Συν & Πλην: «Ανδρομάχη» στο Θέατρο Βριλησσίων
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Ανδρομάχη» που ολοκληρώνει την περιοδεία σε θέατρα της Αττικής.

Μια γυναίκα έχει βρει άσυλο στο ιερό της θεάς Θέτιδας στη Θεσσαλία. «Σαν πέτρα στέκω», λέει. Μια γυναίκα, ξένη, ερειπωμένη, σκλάβα, που γεννάει σκλάβους, άπατρις, γίνεται ικέτιδα. Όχι μόνο για τη ζωή της, αλλά και για την ζωή του παιδιού της. Η γυναίκα αυτή είναι η Ανδρομάχη, γυναίκα του πρίγκιπα της Τροίας Έκτορα, μάνα του γκρεμισμένου από τα τείχη της πόλης Αστυάνακτα, λάφυρο του Νεοπτόλεμου, προσφύγισσα στην Ελλάδα. «Σαν τομάρι ζώου με χάρισαν στον δολοφόνο του παιδιού μου», αγκομαχά, διεκδικώντας τον τίτλο της «πιο πένθιμης γυναίκας».
Πράγματι. Η προσφυγιά, η δουλεία κινδυνεύει να μετατραπεί σε μεγαλύτερο κακό από τις φοβερές απώλειες του πολέμου. Η Ανδρομάχη ως ετέρα του Νεοπτόλεμου, έχει γεννήσει το νόθο Μολοσσό, τον οποίο η νέα και επίσημη σύζυγος του πρώτου, Ερμιόνη – μια πριγκίπισσα, κόρη του Μενελάου και της Ελένης – θέλει να εξαφανίσει. Στείρα στο γάμο της, ανήμπορη να χαρίσει διάδοχο στον άνδρα της βλέπει εχθρούς στο πρόσωπο ενός παιδιού και μιας σκλάβας. «Άσυλο δεν σε σώζει, μάθε πως θα πεθάνεις», απειλεί την Ανδρομάχη, στολίζοντας την με αλαζονεία για την «βαρβαρική» καταγωγή της, κραυγάζοντας πως η Ελλάδα «είναι φως και πρόοδος».
Σαν να μην φτάνει αυτό, η εμφάνιση του Μενελάου καθιστά ακόμα πιο αληθινό τον κίνδυνο του αφανισμού της. «Σφάγιο θα γίνει το ανυπεράσπιστο αρνάκι», μουγκρίζει ο βασιλιάς της Σπάρτης για τη μοίρα που περιμένει το Μολοσσό. Η «άθλια ζωή» της Ανδρομάχης κινδυνεύει να γίνει αθλιότερη μέχρι που ο γέροντας Πηλέας, πατέρας του Αχιλλέα και παππούς του Νεοπτόλεμου (που όλο αυτό το διάστημα αναζητεί συγχώρεση από τον θεό Απόλλωνα στους Δελφούς) με αρετή και τόλμη υπερασπίζεται την Ανδρομάχη και εκδιώκει το Μενέλαο από τη γη του. Το παιδί, στις φλέβες του οποίου κυλάει ελληνικό και τρωϊκό αίμα, επιβιώνει. Το παιδί σώζεται.
Ένα από τα σπάνια παιζόμενα έργα του Ευριπίδη, ίσως γιατί κυοφορεί πολλές υφολογικές εναλλαγές και στην πραγματικότητα η επώνυμη ηρωίδα του δεν έχει «πρωταγωνιστικό» ρόλο. Η τραγωδία του Ευριπίδη μοιάζει να είναι χωρισμένη σε τρία επεισόδια και στην εξέλιξη της πλοκής, δεν λείπουν οι ανατροπές καθώς το κέντρο βάρους διαρκώς αλλάζει πρόσωπο: από την Ανδρομάχη και την Ερμιόνη, στο Μενέλαο και τον Πηλέα και τέλος στον Ορέστη και το Νεοπτόλεμο.
Εδώ με τη χρήση της μετάφρασης του Γεώργιου Β. Τσοκόπουλου που εμπλουτίζεται από προσθήκες άλλων κειμένων – όπως η χαρακτηριστική έναρξη του ποιήματος του Σαρλ Μποντλέρ «Ο κύκνος» αφιερωμένη στην Ανδρομάχη – ξαναμπαίνει σε παραστατική τροχιά.
Στην απόδοση και δραματουργική επεξεργασία της Μαρίας Πρωτόπαππα σε συνεργασία με την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, το κείμενο του Ευριπίδη αποκαλύπτει, ή τουλάχιστον τονίζει, κι άλλες διαστάσεις της. Οι δυστυχίες, οι ταπεινώσεις, η μοναξιά μιας γυναίκας στον εμπόλεμο κόσμο φωτίζουν τον ανδρικό παραλογισμό ως κυρίαρχη πηγή βίας. Οι γυναίκες, είτε είναι Τρωαδίτισσες είτε είναι Ελληνίδες, μοιάζουν το ίδιο ρημαγμένες από την αλαζονεία της εξουσίας, φτωχές, χήρες, στερημένες από παιδιά που σκοτώθηκαν στον κατακτητικό βωμό, δίχως το δικαίωμα να τα κηδέψουν. «Κομμάτια να γίνεται ο αφανής στρατιώτης», όπως καταγγέλλει ο Πηλέας ενώ οι γυναίκες της Φθιώτιδας στέκουν μπροστά σε άδεια φέρετρα. Με έμφαση στους πολεμοχαρείς Σπαρτιάτες, η τραγωδία καταδεικνύει το έλλειμμα των ηθικών αρετών, τη δίψα για «ματωμένα πλούτη» σε όλο της το μεγαλείο, αποδίδει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά κυρίως στην αχόρταγη ανδρική βούληση, έχοντας απομυζήσει κάθε αξιοπρέπεια και ελπίδα από τις γενιές που έπονται.

Ο Αργύρης Ξάφης στο ρόλο της Ανδρομάχης περιστοιχισμένος από τον Χορό των Δημήτρη Γεωργιάδη, Νώντα Δαμόπουλο, Δημήτρη Μαμιό, Γιάννη Μάνθο, Κωνσταντίνο Πασσά και Γιώργο Φασουλά.
Η τόλμη της Μαρίας Πρωτόπαππα να επανασυστήσει την ευριπίδεια «Ανδρομάχη» επιτυγχάνει κυρίως χάρη στη σοβαρή δραματουργική επεξεργασία που αναδεικνύει με τρόπο θαλερό και διαυγή τα βασικά και εξαιρετικά παρόντα ζητήματα του έργου.
Έτσι, η δομή του κειμένου εξομαλύνεται, οι υφολογικές μεταβάσεις μοιάζουν πιο ήπιες, η πλοκή αποκτά μεγαλύτερη συνοχή και όλα αυτά υπηρετούνται με αξιώσεις από τους βασικούς πρωταγωνιστές της παράστασης. Η αισθητική «ησυχία» και η άνιση απόδοση του Χορού στοιχίζουν στο συνολικό αποτέλεσμα.

Ο Δημήτρης Πιατάς στο ρόλο του Πηλέα.
Η τραγωδία του Ευριπίδη έχει μπει στο επίκεντρο μελετητών περισσότερο για τις υφολογικές της μεταπτώσεις, τις δραματουργικές της «ασυνέπειες» και διαρκείς εκπλήξεις, παρά για το θεματικό της διακύβευμα. Το εγχείρημα της Μαρίας Πρωτόπαππα (με τη συνεργασία της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου) διακρίνεται από μια τόλμη να ‘καθαρίσει’ το θολό τοπίο και να δώσει μια σαφέστερη ερμηνεία γύρω από τις προθέσεις του κειμένου. Με επίκεντρο το δράμα της Ανδρομάχης ως αιχμάλωτης, κατατρεγμένης και σκλάβας, η προσέγγιση αναδεικνύει τη δεινότατη θέση της γυναίκας, την ελληνική μισαλλοδοξία και την θεωρία περί «καθαρότητας» και την, εντυπωμένη στο γένος των Σπαρτιατών, διαπίστωση πως οι άνδρες σπέρνουν ανέμους και θερίζουν θύελλες, στερημένοι από την μητρική σοφία της γυναικείας φύσης.
Η σκηνοθεσίαΤο σκηνοθετικό σχεδίασμα της Μαρίας Πρωτόπαππα έχει καλές ρίζες στη διασκευή – απόδοση του έργου. Μετά από αυτό, πυρήνας της σκηνοθεσίας της μοιάζει να είναι η απόφαση να αναθέσει τους βασικούς γυναικείους ρόλους του έργου σε άνδρες ερμηνευτές: μια επιλογή που τελικά αναπτύσσεται ενόσω είμαστε μάρτυρες του αποτελέσματος: Μήπως το δράμα μιας γυναίκας αποκτά άλλη βαρύτητα όταν εκστομίζεται από ανδρικά χείλη; Η απάντηση είναι μάλλον καταφατική. Κατά τα άλλα, και παρότι η σκηνοθεσία της είναι, σε γενικές γραμμές, χαμηλών τόνων υπάρχουν κάποιες ατμοσφαιρικές κορυφώσεις σε συνεργασία με τον κινησιολόγο της παράστασης Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου.
Συμμέτοχοι στην προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι προθέσεις του Ευριπίδη είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές της παράστασης. Δίχως αμφιβολία, ο Αργύρης Ξάφης στέκεται, όπως και η ηρωίδα του, σαν πέτρα. Μια στιβαρή και σε σημεία βαθιά ερμηνεία που λεπτό δεν ολισθαίνει στην υπερβολή, παρότι υπερασπίζεται ένα γυναικείο σώμα και τα ψυχικά αιτήματα του. Ο Δημήτρης Πιατάς, για μια ακόμα φορά, διαψεύδει την κωμική του φύση με τον καλύτερο τρόπο: εκπληκτικός στην προσέγγιση του Πηλέα στήνει μια ερμηνεία που προκαλεί ταραχή ως φωνή του δικαίου. Δίπλα του και στους αγώνες λόγου που μοιράζονται, ο Γιάννης Νταλιάνης υπογραμμίζει την τραγική γελοιότητα του Μενέλαου και κάθε αλαζονικής εξουσίας στο πρόσωπο του. Η εμφάνιση της Στέλλας Γκίκα στο ρόλο της Θέτιδας έχει τα χαρακτηριστικά της πρωταγωνίστριας που ξέρει να αφήνει το στίγμα της σε ελάχιστο χρόνο. Ο Τάσος Λέκκας στο ρόλο της Ερμιόνης είναι εύστοχος αλλά χωρίς υπερβάσεις. Τέλος, η Μαρία Πρωτόπαππα που κρατά ένα ρόλο – εύρημα, αυτόν της Γυναίκας που διατρέχει το χρόνο, διαθέτει μια καθηλωτική αφηγηματική δωρικότητα. Ωραία, φορτισμένη στιγμή και για τον Γιάννη Μάνθο, καθώς ως αγγελιαφόρος αφηγείται τη μοίρα του Νεοπτόλεμου.
Δεν ήταν όλες οι επιλογές του καίριες, εντούτοις η καλή δουλειά του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου εντοπίζεται σε τρεις περιοχές, εκ των οποίων οι δύο λειτούργησαν ως κορυφώσεις της παράστασης. Αφενός, ο πυρρίχιος, ο πολεμικός Χορός των γυναικών της Φθίας, αφετέρου η εξαιρετική αναπαράσταση – εικονοποίηση της δολοφονίας του Νεοπτόλεμου (με μια άριστη εκτέλεση από το χορευτή Νώντα Δαμόπουλο). Και τέλος, η οικονομία των μέσων, με την οποία τόσο ο Αργύρης Ξάφης όσο και ο Τάσος Λέκκας εξέφρασαν σωματικά τη θηλυκότητα των ηρωίδων τους.

Ο Γιάννης Νταλιάνης υποδύεται τον βασιλιά Μενέλαο.
Ενώ ως ερμηνευτικό φωνητικό σύνολο είναι καλύτερα συντονισμένοι – μιλάμε για τους Δημήτρη Γεωργιάδη, Νώντα Δαμόπουλο, Δημήτρη Μαμιό, Γιάννη Μάνθο, Κωνσταντίνο Πασσά και Γιώργο Φασουλά – κινησιολογικά δεν βρίσκονται «στην ίδια σελίδα». Η άνιση απόδοση τους (ξεχωρίζουν οι Γεωργιάδης, Δαμόπουλος, Φασουλάς) στοιχίζει στην εικόνα της παράστασης. Εξαίρεση αποτελεί η άρτια εκτέλεση της χορογραφίας του πυρρίχιου.
Η αισθητική της παράστασηςΣεβαστή η πρόθεση της αισθητικής λιτότητας – πόσο μάλλον όταν περιγράφει ένα χωροχρονικό περιβάλλον παρακμής – ωστόσο τόσο το σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλη όσο και τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα ήταν υπέρ το δέον «ήσυχα».
Εύστοχη προσπάθεια επανασύστασης της σπάνιας παιζόμενης «Ανδρομάχης», κυρίως χάρη στη δραματουργική επεξεργασία και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών.



