Είναι Σάββατο απόγευμα και η Πειραιώς είναι γεμάτη. Έχουμε δώσει ραντεβού στο καφέ δίπλα από το Ίδρυμα Κακογιάννης. Η Εμμανουέλα έχει έρθει λίγο νωρίτερα και περιμένει. Μέχρι να πιει δυο γουλιές από το ρόφημά της και να βολευτώ κι εγώ, καταφτάνει και η Ελένη. Η βαβούρα του δρόμου παρόλα αυτά δεν καθιστά ιδανικές τις συνθήκες για να εμβαθύνουμε στο θεατρικό σύμπαν της παράστασης «Λέλα και Λέλα» κι έτσι κατευθυνόμαστε προς τα καμαρίνια των δύο ‘μουσών’ του Ανδρέα Στάικου. Και κάπου ανάμεσα σε κοστούμια και προϊόντα μακιγιάζ, αδημονώ να ακούσω όσα έχουν να μοιραστούν.

Οι δύο συμπρωταγωνίστριες χαρακτηρίζουν «καλλιτεχνικό και βαθιά ανθρώπινο» τον δεσμό τους με τον σκηνοθέτη και φίλο τους πλέον, Ανδρέα Στάικο.
Ελένη: Για μένα δεν είναι μία τυπική σχέση. Είναι ένας δεσμός καλλιτεχνικός, αλλά και ανθρώπινος. Αυτό διαμορφώνει την επαγγελματική σχέση τελείως διαφορετικά. Όταν δουλεύεις με φίλους, σημαίνει ότι αυτό που παράγεται και αυτό που προσφέρεις στο κοινό είναι ένα αποτέλεσμα αισθητικής, αγάπης, αφοσίωσης και ευθύνης. Για μένα ο Ανδρέας Στάικος είναι πρώτα από όλα φίλος, αλλά και δάσκαλος. Νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη και τύχη όταν δουλεύω μαζί του, εύχομαι να δουλεύουμε για πολλά χρόνια ακόμα.
Εμμανουέλα: Θα συμφωνήσω κι εγώ ότι η δουλειά με τον Ανδρέα Στάικο δεν είναι μία τυπική επαγγελματική σχέση. Δουλεύουμε μαζί σε όλα. Όσον αφορά το θέατρο, έχω να πω πως αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι πάντα στις παραστάσεις του βλέπω τα πράγματα να βγαίνουν αβίαστα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πίεση ή ένα όραμα εκ των προτέρων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η συνάδελφός μας, η Ματίνα Μαυρομμάτη, που υποδύεται τη χορεύτρια στη «Λέλα και τη Λέλα». Είναι η πρώτη της παράσταση και ο Ανδρέας δεν της είπε ποτέ τίποτα σχεδόν, τη βοήθησε να βρει τον δικό της μοναδικό τρόπο να ενσαρκώσει τον ρόλο της. Αυτό είναι μία πρακτική που υιοθετούσαν οι παλιοί σκηνοθέτες, οι οποίοι ήταν και πολύ μορφωμένοι. Και ο Ανδρέας είναι ένας από αυτούς.

Η Εμμανουέλα Κοντογιώργου και η Ελένη Ζαραφίδου νιώθουν ότι βιώνουν μέρες «καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης» στο πλευρό του Ανδρέα Στάικου.
Ελένη: Αυτό είναι το δώρο του ensemble, δηλαδή όταν οι άνθρωποι δουλεύουν μαζί συστηματικά, η σχέση μεταξύ τους γίνεται τόσο αδερφική, που προσωπικά αισθάνομαι κάθε έργο ένα βήμα πιο κοντά στη σκέψη του Ανδρέα Στάικου. Και τα τρία έργα ήταν καταπληκτικά, η «Λέλα και η Λέλα» όμως ήταν πιο κοντά στο “κουκούτσι” της σκέψης του και νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος είχε παρέα του δύο ηθοποιούς που γνωρίζουν η μία την άλλη πάρα πολύ καλά. Και αυτήν τη στιγμή, που και οι δυο μας έχουμε αρκετή εμπειρία πια στα κείμενα και στο πνεύμα του Ανδρέα – και αυτός με εμάς – νομίζω ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να ζούμε μέρες καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης. Για μένα δηλαδή το να παίζω με την Εμμανουέλα είναι κυριολεκτικά σαν να είμαι στο σπίτι μου.
Εμμανουέλα: Έρχομαι να συμπληρώσω εδώ ότι πρόκειται για μία αναμέτρηση με έναν λόγο τόσο ραφιναρισμένο – και είναι πολύ δύσκολο αυτό, για να αναδείξεις όλα του τα στοιχεία. Σε αυτό το ντουέτο λοιπόν προσωπικά απολαμβάνω στο έπακρο τη μεταξύ μας στιχομυθία.
Νιώθω σαν απλά να ανοίξαμε την πόρτα να δουν οι άλλοι αυτό που με τόση αγάπη φτιάξαμε.
Ελένη: Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι με τον Ανδρέα Στάικο είμαστε στωικοί άνθρωποι και κάπως έτσι ένιωσα ότι φτάσαμε στην πρεμιέρα με εκείνον και την Εμμανουέλα σαν απλά να ανοίξαμε την πόρτα να μπουν κι άλλοι άνθρωποι, για να δουν αυτό που με τόση αγάπη φτιάξαμε οι τρεις μας.
Εμμανουέλα: Αυτό είναι αλήθεια. Η Ελένη και ο Ανδρέας είναι έτσι, εγώ δεν είμαι, αλλά εξασκήθηκα πολύ σε αυτό, το οποίο εν τέλει είναι ένα πολύ βασικό συστατικό του θεάτρου. Το θέατρο έχει αυτό που λέμε timing, πεθαίνει και γεννιέται εκείνη τη στιγμή, οπότε, όπως και στη ζωή, το timing παίζει πολύ μεγάλο ρόλο.
Ελένη: Δεν μπορεί να γίνει κάτι νωρίτερα από τη στιγμή που είναι για να γίνει. Πρέπει να περιμένεις. Όπως λέει και ο Ανδρέας, που συνηθίζει να συσχετίζει τη μαγειρική με την τέχνη του θεάτρου, κάποια υλικά χρειάζονται συγκεκριμένο χρόνο για να ετοιμαστούν. Εσύ μπορεί να πεινάς, αλλά αν το φαγητό δεν είναι έτοιμο, δεν είναι έτοιμο.
Ελένη: Είναι πάρα πολύ απαιτητικό, έχει πολύ συγκεκριμένους μηχανισμούς και είναι τελείως διαφορετικό από μία παράσταση συνόλου ή έναν μονόλογο. Το ντουέτο έχει κάποιους κανόνες, απαιτεί τεράστια αφοσίωση, μελέτη και σύμπνοια του ενός για τον άλλον, είναι πολύ δύσκολο. Προσωπικά είναι η δεύτερη φορά που το κάνω και δηλώνω ευτυχής, γιατί και τις δύο φορές ήτανε πάρα πολύ απολαυστικό.
Εμμανουέλα: Στην ουσία το καλό ντουέτο έχει τέτοια σύμπνοια, που είναι αυτά τα δύο άτομα σαν ένα, ένας μονόλογος δηλαδή διαιρεμένος σε διάλογο. Είναι αυτό που λέει ο Κορτές: «Κάθε διάλογος είναι επιθυμία για μονόλογο», που στην ουσία αναφέρεται στην ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον άλλον γιατί θέλει να του πει αυτό που έχει μέσα του. Και ειδικά σε αυτό το έργο, επειδή πρόκειται για μία αυτοβιογραφική δουλειά του Ανδρέα Στάικου, σκεφτόμουν ότι εκείνος είναι έτσι ακριβώς, σαν τη Λέλα.
Η κάθε «Λέλα» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη.
Ελένη: Ο Ανδρέας θα μπορούσε άνετα να παίξει αυτόν τον ρόλο, είναι το alter ego του, ταιριάζει πάρα πολύ στη φιλοσοφία του. Εγώ δηλαδή μιλάω πολλές φορές και μέσα μου χαμογελώ, γιατί ξέρω ότι το στόμα μου λέει όσα θέλει εκείνος να πει.
Εμμανουέλα: Αυτό ομολογώ ότι στάθηκε αφορμή και για μένα να σκεφτώ το εξής: ο διακαής πόθος κάθε συγγραφέα είναι να έχει τον ιδανικό του αναγνώστη, την ιδανική του μούσα, την ιδανική του ύπαρξη. Για αυτό και η μία «Λέλα» είναι η ιδανική φαντασιακή εικόνα της άλλης.
Ελένη: Πράγματι, είναι συμπληρωματικές, η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Αυτό είναι άλλωστε και η βάση του θεάτρου, δεν λέμε κάτι καινοφανές, αλλά ειλικρινά στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο συμπληρωματικά μπορεί κανείς να κατανοήσει τις ηρωίδες. Ειδικά η «Λέλα» της Εμμανουέλας γεννιέται τη στιγμή που ανεβαίνει στη σκηνή – αν θεωρήσουμε ότι η δική μου προϋπάρχει επειδή τη δόμησα. Οι θεατές έχουν την ευκαιρία να δουν πώς «μαγειρεύει» ένας συγγραφέας τον ρόλο, ο Ανδρέας τον «χτίζει» μέσα στη μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά που διαρκεί η παράσταση.

«Θα έλεγα ότι αυτό το έργο συγκεντρώνει όλη την ουσία του θεάτρου», αναφέρει η Εμμανουέλα Κοντογιώργου.
Ελένη: Αυτό είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο έργο είναι τόσο πολυεπίπεδο. Μπορεί κάποιος να το δει σαν μία ιστορία παρατακτική, που έχει την εξέλιξή της και να αντλήσει από αυτήν αυτό που σαν πλοκή βλέπει μπροστά του. Μπορεί όμως κάποιος να το δει και σαν ένα κείμενο εντελώς υπαρξιακό και συμβολικό ή ακόμα και ρεαλιστικό. Έχει “αγγίξει” τόσες πολλές περιοχές, που πραγματικά δυσκολεύομαι να το χαρακτηρίσω. Αισθάνομαι ότι άθελά μου θα του περιορίσω κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει να αφήσει πάρα πολύ ανοιχτό.
Το θέατρο μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε περισσότερο από όλες τις άλλες τέχνες.
Εμμανουέλα: Ως προς τη θεματική εγώ θα το χαρακτήριζα ως οι «αιώνιες ψευδαισθήσεις». Αλλά όχι με την έννοια την αρνητική, των εκτός τόπου και χρόνου ψευδαισθήσεων, αλλά αυτών που έχουμε όλοι οι άνθρωποι ότι η ζωή είναι γεμάτη απολαύσεις και ατελείωτη ραστώνη, όπως αναφέρεται μέσα στο κείμενο. Να υπάρχεις και να απολαμβάνεις στον αιώνα τον άπαντα, που κάτι τέτοιο φυσικά δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Από την άλλη όμως αυτό είναι το θέατρο · μάς επιτρέπει να ονειρευόμαστε περισσότερο από όλες τις άλλες τέχνες. Αυτό το έργο λοιπόν θα έλεγα ότι συγκεντρώνει όλη την ουσία του θεάτρου.

«Αυτό που προσωπικά μεταδίδω σε αυτήν τη μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά που είμαι στη σκηνή είναι ένα χρονικό διάστημα μιας “ελεύθερης πτήσης”», εξομολογείται η Ελένη Ζαραφίδου.
Ελένη: Με τα χρόνια έχω μάθει να μην έχω αυτού του είδους τις προσδοκίες, να μην προσπαθώ δηλαδή να διαχειριστώ την πρόσληψη του μηνύματος, μόνο το μήνυμα που εγώ στέλνω. Και αυτό που εγώ προσωπικά μεταδίδω σε αυτήν τη μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά είναι ένα χρονικό διάστημα μιας «ελεύθερης πτήσης».
Εμμανουέλα: Αυτό που θέλω να τονίσω εγώ είναι πως μοιάζει πραγματικά εκπληκτικό το πόση ποικιλία υπάρχει πάντα στο κοινό. Τα έργα του Ανδρέα οι θεατές τα προσλαμβάνουν με τρομερή δεκτικότητα και ευαισθησία, ο καθένας έχει πάντοτε τη δική του οπτική γωνία. Κι αν είναι μία η αποστολή του ηθοποιού, αυτή είναι η προσφορά της «κάθαρσης» στο κοινό του για όση ώρα βρίσκεται πάνω στη σκηνή.