Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) «Πουπουλένιος»: Ένα παραμύθι που δεν είναι για παιδιά
Ο «Πουπουλένιος» ήταν η πρώτη συνάντηση που είχα με τα κείμενα του Μάρτιν ΜακΝτόνα στο Σύγχρονο Θέατρο, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, και ομολογώ πως με τράβηξε αμέσως στον κόσμο του. Κι όμως, αυτός ο τίτλος – μια λέξη που ακούγεται τόσο τρυφερή, σχεδόν παιδική – πολύ γρήγορα αποκαλύπτει τη σκληρότητά της.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Κατούριαν (Νίκος Πουρσανίδης), ένας συγγραφέας που ζει σε ένα κράτος με αυταρχικό καθεστώς συλλαμβάνεται επειδή οι αστυνομικοί (Δημήτρης Πιατάς, Γεράσιμος Σκαφίδας) πιστεύουν πως οι βίαιες ιστορίες του συνδέονται με δολοφονίες παιδιών. Μαζί του βρίσκεται και ο αδελφός του, ο Μίχαλ (Αργύρης Αγγέλου), και σιγά σιγά αποκαλύπτεται πως πίσω από τις κατηγορίες υπάρχει ένα παρελθόν πιο τρομακτικό από το έγκλημα.
Πράγματι, οι ιστορίες του Κατούριαν είναι γεμάτες σκοτάδι, αλλά ειπωμένες με την αθωότητα κάποιου που δεν γράφει για να σοκάρει, απλώς αυτή είναι η μνήμη του, ο τρόπος που έμαθε να φτιάχνει κόσμους για να αντέχει τον δικό του. Μοιάζουν με παραμύθια, αλλά πίσω τους κρύβονται παιδιά που πονάνε, σώματα που βασανίζονται, ψυχές που δεν πρόλαβαν να αγαπηθούν. Kάθε φορά που άκουγα μια αφήγησή του, ένιωθα πως παρακολουθώ κάποιον που προσπαθεί να μετατρέψει τον πόνο σε λόγο.
Η παράσταση έχει μια «βαριά» υφή, γιατί σε βάζει να σταθείς δίπλα στον Κατούριαν, να ακούσεις τη φωνή του αδελφού του, να αντέξεις τους αστυνομικούς που άλλοτε μοιάζουν με τέρατα κι άλλοτε με πληγωμένους ενήλικες. Κουβαλάει μια συμπόνια που δεν είναι γλυκιά, είναι άβολη. Το έργο δεν αποφεύγει την αλήθεια πως η βία γεννά τη βία. Αυτή η φράση αντηχεί σε κάθε σκηνή, και αυτό που μένει τελικά είναι το ερώτημα: τι κάνουμε με αυτά που μας πλήγωσαν; Τα καταπίνουμε, τα αναπαράγουμε ή τα μετατρέπουμε σε κάτι άλλο;
Κάτια Τριανταφύλλου
Όλοι έχουμε δοκιμάσει έστω και μία φορά μια μπύρα Guinness αλλά πόσοι ξέρουμε πραγματικά την ιστορία της; Η νέα σειρά House of Guinness μας ταξιδεύει στην Ιρλανδία για να αφηγηθεί πως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, δύο από τα τέσσερα αδέρφια Guinness ανέλαβαν τα ηνία της ζυθοποιίας και την οδήγησαν στη διεθνή επιτυχία. Ταυτόχρονα, και τα τέσσερα αδέρφια ξεχωρίζουν για τη φιλανθρωπική τους δράση, αφήνοντας ένα ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα.
Από εκεί και πέρα, η σειρά βασίζεται χαλαρά στα ιστορικά γεγονότα οπότε αν την προσεγγίσεις σαν αυστηρό biopic, ίσως κάνεις λάθος. Αν όμως της δώσεις χρόνο, θα σε κερδίσει. Κάθε επεισόδιο γίνεται πιο δυνατό από το προηγούμενο, με ένα εξαιρετικό soundtrack που περιλαμβάνει Fontaines D.C. και Kneecap, δένοντας ιδανικά με την αισθητική της. Το αποτέλεσμα; Ένα αυθεντικό ιρλανδικό δημιούργημα με στυλ.
Η σειρά σου μαθαίνει κομμάτια της ιρλανδικής ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα κάνει και ένα μικρό masterclass για το πώς να απολαμβάνεις σωστά μια Guinness: ρίχνεις τη μισή μπύρα στο ποτήρι, περιμένεις ένα λεπτό να “ηρεμήσει” ο αφρός (το περίφημο Guinness Minute) και στη συνέχεια συνεχίζεις σιγά-σιγά με την υπόλοιπη.
Αν αγαπάς την μπύρα και τις σειρές εποχής που σερβίρουν δράμα με.. αφρό, αυτή είναι για εσένα.
Δάφνη Τζώρτζη
Aυτή την εβδομάδα βρέθηκα στη Μονή Λαζαριστών για να παρακολουθήσω την παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία», μια διασκευή του Θανάση Τριαρίδη βασισμένη στο κλασικό αριστούργημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη. Η υπόθεση του έργου είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας: o Ρασκόλνικωφ, νεαρός φοιτητής νομικής, διαπράττει δυο δολοφονίες – μια εκ προμελέτης και μια σχεδόν τυχαία. Αυτό το γεγονός πυροδοτεί μια αναζήτηση ανάμεσα στο κακό και το καλό, την ηθική και την ενοχή.
Από τα πρώτα λεπτά με κέρδισε ο δυναμισμός του χορού, που μετέφερε την ένταση ενός κόσμου που παρακολουθεί και κρίνει σιωπηλά. Ξεχώρισα επίσης την ερμηνεία του Γιάννη Παρασκευόπουλου ως Πορφύριο, που πίσω από τη φαινομενική εμμονή του κρύβεται η αγωνία ενός ανθρώπου που βλέπει τον Ρασκόλνικωφ σαν ωρολογιακή βόμβα και νιώθει ευθύνη να τον σταματήσει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Θανάσης Τριαρίδης ζωντανεύει το κλασικό μυθιστόρημα είναι ανατρεπτικός και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία στιγμή. Φεύγοντας από το θέατρο, ένιωσα την ανάγκη να αποκωδικοποιήσω τα όσα είδα και να διερωτηθώ για τη φύση των χαρακτήρων.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Το όνομα του Cillian Murphy εμφανίζεται και φέτος ψηλά στις μηχανές αναζήτησής μας, με τη νέα ταινία του Tim Mielants, «Steve», μετρώντας σχεδόν τρεις εβδομάδες από την επίσημη πρεμιέρα στο Netflix, στις 3 Οκτωβρίου.
Φίλοι του σινεμά, ειδικοί και μη, επιδεικνύοντας ακαριαία αντανακλαστικά, έσπευσαν να γνωστοποιήσουν την άποψή τους στους υπόλοιπους διαδικτυακούς ενδιαφερόμενους, με το αριστερό χέρι να κρατά τα popcorn και το δεξί να βρίσκεται σε ετοιμότητα πάνω από το πληκτρολόγιο.
Η αλήθεια είναι πως δεν ξαφνιάστηκα που ο Cillian Murphy συμμετέχει σε μη χολιγουντιανή παραγωγή – όλα άλλωστε δείχνουν πως αυτό που μετράει για τον ηθοποιό, είναι ένα «καλό σενάριο». Με άκρως επίκαιρη θεματολογία που πλαισιώνεται από μια σαγηνευτική σκηνοθεσία, η ταινία αφού μας έχει καθίσει στη θέση του μάρτυρα, μας (προ)καλεί να συνδεθούμε με τον ψυχισμό και τις διακυμάνσεις διαφόρων χαρακτήρων, με αποκορύφωμα το ψυχολογικό προφίλ του Steve. Όλα αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν κάλλιστα να συνθέσουν και μια ανιαρή ιστορία. Η ταινία όμως κατάφερε και απέφυγε να «μιλήσει» για τον εαυτό της. Φαίνεται να έχει προτιμηθεί η πηγαία ανάδειξη της ιστορίας μέσω της εικόνας και των φυσικών διαλόγων, κάτι που αντίστοιχα έχει εκτιμηθεί από το κοινό αλλά και από μένα προσωπικά, αν με ρωτάτε.
Μάλλον αυτό που θέλω να πω, είναι πως είμαι μια θεάτρια που βρήκα καταφύγιο στο «Steve», και αυτό γιατί προβληματίστηκα απολαμβάνοντας υψηλού επιπέδου ερμηνείες, μέσα από μια ανησυχητική και φορτισμένη ατμόσφαιρα γεμάτη ομορφιά και νοσταλγία, που πηγάζει από τα 90’s.
Ελεάνα Μιχάλη

Credits: hosnysalah/pixabay
Όπως πλέον ξέρουμε όλοι, τα μέλη της Global Sumud Flotilla, της μεγαλύτερης μέχρι στιγμής αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, πέρασαν χρόνο στις ισραηλινές φυλακές. Ανάμεσά τους και η Greta Thunberg, η γνωστή ακτιβίστρια, που πριν λίγες μέρες μίλησε ανοιχτά για την κακοποίηση που υπέστη από τις ισραηλινές αρχές. Τα ίδια μέσα που κάποτε θαύμαζαν την Γκρέτα για την κλιματική της δράση, τώρα σιωπούν. Κι έτσι γεννιέται η απορία, αν το Ισραήλ μπορεί να μεταχειρίζεται με τέτοιο τρόπο μια παγκοσμίως γνωστή πολίτη ενός άλλου κράτους, τι συμβαίνει κάθε μέρα στους παλαιστίνιους;
Κι όμως, η κακοποίηση δεν σταματά εκεί, ούτε απέναντι στην Γκρέτα ούτε στους υπόλοιπούς ακτιβιστές. Ακόμη και για τα μέλη της ελληνικής αποστολής στο Global Sumud Flotilla, και τι δεν έχει ειπωθεί! Άνθρωποι που προσπάθησαν γενναία να στείλουν βοήθεια σε έναν λαό στα πρόθυρα του αφανισμού, φυλακίστηκαν υπό άθλιες — αν όχι κακοποιητικές — συνθήκες, και τι ακούνε μετά από τους συμπολίτες τους; Κάποιοι τους κατηγορούν ότι δεν ασχολούνται με άλλα ζητήματα κι ασχολούνται με αυτό απλά επειδή είναι trendy (λες και το να ενδιαφέρεσαι για την Παλαιστίνη σημαίνει αυτόματα ότι δεν μπορείς να ενδιαφερθείς για οτιδήποτε άλλο). Ενώ άλλοι τους λένε πως «καλά να πάθουν» αφού τόλμησαν να βοηθήσουν ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα από εμάς.
Δηλαδή, η ενσυναίσθηση μετριέται; Και πρέπει να τη χαρίζουμε μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων; Σε μια εποχή που στην Παλαιστίνη εξελίσσεται μια γενοκτονία και η Ιστορία κάποτε θα μας ρωτήσει «εσύ τι έκανες;», το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ευχαριστήσουμε όσους προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι η ανθρωπιά δεν έχει σβήσει ακόμη.
Ερμιόνη Τσακιράκη
Η ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια κατά βάση μάλλον απογοητεύει το κοινό της με τις επιλογές και τα θέματα που προβάλλει. Παρ’ όλα αυτά, έχει υπάρξει και μια στροφή στη μυθοπλασία που κάπως θυμίζει τις χρυσές εποχές του τετράγωνου κουτιού. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολύ αξιόλογα πράγματα να δει κάποιος, για σειρές πάντα μιλάμε, και ένα από αυτά είναι και οι Σέρρες του Γιώργου Καπουτζίδη. Αυτή την εβδομάδα το τελευταίο επεισόδιο της πολύ δημοφιλούς σειράς έχει γίνει viral σε κάθε πιθανό κοινό. Δηλαδή, όχι μόνο στο TikTok και στα social media, αλλά και στην τηλεόραση και στον Τύπο. Ο λόγος; Η ανακάλυψη πως η τρομερά αγαπητή θεία Σταματίνα είναι intersex! Με άλλα λόγια, του Καπουτζίδη, όχι δικά μου, είναι το Ι στο ΛΟΑΤΚΙ+.
Ευτυχώς, στις μέρες μας η ορατότητα και ο χώρος που δημιουργείται και δίνεται στη διαφορετικότητα και στην εκπαίδευση γύρω από εκείνη έχουν μεγαλώσει σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά, φυσικά και δεν είναι αρκετοί και φυσικά δεν μιλάμε αρκετά. Ο σεναριογράφος μιας εξαιρετικά δημοφιλούς σειράς στο ευρύ κοινό ήταν σχεδόν σαν να έβαλε κάτω όλη την ελληνική κοινωνία και, χωρίς διακρίσεις, περιορισμούς ή cringey moments, εξήγησε με τον πιο απλό τρόπο τι σημαίνει κάθε γράμμα πίσω από αυτό το ακρωνύμιο.
Ο τρόπος που το έκανε ήταν μοναδικός· η θεία Σταματίνα ανακάτεψε τα γράμματα όπως τη βόλευαν — ή κάποιος θα έλεγε, όπως την εκφράζουν. Το πιο ξεκάθαρο όμως είναι πως, για ακόμη μια φορά, η τέχνη λειτουργεί ως το καλύτερο μέσο να μιλήσουμε για όλα εκείνα που, λόγω της άγνοιας, φέρνουν πολύ κόσμο σε δύσκολη θέση. Η άγνοια είναι μία απολύτως φυσική συνθήκη — κανείς δεν ξέρει τα πάντα, και είναι λογικό. Η ευγένεια όμως, ο σεβασμός και η θέληση να μάθεις κάτι παραπάνω δεν είναι πάντα η λύση που επιλέγουμε απέναντι στην άγνοια, ασχέτως που θα έπρεπε. Να ρωτάτε όσα δεν γνωρίζετε με σεβασμό και ευγένεια· κανείς δεν γνωρίζει τα πάντα και σε μια συνεχώς εκκολαπτόμενη κοινωνία όλοι κάνουμε ειλικρινή λάθη. Α, επίσης: ΙΚΤΟΛΑ (το ΛΟΑΤΚΙ+ της θείας Σταματίνας) και άγιος ο Θεός!
Μαρία Βαλτζάκη
Αυτό το Σαββατοκύριακο στο κέντρο της Αθήνας, στο ξενοδοχείο Ολυμπίας, φιλοξενήθηκε ένα πολύ ιδιαίτερο φεστιβάλ, που συνδυάζει το κρασί με την τέχνη, το Athens Wine & Art Festival. Αν και αγαπώ το κρασί, είμαι αρκετά παράξενη (σε όλα) και δυσκολεύομαι να βρω τι μου αρέσει. Το “σιγουράκι” μου είναι το λευκό, ξηρό κρασί, αλλά αυτό είναι όσο γενικό ακούγεται. Ανάμεσα σε πάγκους, ποτήρια που γέμιζαν ξανά και ξανά, και μικρές συζητήσεις που ξεκινούσαν από ένα «τι δοκίμασες;», ανακάλυψα, λοιπόν, τα δικά μου νέα αγαπημένα κρασιά. Το λευκό Μοσχάτο Πατρών από το Κτήμα Μαυρογιάννη (Δυτική Αχαΐα) ήταν από τα πρώτα που με ενθουσίασαν: δροσερό, με λεπτή οξύτητα και φοβερά φρουτώδες άρωμα. Στον πιο πάνω όροφο, οι Karavana’s έφερναν κάτι από τη δική τους, πιο ατίθαση ενέργεια· όταν είδα το μπλουζάκι τους “Save Άγραφα”, ήξερα ότι έπρεπε να τους μιλήσω. Το κρασί τους είχε χαρακτήρα, όπως κι αυτοί — ειλικρινές, ανεπιτήδευτο, γεμάτο προσωπικότητα. Εγώ επέλεξα το πολύ ελαφρύ Μοσχάτο Σπίνας. Και τέλος, μια στάση στο περίπτερο του Garakis από το Ηράκλειο: Η Κρήτη στο ποτήρι, με την ένταση και τη ζεστασιά που μόνο οι Κρητικοί μπορούν να σου χαρίσουν. Παράλληλα, σε όλους τους ορόφους του ξενοδοχείου, παρατηρούσαμε έργα τέχνης, από την έκθεση “Ένοικοι”, σε επιμέλεια Ίρις Κρητικού – μια πολύ όμορφη πινελιά, που έκανε το φεστιβάλ ακόμα πιο ενδιαφέρον.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
(-) Τα μεσημέρια των παιδικών μας χρόνων είναι πλέον πιο φτωχά
Πολλοί λένε – και συμφωνώ απόλυτα δηλαδή – πως δεν είναι σωστό να ταυτίζεις έναν ηθοποιό με έναν μόνο ρόλο ανάμεσα σε τόσους άλλους που έχει κληθεί να ενσαρκώσει κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Δεν μπορώ να κρύψω όμως ότι στο άκουσμα της είδησης πως η Άννα Κυριακού έφυγε από τη ζωή, το πρώτο που είπα ήταν “Αντίο θεία Μπεμπέκα”. Ταυτόχρονα φυσικά στο μυαλό μου έπαιζαν οι αγαπημένες μου σκηνές από τις “Τρεις Χάριτες”, βλέποντας ξανά την αγαπημένη θεία των αδερφών Χαρίτου να περνά το κατώφλι του σπιτιού τους με το αξεπέραστο ταπεραμέντο και τη χαρακτηριστική ζωντάνια της. Θυμάμαι τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος έκαιγε και το μόνο που ακουγόταν ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών, να ανοίγουμε την τηλεόραση και να βλέπω εκείνο το τηλεοπτικό “διαμαντάκι”, που μπορεί όταν παίχτηκε για πρώτη φορά να μην είχα καν γεννηθεί, μέσα από τις επαναλήψεις του όμως το γνώρισα και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Τώρα, κάθε φορά που θα γελάω με τις περιπέτειες της Μπεμπέκας με τις ανιψιές της, με τις γνώσεις της πάνω στο φλερτ ή με τον εκνευρισμό της με τον θείο Αριστείδη θα με πιάνει μια γλυκιά μελαγχολία. Σε συνδυασμό μάλιστα και με τις άλλες απώλειες της σειράς, θα είναι ακόμα πιο δύσκολο. Από την άλλη όμως ίσως αυτός να είναι τελικά ο τρόπος να ζωντανεύουμε ξανά και ξανά ένα πρόσωπο που αγαπήσαμε. Αναβιώνοντας ξανά και ξανά τις στιγμές μαζί του και συμβάλλοντας στο να παραμείνει ατόφια η παρακαταθήκη που άφησε…
Μιλένα Αργυροπούλου