Ο Γιώργος Ονησιφόρου επιστρέφει στη σκηνή του H.ug (Human Underground) με το νέο του έργο «Οι Ζωντανοί», το οποίο σκηνοθετεί και ερμηνεύει μαζί με την Έβελυν Ασουάντ. Πρόκειται για μια παράσταση που γεννήθηκε από την ανάγκη του να μιλήσει για κάτι προσωπικό, για το τέλος της μνήμης και των ιστοριών του πατέρα του, και εξελίχθηκε σε μια αφήγηση όπου ένα παιδί ψάχνει να βρει τον φόβο και να τον αντιμετωπίσει. «Αφού πενθήσουμε για τους πατεράδες μας που σιγήσαν, έρχεται η ώρα να μιλήσουμε», λέει ο ίδιος για τη σπίθα που γέννησε την ιδέα αλλά και την ουσία της παράστασης.
Στο H.ug, η ιστορία ζωντανεύει μέσα από τις φωνές των δύο ηθοποιών και ένα ηλεκτρικό μπάσο – του Θανάση Δημακόπουλου – που λειτουργεί σαν «τρίτος αφηγητής». Πυκνώνει τους χώρους, δίνει παλμό και οδηγεί τη δράση, σαν ένα θαλάσσιο ρεύμα που κινεί την αφήγηση. Η παράσταση εξερευνά τη σωματικότητα του ήχου και του λόγου, τους ψιθύρους, τις ανάσες και τις πολλές φωνές που συγκροτούν ένα νόημα που, όπως αναφέρει και ο ίδιος, «αναπνέει».

«Η στιγμή που ένιωσα ότι αυτή είναι μια ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, και που ίσως αφορά κι άλλους, συμπίπτει με τη συνειδητοποίηση ότι το πένθος πρέπει να ξεπεραστεί και να μιληθεί μια καινούρια ιστορία», λέει ο Γιώργος Ονησιφόρου.
Με αφορμή τους «Ζωντανούς» κάναμε μια κουβέντα με τον δημιουργό τους για το πώς η προσωπική αναζήτηση μετατρέπεται σε συλλογική εμπειρία: η συνάντηση με τον φόβο, η ανάγκη να μιλήσουμε και να βγούμε ζωντανοί, η προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας κοινός χώρος με το κοινό. Το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση που δεν απλώς αφηγείται μια ιστορία, αλλά προσκαλεί τον θεατή να γίνει μέρος της.
Η σπίθα των Ζωντανών άναψε όταν αποδέχτηκα την ανάγκη μου να μιλήσω για κάτι προσωπικό, για το τέλος της μνήμης και των ιστοριών του πατέρα μου. Το κείμενο πέρασε από πολλά στάδια αλλαγών και μεταμορφώσεων, και από τις πρώτες πιο αυτοβιογραφικές εκδοχές του κατέληξε σε μια ιστορία που αφηγείται ένας γιος στον πατέρα. Ο πατέρας είναι αυτός που ξαπλώνει στο κρεβάτι κι ο γιος αυτός που του λέει ένα παραμύθι. Η στιγμή που ένιωσα ότι αυτή είναι μια ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, και που ίσως αφορά κι άλλους, συμπίπτει με τη συνειδητοποίηση ότι το πένθος, ενώ είναι απαραίτητη διαδικασία, πρέπει να ξεπεραστεί, να σπάσει η σιωπή και να μιληθεί μια καινούρια ιστορία. Αφού πενθήσουμε για τους πατεράδες μας που σιγήσαν, έρχεται η ώρα να μιλήσουμε.
Τη σκηνική αφήγηση μιας ιστορίας από δύο ηθοποιούς – την Έβελυν Ασουάντ κι εμένα – κι ένα μπάσο, του Θανάση Δημακόπουλου. Η ιστορία μιλά για ένα παιδί που πάει να βρει τον Φόβο. Ανοίγεται στη θάλασσα και φτάνει σε μια καμένη γη ψάχνοντας να πιει νερό για να επιβιώσει. Θα βρει ένα πηγάδι και θ’ ακούσει μια φωνή να τον καλεί σε βοήθεια. Το παιδί θα πηδήξει μέσα στο πηγάδι, για να βρει νερό και για να βοηθήσει το κορίτσι που του ζητά βοήθεια. Για να πιει νερό πρέπει να συναντήσει τον φόβο.

«Κεντρικό ρόλο στην παράσταση και στο πώς αντιλαμβάνομαι το θέατρο παίζει η σωματικότητα του ήχου και του λόγου».
Ξεκίνησα από μια πρώτη αίσθηση μιας κίνησης, μιας κατάστασης που θα ήθελα να δημιουργήσω πρώτα σε μένα και μετά στον θεατή. Μιας πορείας από ένα σημείο οικείο σε κάτι ξένο και σκοτεινό, για να ξαναβγούμε στο φως. Κεντρικό ρόλο στην παράσταση και στο πώς αντιλαμβάνομαι το θέατρο παίζει η σωματικότητα του ήχου και του λόγου: η υλικότητα του, ο ρυθμός και οι δυναμικές, οι ποιότητες της φωνής, οι ανάσες, το τραγούδι, οι πολλές φωνές μας, οι ψίθυροι, αυτά που λέγονται κι αυτά που δεν λέγονται. Πώς κάτι αόρατο, όπως είναι ο ήχος και η φωνή, μπορεί να δημιουργήσει μια αναπαράσταση, διαφορετική στην καθεμιά και στον καθένα, που να συγκροτεί ένα νόημα που ν’ αναπνέει.
Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα αναφέρετε πως βρίσκετε παρηγοριά στο παραμύθι. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στο παραμύθι ως γλώσσα για να μιλήσετε για όσα θέλετε;Χωρίς τη συνάντηση με αυτό που μάς φοβίζει και μάς απειλεί, είμαστε ξοφλημένοι ψυχικά.
Στο παραμύθι με ελκύει ο βαθμός της ελευθερίας του. Το πηγαινέλα μεταξύ διαφορετικών κόσμων, η επινοημένη άγνοιά του απέναντι στους φυσικούς περιορισμούς, η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα και τον φυτικό κόσμο, η ενσωμάτωση της επιθυμίας μέσα στην πραγματικότητα και η υπέρβαση των ορίων, η ανατροπή ιεραρχιών και στερεοτύπων, η αφέλεια με την οποία συστήνεται, για να μιλήσει για πράγματα που δυσκολευόμαστε ν’ αρθρώσουμε.

«Σήμερα δυσκολευόμαστε ν’ αρθρώσουμε τον φόβο μας απέναντι σ’ αυτό που μάς απειλεί. Είτε πρόκειται για εσωτερικές απειλές είτε σε επίπεδο συλλογικό».
Δυσκολευόμαστε ν’ αρθρώσουμε τον φόβο μας απέναντι σ’ αυτό που μάς απειλεί. Είτε πρόκειται για εσωτερικές απειλές είτε σε επίπεδο συλλογικό. Κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα… Δείχνουμε κουλ, ενώ είμαστε στο χείλος της κατάρρευσης. Χωρίς τη συνάντηση με αυτό που μάς φοβίζει και μάς απειλεί, είμαστε ξοφλημένοι ψυχικά. Οι Ζωντανοί δεν ξέρω πώς μπορούν να βοηθήσουν. Αυτό που κάνουν οι Ζωντανοί είναι το να μιλήσουν, να μην τους καταπιεί η θλίψη και η σιωπή. Με όχημα μια σκηνική, θεατρική γλώσσα επιχειρούμε να συναντήσουμε αυτό που μάς απειλεί, να βγούμε ζωντανοί και να μιλήσουμε γι’ αυτή την περιπέτεια.
Το μπάσο – στα χέρια του Θανάση Δημακόπουλου – αφηγείται κι αυτό με τη φωνή του. Ωθεί τη δράση, δίνει κατεύθυνση στην κίνηση της ιστορίας, όπως ένα θαλάσσιο ρεύμα. Λειτουργεί ως φυσικό στοιχείο, ως καταλύτης, ενισχύει την ένταση, πυκνώνει τους χώρους, δίνει παλμό…

«Πρέπει να δούμε επιτέλους πόσο εχθρικοί έχουμε γίνει».
Δημιουργώντας αυτή την παράσταση ανακάλυψα αυτήν την παράσταση. Η παράσταση είναι κάτι που δεν το ξέρεις πριν συμβεί, αυτήν ψάχνεις. Ένα ψυχικό πέρασμα, μια γέφυρα χτίζουμε με τους συνεργάτες μου, για να συναντήσουμε το κοινό και τους εαυτούς μας.
Το ερώτημά μου είναι το εξής: πώς θα ενωθούν τα αποκομμένα μέλη ενός σώματος, πώς οι περιχαρακωμένες ατομικότητές μας θα συγκροτήσουν έναν κοινό χώρο, έστω για εβδομήντα λεπτά που διαρκεί η παράσταση; Πώς θα φέρουμε σε διάλογο, σε εγγύτητα τα κομμάτια μας, πώς η πράξη του θεάτρου, πέρα από τις διακηρύξεις μας, θα γίνει όντως πολιτική; Πώς θα συνυπάρξουν μέσα μας τα αντιμαχόμενα κομμάτια μας, και πώς θα μοιραστούμε τον χρόνο και τον χώρο με τους άλλους; Στις 22 Νοεμβρίου, μετά τη δεύτερη παράστασή μας, και βγαίνοντας απ’ το θέατρο, οι γείτονες μας πέταξαν αυγά! Πρέπει να δούμε επιτέλους πού βρισκόμαστε, πόσο εχθρικοί έχουμε γίνει. Είτε θ’ αρχίσουμε να πετάμε αυγά και πέτρες μεταξύ μας είτε θα δούμε την εικόνα μας ως κοινωνία, τη σπαρακτική έλλειψη κατανόησης και αγάπης, τη βαθιά μοναξιά μας, και θα κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Η παράστασή μας είναι μια απόπειρα να συγκροτηθεί ένα νόημα, μια μορφή που να μην επιβάλλεται αλλά να συνομιλεί, μέσα από μια σύνθεση προσωπικών και συλλογικών αναπαραστάσεων.
Είτε θ’ αρχίσουμε να πετάμε αυγά και πέτρες μεταξύ μας είτε θα δούμε την εικόνα μας ως κοινωνία, τη σπαρακτική έλλειψη κατανόησης και αγάπης, τη βαθιά μοναξιά μας, και θα κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Έναν ήχο, μια φράση, μια αίσθηση που θα τον συνοδεύει, που θα ξυπνήσει μαζί της. Λίγο χώρο θα ήθελα να πάρει ο θεατής, μια ανάσα, μια αίσθηση ότι είναι μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας, ότι δεν είναι μόνος και μόνη. Λίγο χώρο για να νιώσει, να σκεφτεί, ν’ αναπνεύσει.

«Φέρω στο σώμα μου, όπως όλοι μας, ίχνη από τις συναντήσεις μου με άλλους ανθρώπους και τόπους».
Το δωμάτιο που μεγάλωσα, η θάλασσα, το παιδικό ονειροπόλημα, η λογοτεχνία, οι αδυναμίες μου, οι φίλοι μου, οι σχέσεις μου, οι ματαιώσεις, οι υπερβάσεις, τα λάθη μου, το θέατρο.
Έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους δημιουργούς και οργανισμούς στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Τι θεωρείτε ότι σας έχει ακολουθήσει από αυτές τις συναντήσεις; Υπάρχει κάποιο «μάθημα» που κουβαλάτε ακόμη;Φέρω στο σώμα μου, όπως όλοι μας, ίχνη από τις συναντήσεις μου με άλλους ανθρώπους και τόπους. Ήρθα σε επαφή με διαφορετικές θεατρικές παραδόσεις και μεθοδολογίες, με σκηνοθέτες και συνεργάτες που μου έδωσαν χώρο για ν’ αναπτυχθώ, και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Στην Πολωνία, που έζησα και δούλεψα για κάποια χρόνια, έμαθα τη δουλειά συνόλου, εξασκήθηκα στο πολυφωνικό τραγούδι και τον συντονισμό σώματος-φωνής-συναισθημάτων, στη σχέση πρωταγωνιστή-χορού, στο να παίζεις σε μια ξένη γλώσσα, τα αγγλικά, σ’ ένα θέατρο που ο ηθοποιός είναι ενεργητικός και προχωρά στη δική του απαραίτητη εσωτερική διεργασία χωρίς να περιμένει διαταγές ή απαντήσεις από τον σκηνοθέτη. Είχα επίσης την τύχη να συναντηθώ με κάποιους καλούς δασκάλους στο ξεκίνημά μου, μια δεκαπενταετία σχεδόν πριν, στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ο ένας είναι ο Ακύλλας Καραζήσης, που με ενίσχυσε ως ηθοποιό, μου έδωσε εργαλεία και μου προκάλεσε την περιέργεια και το πάθος μου, και η Βίκυ Παναγιωτάκη που με εισήγαγε, μέσα από την τεχνική Αλεξάντερ, σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης του ζωντανού σώματος επί σκηνής. Τέλος, η συνάντησή μου με το έργο του Masaki Iwana και του Άρη Ρέτσου, όπως και με τους ίδιους, ήταν καθοριστική.

«Είχα την τύχη να συναντηθώ με κάποιους καλούς δασκάλους στο ξεκίνημά μου, μια δεκαπενταετία σχεδόν πριν, στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου».
Αναζητώ ανθρώπους, αναζητώ μια συνέχεια και μια γεφύρωση των αποσπασματικών κινήσεων, και προσωπικά και συλλογικά. Αναζητώ τη δημιουργία ενός τόπου ψυχικού, που είναι η παράσταση, που να είναι ευρύχωρος και να μην επαναλαμβάνει τον εαυτό του.
Όταν δεν είστε μέσα στη διαδικασία μιας παράστασης, τι γεμίζει τον χρόνο και τον νου σας; Πού στρέφεστε για ανάσα ή έμπνευση;Διάβασμα, γράψιμο, μουσική, σινεμά, χάζεμα, μπάσκετ στην τηλεόραση και άλλα. Για έμπνευση δεν στρέφομαι κάπου συγκεκριμένα, πιάνω τους δρόμους. Ή αρχίζω να κοιτάω τη βιβλιοθήκη μου μήπως μου απαντήσει, μήπως με κατευθύνει μαγικά στο βιβλίο εκείνο που θ’ ανοίξει μια πόρτα, ένα παράθυρο, μια ρωγμή, κάτι.

«Η παράσταση είναι μια απόχη που θέλει να πιάσει ζωντανά ψάρια. Για να τα μοιραστούμε, να τα φάμε μαζί, σε κοινό τραπέζι!».
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που χρειάζεται ν’ ακουστεί και ν’ αναδειχθεί περισσότερο μέσα από την τέχνη. Ζούμε μέσα σ΄ έναν κόσμο που περιέχει πολλούς άλλους κόσμους: ο κόσμος του θεάματος, ο τρίτος λεγόμενος κόσμος, ο δυτικός, ο ευρασιατικός, ο πολιτικός, ο τεχνολογικός κόσμος, ο κόσμος των φυλακών και των ιδρυμάτων, ο μικρόκοσμος, ο κόσμος των video games, των πολέμων, ο ψηφιακός κόσμος, ο κόσμος της διασκέδασης, ο κάτω κόσμος, ο κόσμος της πληροφορίας, ο εσωτερικός, όπως λέμε, κόσμος… Στον Άμλετ, βάζει τα εξής λόγια ο Σαίξπηρ στο στόμα του ήρωά του: «η παράσταση είναι η παγίδα που θα πιάσω μέσα της τη συνείδηση του βασιλιά». Προσπαθούμε να αιχμαλωτίσουμε κάποιο νόημα για να συγκροτηθούμε εκ νέου: τη συνείδηση του άλλου και τη δική μας επί σκηνής. Η παράσταση είναι μια απόχη που θέλει να πιάσει ζωντανά ψάρια. Για να τα μοιραστούμε, να τα φάμε μαζί, σε κοινό τραπέζι!

«Για έμπνευση δεν στρέφομαι κάπου συγκεκριμένα, πιάνω τους δρόμους. Ή αρχίζω να κοιτάω τη βιβλιοθήκη μου μήπως μου απαντήσει».
Ο Γιώρκος Ονησιφόρου σκηνοθετεί και ερμηνεύει το νέο του έργο «Οι Ζωντανοί» στο H.ug (Human Underground), Μελιταίων 14 (Άνω Πετράλωνα)
Παίζουν: Έβελυν Ασουάντ, Γιώρκος Ονησιφόρου
Ηλεκτρικό Μπάσο: Θανάσης Δημακόπουλος
Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 21:00 (έως 21 Δεκεμβρίου 2025)
Τιμές εισιτηρίων 12-15€ * προπώληση εδώ.