μια μέλισσα μου κλείνει το μάτι την ώρα που ο κόσμος γύρω μοιάζει να διαλύεται κι η ανάσα της Αγγελικής -με άρωμα καρπούζι- περνά δίπλα μου. Μου ψιθυρίζει: «Μας γλέντησε και απόψε ο Λάνθιμος».
Χαμογελώ, ανατριχιάζω και μια γλυκιά μελαγχολία με πλημμυρίζει. Η εποχή μας, φόβος, εξουσία, χειραγώγηση, χωράει ξαφνικά σε δύο ώρες.
Η ανθρώπινη αυτοκαταστροφή, τυλιγμένη στην υπερβολή του φινάλε, με το κομμένο κεφάλι και τη splatter αισθητική, αντί να τρομάζει, προκαλεί ένα γέλιο που ξέρω πως δεν είναι αθώο.
Μήπως δεν είμαστε πια το καλύτερο είδος στον πλανήτη; Πόσο εγωκεντρικοί, πόσο αδέξιοι και ταυτόχρονα κωμικοί.
Ένα είδος που μοιάζει να χρειάζεται restart.
Ο Λάνθιμος συνεχίζει να μας κοιτάει από απόσταση, με την ίδια ψύχραιμη γοητεία.
Συνωμοσίες, απειλές, εταιρείες· όλοι στο ίδιο καζάνι.
Όλοι ένοχοι, όλοι παράλογοι, όλοι υπέροχα προβληματικοί.
Στο σύμπαν της Bugonia, η λογική σηκώνεται για μπρέκφαστ και δεν επιστρέφει.Για ακόμη μια φορά, ο Λάνθιμος μοιάζει εντελώς ελεύθερος. Κάνει αυτό που θέλει, όπως το θέλει, χωρίς απολογίες. Το προσωπικό του σύμπαν δεν ζητά άδεια για να υπάρξει – απλώς υπάρχει.
Και οι ερμηνείες του, ανάμεσα στον παραλογισμό και τη σοβαρότητα, γεννούν ένα μαύρο χιούμορ καθαρό, αβίαστο, οικείο.
Τόσο οικείο που ένιωσα για μια στιγμή, πως αυτό το σύμπαν το έχτισε για μένα.Ο Λάνθιμος επιστρέφει για να μας θυμίσει, ότι ίσως είμαστε είδος προς εξαφάνιση και ότι ίσως το αξίζουμε.
Με έναν τόνο ελαφρύ και σουρεάλ, μοιάζει να παίζει μαζί μας και το ευχαριστιέται όπως η μέλισσα που μου έκλεισε το μάτι στην αρχή.