Η δραματική σειρά The House of David αναβιώνει μία από τις πιο διαχρονικές ιστορίες της ανθρώπινης ύπαρξης: την άνοδο του βιβλικού Δαβίδ, από απλός βοσκός στον πιο ένδοξο βασιλιά του Ισραήλ. Εν μέσω μίας ασταμάτητης πορείας εξουσίας, πίστης και πεπρωμένου, ο Δαβίδ έρχεται σε σύγκρουση με τον άλλοτε πανίσχυρο βασιλιά Σαούλ, ο οποίος, θύμα της ίδιας της αλαζονείας του, χάνει την εξουσία και τον έλεγχο του βασιλείου του. Μέσα από την αγάπη, την απώλεια και τη βία, ο Δαβίδ ξεκινά το δικό του ταξίδι ανακάλυψης, τη στιγμή που ο Σαούλ στον αντίποδα κατρακυλά σε μια αναπόφευκτη πτώση…
Αυτή η συγκλονιστική ιστορία μεταφέρεται στην οθόνη μέσα από τη σκηνοθετική ματιά των Jon Erwin και Jon Gunn. Οι δύο δημιουργοί, ως το δυναμικό δίδυμο πίσω από την Wonder Project, επέλεξαν το The House of David για να σηματοδοτήσουν την αρχή της πορείας τους στην τηλεοπτική παραγωγή. Μέσα από τη συνεργασία τους με τις Nomadic Pictures και Argonauts Productions, αλλά και τη συμπαραγωγή με τα Amazon MGM Studios, την Kingdom Story Company και την Lionsgate Television, η σειρά απέκτησε διεθνή απήχηση, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία από την πρεμιέρα της στο Prime Video τον Φεβρουάριο. Μάλιστα, το φινάλε της πρώτης σεζόν σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση στην Amazon στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες στον κόσμο – κάτι που ο ίδιος ο Jon Erwin ανέφερε στην κουβέντα μας ιδιαίτερα ενθουσιασμένος.
Αυτή τη στιγμή, η δεύτερη σεζόν έχει ήδη ολοκληρώσει γυρίσματα, με την χώρα μας να διατηρεί ξανά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, όχι απλά ως φόντο, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης.
«Ήθελα πάντα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία», μου εξομολογείται ο ίδιος ο Jon Erwin, στη διαδικτυακή μας συνάντηση, φέροντας στο μυαλό του τη στιγμή που μαζί με τον πατέρα του επισκέφθηκαν τον τάφο του βασιλιά Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 16 ετών. «Αυτό συμβαίνει με μερικές από τις διάσημες αρχαίες ελληνικές ιστορίες – όπως κάνει ο Christopher Nolan με την Οδύσσεια τώρα… Εμπνέεσαι τόσο από τις κλασικές ιστορίες ηρώων, ιστορίες ενηλικίωσης, ιστορίες πεπρωμένου… Κι εγώ απλώς ερωτεύτηκα αυτή την ιστορία, ήθελα από πάντα να την αφηγηθώ στην πορεία της καριέρας μου και είναι υπέροχο που μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω».
Για τον σκηνοθέτη Jon Erwin, η ιδέα να αφηγηθεί την ιστορία του Δαβίδ στη μικρή οθόνη ήταν κάτι σαν ένα πολύ προσωπικό στοίχημα από τα παλιά. Κι όταν αυτή η ιδέα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, το πού θα μπορούσε να κινηματογραφηθεί ένα τέτοιο βιβλικό έπος έφερε την Ελλάδα στο προσκήνιο. «Ένας πολύ καλός μου φίλος μού ‘σύστησε’ την Ελλάδα. Θυμάμαι πολύ έντονα την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα… Ήταν μια υπέροχη στιγμή και ερωτεύτηκα ουσιαστικά τη χώρα, τους κατοίκους και μερικές από τις πιο όμορφες τοποθεσίες που έχω δει ποτέ. Και είμαι ευγνώμων – όχι μόνο που πραγματοποίησα το project αλλά και που αυτό στέφθηκε από επιτυχία, ξεπερνώντας κατά πολύ τις προσδοκίες μας».
Είναι υπέροχο να νιώθεις την ιστορία του τόπου. Και νομίζω αυτό αποτυπώνεται και στη σειρά.
Από την Αττική και μέρη της όπως το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, το Μαρκόπουλο, τα Studio Kappa, την Ανάβυσσο, το Μουσείο Βορρέ, τα Τουρκοβούνια, τη Λίμνη Βουλιαγμένης, αλλά και εκτός Αττικής μέχρι το κάστρο Ναυπλίου, την Ακροκόρινθο, το Κάστρο Χλεμούτσι, την Κρήτη και τα Ζαγοροχώρια – η σειρά γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα.
«Ταξιδέψαμε στην Ελλάδα για μία εβδομάδα και γυρίσαμε όλη τη χώρα. Και τελικά ενώ ο περισσότερος κόσμος όταν σκέφτεται την Ελλάδα, πάει το μυαλό του στα νησιά, τα οποία είναι πανέμορφα – το House of David, στράφηκε στο ηπειρωτικό της κομμάτι. Φυσικά περάσαμε τον περισσότερο χρόνο στα νότια της Αττικής και έπειτα πήγαμε σε όλη τη χώρα, επισκεφθήκαμε την Ακροκόρινθο – μία από τις πιο επικές περιοχές που έχω κινηματογραφήσει ποτέ. Σου προκαλεί δέος. Μετά πήγαμε πολύ βόρεια, στα πιο βορειοδυτικά τμήματα της χώρας, περάσαμε την προηγούμενη χρονιά στα βουνά. Φέτος, περάσαμε αρκετό χρόνο στο Ναύπλιο – που ήταν καταπληκτικά. Κι ενώ αποτυπώσαμε τόσες πολλές περιοχές στην οθόνη, αισθάνομαι ότι απλώς ‘έξυσα την επιφάνεια’. Θα μπορούσαμε να είχαμε κινηματογραφήσει πολλές περισσότερες τοποθεσίες στην Ελλάδα – κι αυτό είναι απίθανο. Επίσης απίθανο είναι ότι έχεις μέρη σαν το Ναύπλιο ή την Ακροκόρινθο… ξέρεις, είσαι σε αυτό το μαγικό μέρος και το κάστρο – όπου κάνεις γυρίσματα – είναι 2.500 ετών, ή κάτι τέτοιο. Είναι υπέροχο να νιώθεις την ιστορία του τόπου. Και νομίζω αυτό αποτυπώνεται και στη σειρά».
Η ελληνική «ψυχή» της παραγωγής και η εμπειρία της συνεργασίαςΤο House of David είναι 100% γυρισμένο στην Ελλάδα. Ό,τι βλέπεις στη σειρά και η ομορφιά του είναι Ελλάδα.
Η φιλόδοξη αυτή παραγωγή πραγματοποιήθηκε με την καθοριστική συμβολή της ελληνικής εταιρίας παραγωγής Argonauts του Παναγιώτη Παπαχατζή – ενός παραγωγού που έχει βάλει τη σφραγίδα του σε πολλές διεθνείς συνεργασίες και που πίστεψε εξαρχής στο εγχείρημα. Και αυτό που την καθιστά μοναδική δεν είναι μόνο το γεγονός ότι γυρίστηκε αποκλειστικά στην Ελλάδα – κάτι εξαιρετικά σπάνιο για ξένες παραγωγές – αλλά και για την έκταση της ελληνικής συμμετοχής: σχεδόν το 85% των 670 ατόμων που εργάστηκαν για τη σειρά ήταν Έλληνες. Αξίζει να αναφέρουμε τον Διευθυντή Φωτογραφίας Σίμο Σαρκετζή, την ενδυματολόγο Μαγιού Τρικεριώτη, τον Art Director Δημήτρη Ζιάκα, τον ηχολήπτη Νίκο Μπουγιούκο, αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. «Ξέρεις, χρειάζεται πολύς κόσμος για να γυρίσεις μία τηλεοπτική σειρά. Χρειάστηκαν περίπου 700 – 670 για την ακρίβεια – η πλειοψηφία των οποίων – πάνω από τα 2/3 περίπου – είναι Έλληνες. Άλλα πρότζεκτ γυρίζονται κατά κύριο λόγο αλλού και έρχονται μία-δύο εβδομάδες στην Ελλάδα για κάποια γυρίσματα, ενώ το House of David είναι 100% γυρισμένο στην Ελλάδα. Ό,τι βλέπεις στη σειρά και η ομορφιά του είναι Ελλάδα», μοιράζεται μαζί μου ο σκηνοθέτης.
Παράλληλα, δεν έκρυψε στιγμή τον ενθουσιασμό αλλά και τον θαυμασμό του για την συνεργασία με την ελληνική ομάδα: «Έχω δουλέψει με πάρα πολλές ομάδες σε όλο τον κόσμο και θα έλεγα ότι ξεχώρισα τη νοοτροπία αυτής της ομάδας και την προθυμία του να κάνουν οτιδήποτε χρειάζεται για να δημιουργηθεί μία υπέροχη σειρά. Περάσαμε πολύ ωραία δουλεύοντας μαζί. Θέλω να γυρίσω όσο το δυνατόν γίνεται πιο γρήγορα και είμαι πολύ ευγνώμων προς την ελληνική κυβέρνηση για την υποστήριξη στο όλο πρότζεκτ. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για το επίπεδο ευρηματικότητας και αφοσίωσης στα κοστούμια, στον σχεδιασμό και την κατασκευή των σκηνικών – μία πολύ όμορφη δουλειά. Πραγματικά καταπληκτικοί τεχνικοί! Κι αυτό αποτελεί ένα μέρος της εργασιακής κουλτούρας των Ελλήνων. Η σειρά υπερέβη τις προσδοκίες κατά πολύ. Το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σεζόν ήταν στην πρώτη θέση στην Amazon στην Αμερική και σε πολλές άλλες χώρες στο κόσμο. Μου άρεσε πάρα πολύ που η σειρά αναδεικνύει όχι μόνο την Ελλάδα σαν χώρα, αλλά και τους ανθρώπους της και τη δεξιοτεχνία τους (της ομάδας παραγωγής)».
Οι Έλληνες, η κουλτούρα τους, αυτό το αίσθημα του να γίνεσαι κομμάτι της, σου βγάζει κάτι πολύ φιλικό, σε κάνει να νιώθεις ευπρόσδεκτος.
Ο ίδιος αφού έμεινε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα για τα γυρίσματα, μου εξομολογείται πώς βίωσε όλη αυτή την εμπειρία και όλα όσα του έμαθε: «Πρώτα από όλα, οι Έλληνες, η κουλτούρα τους, αυτό το αίσθημα του να γίνεσαι κομμάτι της, σου βγάζει κάτι πολύ φιλικό, σε κάνει να νιώθεις ευπρόσδεκτος. Θυμάμαι τα λόγια ενός μέλους της παραγωγής που μου είπε ότι εσείς στην Αμερική ζείτε για να δουλεύετε, εμείς δουλεύουμε για να ζούμε και αυτό μου έμεινε. Η ιδέα του να ζεις τη ζωή με πιο αργούς ρυθμούς, να την απολαμβάνεις και να χαίρεσαι με τους ανθρώπους γύρω σου, είναι κάτι υπέροχο… Έφερα και την οικογένειά μου στην Ελλάδα και ζήσαμε εδώ για κάποιους μήνες και τώρα μας λείπει. Αγαπάμε την Ελλάδα, και μάς λείπει η εμπειρία του να ζούμε σε αυτή. Ξέρεις, στην Αμερική δουλεύουμε τόσο πολύ που ξεχνάμε να χαλαρώσουμε και να ευχαριστηθούμε τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω μας, μερικές φορές, στο κυνήγι των φιλοδοξιών μας. Και αυτό ήταν μια υπέροχη υπενθύμιση ενός υπέροχου τρόπου να ζεις την ζωή. Και αυτό το κράτησα με τον καλύτερο τρόπο».
Πέρα όμως από το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους, το The House of David αντλεί τη δύναμή του από κάτι διαχρονικό: τη μυθοπλασία ως μέσο αναζήτησης του νοήματος. «Ξέρεις αυτό που πιστεύω ότι αγαπώ περισσότερο στην ιστορία του Δαβίδ είναι ότι πρόκειται για μία από τις πιο παλιές ιστορίες ενηλικίωσης ήρωα. Πιστεύω ότι υπάρχει λόγος που αυτές οι ιστορίες έχουν αντίκτυπο πάνω μας, ασχέτως από τις πεποιθήσεις μας. Είτε είναι το House of David – ο Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ- είτε είναι η Οδύσσεια ή σύγχρονες εκδοχές αυτών των ιστοριών, όπως το Harry Potter ή ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, πιστεύω ότι όλοι λαχταράμε ένα πεπρωμένο, λαχταράμε να μάθουμε ποιος είναι ο σκοπός μας, να ζήσουμε μία περιπέτεια – και γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτές οι ιστορίες έχουν αντίκτυπο πάνω μας. Οπότε αυτό που αγαπάω στον Δαβίδ είναι πως αν είσαι ένας άνθρωπος, όπως είμαι κι εγώ, που η πίστη σου συμβαδίζει με την ιστορία, θα αγαπήσεις τη σειρά γι’ αυτόν τον λόγο. Αλλά αν αγαπάς και ιστορίες όπως ο Harry Potter ή ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ή το Star Wars ή την Οδύσσεια, θα την αγαπήσεις γι’ αυτόν τον λόγο. Θα την αγαπήσεις γιατί αφορά στο ταξίδι του ήρωα».
Χωρίς κάποιες από αυτές τις παλιές ηρωικές ιστορίες, σαν του Δαβίδ ή του Οδυσσέα, δεν θα είχαμε Harry Potter, Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή Star Wars.
Και πέρα από την αισθητική αρτιότητα, το House of David κουβαλά έναν αφηγηματικό πυρήνα που αντηχεί σε θεατές ανεξαρτήτως πίστης ή πολιτισμικής καταγωγής. «Εμένα αυτό που με εντυπωσίασε είναι το πόσο ευρύ είναι το κοινό και πόσοι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων βρίσκουν έμπνευση και νόημα στη σειρά. Κι αυτό πιστεύω προέρχεται από μια βαθιά επιθυμία μας να βρούμε ένα νόημα κι έναν σκοπό στη ζωή μας και να γίνουμε μέρος μιας μεγάλης περιπέτειας. Να διαδραματίσουμε έναν ρόλο σε αυτή. Και γι’ αυτό αυτή η σειρά έχει τόσο βαθύ αντίκτυπο. Και θα έλεγα ότι χωρίς κάποιες από αυτές τις παλιές ηρωικές ιστορίες, σαν του Δαβίδ ή του Οδυσσέα, δεν θα είχαμε Harry Potter, Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή Star Wars. Οι παλιές ιστορίες αυτές είναι η προέλευση των νέων και πιστεύω υπάρχει ένας ουσιαστικός που παραμένουν ζωντανές μέσα μας».
Αν αξίζει κάτι να κρατήσουμε από αυτό το εγχείρημα είναι ότι οι ιστορίες που μιλούν για θάρρος και πεπρωμένο δεν είναι απλώς διαχρονικές — είναι απαραίτητες. Σε καιρούς αβεβαιότητας σαν τους σημερινούς, μας θυμίζουν ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο και ότι ο καθένας μας έχει ρόλο σε αυτή την αλλαγή. Ίσως γι’ αυτό τέτοιες αφηγήσεις συνεχίζουν να αντηχούν τόσο δυνατά. Παράλληλα, το «House of David» αποτελεί και μια ζωντανή απόδειξη των κινήσεων εξωστρέφειας και των επενδύσεων που γίνονται στην Ελλάδα, δημιουργώντας νέες συνεργασίες και προσφέροντας σημαντικές ευκαιρίες στον ελληνικό οπτικοακουστικό χώρο.
Τώρα, πριν την πρεμιέρα της δεύτερης σεζόν της σειράς, δεν έχουμε κάτι άλλο από το να περιμένουμε τη συνέχεια της επικής αυτής ιστορίας που δεν μιλά απλώς για ήρωες, αλλά μας καλεί να γίνουμε κι εμείς ένας από αυτούς.