Από το Λονδίνο του 1956 και τις εμπειρίες εργασίας του Άρνολντ Γουέσκερ, ο Καπιταλισμός και η θεσμοθέτηση της εργασιακής σκλαβιάς έχουν μεγαλώσει 70 χρόνια. Ο Γιώργος Κουτλής αντλεί από το κλασικό βρετανικό έργο με την σπουδαία καριέρα παγκοσμίως, το διασκευάζει με τους Μιχάλη Πητίδη και Πρόδρομο Τσινικόρη και το φέρνει ως πολιτικό, αλληγορικό ντοκιμαντέρ στη σημερινή αθηναϊκή σκηνή με μια πρωταγωνιστική ομάδα αξιώσεων και μια επίσης δυνατή ομάδα συντελεστών.
Ταψιά, κατσαρόλες, ποτήρια, κουτάλες, πιάτα, τρίφτες. Και άνθρωποι. Άνθρωποι από την Ιταλία, την Αγγλία, την Πολωνία, την Τουρκία, την Γκάνα, την Αλβανία. Άνθρωποι με μαγειρικά σκουφιά που μετρούν τους κάλους και τα κοψίματα από τα μαχαίρια στις παλάμες των χεριών τους. Άνθρωποι που σερβίρουν 1500 πελάτες την ημέρα. Άνθρωποι που κοπιάζουν, που βρωμάνε ψάρι και κρεμμύδι, που ο ιδρώτας στο σώμα τους αναμειγνύεται τους με τους υδρατμούς του απορροφητήρα. Άνθρωποι που σπάνε και γίνονται κομμάτια σαν τα πιάτα και σαν τα ποτήρια της κουζίνας. «Να σπάσω πιάτα;» ρωτάει ο Τζούλιο Κατσής τον Γιώργο Κουτλή πριν δοθεί το σύνθημα εκκίνησης της πρόβας. «Σπάσε», ακούγεται η φωνή του σκηνοθέτη από την πλατεία της Κιβωτού. «Να βάλω κι αίμα;», συνεχίζει να απορεί ο ηθοποιός; «Όχι αίμα», απαντάει ξανά ο σκηνοθέτης.
Αλλά το αίμα κυλάει στις φλέβες τους, το αίμα τους βράζει σε θερμοκρασίες βρασμού νερού. Κι όταν πια οι «σερβιτόρες» Ιωάννα Δερμετζίδου, Δανάη Καλούτσα, Ιλιάνα Καραπασιά, Αναστασία Στυλιανίδη φορτωθούν τους δίσκους, φορέσουν το χαμόγελο της χαζής «για να πάρουν περισσότερα tips» και βγουν στη σάλα, όταν ο Γκάρι Σάλομον σταματήσει να ‘καθαρίζει’ τα κρυστάλλινα ποτήρια φτιάχνοντας νότες, όταν ο Σαμουήλ Ακινόλα πάψει να αυτοσχεδιάζει με τη φυσαρμόνικα του, η κουζίνα θα γίνει ένα τρελό ηχείο από θορύβους, φωνές, μουσικές και δονήσεις. Ο Μιχάλης Σαράντης, η Ειρήνη Μακρή, ο Γιλμάζ Χουσμέν, ο Γιώργος Κατσής θα επιδοθούν σε ένα τρελό μαγειρικό κρεσέντο, σε ένα πόλεμο επιβίωσης υπό το βλέμμα του «σεφ» Χρήστου Σαπουντζή και τις επιδοκιμασίες του «ιδιοκτήτη» Πολύδωρου Βογιατζή. «Ομαδάρα, όσο δουλεύεις, κερδίζεις», τους λέει ενθαρρυντικά κι ας ξέρει αυτό που ήδη ξέρει η… ομαδάρα του. «Όλος ο κόσμος αυτή η κουζίνα, junk food».

Σκηνή… χάους σε πλήρη εξέλιξη στη σκηνή της “Κιβωτού”.
Θα ήταν, μάλλον, αρκετό να ‘συστήσεις’ ένα έργο, λέγοντας πως σηματοδότησε τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του «Θεάτρου του Ήλιου» της Αριάν Μνούσκιν κατά την ταραχώδη δεκαετία του ’60. Όμως, το έργο του Βρετανού Άρνολντ Γουέσκερ γνώρισε, νωρίτερα κι ακαριαία αποδοχή στο Royal Court του Λονδίνου και είναι πλούσιος ο αριθμός των ανεβασμάτων του από το 1959 στην Αγγλία και παγκοσμίως (στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα το 2018 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη). Αυτό το έργο – στην πρωτότυπη εκδοχή του εκτυλίσσεται σ’ ένα εστιατόριο του Γουέστ Εντ με 1.500 πελάτες ημερησίως – έφτασε στα χέρια του Γιώργου Κουτλή καθώς αναζητούσε μια πολυπρόσωπη παράσταση για τους φοιτητές του στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Γρήγορα, επανεξέτασε την απόφαση του με σκοπό να οργανώσει μια επαγγελματική παράσταση γύρω από αυτό, καθώς «επικοινωνεί κάτι πολύ σημαντικό: το πως η υπερπαραγωγικότητα σκοτώνει και η πίεση για την επιβίωση είναι αδιανόητη».
Μετά από μια «γερή διασκευή» – όπως τη χαρακτηρίζει – που ανέλαβε ο ίδιος μαζί με το Μιχάλη Πητίδη και συνεργάτη στη δραματουργία τον Πρόδρομο Τσινικόρη, έφερε ένα εκσυγχρονισμένο κείμενο στην πρόβα και άρχισε να τροφοδοτεί τους ρόλους, αντλώντας από τα βιώματα των ηθοποιών που είχε επιλέξει – κάποιοι από αυτούς μετανάστες δεύτερης γενιάς, όπως οι ήρωες του Γουέσκερ. Παιδί της εργατικής τάξης του Ιστ Εντ (και) ο Άρνολντ Γουέσκερ έγραψε την «Κουζίνα» αφομοιώνοντας την εμπειρία του ως ζαχαροπλάστης σε ένα εστιατόριο του Παρισιού, όπου οι ασφυκτικές συνθήκες εργασίας σε συνδυασμό με τα χαμηλότατα μεροκάματα σχολίαζαν – τολμηρά για την εποχή τους – αυτό που αργότερα εδραιώθηκε ως Καπιταλισμός.
«Σε μια προσπάθεια να σχολιάσει τις καπιταλιστικές δομές, το κείμενο παρουσιάζει τα πρόσωπα όσο πιο στερεοτυπικά γίνεται. Και είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί η κουζίνα δεν είναι παρά ένας χώρος παρασκηνίου, είναι ένας χώρος εκτός του δημόσιου βλέμματος όπου η ζωή συμβαίνει ωμή, χωρίς κανένα φίλτρο, χωρίς καμία ωραιοποίηση. Η κουζίνα είναι μια μηχανή που δεν μπορεί να σταματήσει να δουλεύει, διαρκώς αλέθει. Σε κάποιο σημείο του κειμένου ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου λέει ‘σας δίνω δουλειά, πληρώνεστε, τρώτε’. Είναι ένα μετωπικό σχόλιο για την εξαγορά της ελευθερίας του κάθε εργαζόμενου, πράγμα εξαιρετικά άγριο», προσθέτει ο σκηνοθέτης της παράστασης. Ο Μιχάλης Σαράντης που πρωταγωνιστεί εντοπίζει την δύναμη του έργου στον πυρήνα του: στο ότι εστιάζει «στον ιδρώτα, τον κόπο και την καθημερινή πάλη του ανώνυμου ανθρώπου, των χαμηλών στρωμάτων. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν άλλη διέξοδο, πρέπει να επιβιώσουν, αλλά η κατάσταση που αφηγείται το έργο δεν αφορά πλέον μόνο στον ταξικό διαχωρισμό, αφορά στους πάντες. Η κουζίνα είναι μια παραβολή για την ίδια τη ζωή, όπως τη έχουμε κατασκευάσει οι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη. Γιατί κανείς από εμάς, δεν δουλεύει για να ζήσει. Ζει για να δουλεύει».

Μιχάλης Σαράντης και Ιωάννα Δερμετζίδου σε σκηνή της παράστασης.
Μια ομάδα 14 ηθοποιών (δύο ή και τριών γενεών) καταλαμβάνει τη σκηνή του θεάτρου «Κιβωτός» ‘στελεχώνοντας’ την «Κουζίνα» του Γουέσκερ: ένα πολυεθνικό μελίσσι που, με την πολυγλωσσία και την πολυχρωμία τους, συνθέτει τη νέα εργατική τάξη. Δεν είναι τυχαίο πως ο συγγραφέας αναγνωρίζει τους ήρωες, μόνο βάσει των εργασιακών ιδιοτήτων τους: δεν είναι ο Μαξ ή ο Αντρέϊ, αλλά κυρίως αυτός που είναι υπεύθυνος στις κοπές για το κρέας ή το ψάρι, είναι η σερβιτόρα, ο σεφ ή ο λαντζέρης. Ο Άρνολντ Γουέσκερ κάνει ξεκάθαρο το καπιταλιστικό αξίωμα: είσαι η δουλειά σου.
Στον αντίποδα του γενικού εργασιακού κανόνα, κανείς από τους ηθοποιούς της διανομής δεν γνώριζε από πριν το ρόλο που θα παίξει – μερικοί, όπως ο Χρήστος Σαπουντζής παραδέχεται, δεν γνώριζαν καν το έργο. Η δραματουργία προσαρμόστηκε – αν δεν εμπνεύστηκε – από το προσωπικό τους βίωμα και «το μοίρασμα εμπειριών», όπως εξηγεί ο Γιώργος Κουτλής. Ηθοποιοί μεταναστών δεύτερης γενιάς όπως ο Τζούλιο Κατσής και ο Σαμουήλ Ακινόλα, ο Έλληνας της Θράκης, Γιλμάζ Χουσμέν, ο Βρετανός Γκάρι Σάλομον (που τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Ελλάδα), ο Πολύδωρος Βογιατζής (που ζει μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας), έφεραν στο θίασο εκτός από την πολυπολιτισμική κουλτούρα και την εμπειρία της εργασιακής αφομοίωσης – ο καθένας, φυσικά, με εντελώς διαφορετικές αποχρώσεις.

Ο Τζούλιο Κατσής στο ρόλο του Μαξ.
«Σε αυτήν την κουζίνα δουλεύουν άνθρωποι σαν κι εμάς, που προσπαθούν να βγάλουν το μήνα. Αλλά και οι πελάτες τους δεν είναι μακριά από αυτούς, δεν μιλάμε για ένα κυριλέ εστιατόριο αλλά για ένα κοφτήριο, μια τεράστια, λαϊκή σάλα που σερβίρει όλων των ειδών τα φαγητά. Μέσα κι έξω από την κουζίνα, κανένας δεν ανήκει στην ελίτ, απλώς το έργο στρέφει το βλέμμα στους μάγειρες, τις σερβιτόρες, στους ψήστες, στους λαντζέρηδες. Και για όλους ισχύει το ίδιο: η επιτυχία τους εξαρτάται από το πόσα λεφτά θα βγάλουν», σχολιάζει ο Τζούλιο Κατσής.
Εκπροσωπώντας τον ήρωα του, έναν ανερχόμενο μάγειρα από την Πολωνία, τον Αντρέι, ο Μιχάλης Σαράντης αισθάνεται πως οι χαρακτήρες του έργου στήνουν μια ωδή «σε όσους δεν τα κατάφεραν, σε όσους προσπάθησαν, αλλά ματαιώθηκαν. Το σύστημα, πες το και Καπιταλισμό, είναι μια αμείλικτη μηχανή που διαρκώς ξερνάει χιλιάδες κόσμου. Και ο Αντρέι όσο κι αν ονειρεύεται, όσο κι αν διεκδικεί το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, είναι ένας από αυτούς». Σε αυτή τη διαπίστωση η Ιωάννα Δεμερτζίδου προσθέτει πως για τους χαρακτήρες της «Κουζίνας» «η σκληρή εργασία ταυτίζεται και με την άσκηση εξουσίας. Η αλληλεπίδραση τους γίνεται με όρους εξουσίας και δεδομένου του χρόνου που σπαταλούν μέσα στην κουζίνα είναι άτομα που ισοπεδώνονται σωματικά, ψυχικά, συναισθηματικά».
Αποδέκτης εξουσιαστικών συμπεριφορών είναι και η Μιλένα, η μοναδική γυναίκα μαγείρισσα σε αυτό τον βίαιο μικρόκοσμο, την οποία και υποδύεται η Ειρήνη Μακρή. «Φαντάζεσαι πως για να υπάρχει αυτή η γυναίκα μέσα στην ανδροκρατούμενη κουζίνα, άρα και στην ανδροκρατούμενη κοινωνία, θα έχει υποστεί όλες τις μορφές bulling και τις πιέσεις της ιεραρχίας, χωρίς καμία κορεκτίλα. Κι αν έχει επιβιώσει κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι για τις ικανότητες της ως μαγείρισσας».

Ειρήνη Μακρή και Γιλμάζ Χουσμέν.
Κι αν η δουλειά στην «Κουζίνα» είναι απάνθρωπη και αβάσταχτη, οι ηθοποιοί της πρωταγωνιστικής ομάδας δηλώνουν το ακριβώς αντίθετο. Ο Τζούλιο Κατσής και η Ειρήνη Μακρή μοιράζονται τη χαρά μιας πολύ ωραίας ομάδας – «μας αρέσει όχι μόνο το έργο αλλά η συνάντηση όσων βρισκόμαστε εδώ», λένε – ενώ ο Μιχάλης Σαράντης πάει τη σκέψη ένα βήμα παρακάτω: «Αυτή η συνθήκη είναι μια πρόκληση στη διαθεσιμότητα του ηθοποιού, κάτι που στο ελληνικό θέατρο σπάνια προπονείται. Έχοντας γαλουχηθεί σε μεγάλα ensemble που δύσκολα συναντάς στο ελεύθερο θέατρο, αυτή τη στιγμή νιώθω ενθουσιασμό για την αλληλεπίδραση μου με άλλους 13 πολύ ικανούς ανθρώπους επί σκηνής που, πέρα από την πρόκληση, μου προσφέρει μια αδιανόητη χαρά. Γιατί σε κάθε πρόβα είναι όλοι παρόντες και διαθέσιμοι».
Υποκριτικά η σκηνοθετική παρτιτούρα του Γιώργου Κουτλή είναι πολύ απαιτητική. Η λειτουργία της κουζίνας ως ένα σύμπαν με χαοτικούς ρυθμούς ζητάει πολλά από τους ερμηνευτές: τέλειο συντονισμό και ταχύτατη δράση κάτω από δυνατούς ήχους, έντονη σωματικότητα και φυσικά ερμηνεία λόγου. Ο Γιώργος Κουτλής διευκρινίζει πως «όλο αυτό λειτουργεί ως μια διαρκή φθορά, σωματική και πνευματική για την ομάδα, η οποία πρέπει να διατηρεί έναν υψηλό βαθμό συγκέντρωσης για να εκτελεί την παρτιτούρα και συνάμα να πηγαίνει σε βάθος. Γιατί κυρίως μας ενδιαφέρει το νόημα του έργου – αλλιώς η παράσταση θα έμοιαζε με μάθημα αεροβικής». Αλλά, όπως υπενθυμίζει ο Γιλμάζ Χουσμέν «έχουμε ένα σκηνοθέτ,η που παρά τις τεχνικές δυσκολίες, δεν ξεχνά να μας τροφοδοτεί σε ψυχικό επίπεδο».

Ο Μιχάλης Σαράντης στο ρόλο ενός φιλόδοξου σεφ.
Για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο – μετά το «Οξυγόνο» στη Στέγη και το «Merde» που επαναλαμβάνεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο Γιώργος Κουτλής δοκιμάζεται στη μεγάλη κλίμακα, με όλες τις απαιτήσεις που αυτόι μπορεί να συνεπάγεται. Και αν σε όλες τις σκηνοθεσίες του Γιώργου Κουτλή δουλεύει πάνω στο ρυθμό, στις νευρώδεις, σωματικές ερμηνείες, στην ανάδειξη των δραματικών στιγμών εμβολιασμένες από τη σάτιρα ή την αγνή κωμικότητα, με αφορμή την «Κουζίνα» διευκρινίζει πως η ματιά του ακολουθεί τα έργα.
«Η ‘Κουζίνα’ είναι μια δραματουργία πιο καθημερινή, που αντλεί στοιχεία από το θέατρο ντοκιμαντέρ και την ίδια ώρα είναι τόσο πολυσύνθετη, καθώς επιφυλάσσει σκηνές ομαδικές με πολλές ταυτόχρονες δράσεις. Έτσι, εκτός από την όποια μέθοδο στη θεατρική διαδικασία, εμπιστεύομαι την αίσθηση μου, πάνω στο συγκεκριμένο υλικό την οποία και μεταφράζω σε σκηνοθεσία. Μια σκηνοθεσία που μπορώ να πω ότι συνδυάzει ρεαλιστικά, σουρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία».

Ο Γιώργος Κουτλής με το κείμενο της “Κουζίνας” ανά χείρας.
Παρακολουθώντας το ρεαλιστικό στοιχεία της παράστασης, η σκηνογράφος Ελένη Στρούλια στήνει μια κουζίνα πραγματική. «Υπάρχουν αληθινές εστίες, γκριλ, φούρνοι και επαγγελματικά σκεύη, που θα μπορούσε με αυτά να λειτουργήσει ένα πραγματικό εστιατόριο», λέει. Την ίδια ώρα, όμως στο σκηνογραφικό ρεαλισμό, υπάρχει χώρος για ποίηση. Πρόκειται για «κάποιες περιοχές τυφλές, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, μόνο με το μαύρο της άδειας σκηνής. Εκεί οι ήρωες παίρνουν μια ανάσα από την τρέλα της δουλειάς, κάνουν μια προσωπική συζήτηση στα κλεφτά, απελπίζονται, θυμώνουν, ονειρεύονται. Είναι μικρότερες σκηνές που κανονικά θα συνέβαιναν σε κάποιο χώρο διαλλείματος, σε ένα διάδρομο ή μια αποθήκη, και μεταφέρονται εδώ σε μια ζώνη εξαίρεσης, έναν ψυχολογικό ή εσωτερικό τόπο που φωτίζει και νοηματοδοτεί τα μεγαλύτερα γεγονότα που συμβαίνουν στο κέντρο της σκηνής».
Την ίδια ώρα δοκιμάζουν και οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου εκκινώντας από «το εξής ενδιαφέρον δίπολο: μια συμβατική -εκ πρώτης όψεως- φωτιστική συνθήκη, αυτό που περιμένει κανείς από μία κουζίνα (λάμπες φθορισμού με ψυχρό φως, έναν απορροφητήρα, ένα ψυγείο) και μια καλά κρυμμένη σουρεαλιστική εκδοχή, όπου τα πράγματα «χαλάνε»: δεσμίδες φωτός εισβάλλουν από ανύποπτα σημεία, καταστάσεις χρωματίζονται βάσει της δραματουργίας ή της ψυχολογίας των ρόλων, φώτα αναβοσβήνουν σαν τρελά την ‘ώρα αιχμής’». Η Αλεξανδροπούλου πειραματίζεται – η κουζίνα είναι εξάλλου ένας τέτοιος χώρος – αποφασισμένη να δώσει και λοξές φωτιστικές όψεις, ακόμα και στο χρώμα που μπορεί να έχει το εσωτερικό ενός φούρνου ή στη θερμοκρασία φωτός που επικρατεί στον καταψύκτη κρεάτων.

Ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος επιμελείται τον κινησιολογικό σχεδιασμό της παράστασης.
Με παράδειγμα συνεργασίας τους την εξαιρετική κινησιολογία του περσινού «Οξυγόνου» στη Στέγη, ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος επιστρέφει στον κινησιολογικό σχεδιασμό σκηνοθεσίας του Γιώργου Κουτλή και όπως ο πρώτος αναφέρει «βασίζεται στον ρεαλισμό μιας πραγματικής κουζίνας – στις χειρονομίες, στις κινήσεις, στη ροή εργασίας και στη σωματική ένταση που αυτή συνεπάγεται». Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση της παράστασης εντοπίζεται στη Σκηνή 15, συνώνυμη ενός απόλυτα οργανωμένου χάους. Ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος εξηγεί πως πρόκειται για «ένα μεγάλο εγχείρημα που δουλέψαμε από την πρώτη μέρα: αμέτρητες δράσεις, είσοδοι, έξοδοι, ρυθμικά και κινησιολογικά cues, σε μια συνθήκη έντονης ταχύτητας και απόλυτης ακρίβειας. Για ένα μεγάλο διάστημα της δώσαμε την ονομασία ‘Μια κινούμενη Γκουέρνικα’, κάτι που μας βοήθησε πολύ στον σχεδιασμό και στη συνοχή της. Είναι το σημείο ‘βρασμού’ όπου η ρεαλιστική σύμβαση αρχίζει να ραγίζει, γεννώντας στιγμιαίες εκρήξεις χορογραφίας για ένα οργανωμένο χάος, πριν η παράσταση επιστρέψει και πάλι σε μια πιο ρεαλιστική φόρμα για το τέλος της· με τον απόηχο της Σκηνής 15 να έχει ήδη μετακινήσει κάτι μέσα της».

Αναστασία Στυλιανίδη, Ιωάννα Δερμετζίδου, Δανάη Καλούτσα, Ιλιάνα Καραπασιά σε σκηνή χορού με τον Γκάρι Σάλομον.
Έχοντας συνεργαστεί σε τέσσερις ακόμα παραστάσεις με τον Γιώργο Κουτλή (πλέον πρόσφατη «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ») και αναγνωρίζοντας τη σκηνοθετική του γλώσσα, ο Παναγιώτης Μανουηλίδης υλοποιεί και εδώ μια προβληματική που τον ακολουθεί στη σύνθεση θεατρικής μουσικής: «ο ήχος να παράγεται ζωντανά, να είναι ορατό και καθαρό από που έρχεται, τι». Με λίγα λόγια, η μουσική να είναι οργανικό κομμάτι της σκηνικής αφήγησης. Στην περίπτωση της «Κουζίνας», ο Μανουηλίδης έχει πολλά ηχητικά ερεθίσματα, οργανικά δεμένα με τον ίδιο το χώρο· κι έτσι η φασαρία από τα κατσαρολικά παράγει μουσική και ρυθμό. «Δεν ήθελα να θυσιαστεί το χάος αλλά να λειτουργήσει ως κανονική, αληθινή συνθήκη παραγωγής ήχου. Στον αντίποδα, έχουμε επιλέξει μικρά οργανάκια, όπως σφυρίχτρες και φυσαρμόνικες για να σταθούν κόντρα στο δυνατό ήχο του μετάλλου», σημειώνει. Το μοναδικό «κύριο» μουσικό όργανο που παίζεται live από το μουσικό Πίτερ Τζέικς είναι η τρομπέτα, κυρίως για να συνδεθεί με την χάλκινη «φύση» της κουζίνας «αλλά και να οδηγήσει μέσα από ένα πιο μαλακό ήχο στα όνειρα των πρωταγωνιστών». Σημαντικό κεφάλαιο στο μουσικό αποτύπωμα της παράστασης είναι και η χορωδιακή λειτουργία πολλών εκ των πρωταγωνιστών, αποδίδοντας το αίσθημα της συλλογικότητας της «Κουζίνας».
Η “Κουζίνα” κάνει πρεμιέρα στο θέατρο “Κιβωτός” (Πειραιώς 115, 210 34 27 426) την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου
Μετάφραση: Ελένη Κουτσιούμπα
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Διασκευή: Μιχάλης Πητίδης, Γιώργος Κουτλής
Δραματουργία: Πρόδρομος Τσινικόρης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Στρούλια
Μουσική και Sound Design: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Ηχοληψία και Sound Design: Αγγελος Κονταξής
Ρυθμική διδασκαλία: Γιώργος Μπουκαούρης
Διδασκαλία Χορωδίας: Garry Salomon, Γιλμάζ Χουσμέν
Χορογραφία – Κινησιολογία: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάλεια Γρίβα
Παίζουν (αλφαβητικά):
Σαμουήλ Ακινόλα, Πολύδωρος Βογιατζής, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δανάη Καλούτσα, Ιλιάννα Καραπασιά, Γιώργος Κατσής, Ειρήνη Μακρή, Γιώργος Μπουκαούρης, Gary Salomon, Χρήστος Σαπουντζής, Μιχάλης Σαράντης, Αναστασία Στυλιανίδη, Πήτερ Τζέικς, Γιλμάζ Χουσμέν.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 και 21:00, Κυριακή 20:00
Εισιτήρια: 20-25 ευρώ
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-kouzina-se-skinothesia-giorgou-koutli