγιο του κόσμου, να τραγουδάμε τον “Χειμωνάνθό” και τον “Ερωτόκριτο” και να συζητάμε με αγνώστους που μάλλον ποτέ δεν θα ξαναδούμε.
@Thanasis Karatzas
Εκείνος λίγο αργότερα παρέδωσε τη σκηνή στην Ιουλία, που κράτησε ζωντανή την ενέργεια του κόσμου μέχρι το πρωί. Δεν θα σας πω ψέματα, είχα αποχωρήσει για τη σκηνούλα μου αρκετά νωρίτερα από την ώρα που η Ιουλία είπε το τελευταίο της τραγούδι, αλλά δεν με πείραζε, δεν ένιωθα πως έχασα κάτι. Όχι γιατί το set της Ιουλίας δεν άξιζε (κάθε άλλο), αλλά γιατί δεν είχα καμία ανάγκη να πιεστώ για να τα δω όλα, δεν με κυνηγούσε κάτι. Όπως σας είπα και πιο πάνω, ο χρόνος στα βουνά δεν υπάρχει, μόνο τα “θέλω” υπάρχουν.
@Thanasis Karatzas
Στο δρόμο της επιστροφής σκεφτόμουν πόσο δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Αυτό είναι ένα γνώριμο και καθόλου πρωτότυπο συναίσθημα που βιώνουμε όλοι μετά τις “διακοπές”. Εδώ όμως είχε μία διαφορετική γεύση για μένα. Η αλήθεια είναι πως είχα πολλά χρόνια να κάνω camping, σε βουνό συγκεκριμένα το έκανα πρώτη φορά. Οπότε αυτή η αίσθηση του “δεν κάνω όντως τίποτα και αυτό είναι εντάξει”, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Γιατί σε μία σκηνή μέσα στο δάσος, τα πράγματα που όντως μπορείς να κάνεις είναι ελάχιστα, οπότε αυτόματα ο ενοχικός εγκέφαλός μας νιώθει πολύ καλύτερα με την συνθήκη του “τίποτα”. Είναι πιο εύκολο στο μυαλό να υπακούσει στο “δεν μπορώ” παρά στο “δεν θέλω”. Οπότε το συμπέρασμα μετά από τρεις μέρες στο 12ο Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας είναι να ακούμε τα θέλω μας, να πηγαίνουμε camping, να αδειάζουμε το μυαλό μας χωρίς τύψεις και να ακούμε μουσική που μας καλεί να τα νιώθουμε όλα – ιδανικά με παρέα.
Μέχρι το 13ο Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας, λοιπόν, “Έρωτα, Νερό και Ελευθερία”, μόνο παιδιά!