Bella Ciao#37: Η διαχρονική γοητεία της Τόσκα
Το Bella Ciao είδε την Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι που παρουσιάζεται στην ΕΛΣ στο πλαίσιο του αφιερώματος στον κορυφαίο στον σκηνοθέτη, σκηνογράφο και ενδυματολόγο Νίκο Σ. Πετρόπουλο.
Από όλους τους κόσμους της όπερας, ο κόσμος της Τόσκα είναι από εκείνους που με αγγίζουν βαθύτερα.
Ο Πουτσίνι, ένας από τους συνθέτες που νιώθω πιο κοντά μου, χτίζει σε τρεις πράξεις ένα σύμπαν πάθους, φόβου, εξουσίας, πίστης και αντίστασης. Το λιμπρέτο των Τζιουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού, με την εμβληματική Σάρα Μπερνάρ, συμπυκνώνει έναν ολόκληρο αιώνα ανθρώπινων εντάσεων.
Η Τόσκα πρωτοανέβηκε το 1900 στο Teatro Costanzi της Ρώμης.Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942, στο θερινό θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη δεκαεννιάχρονη τότε Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) να αφήνει το πρώτο της στίγμα στον ρόλο.
Η Τόσκα με σκηνοθετική υπογραφή του Νίκου Σ. Πετρόπουλου που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2007 στο θέατρο Ολύμπια, επιστρέφει και πάλι στην ΕΛΣ και μας παραδίδει έναν κόσμο ολόκληρο, έναν κόσμο που δεν αναπνέει απλώς τη μουσική του Πουτσίνι, αλλά την επεκτείνει, τη φωτίζει και τη μεταμορφώνει. Ο Πετρόπουλος υπογράφει σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια, με μια συνοχή που κάνει την εμπειρία σχεδόν κινηματογραφική.
Από τις 6 μέχρι τις 9:30 βρίσκομαι κι εγώ μέσα σε αυτήν τη μηχανή, κομπάρσος σε ένα φιλμ νουάρ γεμάτο πράκτορες, δωσίλογους, πληροφοριοδότες, φυγάδες, βασανιστές και κατασκόπους. Όχι πια στη Ρώμη του 1800, αλλά στο 1944, σε μια Ιταλία που παρασύρεται στη δίνη της υποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων. Κι όμως, αυτή η χρονική μετατόπιση δεν αλλοιώνει τίποτα· αντίθετα, υπογραμμίζει κάτι ουσιαστικό: η εξουσία του Σκάρπια δεν είναι «ιστορική». Είναι διαχρονική. Ο μηχανισμός καταστολής, η βία, η χειραγώγηση, ο φόβος, επιστρέφουν σε κάθε εποχή όπου η εξουσία φοβάται την τέχνη και όσους τολμούν να τη ζουν.
Μέσα από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, το έργο αποκτά μια αισθητική κορύφωση που συνδέει την όπερα με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όπου οι καλλιτέχνες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωποι με μηχανισμούς πίεσης και περιορισμού, αόρατους ή και υπαρκτούς, σε μια κοινωνία που συχνά «υποδέχεται» την τέχνη, αλλά δεν αντέχει πάντα το βάρος της αλήθειας της.
Η μουσική διεύθυνση του Πάολο Καριάνι απογειώνει το έργο. Από ένα σημείο και μετά, νιώθεις ότι δεν ακούς απλώς την ορχήστρα· αναπνέεις μαζί της. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να σιγοτραγουδώ αρκετή ώρα μετά την παράσταση.
Στη διανομή που είχα την τύχη να παρακολουθήσω, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσάρκωσαν οι διεθνείς σούπερ σταρ Ρομπέρτο Αλανιά και Αλεξάνδρα Κουρζάκ — ζευγάρι και στη ζωή — μαζί με τον δικό μας Δημήτρη Πλατανιά. Και οι τρεις συνέθεσαν ένα σύμπαν σπάνιας χημείας και έντασης. Η ερμηνεία τους, φωνητική, σκηνική αλλά και βαθιά ψυχική, διαμόρφωσε ένα αποτέλεσμα που σε ακολουθεί και το κουβαλάς μέσα σου για πολλές ημέρες μετά.
Και καθώς όλα κορυφώνονται, η σκέψη μου πηγαίνει στους στίχους της τρίτης πράξης, στίχους που περιέχουν όλη την αγνότητα, την απόγνωση και την αδικία που συντρίβουν την ανθρώπινη ψυχή:
«Ω χέρια γλυκά, τρυφερά κι αθώα,
διαλεγμένα για έργα ομορφιάς κι ευλάβειας,
για να δίνουν χάδια σε παιδιά,
για να μαζεύουν τριαντάφυλλα,
για να προσεύχονται σφιχτοπλεγμένα για τους δυστυχείς.
Σ’ εσάς λοιπόν, που ο έρωτας σας χάρισε δύναμη,
εναπόθεσε η δικαιοσύνη τα ιερά της όπλα;»
Εκεί, μέσα σε αυτά τα λόγια, βρίσκεται όλη η ουσία της Τόσκα: η τέχνη που δεν σώζει πάντα, αλλά πάντα αποκαλύπτει.
Κι εγώ, για ακόμη μια φορά, έζησα μέσα της.