Όταν ένα συγγραφικό έργο φωτίζει ένα θεμελιώδες κοινωνικό ζήτημα και αποτυπώνει την πραγματικότητα, επενδύοντάς την τεχνηέντως με τη δύναμη της αφήγησης, αποκτά συχνά τη δυνατότητα να χαράξει τη δική του πορεία στον χρόνο. Κι αυτό συμβαίνει επειδή, σε ορισμένα βιβλία, η αλήθεια χορεύει ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, ακολουθώντας τον παλμό των κοινωνικών δρώμενων. Ένας χορός που παραμένει ακαταμάχητος για τους αναγνώστες κάθε εποχής.
Ένα τέτοιο έργο είναι και η «Κίτρινη Ταπετσαρία» της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν, που γράφτηκε το 1890. Μόλις πέρσι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική σκηνή, σε σκηνοθεσία της Ιταλίδας Francesca Minutoli, η οποία, εμπνευσμένη από το πρωτότυπο κείμενο, το μετέτρεψε σε έναν καταιγιστικό μονόλογο. Η Μαρία Μαλταπέ αποδίδει επί σκηνής μια αξιοσημείωτη ερμηνεία, σε μια παράσταση που συνεχίζει για δεύτερη σεζόν και παρουσιάζεται κάθε Πέμπτη στο Θέατρο Αλκμήνη.
Με αφορμή την παράσταση, συναντήσαμε τη Francesca Minutoli για μια συζήτηση γύρω από το έργο, τη διαδικασία της δημιουργίας και τα ζητήματα που αναδεικνύει η «Κίτρινη Ταπετσαρία». Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε πως η Minutoli προσεγγίζει το κείμενο όχι μόνο ως σκηνοθέτις, αλλά και ως γυναίκα που αντιλαμβάνεται βαθιά το πολιτικό του φορτίο.

Η σκηνοθέτις Francesca Minutoli
Ζω στην Ελλάδα από το 2011, και όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει αρκετά πράγματα, χωρίς ποτέ να χάσω την επαφή μου με το θέατρο, με το οποίο ασχολούμαι πλέον εδώ και τριάντα χρόνια. Ίσως ήταν αναπόφευκτο ότι μέσα από αυτή τη σύνθετη επαγγελματική πορεία, θα ερχόταν η στιγμή να επανασυνδεθώ με τη θεατρική σκηνή. Σκηνοθετούσα ένα έργο του Ούγκο Μπέττι όταν γνώρισα τη Μαρία Μαλταπέ, η οποία μου πρότεινε μια θεατρική διασκευή για το έργο της Γκίλμαν. Δε χρειάστηκε να το αναλύσω, δέχτηκα αμέσως χωρίς επιφυλάξεις. Το διήγημα, αν και κλασικό της φεμινιστικής λογοτεχνίας, δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ στην ελληνική σκηνή ως σύγχρονος μονόλογος, και η ιστορία που αφηγείται είναι αναμφισβήτητα απαραίτητη σε μια εποχή, που ο διάλογος γύρω από τον έλεγχο του σώματος και της ταυτότητας των γυναικών, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος.
Τι σας συγκίνησε στο συγκεκριμένο κείμενο της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν και σας έκανε, όπως αναφέρετε στο σημείωμά σας, να «ερωτευτείτε» αυτή την ιστορία;Το κείμενο της “Κιτρινης Ταπετσαρίας” είναι μια πράξη αποκάλυψης, μια κραυγή που γεννιέται μέσα από τη σιωπή.
Με συγκίνησε βαθιά η εξαιρετική ικανότητα της Γκίλμαν να μετατρέπει τη σταδιακή διάβρωση της γυναικείας υποκειμενικότητας, δηλαδή κάτι το αόρατο, σε κάτι χειροπιαστό. Το κείμενο είναι μια πράξη αποκάλυψης, μια κραυγή που γεννιέται μέσα από τη σιωπή. Η πρωταγωνίστρια παλεύει να επιβεβαιώσει τη δική της αλήθεια μέσα σε έναν κόσμο που δεν ακούει. Αυτή η εσωτερική ένταση, τόσο άγρια και ποιητική ταυτόχρονα, με κέρδισε. Και, όπως είπα, το ένιωσα από την πρώτη στιγμή ως μια αναγκαία πράξη. Όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους.
Το έργο γράφτηκε το 1890. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το στοιχείο που το κάνει τόσο διαχρονικό ώστε να αφορά ακόμη τη σημερινή κοινωνία; Πιστεύετε ότι οι μορφές των έμφυλων ανισοτήτων που θίγει το έργο εξακολουθούν να επιβιώνουν στη σύγχρονη πραγματικότητα;Η δύναμή του έργου βρίσκεται στο γεγονός ότι μιλά για έναν μηχανισμό που δεν είναι άλλος από τον έλεγχο του ισχυρού πάνω στον ευάλωτο, του κανόνα πάνω στην ατομική παρόρμηση. Οι έμφυλες ανισότητες σήμερα είναι πιο λεπτές, πιο εκλεπτυσμένες, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν.
Με τι έρχεται αντιμέτωπος ο θεατής που παρακολουθεί την παράσταση; Ποιες πτυχές της γυναικείας εμπειρίας τον καλείται να αντιμετωπίσει;Πολλές γυναίκες εξακολουθούν να βιώνουν μορφές συναισθηματικής και πρακτικής αποδυνάμωσης ή αορατότητας. Κι αυτό είναι ένα δεδομένο, όχι άποψη.
Με μια ριζική και επαναστατική γυναικεία εμπειρία, πολιτισμικά ξένη προς τον άνδρα: την προοδευτική απώλεια της αυτονομίας, την οικιακή κλειστοφοβία, τη ρήξη ανάμεσα σε αυτό που νιώθει και σε αυτό που επιτρέπεται να πει. Με μια πράξη εξέγερσης και ανυπακοής.

Η Μαρία Μαλταπέ σε σκηνή της παράστασης “Κίτρινη Ταπετσαρία”
Επέλεξα να το αποκαλύψω σταδιακά, όπως το βιώνει η ίδια η γυναίκα. Ήθελα ο θεατής να ακολουθήσει βήμα προς βήμα την πορεία της ηρωίδας. Αρχικά τη γνωρίζει σε μια στιγμή ευαλωτότητας που, όμως, παραδόξως δείχνει ισορροπημένη και σχετικά γαλήνια, εκεί που ακόμη προσπαθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας και των ανθρώπων γύρω της. Σε αυτό το σημείο πιστεύει ότι το καλό της είναι αυτό που έχουν αποφασίσει οι άλλοι για εκείνη, ενώ σταδιακά τη βλέπουμε να γίνεται απίστευτα μαχητική σε ένα ταξίδι που αγγίζει σε πολλά σημεία τα όρια της τρέλας. Ο θεατής παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο το κοπιαστικό ταξίδι προς τη συνειδητοποίηση μιας πραγματικότητας που δεν θέλει πια να αποδεχτεί και την εξίσου κοπιαστική της προσπάθεια να βρει τη θέση της, τη φωνή της, την αλήθεια της. Η υπέροχη μουσική του Γιώργου Βαρσαμάκη, τα φώτα, το σώμα και η φωνή της πρωταγωνίστριας λειτουργούν ως οδηγοί σε αυτό το ταξίδι.
Στο σημείωμά σας αναφέρετε πως βλέπετε την πρωταγωνίστρια ως μια «πραγματική ηρωίδα» και ότι επιθυμείτε να αφηγηθείτε μια «ιστορία ανυποταγής». Ποιο στοιχείο της ανυποταγής της θέλατε να φωτίσετε περισσότερο;Ήθελα να αποτυπωθεί με καθαρότητα, η επίπονη και μοναχική της διαδρομή. Η εσωτερική της μάχη ανάμεσα σε αυτό που πιστεύει ότι πρέπει να είναι, και σε αυτό που πραγματικά είναι. Και φυσικά, ήθελα να κάνω αισθητή εκείνη τη στιγμή που σταματά να «ζητά την άδεια». Είναι μια σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά πανίσχυρη στιγμή. Εκεί πραγματικά καταλαβαίνει, ότι η μόνη αυθεντία που μπορεί να επικυρώσει την αντίληψή της, είναι η ίδια. Είναι μια πράξη αναγέννησης. Ή ίσως γέννησης.
Πιστεύω πως ναι, τουλάχιστον ως προς αυτό, έχουμε δει να γίνονται σημαντικά βήματα. Όλο αυτό το διάστημα που παίζεται το έργο, είχαμε τη τιμή να έρθουμε σε επαφή με πολλές γυναίκες, οι οποίες μοιράστηκαν μαζί μας συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες από τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, όταν εκείνες ήταν νέες. Έζησαν σε εποχές, όπου η εξέγερση απέναντι σε ένα βίαιο, πατριαρχικό περιβάλλον ήταν πραγματικά ένα επώδυνο ρήγμα και συχνά καταδίκη στην απομόνωση. Σήμερα, τουλάχιστον, αποτελεί θέμα συζήτησης και αναγνωρίζεται η ανάγκη για ένα δίκτυο βοήθειας, ακρόασης, κοινότητας.
Η πρωταγωνίστρια του έργου είναι μόνη, όμως η σύγχρονη γυναίκα, δεν πρέπει να είναι. Η ελευθερία για μένα δεν μπορεί να είναι μια ατομική πράξη, αλλά μια συλλογική διαδικασία.
Η πολιτική πράξη είναι η δήλωση της μοναδικότητας και της ανεπανάληπτης ύπαρξής σου. Είναι η χωρίς ντροπή και φόβο επιβεβαίωση των αναγκών, των ευαλωτοτήτων και των ατελειών σου, και όχι μόνο των δυνατών σου σημείων. Σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να προσπαθεί να ορίσει τι πρέπει να είναι, να νιώθει, να σκέφτεται ή να επιθυμεί μια γυναίκα, η αποδοχή της δικής σου πραγματικότητας γίνεται μια βαθιά ανατρεπτική πράξη.
Ποια είναι η αντίστοιχη «Κίτρινη Ταπετσαρία» που παλεύει να σκίσει η γυναίκα του σήμερα;Είναι όλες οι αφηγήσεις που επιβάλλονται στη γυναίκα. Η αποτελεσματικότητα, η τελειότητα, η διαθεσιμότητα, η φροντίδα, η ομορφιά. Το να σκίσει κανείς αυτήν την «ταπετσαρία», σημαίνει να επιτρέψει στον εαυτό του, να είναι ο εαυτός του και να ανακαλύψει μια δύναμη που δεν φανταζόταν ότι έχει. Είναι η άδεια να είναι κανείς πολύπλοκος, να ζει ειρηνικά με την ιδέα ότι δεν μπορεί να αρέσει σε όλους.
Όχι ως προσωπική καταγγελία, αλλά ως πρόσκληση να εισέλθει σε μια ευαισθησία διαφορετική από τη δική του. Και είναι πραγματικά συγκινητικό όταν άνδρες θεατές, μετά την παράσταση, μας εξομολογούνται και αναρωτιούνται: “Μήπως εφαρμόζω κι εγώ τέτοιους μηχανισμούς χειραγώγησης και εξουσίας; Πώς μπορώ να σπάσω αυτήν την αλυσίδα;”. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι κάνεις πραγματικά μια βαθιά πολιτική πράξη.
Πώς εξελίχθηκε η συνεργασία σας με τη Μαρία Μαλταμπέ για να διαμορφωθεί αυτή η τόσο σωματική και ψυχικά φορτισμένη ερμηνεία;Θα ήθελα αυτό το έργο να αποτελέσει ένα δώρο για όλους.
Τι να πω για τη Μαρία… Ήταν συνεργάτιδα, μετά φίλη, μετά συνεταίρος, μετά αδελφή. Ένα βαθύ βούτηγμα. Μια πραγματική πράξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Κάθε φορά που τη βλέπω στη σκηνή τη ξαναανακαλύπτω σε ένα νέο φως. Έχει κάνει μια εξαιρετικά βαθιά δουλειά, που συνεχίζεται ακόμη. Αγκάλιασε αυτόν τον ρόλο με τρυφερότητα και κριτικό βλέμμα, με μια σπάνια ευαισθησία και ευφυΐα.
Το κίτρινο μοτίβο της ταπετσαρίας λειτουργεί σχεδόν σαν δεύτερος χαρακτήρας πάνω στη σκηνή. Πώς συνεργαστήκατε με τον σκηνογράφο για να δημιουργηθεί αυτή η ατμόσφαιρα εγκλεισμού;
Ήθελα από την αρχή μια σκηνή που να μην είναι εποχής, να έχει πρακτική λειτουργία αλλά ταυτόχρονα και μια ισχυρή συμβολική διάσταση. Όταν είδα τα έργα του Βαγγέλη Αγναντόπουλου, κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπος που θα έφερνε μια εξαιρετικά σύγχρονη ματιά. Έτσι σκεφτήκαμε τη σκηνογραφία ως ένα αισθητικά σημαντικό στοιχείο αλλά και ως έναν ζωντανό οργανισμό, παρόντα και σε συνεχή διάλογο με την ηθοποιό.
Η «Κίτρινη Ταπετσαρία» παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά. Θεωρείτε ότι η επιτυχία της σηματοδοτεί μια συνέχεια της καλλιτεχνικής σας πορείας στην Ελλάδα; Ποιο είναι το επόμενο βήμα σας;Όπως είπα, παρά τις προφανείς δυσκολίες του να βρίσκεται κανείς ενήλικας σε ένα νέο και ξένο περιβάλλον, συνέχισα όλα αυτά τα χρόνια να ασχολούμαι με το θέατρο. Δεν σκοπεύω να σταματήσω. Θα είμαστε στη σκηνή μέχρι τις αρχές του 2026 με την «Η κίτρινη ταπετσαρία» στο Θέατρο Αλκμήνη, κάθε Πέμπτη στις 21:30. Όσο για το επόμενο φθινόπωρο, ελπίζω να καταφέρω να ανεβάσω ένα σύγχρονο έργο, άγνωστο στην Ελλάδα, πάνω στο οποίο εργάζομαι αυτή την περίοδο. Και ίσως, με αυτή την ευκαιρία, να επιστρέψω κι εγώ στη σκηνή ως ηθοποιός.