MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
14
ΙΟΥΝΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
NIGHT STORIES

Η Αθήνα τη Νύχτα: Υπάρχει ζωή στα “Μαύρα τα Μεσάνυχτα” ενός Σαββάτου;

Αθηναϊκές βραδιές που ξεκινούν χωρίς προσδοκίες και καταλήγουν οι καλύτερες ιστορίες. Τέχνη, καλό φαγητό, ωραίοι άνθρωποι, γέλιο και γειτονιές της Αθήνας. Ψάχνοντας ζωή στα “Μαύρα τα Μεσάνυχτα”.

author-image Μαρία Βαλτζάκη

Ο Απρίλιος ακόμα δεν έφυγε (δεν έχει σημασία αν είναι η τελευταία μέρα του) και έχουμε δεύτερο «Αθήνα τη Νύχτα», παιδιά! Έλα να σας ακούω να χειροκροτάτε – κατόρθωμα, όχι αστεία. Που λέτε, ωστόσο, όχι μόνο – όπως φαίνεται – θα είμαι πιστή σε αυτά τα βραδινά μας ραντεβού, αλλά έχουμε μπλέξει σοβαρά εδώ. Γιατί οι φίλοι μου κάπως έχουν κολλήσει με τη στήλη (τους έχω πρήξει και εγώ αρκετά βέβαια) και την χρησιμοποιούν ως δικαιολογία για να βγαίνουμε, τύπου κάθε μέρα, και να πηγαίνουμε σε κάτι έξαλλα μέρη – επειδή χρειάζεται να έχω content. Καλά, ωστόσο, που παραπονιέμαι – δεν θα βάλω και τα κλάματα – γιατί όντως κάθε φορά που μαζευόμαστε όλοι με όλους και η κάθε παρέα ξεχωριστά, υπάρχει “σου σου” για 3 άρθρα – που ευτυχώς ποτέ δεν θα δουν το φως της δημοσιότητας γιατί το cancel θα μας περίμενε στη γωνία. Τέλος πάντων, όλα αυτά τα λέω για να πω thank god for my friends, γιατί εκτός από ψυχοθεραπεία 24/7, είναι οι πιο τρελοί άνθρωποι στον κόσμο, άρα και οι πιο τέλειοι για να τους παίρνεις μαζί σε εξόδους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΗ Αθήνα τη Νύχτα: Συζητήσεις για σεξ στο Naif και χορός με glitter σε ένα πάρτι στην Πειραιώς12.09.2018

Αυτή την ιδιότητα, ή και χαρακτηριστικό αν θέλετε, στους ανθρώπους την εκτιμώ απεριόριστα και μάλιστα την ανακάλυψα σχετικά πρόσφατα στη ζωή μου. Το να έχεις, δηλαδή, την όρεξη και τις κοινωνικές μπαταρίες και φυσικά την τρέλα να έρθω εγώ και να σου πω να πάμε οπουδήποτε και εσύ απλά να απαντήσεις “ναι”. Ασχέτως αν αυτό που θα σου προτείνω είναι του γούστου σου ή κάτι που δεν ξέρεις καν. Η έννοια της παρέας, δηλαδή. Θα πάω κάπου, μόνο και μόνο επειδή εσύ θέλεις να πάμε. Κατανοώ πως αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να “απαιτεί” κανείς από όλους τους ανθρώπους της ζωής του (όλοι έχουμε τα όρια μας και φυσικά πρακτικούς περιορισμούς), αλλά ως η φίλη που αν την πάρεις τηλέφωνο και της πεις «πάμε να κάνουμε τοξοβολία;», η πρώτη μου απάντηση θα είναι «ωραία, από πού θα πάρουμε τα βέλη;», είναι πολύ wholesome (μετάφραση: ένα πολύ ωραίο συναίσθημα ολότητας) να συναντάς άλλους τέτοιους ανθρώπους. Γενικά, ποτέ δεν παύουν να με γοητεύουν και να με εκπλήσσουν οι άνθρωποι και μέσα στην αθλιότητα και τη δυσκολία της ζωής, είμαι πολύ ευγνώμον για αυτό – τουλάχιστον δεν ταλαιπωρούμαι μόνη μου.

Ο μόνος αποδεκτός τρόπος να κυκλοφορείς Σάββατο βράδυ στην Αθήνα – εδώ τα παιδιά ετοιμάζονται να πάνε από Εξαρχεια στο Κεραμεικού γιατί δεν χωρούσαμε στο Frau.

Ας επιστρέψουμε στα σημαντικά όμως – τα “Μαύρα Μεσάνυχτα” ενός Σαββάτου Βράδυ στην Αθήνα. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, γύρω στα 9 άτομα με μοναδικό στόχο να κάνουμε τόσα πράγματα και να δημιουργήσουμε τόσο iconic στιγμές (delulu), έτσι ώστε να βγει το “Αθήνα τη Νύχτα”. Για να μην παρεξηγηθώ, φυσικά και θα περνούσαμε καλά μέσα σε όλο αυτό, αλλά κάτι τέτοιο ήταν δεδομένο, οπότε προχωρήσαμε στα ζητούμενα. Για αρχή, λοιπόν, έπρεπε να φάμε και μάλιστα καλά – γιατί παιδιά, ας πίνουμε πολύ (που πίνουμε), αλλά να τρώμε και καλά – ισορροπία. Μας είπε λοιπόν η φίλη μου η Άρτεμις για την Ταβέρνα o “Πειναλέων” στη Μαυρομιχαλή, στα Εξάρχεια. Εκτός από το νόστιμο φαγητό που μας υποσχέθηκε, μας υποσχέθηκε και “μοναδικό show” από ανθρώπους του προσωπικού, μάλλον, που ξεκινούν και παίζουν μουσική και τραγουδούν στη μέση του μαγαζιού. Κλείσαμε το τραπέζι μας και το Σάββατο, κατά τις 9 και κάτι, ήμασταν εκεί. Περίπου δηλαδή. Φτάσαμε όλοι κατά διαστήματα, καθώς τα παιδιά είχαν να αντιμετωπίσουν και την πίστα που λέγεται “παρκινγκ στο κέντρο Σάββατο βράδυ”. Χωρίς υπερβολή, σίγουρα πήρε πάνω από 1 ώρα για να κατορθώσουμε να βρεθούμε όλοι στο τραπέζι, αλλά άξιζε.

Την Ταβέρνα ο Πειναλέων μπορείτε να την βρείτε στην οδό Μαυρομιχάλη 153

Προς έκπληξη κανενός, πήραμε όλο τον κατάλογο – πατάτες, σαλάτες, λουκάνικο, μοσχαράκι κ.λπ. Τρώμε όλοι σχεδόν τα πάντα και έχουμε και το Αρτεμάκι μου που είναι χορτοφάγος, οπότε όντως πήραμε όλο τον κατάλογο (μπορεί και δύο φορές). Για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, κρατήστε τα highlights: τυροκαυτερή, πατάτες και κεφτεδάκια (ειδικά τα κεφτεδάκια!). Το πιο γελοίο όμως δεν ήταν ότι δεν σταματούσαμε να παραγγέλνουμε πράγματα, ούτε ότι γελούσαμε τόσο δυνατά που τα γύρω τραπέζια κάπως μας κοιτούσαν με στραβό μάτι, ούτε καν το γεγονός πως για άλλη μια φορά συζητούσαμε για σεξ (έπρεπε να κάνουμε catching up στο Μαράκι που δεν ήταν στην προηγούμενη συζήτηση). Το πιο “αστείο” είναι πώς κάποιοι πήραμε να πιούμε τσίπουρο, και μετά από το πρώτο χύμα καραφάκι αποφασίσαμε να αλλάξουμε σε εμφιαλωμένο και ζητήσαμε μπουκάλι. Ρωτάει ο σερβιτόρος τον Μάνθο: “Το μικρό ή το μεγάλο;” και λέει εκείνος: “Το μεγάλο” (θα μείνει ασχολίαστο αυτό, ευχαριστώ). Έρχονται λοιπόν κάποια φαγητά, λίγο ακόμα πάγος και κάτι σαν γυάλινο μπουκάλι κρασί του λίτρου. Εγώ πίστεψα πως κάποιος από το τραπέζι (γεια σου Δημήτρη) παρήγγειλε εμφιαλωμένο κρασί, οπότε δεν το σχολίασα. Ξανακοιτάω όμως την ετικέτα και γράφει “ΜΑΥΡΟ ΡΟΔΟ”, μονοποικιλιακό τσίπουρο, και σκάω στα γέλια – το ίδιο συνέβη και με τους υπόλοιπους. Όλα αυτά θα ήταν πολύ οk αν πίναμε και οι 10 τσίπουρο – αλλά όχι, μόνο τρία άτομα θέλαμε τσίπουρο. Οπότε, αντιλαμβάνεστε τη συνέχεια.

Έξω από την ταβέρνα σε μία γλάστρα γράφει – « Δεν είμαι Τασάκι, ευχαριστώ»

Μέσα σε ένα κάποιο χάος, λοιπόν, προσπαθούσαμε να δούμε πού θα συνεχίσουμε. Υπήρχαν όμως κάποια πρακτικά ζητήματα που περιόριζαν τις επιλογές μας. Το βασικότερο ήταν ότι ήμασταν 10 άτομα και ήταν Σάββατο βράδυ – και δεν είχαμε κάνει κράτηση κάπου. Το δεύτερο ήταν πως έπεσε στο τραπέζι η εξαιρετική ιδέα να πάμε στα μπουζούκια (δεν είμαστε ελιτιστές, πάμε παντού για την εμπειρία), όμως δυστυχώς – για τα μπουζούκια – εκείνο το βράδυ ήταν το τελευταίο της σεζόν, οπότε θα ήταν όλα γεμάτα και δεν θα μπαίναμε πουθενά. Μετά από μία πρόταση για “ελληνάδικα ξεφτιλάδικα” που απορρίφθηκε γρήγορα, και τις φωτιές που ξέσπασαν από μόνες τους στα Εξάρχεια εκείνο το βράδυ, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα γνωστά μας και δοκιμασμένα gay clubs του Κεραμεικού. Είχαμε πολύ όρεξη για χορό – και λίγο trashίλα και 90s.

Καταλήξαμε στο γνωστό και αγαπημένο Sodade (ίσως από τα πρώτα gay club στο Γκάζι) — μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια των δύο, Δημήτρη και Μηνά, που έρχονταν με τη μηχανή να μπουν στο Πλυντήριο (γελάω). Ωστόσο, ήταν λες και δεν μας ήθελε εκείνο το βράδυ — ενώ εμείς είχαμε κάθε καλή διάθεση — και στο Sodade έπαιζε για πρώτη φορά στα χρονικά house (ήταν ήδη 2:30). Προσπαθήσαμε πολύ να πιαστούμε από τα remix της Kylie Minogue και της Kesha, αλλά είχαμε ξενερώσει απίστευτα. Κάποια στιγμή, πιάνω τον σερβιτόρο και του λέω: «Τι πιθανότητες υπάρχουν να ακούσουμε Βίσση  ή κανένα ’90s ελληνικό;» και μου απαντάει απολύτως σοβαρός: «Καμία» .Εκεί κατακρεουργήθηκαν τα όνειρά μου. Το καημένο το παιδί γέλασε, και όλοι οι υπόλοιποι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως, αν δεν θέλουμε η βραδιά μας να καταλήξει αρκετά άδοξα, θα πρέπει να πάμε αλλού. Αργότερα μάθαμε πως το Sodade εκείνη τη μέρα είχε house party — οπότε εντάξει, δεν κράτησε πολύ η απογοήτευση.

«Γιατί για μένα τα clubs – και κυρίως τα gay clubs της Αθήνας – είναι συνδεδεμένα με κάποιες από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου. Πάντα ο χορός έκανε τα πράγματα καλύτερα.»

Ήταν Σάββατο βράδυ όμως, και τα gay club της Αθήνας είναι γεμάτα τις καθημερινές και συνήθως έχουν κάτι τεράστιες ουρές, όποτε τότε θα γινόταν χαμός. Επίσης, είχαμε φουλ όρεξη να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε στίχους που μόνο ο Φοίβος θα μπορούσε να έχει γράψει και η Δέσποινα θα είχε τραγουδήσει. Μετά λοιπόν από ελάχιστη σκέψη και ζυγίζοντας όλες τις επιλογές μας (όσο μπορούσα κι εγώ ο άνθρωπος, υπήρχε και ο παράγοντας αλκοόλ), καταλήξαμε να περνάμε την είσοδο του Noiz. Και ναι, είμαι το ίδιο σοκαρισμένη με εσάς με αυτή μας την επιλογή.

Το Noiz, για όποιον δεν γνωρίζει, είναι κι εκείνο ένα από τα πέντε (αν δεν κάνω λάθος) gay clubs του Κεραμεικού, και συγκεκριμένα ένα lesbian club (μάλλον). Τέλος πάντων, καταλήξαμε εκεί που λέτε, και δεν είχε ουρά έξω ούτε και πολύ κόσμο στο εσωτερικό του. Ωστόσο, να ξεκαθαρίσω πως πριν μπούμε, ρωτήσαμε – καθόλου απειλητικά – την κοπέλα στην υποδοχή (εκείνη την ώρα ακούγαμε να παίζει Ελένη Φουρέιρα): «Δεν θα αλλάξει το ρεπερτόριο έτσι;». Και εκείνη, με σιγουριά, μας απαντάει: «Τέτοια ώρα, καλέ; Αποκλείεται!». Ήταν πλέον 3:00.

Είχαμε και τις προτάσεις μας για την DJ – Το Noiz μπορείτε να το βρείτε στην οδό Λ. Κωνσταντινουπόλεως 78

Δεν θέλω να πολυλογώ, και για να μην σας κουράσω, φύγαμε από εκεί στις 6:00. Χορέψαμε από Macarena μέχρι Βίσση (daaa), Φουρέιρα, Britney Spears και φυσικά τα Μαύρα τα Μεσάνυχτα. Ξεχαρβαλωθήκαμε πλήρως. Αξιοποιήσαμε στο έπακρο την “άπλα” που μας επιφύλασσε αυτό το Σάββατο βράδυ σε club της Αθήνας και, λίγο πριν ξημερώσει, πήραμε ό,τι είχε απομείνει, βρήκαμε ταξί (άθλος) και γυρίσαμε σπίτια μας.

« Να βγαίνετε για χορό, παιδιά – και να χορεύετε όντως. Όχι απαραίτητα σε gay μαγαζιά – όπου σας εκφράζει εσάς. Και να νιώθετε ελεύθεροι και γεμάτοι ηλεκτρισμό. Να την χορεύετε τη ζωή σας, αν όχι κάπου αλλού, ένα Σάββατο βράδυ στα μαύρα μεσάνυχτα της Αθήνας – γύρω από φίλους.»

Ωστόσο, πριν σας αφήσω και τα ξαναπούμε σε κάποιο επόμενο έξαλλο (ή και όχι) βράδυ μου, θέλω να εκφράσω μια απορία: Παιδιά, έχω χάσει κάτι ή ο κόσμος σταμάτησε να βγαίνει για χορό; Δηλαδή, εκτός από την επιδημία του σκιάχτρου – που βγαίνουν όλοι σε μαγαζιά με χορευτική μουσική και κάθονται σαν σκουπόξυλα, χωρίς να κουνιούνται (που ούτε αυτό το καταλαβαίνω, αλλά τέλος πάντων) – τώρα έχουμε και την επιδημία των άδειων night clubs; Οπουδήποτε αλλού ίσως αυτό να μπορούσα να το κατανοήσω, αλλά ειδικά στα gay club οφείλω να παραδεχτώ πως σοκαρίστηκα όταν μπήκα σε δύο, Σάββατο βράδυ, αρκετά αργά, και ήταν σχεδόν άδεια.

Δεν ξέρω ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση – ίσως και να μην υπάρχει – ίσως και να έτυχε εκείνο το βράδυ, κι εγώ τώρα να το αναλύω χωρίς λόγο (σύνηθες), αλλά κάπως με έπιασε μια λύπη με τη συνθήκη. Γιατί για μένα τα clubs – και κυρίως τα gay clubs της Αθήνας – είναι συνδεδεμένα με κάποιες από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου. Πάντα ο χορός έκανε τα πράγματα καλύτερα. Και κάπως σαν να στενοχωρήθηκα, ή να νοστάλγησα μια περίοδο μου, κάποιους ανθρώπους, μια αίσθηση που μπορεί ακόμα να υπάρχει, φυσικά – αλλά για ένα μικρό διάστημα είδα πώς θα ήταν χωρίς.

Να βγαίνετε για χορό, παιδιά – και να χορεύετε όντως. Όχι απαραίτητα σε gay μαγαζιά – όπου σας εκφράζει εσάς. Και να νιώθετε ελεύθεροι και γεμάτοι ηλεκτρισμό. Να την χορεύετε τη ζωή σας, αν όχι κάπου αλλού, ένα Σάββατο βράδυ στα μαύρα μεσάνυχτα της Αθήνας (που πάντα υπάρχει ζωή) – γύρω από φίλους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΧορευτική ζάλη στη Στέγη με τον Ζαλέ και τέσσερις Έλληνες χορογράφους12.09.2018

Περισσότερα από Going Out