Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) «Το 47» – Ο δρόμος προς την αντίσταση@Lucia Faraig
Στην Ισπανία έχει αποσπάσει πέντε βραβεία Γκόγια, σπάει τα ταμεία (μόνο στην Καταλονία αναδείχθηκε στην πιο δημοφιλή ταινία της τελευταίας 40ετίας) ενώ στην Ελλάδα παίζεται εδώ και δύο μήνες. Και δεν είναι τυχαίο.
«Το 47» που αναφέρεται στον αριθμό δρομολογίου ενός λεωφορείου στην Βαρκελώνη των 70s είναι μια αληθινή ιστορία λαϊκής εξέγερσης, από αυτές που εμψυχώνουν τους πολίτες οι οποίοι νοιάζονται για το κοινό καλό και την απόδοση δικαιοσύνης. Αν βάλουμε στην εξίσωση και τα πρόσφατα πολιτικά δεδομένα στη χώρα μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο, όπου οι ανθρώπινες ζωές είναι απλώς αριθμοί και όλα τα υπόλοιπα εμπόριο, «ανάπτυξη» και «εκμετάλλευση», τότε το «47» δρα ως μια καλή υπενθύμιση για το ποια είναι η δύναμη της μονάδας αλλά και της συλλογικότητας απέναντι στις εξουσίες.
Η ταινία καταγράφει τον αγώνα ενός εσωτερικού μετανάστη που, αφού είδε τους στρατιώτες του Φράνκο να δολοφονούν εν ψυχρώ τον κομμουνιστή πατέρα του, εκδιώχθηκε από την Ανδαλουσία και βρήκε καταφύγιο με τη μικρή κόρη του στα φτωχά περίχωρα της Βαρκελώνης. Παρέμεινε πρόσφυγας στην ίδια του την πατρίδα, ακόμα και μετά την πτώση της Δικτατορίας, ζώντας στο Τόρε Μπαρό, μια παραγκούπολη όπου οι κάτοικοι δεν είχαν πρόσβαση στα στοιχειώδη: νερό, ρεύμα περίθαλψη, παιδεία, συγκοινωνίες. Ως οδηγός λεωφορείου, ο Μανόλο Βιτάλ (αυτό ήταν το όνομα του) αναδείχθηκε σε λαϊκό ήρωα όταν – μετά από ατελέσφορα και διαρκή διαβήματα στο δημαρχείο της Βαρκελώνης – αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: να οδηγήσει το λεωφορείο του στην ξεχασμένη συνοικία του, ξεσηκώνοντας όλους τους συμπολίτες του.
Με την προσωπική εμπλοκή που θα είχε κάθε Καταλανός (και τη συναισθηματική εμπλοκή που θα είχε κάθε ευαίσθητος πολίτης) ο Μαρσέλ Μπαρένα σκηνοθετεί ένα ισορροπημένο κοινωνικό δράμα, με ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα για τη σημασία της αντίστασης σε κάθε εποχή – ακόμα κι όταν όλοι επικαλούνται τη Δημοκρατία ενώ στην πραγματικότητα βρωμάνε ακόμα φασισμό. Μια δυναμική ερμηνεία από τον Εδουάρδο Φερνάντες στο ρόλο του Βιτάλ, ενώ ωραία στέκεται κοντά του και η Κλάρα Σεγκούρα.
Είδα την ταινία στον θερινό κινηματογράφο «Στέλλα» στην Κυψέλη.
Στέλλα Χαραμή
Σίγουρα σου έχει τύχει να βλέπεις στο feed σου το κατάλληλο πράγμα, την κατάλληλη στιγμή. Εμένα μου συμβαίνει σπάνια, συνήθως ψάχνω κάτι και το βρίσκω όταν δεν το έχω πια ανάγκη. Όχι αυτή τη φορά! Και εξηγώ: Στα μέσα αυτής της εβδομάδας και ενώ η απελπισία μου έχει χτυπήσει κόκκινο στην καλοκαιρινή πλέον Αθήνα – η Νικητέα τα έχει πει για τα τρυπάνια στην Κυψέλη, αλλά αλήθεια ποιος βάζει τρυπάνι μέσα στο κατακαλόκαιρο; – λαμβάνω ένα mail για τις νέες καλοκαιρινές playlist του Stegi.Radio. Με συνοπτικές διαδικασίες, βάζω τα ακουστικά μου και τους δυσφορικούς ήχους της πόλης αντικαθιστούν reggae, soul, disco, syth pop μελωδίες, βγαλμένοι από την πιο τρελή μου φαντασίωση: διακοπές στην Καραϊβική, σε κάποιο κουλ μπαράκι, πάνω στην πιο ήσυχη παραλία του κόσμου, μακριά, πολύ μακριά, χωρίς τηλεργασια και καύσωνα. Ε, λοιπόν, οι playlists του Stegi.Radio έγιναν το happy place μου αυτή την εβδομάδα και σκοπεύω να τις “πάρω μαζί” και στις διακοπές. Οι δικές μου προσωπικά αγαπημένες ή μάλλον αυτές στις οποίες ανατρέχω περισσότερο (γιατί όλες οι playlist είναι υπέροχες) είναι η A Place in the Sun της Giganta και η Mutant Jazz του A. Square – στις διακοπές βέβαια, με βλέπω άνετα να μετατοπίζομαι στα disco διαμαντάκια του Breakin Moves ή στη χορευτική italo disco του Hardy Spymania.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Στην καρδιά του καλοκαιριού, η παράσταση «Ελένη – Η δίκη μιας πόρνης» έκανε μια στάση στην πόλη που μεγάλωσα, το Αίγιο. Εκεί, στη σκηνή, συναντήθηκαν ο λόγος του Μιγκέλ Ντελ Άρκο, η σκηνοθετική ματιά του Χρήστου Σουγάρη και η επιβλητική παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου, για να αναστήσουν τη φωνή της πιο παρεξηγημένης γυναίκας στην ιστορία.
Ο Ντελ Άρκο, κορυφαία μορφή του σύγχρονου ισπανικού θεάτρου, αντλεί από το «Ελένης Εγκώμιον» του Γοργία, την Ελένη του Ευριπίδη και την Ιλιάδα του Ομήρου, και υφαίνει έναν μονόλογο γεμάτο χιούμορ, τρυφερότητα αλλά κυρίως ενσυναίσθηση. Η Ωραία Ελένη δεν είναι πια μια φιγούρα από μαρμάρινο άγαλμα∙ είναι γυναίκα από σάρκα και οστά, με πληγές, φόβους και ενοχές. Έρχεται στο σήμερα για να «ξαναδικαστεί». Για να πει, επιτέλους, τη δική της αλήθεια και επιτέλους να ακουστεί.
Μας μιλάει για την αγάπη που την οδήγησε στην Τροία, για τον πόλεμο που πυροδότησε η απόφασή της, για τον πόνο των ανθρώπων που χάθηκαν. Και το κάνει όχι για να δικαιολογηθεί, αλλά για να καταρρίψει μύθους, να αμφισβητήσει θεούς και ήρωες, να καταγγείλει την αλαζονεία της εξουσίας και την τυφλή πίστη σε πατριαρχικά δόγματα. Μέσα από τα λόγια της, καθρεφτίζονται οι σύγχρονες Ελένες: οι πρόσφυγες, οι κατατρεγμένοι, τα θύματα που βαφτίζονται ένοχοι.
Στην άκρη της σκηνής, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος – ο κιθαρίστας των θρυλικών «Τρυπών» – υφαίνει ζωντανά μελωδίες με την κιθάρα του και «συνομιλεί» με την ηρωίδα, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε σαν θύελλα.
Κι ύστερα, η Λυδία Κονιόρδου: επιβλητική, ακριβής, σπαρακτική. Με άψογη άρθρωση και ανεξάντλητο συναισθηματικό εύρος, γεμίζει τον χώρο με την παρουσία της. Κάθε λέξη, μια μαχαιριά∙ κάθε παύση, μια ανάσα πριν από την επόμενη αποκάλυψη.
«Ποιος γράφει την ιστορία, ρε;» ρωτά ξανά και ξανά η Ελένη, και η ερώτηση αιωρείται βαριά πάνω από το κοινό. Και δεν είναι μόνο δική της. Είναι και δική μας.
Ευδοκία Βαζούκη
Ο κόσμος θέλει να χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Τους «σκυλόφιλους» και τους «γατόφιλους». Υπάρχουν κι αυτοί που λένε πως αγαπούν και τα δύο (αλλά κάπου μέσα τους κρύβεται μια προτίμηση), εγώ όμως είμαι ξεκάθαρα «γατόφιλη». Όταν λοιπόν είδα στο λευκό εξώφυλλο μια γάτα σαν να ήταν ζωγραφισμένη με νερομπογιά, ήρεμη, με βλέμμα που σε κοιτάζει λες και ξέρει τα πάντα για σένα, ήθελα πολύ να διαβάσω την ιστορία της.
«Ο αποχαιρετισμός του γάτου», της Hiro Arikawa είναι μια συλλογή επτά μικρών ιστοριών που διερευνούν θέματα όπως η αγάπη, η απώλεια και η συντροφικότητα. Το επίσημο οπισθόφυλλο αναφέρει ότι το βιβλίο «ξεχειλίζει αγάπη και ζεστασιά εξερευνώντας τον κύκλο της ζωής, από τη γέννηση ως τον θάνατο». Οι πρωταγωνιστές (και αφηγητές) είναι διαφορετικές γάτες που με κάποιον τρόπο αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων γύρω τους. Ενώ συνήθως σε τέτοιου είδους βιβλία, που δεν υπάρχει μια συνεκτική πλοκή, οι ιστορίες αντιμετωπίζουν παρόμοια θέματα, στον «Αποχαιρετισμό του γάτου» κάθε ιστορία είναι μια διαφορετική εμπειρία: μερικές είναι γλυκές και άλλες σπαρακτικές, όλες όμως είναι τρυφερές και ανθρώπινες. Από τον ηλικιωμένο γάτο που περιμένει να γίνει πνεύμα για να μείνει δίπλα στην οικογένειά του, μέχρι το μικρό γατάκι που βοηθά έναν άντρα να γίνει καλύτερος πατέρας, η Arikawa καταφέρνει να αποτυπώσει με συγκινητική ακρίβεια τον τρόπο που οι γάτες «νιώθουν» την ανθρώπινη ψυχή και με έκανε, πολλές φορές, να αναρωτηθώ πώς είναι η ζωή των κατοικίδιων ζώων και τι συμβαίνει στο μυαλό τους.
Πέρα από τις «άχου τα» στιγμές όπου οι γάτες κάνουν τη ζωή των χαρακτήρων καλύτερη, αυτό το βιβλίο έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα. Δείχνει αυτήν την αφελή ελπίδα του να ελπίζεις πάντα, να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου στην οικογένειά σου και να τους αγαπάς με πράξεις, όχι με λόγια. Δείχνει το να κάνεις ό,τι μπορείς για να αφήσεις μια αθώα ζωή να ζήσει έστω και μια μέρα περισσότερο, και να προσπαθείς να κάνες τον κόσμο καλύτερο για αυτή .
Δεν περίμενα ένα βιβλίο με ιστορίες με γάτες να με κάνει να κλάψω. Το άνοιξα περιμένοντας κάτι χαριτωμένο, ίσως λίγο μελαγχολικό. Κι όμως, έπρεπε κάποιες στιγμές να σταματώ το διάβασμά μου για να σκουπίσω τα δάκρυά μου. Είναι ένα βιβλίο που δεν σου ζητάει τίποτα, αλλά σου προσφέρει πολλά, είτε έχεις γάτα είτε όχι, είτε είσαι στη φάση που αγαπάς, είτε στη φάση που μαθαίνεις να αφήνεις.
Κάτια Τριανταφύλλου
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού μου το περνάω στην Αθήνα. Ναι, ξέρω, δεν είναι τόσο χάλια, έχει και τα θετικά του – συμφωνώ. Αλλά αν σου πω ότι όχι μόνο ξεκαλοκαιριαζω στην Αθήνα, αλλά αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ και τα ΜΜΜ στις μετακινήσεις μου; Ωραία, τώρα συνεννοηθήκαμε. Λατρεύω, που λες, την Αθήνα, είναι η αγαπημένη μου πόλη στη γη. Αν κάτι ανέκαθεν με τρελαίνει, μου ανάβει τα λαμπάκια και με εξοργίζει αυτό είναι – μεταξύ άλλων βέβαια – τα ΜΜΜ. Τα εντελώς στελεχωμένα, απαρχαιωμένα, που δεν καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο τις σύγχρονες ανάγκες ενός ανθρώπου, ΜΜΜ. Αν έχεις ποτέ μπει στο 11 ή σε οποιαδήποτε νυχτερινή γραμμή έχεις δει τη βαρβαρότητα, την απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατάματα – χωρίς καμία υπερβολή. Ε, λοιπόν, αυτή η – ήδη κουραστική – κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη τα καλοκαίρια, που εφαρμόζονται τα ακόμα λιγότερα και πιο αραιά θερινά δρομολόγια σε ΟΑΣΑ και ΗΣΑΠ.
Και το καλύτερο; Στην ιστοσελίδα της ΣΤΑΣΥ έχει αναρτηθεί η συχνότητα κάθε γραμμής. Ε λοιπόν, ούτε αυτά δεν τηρούν. Αρχές Ιουλίου, αργά το βράδυ και τρέχω να προλάβω το τρένο, μπας και φτάσω κάποια λογική ώρα στο σπίτι μου. Και τι να δω; 24 λεπτά για το επόμενο τρένο! Αλλάζω δέκα χρώματα. Μπαίνω στην ιστοσελίδα της ΣΤΑΣΥ, λέω κάτι θα έγινε. Τίποτα. Και τη συγκεκριμένη βραδινή ώρα, η ενδεικτική συχνότητα των δρομολογίων; Τα 15 λεπτά. Είναι να μην τρελαίνεσαι; Ειδικά αν σκεφτείς ότι ούτε το 15λεπτο είναι ακριβώς βιώσιμο. Σε μια πρωτεύουσα άκρως τουριστική και τη στιγμή που κανείς δεν λείπει (ίσως σοκάρει τους “από πάνω” αλλά οι περισσότεροι συνεχίζουμε να δουλεύουμε ΚΑΙ το καλοκαίρι), σε μια χώρα που 1 στους 2 δεν μπορεί και δεν θα πάει διακοπές, τα δρομολόγια δεν θα έπρεπε να είναι λιγότερα, αλλά περισσότερα. Δεν θα θίξω καν τα ζήτημα υγιεινής που προκύπτουν, νομίζω είναι αυτονόητα. Φαντάσου να περιμένεις 15 λεπτά το τρένο για να σου πετύχει συρμός χωρίς κλιματισμό. Σύμφωνα με στοιχεία, που δημοσίευσαν τα ΝΕΑ, από τους 59 συρμούς οι 20 δεν έχουν κλιματιστικό! Μιλάμε, δωρεάν σάουνα, γιατί να πληρώνεις για χαμάμ;
Πέρα από την πλάκα, δεν γίνεται να μην εξοργίζεσαι όταν κάθε μέρα οι εκάστοτε κυβερνώντες σου δείχνουν ξεκάθαρα ότι σε θεωρούν κατώτερο ον – έτσι σε αντιμετωπίζουν. Και η κατάσταση αυτή δεν θα αλλάξει μάλλον σύντομα. Γιατί πολύ απλά κανείς τους δεν έχει μπει ποτέ σε τρένο, μετρό, λεωφορείο. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Γιατί εμείς είμαστε πολλοί περισσότεροι από αυτούς και αυτό, καλό θα ήταν, να μην το ξεχνάμε.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Την εβδομάδα που μας πέρασε απέδρασα -επιτέλους- από την Αθήνα και βρέθηκα στην Αστυπάλαια, το πανέμορφο νησί των Δωδεκανήσων γνωστό κι ως «πεταλούδα του Αιγαίου». Πέρα από τις μαγευτικές παραλίες, την ομορφότερη χώρα νησιού που έχω επισκεφτεί, τις ωραίες γεύσεις του τόπου και την ζεστασιά των ντόπιων, ξεχώρισα ένα ακόμη υπέροχο κομμάτι της που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Ένα κομμάτι καθόλου άγνωστο στο ευρύ κοινό που, όμως, παίρνει άλλη αξία μόλις το επισκεφτεί κάποιος. Ο λόγος για τη Ναρκίσσειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αστυπάλαιας, η οποία κάθε πρωί προσφέρει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να δανειστούν δωρεάν όσα βιβλία θέλουν από μια τεράστια ποικιλία, που προκύπτει από δωρεές ξένων κατοίκων, ντόπιων ή επισκεπτών. Ένας καλοφτιαγμένος χώρος με ξύλινες βιβλιοθήκες, μικρά αντικέ διακοσμητικά στα ράφια πλάι στα βιβλία και κεντημένα σεμεδάκια εδώ κι εκεί. Θα σας υποδεχτεί η καθηγήτρια του Γυμνασίου και Λυκείου Αστυπάλαιας, κ. Στέλλα, η οποία χαμογελαστή και γεμάτη αγάπη για τα βιβλία, είναι πρόθυμη να σάς δώσει προτάσεις και να απαντήσει σε όποια απορία έχετε για τον χώρο. Την συναντήσαμε και το βράδυ στην ξενόγλωσση βιβλιοθήκη του νησιού, ακριβώς απέναντι. Στεγάζεται μέσα σ’ έναν από τους διάσημους ανεμόμυλους της Αστυπάλαιας. Μπαίνοντας μέσα στον ανεμόμυλο-βιβλιοθήκη ήταν λες και έφτανες στην άκρη του ουράνιου τόξου και με δυσκολία πίστευες τι υπάρχει εκεί μέσα. Ένα εντυπωσιακό εγχείρημα, που κρύβει την τεράστια αγάπη των ντόπιων για την λογοτεχνία και την ποίηση, ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή πόρτα με μια λιτή επιγραφή απ’ έξω να γράφει “Library”. Δυστυχώς δε δανειστήκαμε κάποιο βιβλίο αλλά και μόνο η επίσκεψη στις δύο βιβλιοθήκες μάς ζέστανε την καρδιά. Αν πάτε την πρώτη μέρα των διακοπών, αξίζει να διαλέξετε ένα βιβλίο για όσο θα βρίσκεστε στο νησί -και ίσως ακόμη να βρείτε μέσα και κάποια σημείωση του παλιού ιδιοκτήτη!
Φωτεινή Νικολίτσα
Τα καλοκαίρια είναι ευρέως γνωστά για την ερωτική διάθεση που κουβαλούν μαζί τους. Τα τελευταία χρόνια, τώρα, είναι γνωστά και για τις πολλές σειρές που κάνουν πρεμιέρα ή δυναμικό comeback κάποιας επόμενης σεζόν τους. Έτσι, όλο και περισσότερο πλέον, οι μέρες μας δεν γεμίζουν με παραλίες, βουτιές και πάρτι (ντάξει, ίσως να φταίνε και οι τιμές όσο και οι σειρές), αλλά γεμίζουν με fictional characters που ανυπομονούμε να δούμε στην οθόνη μας, να ερωτευτούμε ή να μισήσουμε.
Ακριβώς αυτή είναι και η περίπτωση της εξαιρετικά δημοφιλούς σειράς «The Summer I Turned Pretty». Τα best seller βιβλία της Jenny Han ζωντάνεψαν στη μικρή οθόνη και φέτος το καλοκαίρι έκαναν πρεμιέρα για μια τρίτη και τελευταία σεζόν στο Disney+. Η Belly, ο Jeremiah και ο Conrad θα μας βγάλουν το λάδι — συγγνώμη, θα συνεχίσουν να ψάχνουν τον έρωτα μεταξύ τους μέχρι περίπου τις αρχές του φθινοπώρου μας.
Προς το παρόν, όμως, με έχουν κουράσει απίστευτα. Καλά, εκτός από το προφανές της ανωριμότητας της συνθήκης μεταξύ τριών 20χρονων, εκ των οποίων τα δύο αδέρφια, που θέλουν όλοι ο ένας τον άλλον… κάπως η όλη συνθήκη που επικρατεί στο ίντερνετ με το hate σε έναν εκ των πρωταγωνιστών λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και η φρενίτιδα για την πιθανότητα το τέλος της σειράς να μην έχει καμία σχέση με το τέλος των βιβλίων… κουράστηκα. Από την άλλη, βέβαια, μιλάμε για ένα teen drama και κάποιος θα έλεγε πως πλέον αυτό το genre μπορεί να μην μου ταιριάζει και πολύ. Όπως και να έχει, αν και δηλώνω κουρασμένη από τα πάνω-κάτω που συμβαίνουν στους χαρακτήρες, νομίζω πως θα την τελειώσω τη σειρά — αλλιώς, μεταξύ μας, θα με φάει το FOMO. Είναι όλο αυτό ακόμα ένα πράγμα από εκείνα που αγαπώ να μισώ. Και, μεταξύ μας, το πιο ανώδυνο ερωτικό τρίγωνο που θα μπορούσε να έχει το καλοκαίρι μου.
Μαρία Βαλτζάκη
Το καλοκαίρι ήταν ανέκαθεν η εποχή του βιβλίου για εμένα. Τα σχολεία έκλειναν, δεν είχα κινητό και τα βιβλία ήταν η μόνη μου απόδραση από την καλοκαιρινή απραξία. Αν και δε μπορώ να υποκριθώ ότι «καταβροχθίζω» βιβλία με την ίδια μανία πλέον, πάντα αποζητώ κάποια ιστορία να γεμίσει τις διακοπές μου. Η ιστορία αυτής της εβδομάδας είναι το «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά», της Ιρλανδής συγγραφέως Claire Keegan. (Το βιβλίο μεταφέρθηκε το 2024 και στη μεγάλη οθόνη, με τον Cillian Murphy στον πρωταγωνιστικό ρόλο.) Ομολογώ ότι το μικρό μέγεθος του βιβλίου αποτέλεσε ένα από τα κριτήρια με βάση τα οποία το επέλεξα. Με μόλις 120 σελίδες, είναι βολικό να το πάρεις στις διακοπές και χωράει και στη μικρότερη βαλίτσα. Επίσης, δεν καταλαμβάνει τόσο χώρο που να βρίζεις τον εαυτό σου στο τέλος των διακοπών επειδή πάλι βάρυνες τη τσάντα σου χωρίς λόγο γιατί κουβάλησες ένα τεράστιο βιβλίο που εν τέλει δε διάβασες.
Διαβάζοντας το στην παραλία, λοιπόν (διότι όπως καταλαβαίνετε χωράει μέχρι και στην παραγεμισμένη τσάντα θαλάσσης μου), ανακάλυψα ότι το μικρό μέγεθος δεν είναι το μόνο προσόν του βιβλίου. Η συγγραφέας με μετέφερε από τη ζέστη του ελληνικού καλοκαιριού σε ένα βαρύ ιρλανδικό χειμώνα. Χωρίς περιττά λόγια και μακροσκελείς περιγραφές, το βιβλίο κατάφερε να αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Ένιωσα ότι κι εγώ είμαι μέρος του, και βυθίστηκα στην εποχή που διαδραματίζεται αλλά και στη μοναδική ατμόσφαιρα που το διαπερνά. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στα ιρλανδικά 80s, όταν ο ήρωας, ο Μπιλ, ανακαλύπτει κάτι που θα τον αναγκάσει να διακόψει τη ρουτίνα της καθημερινότητας του και να επιλέξει ανάμεσα στην ανθρωπιά και το ατομικό συμφέρον. Η ιστορία με κίνησε να ψάξω περισσότερο για τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίζεται, καθώς τα Magdalene Laundries που απεικονίζονται στο βιβλίο όντως υπήρχαν, με το τελευταίο να κλείνει το 1996. Ήταν ιδρύματα τα οποία βοηθούσαν «αμαρτωλές», υποτίθεται, γυναίκες να βρουν το δρόμο του Κυρίου. Στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονταν αυτές τις γυναίκες και τις απομόνωναν σε άθλιες συνθήκες. Αυτό που με σόκαρε ίσως περισσότερο απ’ όλα είναι πόσο πρόσφατα είναι αυτά τα γεγονότα, με το κράτος να ζητάει το 2014 μόλις επίσημα συγγνώμη.
Η ιστορία μπορεί να βασίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά η σιωπή πολλών ανθρώπων, ή και ολόκληρων πόλεων γύρω από μυστικά που όλοι ξέρουν είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Οι αδικίες δε συμβαίνουν επειδή η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει κακές προθέσεις, αλλά επειδή είμαστε σιωπηλοί, φοβόμαστε και κοιτάμε τη δουλειά μας. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι κάποιος ηρωικός χαρακτήρας με μεγάλες ιδέες για την καλοσύνη που «πρέπει» να έχει ο κόσμος αλλά ένας απλός άνθρωπος που τον απασχολεί η ζωή και η οικογένεια του, όπως κι όλους μας. Το δύσκολο παρελθόν του τον καθιστά πιο συμπονετικό από τους άλλους, αλλά αυτό που τον ξεχωρίζει είναι ότι βάζει τη συμπόνοια του πάνω από την επιθυμία να μην αναστατώσει την καθημερινότητα του. Ο πρωταγωνιστής σπάει τη σιωπή και αναγκάζει το χωριό να έρθει αντιμέτωπο με τη συνενοχή του, αποδεικνύοντας, στην πορεία, ότι οι αδικίες μας απασχολούν όλους, ακόμη κι αν δεν επηρεαζόμαστε άμεσα από αυτές. Σε έναν καιρό που επικρατεί ο ατομικισμός, το βιβλίο αποτελεί ένα όμορφο μήνυμα συλλογικότητας και αφιλοκερδούς αλληλεγγύης, και μας υπενθυμίζει ότι η μεγαλύτερη μας ελπίδα είναι οι άλλοι άνθρωποι.
Ερμιόνη Τσακιράκη
Από πολύ μικρή, συγκαταλέγομαι στην μικρή εκείνη μερίδα ανθρώπων που ο Αύγουστος στην Αθήνα δεν τους ενοχλεί. Απολαμβάνω την πόλη έτσι όπως δεν την βλέπεις ποτέ άλλοτε, με άδειους δρόμους και αργούς ρυθμούς. Και ειδικά φέτος που ο καιρός μας έκανε την χάρη και δεν λιώνουμε από την ζέστη, οι συνθήκες είναι εξαιρετικές για να εκμεταλλευτούμε όσα η Αθήνα έχει να προσφέρει. Έτσι το δροσερό Αυγουστιάτικο βράδυ της Τετάρτης το πέρασα στο Θέατρο Άλσος, όπου παρακολούθησα για πρώτη φορά- ναι, ούτε εγώ ξέρω πώς γίνεται αυτό- την Ταράτσα του Φοίβου, χωρίς να ξέρω και τι ακριβώς να περιμένω. Και μπορώ να πω πως με εξέπληξε ευχάριστα αυτό το πολυθέαμα, όπως το περιέγραψε πρόσφατα η Νεφέλη Φασούλη στην συνάδελφο Τατιάνα.
Μέσα σε ένα τρίωρο που κύλησε νερό, πλήθος αναφορών από την ποπ κουλτούρα της Ελλάδας -από Βουγιουκλάκη μέχρι πιο tiktok brain rot αναφορές (βλ. «τι κάνεις εκεί βρωμο-παππού» το οποίο ειλικρινά με αιφνιδίασε) συναντήθηκαν σε σκετς που έκαναν καίρια σχόλια για την επικαιρότητα και καυτηρίαζαν ζητήματα όπως η τρασίλα και η υποκριτική συμπεριληπτικότητα της ελληνικής τηλεόρασης. Οι μιμήσεις των βετεράνων της Ταράτσας Θανάση Αλευρά και Γαλήνης Χατζηπασχάλη ήταν ασύγκριτες, ενώ προσωπικά με εντυπωσίασε και ο ίδιος ο Δεληβοριάς στον ρόλο του Άδωνι.
Αν και σε γενικές γραμμές νομίζω πως τα σκετσάκια έπρεπε να είναι λίγο πιο σφιχτά σε διάρκεια γιατί όσο περισσότερο τραβούσαν έχαναν σε ενέργεια και ευστοχία, ακόμα κι έτσι κέρδισαν το κοινό, όπως και οι καλεσμένοι αυτής της εβδομάδας, η Ρένα Μόρφη και ο Κωστής Μαραβέγιας, που κάθε φορά με κάνουν να απορώ πώς γίνεται να ακούγονται τόσο καλά ζωντανά όσο στις ηχογραφήσεις τους.
Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια επιτυχημένη νύχτα καλοκαιρινής διασκέδασης.
Ιωάννα Λυκουροπούλου