MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
20
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Τα άγνωστα «πρόσωπα» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ

Η ακτινοβόλα ομορφιά του Ρόμπερτ Ρέντφορντ έκρυβε εκτός από ένα σπουδαίο ταλέντο και μια μαχητική προσωπικότητα για το δημόσιο καλό.

Στέλλα Χαραμή | 20.09.2025 Φωτογραφία εξωφύλλου: The Redford Center

Το 1995, στο Sundance Festival, στα ορεινά της παγωμένης Γιούτα, προβαλλόταν η πρώτη ταινία που είχε γραφτεί, παραχθεί και σκηνοθετηθεί από ιθαγενείς Αμερικανούς· επρόκειτο για το «Smoke Signals» του Κρις Ιρ, μια προσπάθεια που υλοποιήθηκε με την ενθάρρυνση και καθοδήγηση του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Είναι ένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα, που περιγράφουν μια δημιουργική προσωπικότητα, βαθιά πολιτική η οποία δεν έθετε σύνορα ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και την ενεργή ακτιβιστική δράση: και τα δύο λειτουργούσαν σαν διακλαδώσεις του ίδιου μεγάλου ποταμού. O ίδιος συχνά συνέκρινε την υποστήριξή του στο ανεξάρτητο κινηματογράφο με τον περιβαλλοντική ευαισθησία. Έδωσε φωνή σε ό,τι αγνοούνταν, προσπάθησε να προστατευτεί ό,τι κινδύνευε να χαθεί.

Ίσως γι’ αυτό η απώλεια του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα 89 του χρόνια είναι δύσκολο να αποτιμηθεί στη στενή διάσταση ενός από τους μεγαλύτερους σταρ του Χόλυγουντ, ούτε καν ενός ολιστικού καλλιτέχνη (ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός, μέντορας). Αλλά ως μια θεώρηση για το που πρέπει να στέκεται ένας δημιουργός στον σύγχρονο κόσμο.

Το ανεξάρτητο σινεμά φύτρωσε στις κορυφές της Γιούτα

Στις χιονισμένες κορυφές της οροσειράς Γουάσατς στη Γιούτα, πίσω στο 1968, ο Ρόμπερτ Ρεντφορντ αγοράζει μια υπολογίσιμη έκταση που αποτέλεσε το ησυχαστήριο του, μέχρι το θάνατο του. Την ονομάζει Sundance, αντλώντας έμπνευση από τον θρυλικό ήρωα που υποδύθηκε στο γουέστερν του Τζορτζ Ρόϊ Χιλ, «Οι δύο ληστές» στο πλευρό του έτερου θρύλου και στενού του φίλου, Πολ Νιούμαν.

Στην αρχή ένωσε τις δυνάμεις του με την κινηματογραφική κοινότητα της Πολιτείας στο Utah/US Film Festival. Αλλά το ανήσυχο μυαλό του δεν θα αρκούνταν σε αυτό. Το 1981, έχοντας μόλις παραλάβει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας του για τους «Συνηθισμένους ανθρώπους», ο Ρέντφορντ ιδρύει εκεί το Sundance Institute με σκοπό να δημιουργήσει «μια αποκεντρωμένη έδρα για ανεξάρτητους κινηματογραφιστές προκειμένου να εργαστούν εκτός του συστήματος των στούντιο». Με αυτά τα λόγια, είχε ορίσει το όραμα του «χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες. Γνωρίζω ότι είναι ολοένα και πιο δύσκολο να κυκλοφορήσει μια ταινία στην Αμερική, εκτός κι αν πρόκειται να αποφέρει πολλά εκατομμύρια δολάρια», δήλωνε ευθέως.

Η out of the box σκέψη του μπήκε σε λειτουργία με το πρώτο κινηματογραφικό εργαστήριο, όπου τότε 10 σκηνοθέτες θα δούλευαν με έμπειρους επαγγελματίες του σινεμά. Το πόσο γρήγορα απέφερε καρπούς αυτή η ιδέα ήταν υπεράνω των προσδοκιών: Από το Ινστιτούτο ξεπήδησαν σκηνοθέτες όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον, ο Κουέντιν Ταραντίνο, αλλά και νεότεροι όπως ο Νεοζηλανδός Ταίκα Γουατίτι, η Κλόε Ζάο, ο Ράιαν Κούκλερ και η Λούλου Γουάνγκ.

Ωστόσο, η επιρροή του Ινστιτούτου ήταν το ένα μέρος του οράματος του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Το Sundance Festival δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις, ώστε ανεξάρτητες ταινίες να συνδεθούν με το μεγάλο κοινό και τελικά να δημιουργηθεί ένας χώρος στη αγορά γι’ αυτές. Από το 1991, οπότε η διοργάνωση πήρε το όνομα του νονού και ιδρυτή της, το οικοσύστημα του Χόλυγουντ άρχισε να δέχεται τα πρώτα δυνατά σήματα. Ήδη, το ντεμπούτο του Στίβεν Σόντενμπεργκ «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες» είχε βραβευτεί στο φεστιβάλ για να πουληθεί, στη συνέχεια, στη Miramax. Ξαφνικά, τα μεγάλα στούντιο έστρεψαν το βλέμμα στη χιονισμένη Γιούτα και μαζί πολλές προσωπικότητες των τεχνών, τις οποίες ακολουθούσαν και τα media. Συνέπεια αυτής της έντονης κινητικότητας ήταν και οι θεσμοί των βραβείων να θέτουν υπόψιν ταινίες που ντεμπούταραν στο Sundance Festival. Ανάμεσα τους μερικά πολύ επιδραστικά φιλμ: το «Reservoir Dogs» του Κουέντιν Ταραντίντο, το «Donnie Darko» του Ρίτσαρντ Κέλλι, το «American Phyco» της Μέρι Χάρον ή το «Blair Witch Project» που κατέληξε να φέρνει στα ταμεία 250 εκατομμύρια δολάρια! Μέσα σε μια δεκαετία το φεστιβάλ είχε ενδυναμωθεί τόσο ώστε μπορούσε να προωθήσει και ταινίες – ντοκιμαντέρ. Γενικότερα, ταινίες οι οποίες δεν προορίζονταν για να στοιβαχτούν στη μαζική παραγωγή των στούντιο ή δεν πλησίαζαν καν την mainstream αισθητική τους απέκτησαν ένα πιστό και ενθουσιώδες κοινό, όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο της κινηματογραφικής παραγωγής.

Αυτή τη στιγμή, το Sundance αποτελεί το μεγαλύτερο φεστιβάλ ανεξάρτητων ταινιών των Ηνωμένων Πολιτειών για το οποίο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δήλωνε στο περιοδικό People, to 2005 πως «σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι της ύπαρξης μου σε αυτό».

Κοντολογίς, το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά δεν θα υπήρχε όπως το ξέρουμε χωρίς το Sundance Festival και το Sundance Institute, χωρίς την οραματική και ενωτική δύναμη του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, μια πρωτοποριακή κίνηση που σήμερα, στην εποχή της βασιλείας της πλατφόρμας, o ρόλος της γίνεται ακόμα πιο κρίσιμος.

Όπως έχει επισημάνει η σεναριογράφος του εμβληματικού «Nashville», Τζόαν Τέξμπουρι (που προοδευτικά αποροφήθηκε ως μέντορας στα εργαστήρια του ινστιτούτου) «αν κοιτάξει κανείς την πορεία του Sundance από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα μοιάζει με ένα γαμ… θαύμα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣτον αστερισμό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ με 15 ταινίες12.09.2018

Ενάντια στους πετρελαιοπαραγωγούς, υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων

Όταν το 1972 ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ εκμεταλλευόταν την αστρική του φωτεινότητα για να κάνει πολιτικό σινεμά (μαζί με τον Μάικλ Ρίτσι και τον Σίντνεϊ Πόλακ) η αμερικάνικη πολιτική ζωή έβραζε. Κι έτσι όχι μόνο ανανέωσε το είδος των πολιτικών δραμάτων, αλλά πήρε το ρίσκο της θέσης στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Ο δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ που μαζί με τον Καρλ Μπέρνστιν της Washington Post έφεραν στο φως το μέγα σκάνδαλο WaterGate – το οποίο ανάγκασε το Νίξον να παραιτηθεί από την προεδρία – θυμάται τον Ρέντφορντ ως «ένα γνήσιο άνθρωπο με αρχές που πάλεψε με φοβερή επιμονή για να έρθει η αλήθεια στο φως». Η συνεργασία τους κορυφώθηκε στο αριστουργηματικό «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», το οποίο ο Ρέντφορντ αγωνίστηκε επί μια τετραετία για να υλοποιήσει (ήταν και συμπαραγωγός).

Η πλειονότητα των ταινιών του κατά την τελευταία 40ετία είχε καθαρόαιμο πολιτικό («Ο υποψήφιος» του 1972, «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» του 1975, «Brubaker» του 1980, «Quiz show» του 1994, το «Τελευταίο οχυρό»  και «Το παιχνίδι κατασκόπων» του 2001, «Το ξέφωτο» του 2004, το «Λέοντες αντί αμνών» του 2007, «Ο κανόνας της σιωπής» του 2013) ή περιβαλλοντικό πρόσημο («Ιερεμίας Τζόνσον» του 1972, «Μιλάγκρο» του 1988, «Το ποτάμι κυλά ανάμεσα μας» του 1992, «Ο γητευτής των αλόγων» του 1998, το «Όλα χάθηκαν» του 2013).

Είχε αποφασίσει να εκμεταλλευτεί με τον επιδραστικότερο τρόπο το βήμα της διασημότητας – ακόμα κι αν πέρασε περιόδους που είχε υποστηρίξει τη συντηρητική πλευρά της αμερικανικής πολιτικής.

Ωστόσο, η κοινωνική συνείδηση του Ρέντφορντ είχε καλλιεργηθεί από νωρίς και, ποιητική αδεία, «στο πεδίο». Στην ηλικία των 16 ξεκίνησε να δουλεύει σε πετρελαϊκές εξορύξεις στην Καλιφόρνια, μια εμπειρία που καθόρισε την περιβαλλοντική του ευαισθησία, πολλές δεκαετίες πριν μιλήσουμε για την απειλή της κλιματικής αλλαγής. «Ακόμα και στην ηλικία των 16 μπορούσα να καταλάβω τί συνέβαινε, ήμουν μάρτυρας στην προπαγάνδα των πετρελαϊκών εταιρειών αλλά και των λομπιστών που προσπαθούσαν να πείσουν την τοπική κοινότητα πως το να πουλήσουν την γη τους θα ήταν ιδεώδες για την οικονομία, την περιοχή τους, για όλους. Από τότε άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά», δήλωνε το 2010 σε μια εισήγηση του, καλεσμένος του Natural Resources Defense Council (NRDC). Στη διάρκεια περιστατικών μόλυνσης των θαλασσών από πετρελαιοκηλίδες (όπως το σκάνδαλο του DeepWater Orisozn στον κόλπο του Μεξικού που κόστισε και τη ζωή 11 ανθρώπων) είχε, επίσης, «βγει» μπροστά. «Γνωρίζω καλά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε αυτή τη βιομηχανία και η ζωή τους κρέμεται από την ηθική της κάθε εταιρείας να τηρήσει του κανόνες ασφαλείας. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουνε επιλογή: η επιβίωση τους εξαρτάται από τη δουλειά τους», δήλωνε χαρακτηριστικά, μη διστάζοντας να έρθει σε ρήξη με μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες παγκοσμίως.

Την ίδια ώρα στεκόταν στο πλευρό, των πηγών πράσινης ενέργειας συμμετέχοντας σε εκστρατείες – χαρακτηριστικό είναι το άρθρο που υπέγραψε για το περιοδικό «Τime» το 2018 – στο οποίο εισηγούνταν πως και τα φτωχότερα στρώματα θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην ηλιακή ενέργεια. «Ο χρόνος τελειώνει. Έχουμε πλέον περιορισμένες δυνατότητες. Πιστεύω ότι υπάρχουν πραγματικά όρια στους πόρους του πλανήτη μας, αλλά δεν υπάρχουν όρια στη φαντασία του ανθρώπου και στην ικανότητά μας να λύσουμε τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας», έγραψε.

Τα παραδείγματα δράσης του για την περιβαλλοντική προστασία δεν έχουν τέλος. Στη Γιούτα – όπου έζησε για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του – ηγήθηκε σε μια εκστρατεία κατά της κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου έξι λωρίδων η οποία προοριζόταν διασχίσει ένα φαράγγι ενώ με τη βοήθεια του ακυρώθηκε και η κατασκευή ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα. Στις αρχές της χιλιετίας, έγινε συνιδρυτής του Ιδρύματος Redford, το οποίο είχε ως στόχο να υποστηρίξει την παραγωγή ταινιών με περιβαλλοντικό περιεχόμενο και διετέλεσε επί τρεις δεκαετίες διαχειριστής του NRDC. Το 2009 κατέθεσε ενώπιον της Αμερικανικής Επιτροπής Φυσικών Πόρων, υπερασπιζόμενος την άγρια ζωή των εδαφών της Γιούτα.

Δεν υπήρξε μόνο «Ο γητευτής των αλόγων» στη μεγάλη οθόνη αλλά και στην πραγματική ζωή. Λειτούργησε ως πρέσβης της Peta (People for Ethical Treament in Animals), της μεγαλύτερης οργάνωσης προστασίας της πανίδας παγκοσμίως και της Unesco, ενώνοντας τη φωνή του ενάντια στη σφαγή των αλόγων για τροφή και την διατήρηση των φυλών των μουλαριών.  Στο ράντσο του περιέθαλπε και φρόντιζε άλογα και το έκανε όχι μόνο στην επικράτεια του. Ήταν τέτοια η αγάπη του για τα άλογα, ώστε όταν στη διάρκεια ενός γυρίσματος στη Νέα Ζηλανδία έγινε μάρτυρας κακοποίησης ενός αλόγου, φρόντισε να διασωθεί με δική του παρέμβαση.

Η ομάδα τεχνικών στον «Γητευτή των αλόγων» τον θυμάται να ξοδεύει ώρες μαζί τους, ακούγοντας μόνο την ανάσα και παρατηρώντας το βλέμμα του. Ο Ρέντφορντ, για τις ανάγκες της ταινίας, είχε συνεργαστεί με τον Μπακ Μπράναμαν, έναν πραγματικό γητευτή, που του δίδαδε πως ο φόβος, η σιωπή, η εμπιστοσύνη είναι όλα μέρος της επαφής με τα άλογα. «Συνειδητοποίησα πως τα άλογα δεν λένε ψέματα. Σου δείχνουν αυτό που είναι αν τους απαντήσεις με το σεβασμό που αξίζουν. Αυτή η εντιμότητα με σόκαρε, με έναν τρόπο που δεν είχα βιώσει ξανά», έλεγε. 

Πίστευε ακράδαντα πως η επιτυχία της γενιάς του θα μετρηθεί, «αξιολογώντας την κατάσταση στην οποία θα αφήσουμε τον πλανήτη για τους επόμενους». 

Περισσότερα από Art & Culture
Σχετικά Θέματα
Art & Culture
Μία design gallery εξιστορεί το παρελθόν πάνω σε μία διαχρονική καρέκλα
Art & Culture
Art Athina 2025: Σύγχρονη τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις
Art & Culture
Αυτές οι νύχτες (που) μένουν δεν θα είναι οι τελευταίες για τις Νυχτες Πρεμιέρας
Art & Culture
Athens Baroque Festival: Το πάθος του μπαρόκ ζωντανεύει στην Αθήνα
Art & Culture
Το ελληνικό περίπτερο της Μπιενάλε της Γάζας στον «Λόφο» της Κυψέλης
Αφιέρωμα
Στον αστερισμό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ με 15 ταινίες
Art & Culture
15 χρόνια Στέγη, 50 χρόνια Ίδρυμα Ωνάση: Τι φέρνει ο δημιουργικός τους χειμώνας
Art & Culture
Σταθμός: Ο χειμερινός προγραμματισμός 2025-2026 για το θέατρο του Μεταξουργείου
Art & Culture
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: Γιορτάζει πανηγυρικά τα 130 του χρόνια και τη σεζόν 2025-2026
Αφιέρωμα
Plissken 2025: 8 acts που ανυπομονούμε να δούμε στο πιο εκρηκτικό διήμερο
Art & Culture
Juergen Teller: Ποιος είναι ο avant garde φωτογράφος που εγκαινιάζει το Onassis Ready
Art & Culture
Ταξίδι στις αναμνήσεις των υφάντρων Σύρου με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης