Εξελίξεις: Νέες θεραπευτικές επιλογές για δύο μορφές καρκίνου σε γυναίκες
Ο καρκίνος του τραχήλου και ο καρκίνος των ωοθηκών είναι δύο συχνές μορφές γυναικολογικού καρκίνου.

Ενθαρρυντικά τα νέα για όλες τις γυναίκες μας έρχονται από το συνέδριο ESMO Gynaecological Cancers Congress 2025 για νέες θεραπείες που μπορούν να προστεθούν στην αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου και του καρκίνου των ωοθηκών. Η ερευνητική ομάδα της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» συμμετείχε ενεργά με σημαντικές ανακοινώσεις.
Νέα όπλα στη φαρέτρα της ογκολογίαςΣημαντικά νέα παρουσιάστηκαν για τον μεταστατικό καρκίνο τραχήλου της μήτρας από τη μελέτη φάσης ΙΙΙ BEATcc, Η μελέτη έδειξε ότι η προσθήκη της ανοσοθεραπείας atezolizumab στον καθιερωμένο συνδυασμό χημειοθεραπείας με πλατίνα και αντιαγγειογενετικής θεραπείας με bevacizumab προσφέρει σημαντικό όφελος. Συγκεκριμένα, η προσθήκη του atezolizumab μείωσε τον κίνδυνο υποτροπής κατά 46% σε ασθενείς με θετικό PD-L1 (≥1) και κατά 52% σε ασθενείς με αρνητική έκφραση PD-L1 (<1). Αυτό σημαίνει πως η ανοσοθεραπεία αυτή μπορεί πλέον να ενταχθεί στην πρώτη γραμμή θεραπείας, ανεξαρτήτως του δείκτη PD-L1. Επιπλέον, ο συνδυασμός αυτός οδήγησε σε διάμεση συνολική επιβίωση που ξεπέρασε τα 2,5 χρόνια, κάτι που θεωρείται σημαντικό για αυτόν τον δύσκολα διαχειρίσιμο πληθυσμό ασθενών.
Παράλληλα, στο ίδιο συνέδριο παρουσιάστηκαν εντυπωσιακά δεδομένα για νέες θεραπείες στον προχωρημένο καρκίνο των ωοθηκών, με βάση σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου (ADC):
• Mirvetuximab soravtansine: Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης φάσης ΙΙ PICCOLO, το mirvetuximab soravtansine έδειξε ανταπόκριση σε πάνω από το 50% των ασθενών, με μέση διάρκεια ανταπόκρισης 8 μήνες και συνολική επιβίωση 27 μήνες, ακόμα και σε γυναίκες που είχαν ήδη λάβει τουλάχιστον δύο γραμμές θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων PARP αναστολέων. Σημαντικό είναι ότι η αποτελεσματικότητα φάνηκε ανεξαρτήτως του HRD status (ανεπάρκεια ομόλογου ανασυνδυασμού).
• Raludotatug deruxtecan (R-DXd): Πρόκειται για ένα νέο ADC που στοχεύει την καντχερίνη 6 (CDH6) – μια πρωτεΐνη που εμφανίζεται σε ποσοστό 65-85% των όγκων των ωοθηκών και σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση. Τα πρώιμα αποτελέσματα της φάσης Ι μελέτης δείχνουν ανταπόκριση στο 72% των βαριά προθεραπευμένων ασθενών και έλεγχο της νόσου στο 89%, με μέση διάρκεια χωρίς υποτροπή 8 μήνες. Το φάρμακο διερευνάται πλέον σε μεγαλύτερη μελέτη φάσης ΙΙ/ΙΙΙ REJOICE-Ovarian01.

Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ένας από τους συχνότερους γυναικολογικούς καρκίνους και συνδέεται άμεσα με την εμμένουσα λοίμωξη από τον ιό HPV (ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων). Εμφανίζεται στον κατώτερο τμήμα της μήτρας, στον τράχηλο, και η εξέλιξή του είναι συχνά αργή, ξεκινώντας με προκαρκινικές αλλοιώσεις που μπορούν να διαγνωστούν εγκαίρως με τακτικό προσυμπτωματικό έλεγχο.
Τα βασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
• Αιμορραγία μεταξύ περιόδων ή μετά τη σεξουαλική επαφή
• Ασυνήθιστες κολπικές εκκρίσεις
• Πόνο στη λεκάνη ή κατά τη συνουσία
Η διάγνωση γίνεται με τεστ Παπανικολάου και HPV-DNA test, ενώ σε ύποπτα ευρήματα ακολουθείται κολποσκόπηση και βιοψία.
Παρά τις σημαντικές εξελίξεις στον εμβολιασμό και την έγκαιρη διάγνωση, ο προχωρημένος και μεταστατικός καρκίνος του τραχήλου παραμένει πρόκληση. Και εδώ έρχονται τα αισιόδοξα νέα από το πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ογκολογίας ESMO GYN 2025.
Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί μία από τις πιο ύπουλες μορφές γυναικολογικού καρκίνου, καθώς στα αρχικά στάδια σπάνια προκαλεί έντονα συμπτώματα. Αναπτύσσεται στις ωοθήκες – τα όργανα του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος που παράγουν τα ωάρια – και μπορεί να επεκταθεί γρήγορα στην κοιλιακή χώρα εάν δεν εντοπιστεί εγκαίρως.
Τα πρώτα σημάδια μπορεί να περιλαμβάνουν:
• Φούσκωμα και αίσθημα πληρότητας στην κοιλιά
• Συχνουρία ή πίεση στην ουροδόχο κύστη
• Πόνο στην κοιλιά ή τη λεκάνη
• Ανεξήγητη απώλεια βάρους ή αλλαγές στην πέψη
Δεδομένου ότι τα συμπτώματα είναι συχνά ασαφή και αποδίδονται σε άλλες καταστάσεις, η έγκαιρη διάγνωση είναι πρόκληση. Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει διακολπικό υπερηχογράφημα και αιματολογικές εξετάσεις (όπως ο δείκτης CA-125), ενώ η οριστική διάγνωση τίθεται με βιοψία και ιστολογική ανάλυση.
Η έρευνα συνεχίζεται με στόχο την ανάπτυξη πιο ευαίσθητων και ειδικών διαγνωστικών εργαλείων και, όπως φάνηκε και στο πρόσφατο συνέδριο ESMO GYN 2025, η επιστήμη στρέφεται πλέον και σε στοχευμένες θεραπείες με μοριακό υπόβαθρο.