MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
15
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Από τη Βονασέρα έως την Παξινού: 4 «μεγάλες κυρίες» που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό θέατρο

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, στις 27 Μαρτίου, πραγματοποιούμε ένα αφιέρωμα σε τέσσερις σπουδαίες ηθοποιούς-θιασάρχισσες που άλλαξαν για πάντα το ελληνικό θέατρο.

Από τη Βονασέρα έως την Παξινού: 4 μεγάλες βεντέτες που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό θέατρο
Αριστούλα Ζαχαρίου

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, στις 27 Μαρτίου, ανατρέχουμε στην ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου και παρουσιάζουμε τέσσερις σπουδαίες ηθοποιούς-θιασάρχισσες οι οποίες άφησαν η κάθε μια το δικό της μοναδικό στίγμα στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα, την Πιπίνα Βονασέρα, την Αικατερίνη Βερώνη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κατίνα Παξινού.

Τέσσερις καλλιτέχνιδες τεσσάρων διαφορετικών γενιών οι οποίες έστω και άτυπα παρέδωσαν τη σκυτάλη η μία στην άλλη, αποκτώντας ηγετική παρουσία στο ελληνικό θέατρο, σε περιόδους όπου οι έμφυλες διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα οξυμένες και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ακόμη αρκετά υποδεέστερη. Χαρισματικές, ανεξάρτητες και δυναμικές, οι τέσσερις αυτές πρωταγωνίστριες-θιασάρχισσες κατάφεραν να ξεπεράσουν αναρίθμητα εμπόδια, να εξελίξουν την υποκριτική τέχνη, να ανανεώσουν τη θεατρική ζωή της χώρας, να ανοίξουν διάπλατα τον δρόμο για τις επόμενες γενιές ηθοποιών, να κερδίσουν τον σεβασμό και την αναγνώριση ακόμη και σε περιόδους όπου το επάγγελμα της ηθοποιού σε κατέτασσε κάπου στο περιθώριο.

Η πρωτοπόρος Πιπίνα Βονασέρα (1838 ή 1842 – 1927)

Η γεννημένη στη Σικελία Πιπίνα Βονασέρα υπήρξε η πρώτη μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου. Ως ηθοποιός, θιασάρχισσα και μεταφράστρια κατάφερε να ξεπεράσει τις έμφυλες διακρίσεις και να εδραιώσει την παρουσία της σε έναν ανδροκρατούμενο θεατρικό χώρο. Η ίδια διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του επαγγελματικού θεάτρου στην Ελλάδα, στην ανάδειξη και την καθιέρωση σύγχρονών της Ελλήνων συγγραφέων, καθώς και στην ανανέωση του ρεπερτορίου των ελληνικών θιάσων. Παράλληλα άνοιξε τον δρόμο για τις επόμενες γενιές γυναικών που επιθυμούσαν να αφιερωθούν στη θεατρική τέχνη.

Το ντεμπούτο της στην αθηναϊκή σκηνή το πραγματοποίησε στο Θέατρο Μπούκουρα το 1862 ως «Λουκρητία Βοργία» στο ομώνυμο δράμα του Βίκτωρος Ουγκώ. Πρώτη μεγάλη συνεργασία θα είναι εκείνη με τον Θίασο Σούτσα, στον οποίο θα καθιερωθεί ως πρωταγωνίστρια και αργότερα επικεφαλής. Το 1867 θα ιδρύσει από κοινού έναν θίασο μαζί με τον Δημοσθένη Αλεξιάδη, ενώ το 1886 θα σχηματίσει έναν αποκλειστικά δικό της θίασο, εγχείρημα που ωστόσο αποδείχθηκε βραχυπρόθεσμο. Το 1889 το άστρο της είχε αρχίσει να δύε και το παίξιμο της να θεωρείται πλέον ξεπερασμένο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν θα συνεργαστεί με διάφορους θιάσους. Τελευταίες εμφανίσεις της στο σανίδι το 1899 με τον θίασο του γιού της Ευτύχιου Βονασέρα. Κατά τη διάρκεια της πορείας της θα πραγματοποιήσει επιτυχημένες περιοδείες σε πόλεις με δυνατό ελληνικό στοιχείο (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, κ.α.), θα δεχθεί εγκωμιαστικά σχόλια για την ερμηνεία της σε έργα όπως «Μαρία Δόξαπατρη» και «Μερόπη» του Δημήτριου Βερναρδάκη, «Αιμιλία Γαλόττη» του Λέσσινγκ κ.α., ενώ θα περάσει στην ιστορία ως η πρώτη «Μεγάλη Κυρία» της αρχαίας τραγωδίας με ρόλους όπως αυτούς της Αντιγόνης και της Μήδειας.

Η δεξιοτέχνισσα Αικατερίνη Βερώνη (1867-1955)

Καμία άλλη ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου τον 190υ αιώνα δεν γνώρισε την αποθέωση και τον σεβασμό όσο η Κωνσταντινοπολίτισσα Αικατερίνη Βερώνη. Η αναγνώριση και ο θαυμασμός που της επιφύλασσαν οι σύγχρονοι της δεν οφειλόταν μόνο στην εξαιρετική υποκριτικής της δεινότητα αλλά και στο ήθος του χαρακτήρα της, την ταπεινότητα που επιδείκνυε ακόμη και στο απόγειο της δόξας της, καθώς και την αποφασιστικότητα της να εξελίξει την τέχνη της και να βελτιωθεί με κάθε τρόπο, παραμένοντας ως το τέλος μια επιμελής και ακούραστη «μαθητευόμενη».

Τα πρώτα της θεατρικά βήματα τα πραγματοποίησε το 1879 με περιοδεύοντες αθηναϊκούς θιάσους στην Πόλη. Έκτοτε συνεργάστηκε με σημαίνουσες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου όπως ο μέντορας της Νικόλαος Λεκατσάς, ο Μιχαήλ Αρνιωτάκης και ο Διονύσης Ταβουλάρης, καταφέρνοντας μέσα σε μια δεκαετία να καθιερωθεί και στον ελλαδικό χώρο. Το 1894 θα γίνει επικεφαλής δικού της θιάσου, ενώ την περίοδο 1902-1903 θα ενταχθεί στο Βασιλικό Θέατρο μαζί με τον σύζυγο της Γεώργιο Γεννάδη. Το ζεύγος θα αποχωρήσει σύντομα όμως από εκεί, δημιουργώντας έναν ακόμη θίασο. Από το 1920 και έπειτα οι θεατρικές της εμφανίσεις γίνονται σποραδικές.

Στη διάρκεια της καριέρας της το ερμηνευτικό της ρεπερτόριο αποτελούταν από μια ευρεία γκάμα κλασικών και σύγχρονων ρόλων της διεθνούς και ελληνικής δραματουργίας: Οφηλία («Άμλετ», Σαίξπηρ), Αδριάνη Λεκουβρέρ (Ερνέστ Λεγκουβέ), Διονυσία (Αλέξανδρος Δουμάς Υιός), Γαλάτεια (Σπυρίδων Βασιλειάδης) κ.α. Εμβληματική ερμηνεία θεωρείται εκείνη της «Φαύστας» του Δημητρίου Βερναρδάκη, την οποία έπαιξε για πρώτη φορά στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1893 ταυτόχρονα με την «ανταγωνίστρια» της Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Το φυσικό, εσωτερικό και χωρίς υπερβολές παίξιμο της Βερώνη κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜαρίκα Κοτοπούλη: Η μεγάλη κυρία του θεάτρου που άφησε εποχή12.09.2018

Η σαρωτική Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954)

Η εμβληματική ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε ηγετική μορφή του ελληνικού θεάτρου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, υπηρετώντας το με αφοσίωση και τόλμη εντός και εκτός σκηνής. Η παρουσία της σαρωτική. Υπερνικώντας όλες τις δυσκολίες που βρέθηκαν στον δρόμο της, κατάφερε να φέρει στο εμπορικό θέατρο έναν αέρα ανανέωσης και προόδου, αν και ήταν υποχρεωμένη συχνά να ακροβατεί ανάμεσα σε «ασφαλείς συνταγές» εισπρακτικής επιτυχίας και τις υψηλές καλλιτεχνικές και αισθητικές της αξιώσεις.

Τα πρώτα θεατρικά της βήματα τα πραγματοποιεί με τον θίασο του πατέρα της Δημήτρη Κοτοπούλη. Το 1902 θα προσληφθεί στο Βασιλικό Θέατρο υπό την καθοδήγηση του Θωμά Οικονόμου όπου και θα διακριθεί για το αδιαμφισβήτητο υποκριτικό της ταλέντο. Μετά την αποχώρηση της, το 1906, θα δημιουργήσει, σε συνεργασία με συναδέλφους της, πολυάριθμα μεταβαλλόμενα θεατρικά σχήματα, έως το 1912, όταν και θα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του θιάσου της. Μόνιμη στέγη του θιάσου αυτού, τον οποίον και θα διατηρήσει με ελάχιστες διακοπές έως το τέλος της ζωής της, αρχικά το θέατρο της Ομόνοιας και από το 1936 το Ρεξ.

Ως ηθοποιός θα πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση νέων τρόπων ερμηνείας της αρχαίας τραγωδίας. Η υποκριτική της ιδιοφυΐα δεν περιοριζόταν μόνο στην τραγωδία αλλά κινούταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: Από το βουλεβάρτο και την επιθεώρηση έως τον Σαίξπηρ και το σύγχρονο δράμα. Ως θιασάρχισσα θα φέρει το ελληνικό κοινό σε επαφή με τις πρωτοποριακές διεθνείς τάσεις, συνεργαζόμενη με την αφρόκρεμα των εγχώριων νέων καλλιτεχνών και συγγραφέων. Ιδιαίτερα την περίοδο ίδρυσης της «Ελευθέρας Σκηνής» με τον Σπύρο Μελά. Αντίπαλο δέος της η Κυβέλη με την οποία, ωστόσο, θα αφήσουν στην άκρη τις έριδες και θα συμπράξουν την περίοδο 1932-1934, υπό την απειλή του νέοϊδρυθέντος Εθνικού Θεάτρου.

Η «Μεγάλη Κυρία» του θεάτρου Κατίνα Παξινού (1900-1973)

Η υποκριτική τέχνη στην Ελλάδα γνώρισε στιγμές δόξας με την Κατίνα Παξινού. Μια σπουδαία προσωπικότητα η οποία χάρη στην οξυδέρκεια, το κύρος και την άνεση με την οποία ενσάρκωνε μια ευρεία γκάμα αντιθετικών μεταξύ τους ρόλων στη σκηνή και την οθόνη κατάφερε να δει το άστρο της να ανατέλλει εντός και εκτός συνόρων. Από τη συμβολή της στη σύγχρονη προσέγγιση του αρχαίου δράματος, με την αυθεντική και ειλικρινή απόδοση του τραγικού μεγέθους, έως τον τρόπο που το σώμα και η ψυχή της εναρμονίζονταν άψογα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε χαρακτήρα, κειμένου, καθώς και του σκηνικού χώρου γύρω της, η Κατίνα Παξινού διαμόρφωσε ένα προσωπικό υποκριτικό ύφος που άφησε εποχή.

Έχοντας πραγματοποιήσει μουσικές σπουδές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η Παξινού ακολούθησε μια σύντομη πορεία ως λυρική υψίφωνος την οποία και διέκοψε εξαιτίας μιας βλάβης στις φωνητικές χορδές. Το 1928 θα πραγματοποιήσει το ντεμπούτο της στο δραματικό θέατρο με τον Θίασο Κοτοπούλη στην «Γυμνή Γυναίκα» του Ανρί Μπατάιγ. Ενώ, το 1930 στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη θα καταφέρει να καθιερωθεί ως πρωταγωνίστρια. Το 1932 θα προσχωρήσει στον θίασο του Εθνικού Θεάτρου όπου και θα «μαθητεύσει» κοντά στον Φώτο Πολίτη, ερμηνεύοντας σημαίνοντες ρόλους της ελληνικής και παγκόσμιας δραματουργίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΌταν η Κατίνα Παξινού έλαμπε στο διεθνές στερέωμα12.09.2018

Η συνεργασία της με το Εθνικό, μετά από μια μεγάλης διάρκειας διακοπή λόγω του πολέμου όταν και η Κατίνα Παξινού θα θριαμβεύσει στο εξωτερικό, θα συνεχιστεί την περίοδο 1952-1968, στο απόγειο της καλλιτεχνικής της ωριμότητας, όπου και θα κατοχυρώσει οριστικά τον τίτλο της «Μεγάλης Τραγωδού». Τον Αύγουστο του 1968 η ίδια και ο «συνοδοιπόρος» της στη σκηνή τη ζωή, Αλέξης Μινωτής, θα ιδρύσουν τον δικό τους ιδιωτικό θίασο, παρουσιάζοντας νέα έργα αλλά και παλαιότερες επιτυχίες τους. Τελευταίος ρόλος της Κατίνας Παξινού η «Μάνα Κουράγιο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1972.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Πηγές

  • Αλτουβά Αλεξία, «Το Φαινόμενο του Γυναικείου Βεντετισμού στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα», εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα, 2014
  • Βασιλείου Αρετή, Εκσυγχρονισμός ή Παράδοση: Το Θέατρο της Πρόζας στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004
  • Συλλογικό, Για την Μαρίκα Κοτοπούλη και το Θέατρο στην Ερμούπολη: Πρακτικά Συμποσίου. Ερμούπολη Σύρου – Αύγουστος 1994, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1996
  • Συλλογικό, Παξινού – Μινωτής: Μίμησης Πράξεως Σπουδαίας και Τελείας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997
  • Χατζηπανταζής Θεόδωρος, «Από του Νείλου Μέχρι του Δουνάβεως: Το Χρονικό της Ανάπτυξης του Ελληνικού Επαγγελματικού Θεάτρου στο Ευρύτερο Πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου, από την Ίδρυση του Ανεξάρτητου Κράτους έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, τόμος Β’: 1876-1897», ΠΕΚ, Ηράκλειο, 2012

 

Περισσότερα από Επίκαιρα