Συν & Πλην: «Βασιλιάς Ληρ» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Ληρ» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.
Ο Βασιλιάς Ληρ ή η σκιά του Ληρ; Ιδού το ερώτημα. Η τραγωδία του Σαίξπηρ είναι η διαδρομή ενός προσώπου εξουσίας προς τη μεγαλειώδη πτώση αλλά αυτή δεν είναι μια πρωτότυπη κατάσταση στον σαιξπηρικό κόσμο. Ο Ριχάρδος ο Γ΄ ποτίζει την ακόρεστη δίψα του να γίνει βασιλιάς της Αγγλίας – αν και δεν δικαιούται το θρόνο – χάρη στη δολιότητα, την πανουργία και την κακία του· όλα σε υπέρμετρο βαθμό. Ο Μάκμπεθ γιατί εξελίσσεται σε μια μανιασμένη δολοφονική μηχανή – επίσης για να στεφθεί βασιλιάς. Ο Ληρ είναι ήδη κάτοχος του θρόνου για πολλά χρόνια και φαίνεται πως δεν υπήρξε συνετός βασιλιάς, αφού δεν μπορεί να διακρίνει την αρετή από την κολακεία.
Έτσι, έχοντας περάσει το κατώφλι του γήρατος αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειο του με το ίδιο κριτήριο. Το αποσπούν οι δύο του κόρες με τις «γλώσσες μελιστάλαχτες» Ρέγκαν και Γκόνεριλ ενώ η μετρημένη Κορντέλια αποκληρώνεται και εξορίζεται με κρότο. Ωστόσο, ο Ληρ δεν είναι μόνο ένας «δούλος που προσκυνά την κολακεία» αλλά και, όπως όλα υπαινικτικά δείχνουν, ένας ψυχικά ασταθής άνθρωπος. «Θόλωσε το μυαλό μου, ο νους μου αποκοιμήθηκε» παραδέχεται στις ελάχιστες στιγμές του έργου που ξανακερδίζει τη συνείδηση του ενώ ο Σαίξπηρ σχολιάζει πως ασκεί την εξουσία «με τόσο άστατες διαθέσεις».
Μεταξύ άλλων σημαντικών ζητημάτων – όπως η ηθική ανέχεια, η φαυλότητα της εξουσίας και η καταστροφή που περιμένει ένα λαό η μοίρα του οποίου εξαρτάται από ανάλογα πρόσωπα – ο μεγάλος Ελισαβετιανός μελετά και τη συγγένεια της εξουσιαστικής δύναμης με την τρέλα αλλά και το δεσμό της τρέλας με το γήρας.
Μιλώντας για ‘τρέλα’ επιβάλλονται τα εισαγωγικά αφού τα γηρατειά δεν έρχονται μόνα. κατά την αρχαία ρήση. Η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών, το αίσθημα κατάθλιψης, οι ανώριμες ή βεβιασμένες αποφάσεις, το έλλειμμα συνθετικής σκέψης είναι γνώρισμα της ηλικιακής φθοράς ώστε πολλοί μελετητές του Σαίξπηρ και του έργου αποδίδουν στο Ληρ αυτό που η σημερινή επιστήμη ίσως μπορούσε να διαγνώσει: Τη νόσο της άνοιας.
Η ανάγνωση του έργου όπως γίνεται από το ανέβασμα του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, εστιάζει κυρίως σε αυτήν συμπεριφορική πτυχή του ήρωα: Ο Ληρ εμφανίζεται στη σκηνή ως ιατρικά πάσχων, συνοδεία νοσοκομειακού κρεβατιού. Φυσικά, η απόδοση και διασκευή του κειμένου δεν έγκειται μόνο σε αυτό το σχόλιο. Ο Στρατής Πασχάλης που την υπογράφει έχει αναλάβει και το εξής πολύ δύσκολο έργο: Να περιορίσει τους βασικούς ρόλους σε οκτώ, να εξαφανίσει τα σύντομα περάσματα προσώπων, να μικρύνει γενικότερα τον όγκο του κειμένου ενώ αξιοσημείωτη είναι η ιδέα του να γεφυρώσει δύο καθοριστικής σημασίας χαρακτήρες: Τον κόμη του Κεντ και τον Τρελό (διασκεδαστή του Ληρ). Δεν είναι τυχαίο πως μοιράζονται κοινές αξίες: Μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, χωρίς φόβο.
Ο «Βασιλιάς Ληρ» φαίνεται πως βασίζεται στο έργο ενός άγνωστου συγγραφέα, το οποίο και δεν εκδόθηκε παρά στις αρχές του 17ου αιώνα. Από εκεί αντλεί ο Σαίξπηρ το μύθο, τον μεταγράφει και με την υπογραφή του παίζεται προς τέρψη του Βασιλιά στο Globe Theater, το 1608.
H παράστασηΗ νέα συνάντηση της Μπέτυς Αρβανίτη και του Στάθη Λιβαθινού ευτυχεί. Καταρχάς, γιατί φέρνει στο φως μια σπουδαία ερμηνεία της πρώτης στο ρόλο του Ληρ. Κατά δεύτερον, γιατί η διασκευή-προσαρμογή της θηριώδους τραγωδίας του Σαίξπηρ (από τον Στρατή Πασχάλη) και η σκηνοθετική διαχείριση και καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού σε αυτό το υλικό καρποφορεί σε μια πυκνή και, σε βάθος, τραγωδία δωματίου. Αν η παράσταση δεν υστερούσε – σε σημεία – αισθητικά, το αποτύπωμα της θα ήταν πιο επιδραστικό.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΣτον πέμπτο Σαίξπηρ της σκηνοθετικής του πορείας και στον δεύτερο «Βασιλιά Ληρ», ο Στάθης Λιβαθινός μικραίνει σημαντικά την κλίμακα – κι αυτό είναι ένα πρώτο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί όταν κανείς κρατά στα χέρια του επικά (από κάθε άποψη) κείμενα. Με την πολύτιμη βοήθεια της διασκευής (Στρατής Πασχάλης) βάζει στο κάδρο τα βασικά πρόσωπα της τραγωδίας – όλους όσοι ορέγονται την εξουσία ή τροφοδοτούν την πνευματική ερημιά του Ληρ και τους λιγοστούς που του αφοσιώνονται – και κεντράρει, ενίοτε με ψυχαναλυτική διάθεση, σε ζητήματα απολύτως υπαρξιακά. Σε σημείο που κάποιες σκηνές της παράστασης παραπέμπουν στην μπεκετική τυπολογία αλλά αυτό συμβαίνει οργανικά κι όχι από διάθεση παραδοξότητας. Την ίδια ώρα, παρά τον περιορισμένο σκηνικό χώρο του Κεφαλληνίας (κι εδώ με τη συνδρομή της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά) η σκηνοθεσία του εμπεριέχει ωραίες ιδέες μιας άλλοτε κλασικής κι άλλοτε πιο μοντέρνας, αλλά πάντα επικής, παραμυθιακής απεικόνισης. Μια σκηια καλά κουρδισμένη παράσταση, με γρήγορη εναλλαγή σκηνών και μια αίσθηση σασπένς.
Για τους θεατές που παρακολουθούν το ρεπερτόριο του Θεάτρου Κεφαλληνίας θα γνωρίζουν πως στο «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς (2018) και στη «Φόνισσα» η Μπέτυ Αρβανίτη κατέθεσε τις καλύτερες ερμηνείες της, κατά την τελευταία 15ετία. Με την εμφάνιση της ως Ληρ προσθέτει περήφανα και μια τρίτη. Καθηλωτική στους παραληρηματικούς μονολόγους του βασιλιά περπατά ένα μονοπάτι βαθιάς συγκίνησης που απηχεί τη μοναξιά του προσώπου αλλά όπου χρειάζεται βρίσκει και τον παλμό της ειρωνείας «αφού από εδώ περνάει ο δρόμος για την τρέλα». Το ίδιο χυμώδης είναι η συνύπαρξη της και με τον Τρελό (του Νίκου Αλεξίου) – πυρηνική για το έργου – ειδικά πριν την σκηνή της καταιγίδας, όπου οι δυο τους μοιάζουν να περιμένουν τον Γκοντό, κλείνοντας θαυμάσια το μάτι στους οντολογικούς διαλόγους του Μπέκετ. Είναι τόσο πλήρης η ερμηνεία της, που δεν προλαβαίνει κανείς να θέσει το ‘όριο’ του φύλου, δηλαδή το ότι μια γυναίκα παίζει έναν ανδρικό ρόλο.
Η ίδια πλαισιώνεται από καλές ερμηνείες. Ο Νίκος Αλεξίου όπως προαναφέρθηκε, παίζοντας με ευαισθησία αλλά και παιχνίδι τους ρόλους του Τρελού και του Κόμη του Κεντ σαν να πρόκειται για το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Ο Νέστωρ Κοψιδάς, πάντα δημιουργικός, εδώ προσεγγίζει με εσωτερικότητα το δούκα του Γκλώστερ – ειδικά από την τύφλωση του και μετά. Η Εύα Σιμάτου αποδίδει τον ψυχρό κυνισμό της Ρέγκαν με χάρη και ευγλωττία ενώ έχουμε και δύο ενδιαφέρουσες παρουσίες νεότερων να καταγράψουμε: Τον Αντώνη Γιαννακό που δίνει πολύ ωραίες αποχρώσεις στο ρόλο του αγαθού Έντγκαρ (ειδικά όταν είναι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο) και στην Ερατώ Πίσση που απεικονίζει με μέτρο την αθώα φύση της Κορντέλια.
Στις ερμηνευτικές αποκλίσεις της παράστασης, η Βιργινία Ταμπαροπούλου σε ένα σχηματικό σκιτσάρισμα της κακίας, ως Γκόνεριλ ενώ ο, γενικά καλός, Γκαλ Ρομπίσα, στραβοπατάει (από ενθουσιασμό;) και ‘υπερπαίζει’ το ραδιούργο Έντμοντ.
Σίγουρα δεν ήταν εύκολη η δουλειά του Στρατή Πασχάλη να περικόψει την σπουδαιότερη τραγωδία του Σαίξπηρ (είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση του το 2009), χωρίς να αφαιρέσει από την ποίηση, τις εσωτερικές διαδρομές των ρόλων και την καθαρή πλοκή. Κράτησε, πράγματι, μια υποδειγματική ισορροπία, φέρνοντας επί σκηνής, μόνο εννέα από τα πρόσωπα του έργου (κι αυτά όχι στην πληρότητα του ρόλου) που, με οικονομία, δεν σαμποτάρουν την αφήγηση, το σαιξπηρικό ύφος και συνάμα αναδεικνύουν κεντρικές προβληματικές του «Ληρ».
Το πως κανείς θα δαμάσει μια μικρή και μαζί πολυμετωπική σκηνή είναι η σπαζοκεφαλιά που πολλοί σκηνογράφοι έχουν αντιμετωπίσει μπαίνοντας σε θέατρα με τη μορφή του Κεφαλληνίας (αλλά και του Υπογείου του Τέχνης, του Κυκλάδων και αρκετών άλλων). Με μια ευρηματική ιδέα, λοιπόν, επενέβη η Ελένη Μανωλοπούλου στήνοντας ένα, καθ’ ύψος πάνελ, ένα δέντρο από οθόνες (εξάλλου ένα μεγάλο μέρος του έργου εξελίσσεται μέσα σε ένα οργιώδες δάσος) οι οποίες (σε βίντεο του Χρήστου Δήμα) εξέπεμπαν εικόνες καταστροφής, ερημιάς, τέλους. Ενδιαφέρουσα ήταν και η «πίσω αφήγηση», ως παρασκήνιο των σκηνών σε εξέλιξη, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε φωτιστικά.
Τα Πλην (-)Σε αντίθεση με τα σκηνικά της, τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου έρχονταν από την ίδια αποθήκη ιδεών που έχουμε δει και αναγνωρίσει σε πολυάριθμες παλαιότερες δουλειές της.
Οι φωτισμοίΣπάνιο για το επίπεδο εργασίας του Αλέκου Αναστασίου, αλλά οι φωτισμοί της παράστασης δεν προσέφεραν σε ατμόσφαιρες τα αναγκαία, ούτε και τόνισαν τις σκηνογραφικές λύσεις· πόσω μάλλον σε ένα έργο με διαρκή εναλλαγή τόπων και υφών.
Το άθροισμα (=)Ευτυχής επανασύνδεση Στάθη Λιβαθινού και Μπέτυς Αρβανίτη – η τελευταία σε ρεσιτάλ ερμηνείας.