Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Οι σύγχρονοι Δον Ζουάν, καθρέφτης του εαυτού μας;
Μια νέα, ανατρεπτική προσέγγιση στον Δον Ζουάν παρουσίασαν πέρσι ο Πάνος Βλάχος και η Λητώ Τριανταφυλλίδου· εκείνος στον ρόλο του θρυλικού αντιήρωα, εκείνη στη σκηνοθεσία. Μαζί αποφάσισαν να ζωντανέψουν έναν από τους πιο πολυσυζητημένους και πολυγραφημένους χαρακτήρες της λογοτεχνίας και του θεάτρου και φέτος επαναφέρουν την παράστασή τους, με τον συμπληρωματικό τίτλο «Πόσο δύσκολο είναι να είσαι άντρας», για λίγες μόνο παραστάσεις.
Ο Δον Ζουάν της Λητούς και του Πάνου ζει και αναπνέει στο σήμερα. Είναι αφοπλιστικά γοητευτικός, ξέρει πώς να σε χειραγωγεί κι εσύ πέφτεις στην παγίδα του. Ο έντονος ναρκισσισμός του και τα κενά του λόγια επιβάλλονται με αστραπιαία ευκολία, και δεν μπορείς παρά να γελάσεις μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι τελικά έχεις ξεγελαστεί. Μήπως, εν τέλει, είμαστε όλοι συνένοχοι σε όσα κοροϊδεύουμε; Ο Δον Ζουάν συνεχίζει να αναπαράγει επικίνδυνα έμφυλα στερεότυπα, ενώ εμείς αναμετριόμαστε με τις δικές μας αντιφάσεις. Οι Δον Ζουάν δεν ανήκουν στο παρελθόν· είναι παντού γύρω μας. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμη αυτής της παράστασης: αφουγκράζεται το παρόν και δεν φοβάται να εκτεθεί. Την ημέρα που στο κοινό βρέθηκα εγώ, ο Πάνος Βλάχος ως Δον Ζουάν δεν δίστασε να ειρωνευτεί από σκηνής την πρόσφατη δήλωση του Αχιλλέα Μπέου ότι «δεν είναι ρατσιστής γιατί έχει πάει με μαύρη» – μια φράση που, σχεδόν τραγικά, συνοψίζει την υποκρισία που το ίδιο το έργο ξεσκεπάζει. Και μου αρέσει όταν οι παραστάσεις επιδεικνύουν τέτοια αντανακλαστικά. Όταν δεν περιορίζονται σε έναν ρόλο ή μια ερμηνεία, αλλά ανοίγουν διάλογο με την εποχή τους. Κι αυτός ο Δον Ζουάν το καταφέρνει με τόλμη, χιούμορ και επίγνωση.
Ευδοκία Βαζούκη

Ο Ηλίας Μουλάς δίνει τον καλύτερο του εαυτό, σε μια από τις πιο σουρεαλ σκηνές του Merde
Πολλά έγιναν αυτή την εβδομάδα, αλλά εγώ θα κρατήσω αυτό το ένα πράγμα που μου έδωσε την περισσότερη χαρά: το Merde, των Κουτλή-Μαγουλιώτη που είδα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πριν πάω ήξερα ότι είναι μια ιδιαίτερη παράσταση – όπως ήταν και οι εξαιρετικοί “Παίκτες” της ίδιας παρέας. Είχα, λοιπόν, υψηλές προσδοκίες και μπορώ να πω με σιγουριά ότι κι αυτές ξεπεράστηκαν. Ο ρυθμός του Merde ήταν κλασικά καταιγιστικός, χωρίς να χάνεται το νόημα και η ροή της παράστασης – της τρελής αυτής παράστασης, που για δύο ώρες σε βάζει μέσα στον κόσμο του ελληνικού θεάτρου, με όλα τα καλά και όλα τα κακά του. Μέσα σε αυτόν τον τρελό ρυθμο και το πανέξυπνο – γεμάτο σχόλια και αναφορές – σενάριο, νομίζω ότι το πιο εντυπωσιακό ήταν οι ερμηνείες και η ετοιμότητα του θιασου να τα δώσει όλα – φαντάζομαι όχι εύκολο εγχείρημα σε μια παράσταση τόσο γρήγορη και μεγάλη σε διάρκεια. Πάντως, οι 2+ αυτές ώρες πέρασαν σαν νερό – είναι αυτό που λέμε πως συμβαίνει όταν περνάς καλά – σε μια πραγματικά αστεία, αλλά και ουσιώδη παράσταση, που μου θύμισε ακριβώς γιατί αγαπώ το θέατρο. Γιατί όπως τραγουδά και η πάντα φοβερή Λυδία Τζανουδάκη στην αρχή της παράστασης “το θέατρο είναι το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη Γη!”.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Τι κάνεις όταν ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης δεν λέει να εμφανιστεί ποτέ στη χώρα σου; Πολύ απλά, πας εσύ να τον δεις. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να πεταχτώ μέχρι το Μιλάνο για να δω τη μία και μοναδική Ethel Cain.
Ο χώρος της συναυλίας είχε το όνομα Alcatraz. Μπορεί να μην ήταν η θρυλική φυλακή της Αμερικής, αλλά οι χιλιάδες φαν που περίμεναν εκεί μέσα ένιωθαν σαν να είχαν “απελευθερωθεί” με τον πρώτο ήχο της κιθάρας. Η ουρά είχε αρχίσει από νωρίς το πρωί. Εγώ έφτασα μόλις μια ώρα πριν, με την ανησυχία ότι θα βρεθώ πολύ πίσω. Όμως, τη στιγμή που άρχισε το intro, όλες οι σκέψεις εξαφανίστηκαν.
Η Ethel Cain εμφανίστηκε σαν αερικό: λιτή, μαγνητική, με φωνή που σε έκανε να αναρωτιέσαι πώς βγαίνει τόσο καθαρά live. Για μιάμιση ώρα, το κοινό κυριολεκτικά πετούσε από τραγούδι σε τραγούδι. Μιάμιση ώρα πέρασε σαν δέκα λεπτά. Έκλαψα, χόρεψα, τραγούδησα και όταν τελείωσε έφυγα με τα μάτια μου λίγο μουτζουρωμένα, το κινητό γεμάτο χαοτικές αναμνήσεις και το κεφάλι μου να πετάει ακόμα στον ρυθμό της μουσικής. Και ίσως, μερικές φορές, ο μόνος τρόπος να νιώσεις πραγματικά “σπίτι” είναι να βρίσκεσαι σε μια ξένη πόλη, να χάνεσαι στο τραγούδι και να συνειδητοποιείς ότι μια φωνή μπορεί να σε κάνει να νιώθεις σαν να ανήκεις κάπου, ακόμα κι αν είσαι χιλιόμετρα μακριά.
Δάφνη Τζώρτζη
Στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας Maysoon, της Νάνσυ Μπινιαδάκη, που φέτος διαγωνίζεται στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Ο τίτλος προέρχεται από το όνομα της πρωταγωνίστριας, μιας αρχαιολόγου αιγυπτιακής καταγωγής που ζει στο Βερολίνο με τον σύντροφο της Τόμπι, και τα δύο τους παιδιά. Η ταινία της Μπινιαδάκη αγγίζει με ευαισθησία ζητήματα που απασχολούν πολλούς ανθρώπους, με την προδοσία που βιώνει η πρωταγωνίστρια να αποτελεί έναν καθρέφτη για όσους έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο. Μέσα από τη ματιά της Maysoon, βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι να διαχειριστεί κάποιος την απιστία και να σταθεί ξανά στα πόδια του, όταν όλος του ο κόσμος φαίνεται να έχει γκρεμιστεί. Παράλληλα, η ταινία διατηρεί ως το φινάλε μια ένταση που σε κρατά σε αγωνία, δημιουργώντας την ανάγκη να μαντέψεις τι θα ακολουθήσει. Για εμένα, το τέλος παραμένει ανοιχτό. Μετά από αυτή τη δίωρη διαδρομή, ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει μόνος του τι πραγματικά συνέβη, μέσα από τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη Maysoon.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Η πίστη μας κλονίζεται. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την εγχώρια και την παγκόσμια πολιτική σκηνή. Όλοι κάποια στιγμή σκεφτήκαμε, πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα εάν, από το πουθενά, ξεφύτρωνε αναπάντεχα ένα πολιτικός – σωτήρας, έτοιμος να σώσει την ημέρα. Αυτή την εβδομάδα, οι νεοϋορκέζοι φαίνεται ότι βρήκαν – και εξέλεξαν – τον δικό τους. Ο Ζοχράν Μαμντάνι, είναι ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Ένας 34χρονος μουσουλμάνος μετανάστης – και πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος εκλεγμένος μουσουλμάνος δήμαρχος, αλλά και ο νεότερος της τελευταίας εκατονταετίας – που κατάφερε να πείσει τους νεοϋορκέζους πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν.
Υποσχέθηκε βιώσιμη στέγη, δωρεάν ΜΜΜ και μια πόλη φιλική προς τους μετανάστες – μιας και το Σταυροδρόμι του Κόσμου αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από εκείνους. Η νέα γενιά τον λάτρεψε, ο Τραμπ τον αποκαλεί κομμουνιστή, και η καμπάνια του στο Tik Tok ήχησε τόσο δυνατά, που έκανε τις φωνές όσων δυσαρεστήθηκαν με την εκλογή του, να μοιάζουν με ψιθύρους σε συναυλία. Με την εκλογή του, ο Ζοχράν Μαμντάνι άνοιξε μια χαραμάδα, επιτρέποντας σε μερικές αχτίδες ελπίδας να φωτίσουν έναν κόσμο που ολοένα και σκοτεινιάζει. Μένει μονάχα να διαπιστώσουμε με δεδομένα, αν πρόκειται για μια πραγματική υπόσχεση. Αυτό, μόνο εν καιρώ μπορεί να απαντηθεί.
Ελεάνα Μιχάλη
Πώς φαντάζει άραγε στα μάτια μας να μην μπορείς να διεκδικήσεις το αυτονόητο, γιατί θα κινδυνέψει η ζωή σου; Τον γύρο του διαδικτύου έκανε αυτήν την εβδομάδα το βίντεο με την άγρια αστυνομική βία να συντελείται εις βάρων δύο εκπαιδευτικών στο λιμάνι της Σούδας στα Χανιά, μετά τη συμμετοχή τους σε ειρηνική πορεία κατά του ισραηλινού πλοίου που μόλις είχε ρίξει άγκυρα. Το τονίζω, ειρηνική. Χωρίς βία, χωρίς φασαρίες, χωρίς αναταραχή. Το αίτημά τους είναι αυτό που όλος ο πλανήτης “φωνάζει” εδώ και τόσο καιρό: το τέλος των εγκλημάτων πολέμων εις βάρους του Παλαιστινιακού λαού. Αλλά το προσπερνάω αυτό, γιατί είναι ένας ακόμη λόγος να απογοητευτώ βαθιά για τον κόσμο που ζούμε.
Όποιο κι αν ήταν το αίτημα, μια ειρηνική διαμαρτυρία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα. Και όποιες κι αν είναι οι ενστάσεις κάποιων, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοιο βαθμό βαρβαρότητας. Στις σπαρακτικές κραυγές “είμαστε οι δάσκαλοι των παιδιών σας”, “αφήστε την, έχει την καρδιά της”, ένιωσα εκείνο τον χαρακτηριστικό κόμπο στο στομάχι, που για λίγο σε ρίχνει σε απελπισία κι εσύ προσπαθείς να ανακτήσεις εκείνη τη χαμένη ελπίδα που επιμένει να λέει πως “κάπου, κάποτε, ίσως και να είναι καλύτερα τα πράγματα”.
Μιλένα Αργυροπούλου
Με μεγάλη χαρά μεταδίδω (ακόμα) από το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 21 εισιτήρια για προβολές και συνολικά 28 ταινίες νομίζω ξεκαθαρίζουν το ότι βρίσκομαι εδώ αρκετές μέρες. Ακόμα και μετά από τόσες ταινίες όμως, πάλι υπήρχαν πράγματα που δεν πρόλαβα να δω, όπως η ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου με τίτλο Πολύ Κοριτσίστικο Ονομα το Πάττυ (Patty is such a girly name), η οποία μάλιστα έχει και ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών: Βαγγέλης Μουρίκης, Μορτ Κλωναράκη, Φιλίππα Κουτούπα, Γιούλα Μπούνταλη, Μελίνα Κοτσέλου, Τάσος Νούσιας, Μαρία Καλλιμάνη, Αντώνης Κοτζιάς.
Δεν έφταναν οι ώρες της ημέρας για όλες τις ταινίες που ήθελα να δω – αλλά thank god για τα online screenings του Φεστιβάλ, γιατί έτσι (ευτυχώς) κατάφερα και είδα την ταινία. Θέλω να είμαι ξεκάθαρη: η οθόνη του υπολογιστή, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν συγκρίνεται με την εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας – να πηγαίνετε σινεμά! Αλλά τώρα ήταν ζήτημα προγραμματισμού και πρακτικότητας και, αλήθεια, χαίρομαι τρομερά που είδα αυτή την ταινία.
Η ιστορία μιας αθλήτριας τζούντο από την Ικαρία, που μετακομίζει στην Αθήνα για να προετοιμαστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έκρυβε πολλά περισσότερα από αυτά που περίμενα. Έκλαψα πολύ με την ταινία: με την ειλικρίνεια της συνθήκης του να έρχεσαι αντιμέτωπη με τα θέλω σου, με την ομορφιά και την αμηχανία του να μεγαλώνεις θηλυκό, με την ανάγκη για ασφάλεια αλλά και τον θαυμασμό του να ξέρεις ποιος είσαι, ανεξαρτήτως ηλικίας. Έκλαψα πολύ με αυτή την ταινία – και γέλασα και εκνευρίστηκα σίγουρα.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία του Γιώργου Γεωργόπουλου νομίζω κατόρθωσαν ακριβώς αυτό που ήθελαν. Έχετε μέχρι τη Δευτέρα το βράδυ, αν θέλετε, για να δείτε την ταινία στις online προβολές του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλιώς περιμένετε μέχρι να βγει στις αίθουσες. Το Patty είναι πολύ κοριτσίστικο όνομα πάντως – και ευτυχώς!
Μαρία Βαλτζάκη