
Μπορεί σε κάποιους το όνομα του να μη χτυπάει κάποιο καμπανάκι, όμως όλοι μπορούμε να αναφέρουμε μερικές από τις δημιουργίες του. Η ξεκαρδιστική musical σειρά Glee, που άφησε το δικό της αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα. Το American Horror Story, που για αρκετές σεζόν βασίλευε στο Tumblr, αποκτώντας ένα φανατικό cult κοινό — με τη φράση “normal people scare me”, γραμμένη με τη χαρακτηριστική γραμματοσειρά της σειράς, να γίνεται παντού σύνθημα ή το Scream Queens, που έφερε πίσω το camp στις σειρές με ένα all-star καστ.

Scream Queens του Ryan Murphy.
Η λίστα των σειρών που έχει δημιουργήσει ο Ryan Murphy είναι πραγματικά ατελείωτη και κάθε φορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταφέρνει να προκαλεί αίσθηση, είτε κριτικά, είτε εμπορικά, είτε απλώς μέσα από τη συζήτηση που γεννά.
Η πιο πρόσφατη δημιουργία του, η ανθολογία «Monster», εστιάζει κάθε σεζόν σε έναν διαβόητο serial killer ή δολοφόνο που έχει διχάσει με κάποιον τρόπο την κοινή γνώμη. Πρόκειται για μονοπάτια γνώριμα για τον Murphy, καθώς δεν είναι κάτι που δεν έχει εξερευνήσει ξανά μέσα από προηγούμενες δουλειές του. Ουσιαστικά, μοιάζει σαν να πάντρεψε δύο σύμπαντά του: το American Horror Story και το American Crime Story, και να γεννήθηκε αυτό το “παιδί-ανθολογία”. Το ερώτημα, βέβαια είναι… μήπως αρχίζει να κουράζει;
Η τεράστια επιτυχία του πρώτου κύκλου ήταν σχεδόν αναμενόμενη. Η πρώτη σεζόν επικεντρώνεται στον Jeffrey Dahmer, με τον Evan Peters στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια ασφαλής, σχεδόν εγγυημένη επιλογή, αφού ο Murphy τον έχει εμπιστευτεί πολλές φορές στο παρελθόν, πάντα με εξαιρετικά αποτελέσματα (οι φανς του American Horror Story το ξέρουν πολύ καλά αυτό).
Αλλά ας το κάνουμε λίγο εικόνα: ένας συμβατικά όμορφος ηθοποιός, με ήδη φανατικό κοινό από προηγούμενες σειρές, υποδύεται τον Dahmer — έναν άνδρα που παραμονεύει σε gay bars αναζητώντας το επόμενο θύμα του. Πόσο καλά μπορεί να πάει αυτό;

O Evan Peters ως Jeffrey Dahmer.
Ο όμορφος δολοφόνος, το cool soundtrack, οι σκηνοθετικά “άβολες” σκηνές που συζητιούνται στο TikTok — ό,τι χρειάζεται κανείς για να κάνει νούμερα. Η σειρά, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, μετατρέπει έναν πραγματικό δολοφόνο σε μέρος της ποπ κουλτούρας. Παρότι βαδίζει πάνω στα πατήματα του ρατσισμού, της ομοφοβίας και του ίδιου του συστήματος της Αμερικής που επέτρεψε για χρόνια σε έναν λευκό άνδρα να σκοτώνει και να κανιβαλίζει κυρίως μαύρους queer άνδρες, όλα μοιάζουν επιφανειακά.
Γιατί, θα αναρωτιόταν κανείς; Ίσως επειδή η παραγωγή δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να συμβουλευτεί ή να ζητήσει τη συγκατάθεση των οικογενειών των θυμάτων. Aνθρώπων που βίωσαν ξανά τη φρίκη βλέποντας τον πόνο τους να γίνεται θέαμα. Πολλοί από αυτούς μάλιστα έφτασαν να ζητήσουν μποϊκοτάζ μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μιλώντας για πλήρη εκμετάλλευση του τραύματός τους. Έτσι, το Monster αντί να λειτουργεί ως κοινωνικό σχόλιο μοιάζει τελικά με μια καλογυαλισμένη αναπαράσταση της φρίκης, μακριά από ουσιαστική ενσυναίσθηση.
Παρόλο που η σειρά δέχτηκε έντονη κριτική τόσο από τους θεατές όσο και από τους κριτικούς, η πρώτη σεζόν γνώρισε τεράστια επιτυχία, με αρκετούς από το καστ να αποσπούν βραβεία το ένα μετά το άλλο. Η επιτυχία αυτή άνοιξε τον δρόμο για τη συνέχισή της σε μορφή ανθολογίας και αυτή τη φορά, στο επίκεντρο βρέθηκαν… τα αδέρφια Menendez.
Monsters: The Menendez Brothers Story— πού τελειώνει η αφήγηση και αρχίζει η εκμετάλλευση;Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την υπόθεση: τα αδέρφια Lyle και Erik Menendez κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία των γονιών τους. Όταν τελικά συνελήφθησαν, υποστήριξαν πως από μικρή ηλικία υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους το γνώριζε και δεν έκανε τίποτα για να τους προστατεύσει. Η υπόθεση Μενέντεζ παραμένει αμφιλεγόμενη και εξαιρετικά περίπλοκη. Διέπραξαν κάτι αδιανόητο όμως πίσω αυτό κρύβεται μια ιστορία βαθιάς κακοποίησης και φόβου. Δεν είμαι εδώ όμως για να κρίνω τι ήταν δίκαιο και άδικο, αλλά για να επισημάνω πως για ακόμη μια φορά, η μεταφορά της ιστορίας στην οθόνη “ξινίζει”.

Ο Nicholas Alexander Chavez και ο Cooper Koch ως τα αδέρφια Menendez.
Όταν, λοιπόν, επιλέγεις να βασιστείς σε αβάσιμες φήμες της εποχής όπως αυτές που υπαινίσσονταν αιμομικτική σχέση ανάμεσα στα αδέρφια ή όταν αφήνεις ένα «παράθυρο» ανοιχτό με υπονοούμενα ότι ένα από τα δύο αδέλφια μπορεί να ήταν queer, τότε το αφήγημα αρχίζει να γλιστρά επικίνδυνα. Γιατί έτσι μπερδεύεις τη σεξουαλική ταυτότητα με την κακοποίηση, σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις το ένα μέσα από το άλλο. Κι αυτό δεν είναι απλώς άστοχο… είναι και επικίνδυνο.
Το να υπονοείς ότι ένας άνδρας που υπήρξε θύμα σεξουαλικής βίας από άλλον άνδρα “ίσως είναι queer” δείχνει άγνοια για το τι σημαίνει πραγματικά τραύμα και σεξουαλικότητα. Αντί να ευαισθητοποιείς, ενισχύεις στερεότυπα. Αντί να δείχνεις σεβασμό στα θύματα, μετατρέπεις τον πόνο τους σε θέαμα και αφήνεις τον θεατή να ασχοληθεί περισσότερο με την “αισθητική” των χαρακτήρων παρά με το μήνυμα πίσω από την ιστορία.
Το δεύτερο μέρος της ανθολογίας, όπως ήταν ξανά αναμενόμενο, άφησε κι αυτό το αποτύπωμά του. Οι συζητήσεις γύρω από την υπόθεση αναζωπυρώθηκαν και πάλι, φτάνοντας ξανά στην επιφάνεια. Αξίζει να σημειωθεί πως τα πραγματικά αδέλφια Menendez δεν ενέκριναν ποτέ τη σειρά, ενώ το Monsters ανέδειξε δύο νέους, πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς και απέσπασε αρκετές υποψηφιότητες στην περασμένη σεζόν των βραβείων.
Monster: The Ed Gein Story — Ένας αχταρμάς από ιδέες που μπάζουνΤι κοινό έχουν οι ταινίες Psycho, Texas Chainsaw Massacre και Silence of the Lambs; Αν σκεφτεί κανείς μόνο πως είναι θρίλερ με iconic κακούς, δεν πέφτει πολύ έξω. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες επηρεάστηκαν από τις αποτρόπαιες πράξεις ενός αληθινού serial killer, του Ed Gein. Μετά την επιτυχία των δύο προηγούμενων μερών, η σκυτάλη δόθηκε στον Charlie Hunnam, ο οποίος αναλαμβάνει να τον υποδυθεί.

Ο Charlie Hunnam ως Ed Gein
Με την ιστορία του Ed Gein να εξελίσσεται, περιπλέκονται σκηνές από ταινίες που επηρεάστηκαν από τα εγκλήματά του. Παράλληλα, επανέρχεται η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα, ένα θέμα που η ανθολογία είχε φέρει από το πρώτο μέρος, βάζοντας στο παιχνίδι ακόμη και τον Anthony Perkins, ο οποίος προετοιμαζόταν για τον ρόλο του Norman Bates και τους δικούς του προσωπικούς αγώνες με τη σεξουαλικότητά του.
Προς το τέλος της σεζόν, κάνει την εμφάνισή του ο όρος “γυναικοφιλία/gynephile”, περιγράφοντας πώς ο Ed Gein επιθυμούσε να «γίνει» το σώμα μιας γυναίκας. Μέχρι εκεί, η σειρά προσπαθεί να δείξει μια πιο “ανθρώπινη” ματιά, συνδέοντας την εμμονή του με την ψυχική του ασθένεια. Όμως το πρόβλημα είναι τι προηγείται: για αρκετά επεισόδια, η σειρά μπερδεύει επικίνδυνα την queer έκφραση φύλου με τη διαστροφή, σαν να βρίσκονται στο ίδιο καλάθι. Παρόλο που στο τέλος η Christine Jorgensen, η πρώτη τρανς γυναίκα που έγινε ευρέως γνωστή στις ΗΠΑ, συναντά τυχαία τον Gein και ξεκαθαρίζει ότι δεν ανήκει στην τρανς κοινότητα, η διευκρίνιση αυτή έρχεται αργά. Στο μεταξύ, έχει ήδη δημιουργηθεί ένας τοξικός συνειρμός, που ενισχύει στερεότυπα και βλάπτει πραγματικούς ανθρώπους.
Πριν μερικές μέρες δόθηκε το green light για το τέταρτο μέρος της ανθολογίας, και δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι μήπως φταίμε κι εμείς, οι θεατές, μέχρι ένα σημείο. Κάθε φθινόπωρο βγαίνει νέα σεζόν: οι περισσότεροι κατακρίνουν – κι όμως κατακτούν τις πρώτες θέσεις των most watched σειρών, κερδίζουν υποψηφιότητες και βραβεία, ανακοινώνεται η επόμενη σεζόν και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Μήπως, επειδή η περιέργεια είναι στη φύση μας, ο Ryan Murphy θεωρεί πως ακόμη και η αρνητική δημοσιότητα είναι… δημοσιότητα; Το μόνο σίγουρο είναι πως κάποια στιγμή η ανθολογία θα ξεφουσκώσει και θα βρει άλλο παιχνίδι για να παίξει, όπως συνέβη με αρκετές από τις προηγούμενες σειρές και projects του.