Γιούρι Γκριγκορόβιτς: Πέθανε ο «θρύλος των Μπολσόι»
Ένας από τους σπουδαιότερους χορογράφους, με περισσότερα από 40 βραβεία και τιμητικούς τίτλους στη διάρκεια της καριέρας του, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών.

Γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου 1927 και ανιψιός του διάσημου χορευτή των Μαρίνσκι, Georgy Rozai, ο Γιούρι Γκριγκορόβιτς ήταν αναπόφευκτο να ασχοληθεί με το μπαλέτο και τελικά να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους χορογράφους.
Το όνομά του έγινε συνώνυμο των Μπολσόι, αφού εργάστηκε ως επικεφαλής του μπαλέτου τους από το 1964 έως το 1995, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε εκεί ως χορογράφος.
Η πρώτη του εκπαίδευση στον χορό πραγματοποιήθηκε στη σχολή μπαλέτου της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ), στο παλαιότερο ρωσικό ίδρυμα χορού, που ιδρύθηκε το 1738. Ξεκίνησε την καριέρα του ως σολίστ στο Κίροφ, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Μαρίνσκι, και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς θεσμούς του κλασικού χορού παγκοσμίως, μαζί με τα Μπολσόι. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1961, οπότε αποφάσισε να εγκαταλείψει τον χορό και να αφοσιωθεί στη χορογραφία.
Την ίδια στιγμή, απέκτησε φήμη ως χορογράφος σχεδόν εν μία νυκτί, το 1957, με την παρουσίαση του έργου «Το Πέτρινο Λουλούδι», το οποίο βασιζόταν σε παραδοσιακά παραμύθια από τα Ουράλια. Η παραγωγή αυτή θεωρήθηκε εξαιρετικά καινοτόμος για την εποχή της, καθώς αμφισβήτησε τους παλαιωμένους κανόνες του χοροθεάτρου και προσπάθησε να μεταφέρει το μπαλέτο σε μια πιο ρεαλιστική και καθημερινή αφήγηση, χρησιμοποιώντας την κλασική χορογραφία ως κύριο μέσο έκφρασης.
Ο Γκριγκορόβιτς, ως μέλος μιας γενιάς καλλιτεχνών που επαναπροσδιόριζαν τον ρόλο της τέχνης στη ζωή, δεν αρκέστηκε σε μια απλή χορογραφική αναπαράσταση ενός παραμυθιού, αλλά αναζητούσε με πάθος μια νέα καλλιτεχνική γλώσσα. Αυτό το έργο ανέδειξε πολλούς χορευτές, οι οποίοι αργότερα έγιναν μεγάλα αστέρια του χορού. Δύο χρόνια αργότερα, το έργο μεταφέρθηκε στα Μπολσόι, όπου έγινε μία από τις πρώτες μεγάλες παραγωγές στις οποίες συμμετείχαν ως σολίστ οι θρυλικοί Ekaterina Maximova και Vladimir Vasiliev.
Οι καινοτομίες συνεχίστηκαν με την επόμενη δουλειά του, τον «Θρύλο της Αγάπης», ο οποίος βασιζόταν στο διάσημο περσικό παραμύθι του Φαράντ και της Σιρίν. Μαζί με τον σκηνογράφο Simon Virsaladze, ανέπτυξαν μια νέα χορογραφική φόρμα, αυτή της παραβολής, στην οποία οι μονολόγοι των χαρακτήρων διακόπτονται από εκτενή κομμάτια ανσάμπλ. Παρά την επιθυμία του να φέρει δραστικές αλλαγές και να ανανεώσει το ακαδημαϊκό μπαλέτο, η προσπάθειά του συνάντησε εμπόδια, καθώς το Κίροφ βρισκόταν υπό την επίβλεψη του Κονταντίν Σεργκέγιεφ, ο οποίος ήταν αντίθετος σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες λέγεται ότι υπήρξε τότε μια «ψυχρή αντιπαράθεση», της οποίας η κατάληξη παραμένει άγνωστη, καθώς οι παραγωγές αυτές προσέφεραν στον Γκριγκορόβιτς καθολική αναγνώριση. Το 1964, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του διασημότερου, αλλά επίσης γνωστού για τις παρασκηνιακές του διαμάχες, Μπολσόι, αναλαμβάνοντας τη θέση του αρχιχορογράφου και ταυτόχρονα την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου. Υπό την ηγεσία του, ο ρωσικός θεσμός απέκτησε φήμη ως σύμβολο καλλιτεχνικής αριστείας στο μπαλέτο, γνωρίζοντας αξεπέραστη άνθηση και αποκτώντας διεθνές κύρος.
Ο Γκριγκορόβιτς συνέχισε να εκμεταλλεύεται την έννοια της παραβολής για να δημιουργήσει μια νέα χορευτική γλώσσα και δραματουργία. Έτσι, παρουσίασε μια τολμηρή εκδοχή του «Καρυοθραύστη», όπου το γνωστό παιδικό παραμύθι του Τσαϊκόφσκι απέκτησε φιλοσοφικές διαστάσεις, σε αυτό που θεωρείται ομόφωνα ως το καλύτερο ανέβασμα του έργου στην ιστορία του. Στην πρεμιέρα του, οι Maximova και Vasiliev πρωταγωνίστησαν ξανά, ανήκοντας στην ομάδα των χορευτών που έμειναν γνωστοί ως «η γενιά του Γκριγκορόβιτς». Δούλεψαν στενά μαζί του, αναπτύσσοντας νέες χορογραφικές φόρμες, στις οποίες κάθε τεχνική επίδοση μετατρεπόταν σε πραγματική αποκάλυψη, ανεβάζοντας το κλασικό μπαλέτο σε νέα επίπεδα καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας.
Αν και δεν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι Σοβιετικοί ηγέτες αναγνώρισαν το έργο του, τιμώντας τον με δύο σημαντικά βραβεία: το βραβείο Λένιν για το «Σπάρτακος» και το κρατικό βραβείο για το «Angara». Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συγκέντρωσε πάνω από 40 βραβεία και τιμητικούς τίτλους για τη συνεισφορά του στην τέχνη και τη διάδοση του ρωσικού πολιτισμού, μεταξύ των οποίων ο τίτλος του Εθνικού Καλλιτέχνη της Ρωσίας (1973) και του Εθνικού Ήρωα της Ρωσίας (1986).
Με πληροφορίες από το fontanka.ru.