MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
06
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έβελυν Ασουάντ: Είμαι ένας άνθρωπος που διαρκώς αμφισβητεί

Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Έβελυν Ασουάντ πιστεύει πως η καλλιτεχνική της τάση είναι κράμα της διπλής καταγωγής της. Αγαπά και τις δύο πλευρές εξίσου, τη συριακή και την ελληνική.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 06.08.2025 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Στον προαύλιο χώρο του Σχολείου του Εθνικού Θεάτρου στην Πειραιώς, έδειχνε πέρυσι, στις αρχές του καλοκαιριού, τα πρώτα δείγματα μιας σπουδαίας ερμηνείας. Στις πρόβες της «Ορέστειας» – με τη φωνή του Θεόδωρου Τερζόπουλου να ακούγεται από το μικρόφωνο καθοδηγώντας την – η Έβελυν Ασουάντ ψηλάφιζε ένα συγκλονιστικό πορτρέτο της Κασσάνδρας, το οποίο και αποκαλύφθηκε στην ολότητα του από την πρώτη κιόλας παράσταση στην Επίδαυρο.

Στον ίδιο χώρο του Σχολείου επιστρέφει και τώρα ενώ η «Ορέστεια» (σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου) διανύει μια δεύτερη, θριαμβευτική σεζόν στα αρχαία θέατρα της χώρας· για να επιστρέψει στην ορχήστρα της Επιδαύρου στο τέλος Αυγούστου. Είναι η τρίτη φορά που κρατά το ρόλο της Κασσάνδρας – μετά τις εμβληματικές «Τρωάδες» και πάλι σε σκηνοθεσία Τερζόπουλου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣυν & Πλην: «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου στην Επίδαυρο12.09.2018

Ίσως γιατί η προγονική της μνήμη, εγγονή μιας οικογένειας από τη Συρία που ξεριζώθηκε – βλέποντας τον πόλεμο να κινδυνεύει να ξεσπάσει – την ακολουθεί υποσυνείδητα, ακούσια. Κόρη δύο επιστημόνων – ο πατέρας της Σύριος και η μητέρα της Ελληνίδα – έμαθε να ισορροπεί στο «ανάμεσα», να αναγνωρίζει την καχυποψία στο βλέμμα των άλλων και να κρατά ανοιχτούς τους πόρους τους δέρματος της για όλους όσοι δεν ζουν με τα αυτονόητα· είτε είναι παιδιά ενός πολέμου είτε απόκληροι μιας κοινωνίας.

Μπορεί αυτό το βίωμα της να την έφερε ακόμα πιο κοντά στο θέατρο Άττις, αλλά και στην ομάδα «Σημείο Μηδέν» του Σάββα Στρούμπου, ηθοποιού, σκηνοθέτη και στενού συνεργάτη του Θεόδωρου Τερζόπουλου: μια κυψέλη ανοιχτά πολιτική, ανθρωποκεντρική, ουμανιστική.

Εντός της, η Ασουάντ πήρε το βάπτισμα μέσα στην πλέον απαιτητική μέθοδο του ελληνικού θεάτρου. Αν και παιδί της δραματικής σχολής του Εθνικού, παραδέχεται πως η εκπαίδευσή της στο περιβάλλον του ΄Αττις αναδείχθηκε στην πιο σημαντική σπουδή. Μιλάει γι’ αυτήν με αληθινή ευγνωμοσύνη.

Κι έτσι οι σπουδές της στη Βιολογία έμειναν ένα εφηβικό σχεδίασμα για να κάνει την επανάσταση της, κόντρα στις προσδοκίες των γονιών της, και να στραφεί στο θέατρο. Η απόφαση της την δικαίωσε. Βιοπορίζεται, σε δύσκολους καιρούς, αποκλειστικά από την τέχνη της – είναι συνάμα και τραγουδίστρια του folk συγκροτήματος Pagan – ενώ αυτό το χειμώνα ετοιμάζεται να κάνει τη μεγάλη ‘έξοδο’: να συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά του Alpha «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι».

Για την ανάγκη που την οδήγησε στο ΄’Αττις: “Koυβαλούσα – και εξακολουθώ να κουβαλώ – μια βαθιά ανάγκη να ανακαλύψω τον άνθρωπο και τις αμέτρητες δυνατότητές του. Τα όριά του, τις αθέατες πτυχές του”.

Μπαίνοντας στο θέατρο μπήκες οικειοθελώς στα βαθιά, στον κόσμο και στη μέθοδο Τερζόπουλου. Τι έχεις καταλάβει γι’ αυτόν τον κόσμο και γι’ αυτόν τον άνθρωπο στο διάστημα της συνεργασίας σας;

Ο κόσμος του Τερζόπουλου, για μένα, είναι ένας υπερβατικός κόσμος. Ήταν ο κόσμος που είχα ανάγκη να υπάρχω θεατρικά, καθώς κουβαλούσα – και εξακολουθώ να κουβαλώ – μια βαθιά ανάγκη να ανακαλύψω τον άνθρωπο και τις αμέτρητες δυνατότητές του. Τα όριά του, τις αθέατες πτυχές του. Ο κύριος Τερζόπουλος σε εξωθεί ακριβώς εκεί – στα όρια. Σε ωθεί να ξεπεράσεις το γνώριμο, το αναμενόμενο. Να τσαλακωθείς μέχρι να καταρρεύσουν οι αντιστάσεις και να μπορέσεις να κοιτάξεις πίσω από τον ορίζοντα. Στην πορεία, προέκυψε ένα υλικό που ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα γεννηθεί. Η δουλειά με εργαλείο τη μέθοδό του ήταν – και παραμένει – η πιο σημαντική σχολή για μένα. Μέσα από αυτήν ωρίμασα. Είμαι βαθιά ευγνώμων για όλα όσα έχω μάθει αυτά τα χρόνια.

Τι άλλο σε έχει βοηθήσει να ωριμάσεις;

Το ότι από τη στιγμή που αποφοίτησα από τη σχολή του Εθνικού βιοποριζόμουν αποκλειστικά από την τέχνη μου και μάλιστα σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Ξεκίνησα την πορεία μου μέσα στην οικονομική κρίση, σ’ έναν χώρο που επλήγη ιδιαίτερα, με την ανεργία στους ηθοποιούς να αυξάνεται ραγδαία. Παρά τις δυσκολίες κατάφερα να σταθώ επαγγελματικά. Η δουλειά μου στο περιβάλλον του Άττις και κυρίως με την Ομάδα Σημείο Μηδέν, όπου κάθε χρονιά συμμετείχα σε μια παραγωγή της, μου έδωσε την ευκαιρία να εξελιχθώ καλλιτεχνικά χωρίς να χρειαστεί να στραφώ σε άλλη εργασία. Αυτό είναι κάτι για το οποίο νιώθω τυχερή και ευγνώμων.

Ο κόσμος του Τερζόπουλου, για μένα, είναι ένας υπερβατικός κόσμος

Σε χαρακτηρίζει θάρρος, επιμονή ή και εργατικότητα; Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ να λείπουν όλα αυτά από την προσωπικότητα σου ενώ δουλεύεις στην ομάδα του «Άττις»;

Όταν εξέφρασα την επιθυμία να γίνω ηθοποιός, κανείς δεν με πίστεψε. Κι όμως, τόλμησα τότε να παραβλέψω όλες εκείνες τις φωνές που προσπάθησαν να με αποτρέψουν. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι αυτό απαιτούσε τεράστια πίστη – ειδικά για ένα 18χρονο κορίτσι. Φυσικά, η δουλειά αυτή χρειάζεται θάρρος, επιμονή και εργατικότητα· αλλά για μένα, η πίστη βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας.

Ποια άλλα δώρα σου έχει χαρίσει η αξία της πίστης, μέχρι στιγμής στη ζωή σου;

Η πίστη είναι σαν εσωτερική πυξίδα, η φλόγα που δεν σβήνει. Μου έχει χαρίσει αντοχή στις δυσκολίες και γαλήνη στις εντάσεις, ακόμη και όταν όλα γύρω μου αλλάζουν ραγδαία. Μου δίνει το θάρρος να βαδίζω σε άγνωστα μονοπάτια. Ν’ αναγνωρίζω την αξία των ανθρώπων που πορεύονται με την ίδια αφοσίωση στο δικό τους δρόμο. Είναι η σταθερά που με κρατά δημιουργική και η δύναμη που με βοηθά να εξελίσσομαι πρώτα ως άνθρωπος και μετά ως καλλιτέχνης. Κι αυτό είναι από τα μεγαλύτερα δώρα.

Αποφασίζοντας να στραφεί στην υποκριτική: “Όταν εξέφρασα την επιθυμία να γίνω ηθοποιός, κανείς δεν με πίστεψε. Κι όμως, τόλμησα τότε να παραβλέψω όλες εκείνες τις φωνές που προσπάθησαν να με αποτρέψουν”.

Όπως είπες είσαι και μέλος της ομάδας «Σημείο Μηδέν» του Σάββα Στρούμπου. Σε αφορά η δουλειά μέσα από ένα ensemble κι έναν συγκεκριμένο τελετουργικό τρόπο;

Με αφορά πολύ το κομμάτι της τελετουργίας και ο συμβολισμός στο θέατρο. Θέλω να ταξιδεύω σε άλλα τοπία. Η τελετουργία δημιουργεί το κατάλληλο υπόβαθρο, την απαραίτητη δόνηση, για να οδηγηθείς προς αυτό το μονοπάτι. Η ομάδα, από την άλλη, είναι το Α και το Ω. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις τους σωστούς συνεργάτες, στον σωστό χρόνο, που να τους ενώνει ένα κοινό όραμα. Σχεδόν ανέφικτο. Από την εμπειρία μου – και με την ομάδα «Σημείο Μηδέν» αλλά και με το συγκρότημα των Pagan του οποίου επίσης είμαι μέλος – έχω καταλάβει ότι είναι κάτι σπάνιο, αλλά ταυτόχρονα αξεπέραστο. Είναι απερίγραπτο το τι μπορεί να γεννηθεί όταν οι άνθρωποι ενώσουν τις δυνάμεις τους, κάτω από τις σωστές συνθήκες. Τα άτομα, βέβαια, αλλάζουν· κι έτσι πρέπει το σύνολο να είναι έτοιμο, κάθε φορά, να προσαρμόζεται στις καινούργιες συνθήκες. Η ομάδα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι στατικό. Αλλιώς, δεν μπορεί να υπάρξει εξέλιξη.

Για μένα, η πίστη βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας

Η Κασσάνδρα μοιάζει να είναι μια ηρωίδα που σε έχει σημαδέψει, καθώς την υποδύεσαι φέτος για τρίτη φορά – μετά και τις μνημειώδεις «Τρωάδες» των Δελφών. Τι αισθάνεσαι πως σε συνδέει με τα αδιέξοδα αυτού του προσώπου;

Η Κασσάνδρα είναι ένας ρόλος που με έχει συγκινήσει βαθιά. Βγαίνει μέσα από τα ερείπια του πολέμου σαν μια μορφή μνήμης, φορτωμένη με τραύματα που δεν της ανήκουν μόνο ως άτομο, αλλά ως σύμβολο. Είναι γυναίκα-λάφυρο, περιθωριοποιημένη, τρελή για τους άλλους, μάντισσα για τον εαυτό της. Προφητεύει ένα μέλλον που κανείς δεν θέλει να ακούσει – κι αυτό είναι που με συγκλονίζει. Η “τρέλα” της, αυτή η άγονη διαύγεια, είναι κάτι που με άγγιξε από την πρώτη στιγμή. Μέσα από εκείνη, βλέπω ανθρώπους που τους προσπερνάμε καθημερινά. Αυτούς που δεν υπολογίζονται, που δεν ακούγονται. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε ρόλους που φέρουν μέσα τους μοναξιά, “τρέλα” και αλήθεια. Η Κασσάνδρα δεν αντιπροσωπεύει μόνο τις γυναίκες ή τα θύματα του πολέμου. Είναι κάθε άνθρωπος που μένει αόρατος, που προειδοποιεί αλλά δεν τον πιστεύουν, που βλέπει μπροστά ενώ είναι ήδη χαμένος.

Αναφορικά με τις συνεργασίες και την έννοια της ομάδας: “Είναι πολύ δύσκολο να βρεις τους σωστούς συνεργάτες, στο σωστό χρόνο, που να τους ενώνει ένα κοινό όραμα. Σχεδόν ανέφικτο”.

Πιστεύεις ότι η Κασσάνδρα είναι ένας ρόλος που σε σύστησε στο ευρύτερο κοινό – λαμβάνοντας υπόψιν την τεράστια επιτυχία που σημειώνει για δεύτερη χρονιά η «Ορέστεια»;

Χάρηκα πολύ που η παράστασή μας είχε τέτοια ανταπόκριση. Ήταν μια δικαίωση κυρίως για τον κύριο Τερζόπουλο. Ευτυχώς, βρέθηκε η σωστή συγκυρία και συνέβη αυτό που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό. Να δοθεί, δηλαδή, στο ευρύ κοινό η δυνατότητα να γνωρίσει έναν τόσο σημαντικό σκηνοθέτη. Μου φαινόταν πάντα αδιανόητο το ότι κάτι τέτοιο δεν είχε ήδη συμβεί. Σε προσωπικό επίπεδο, τώρα,  με βοήθησε πολύ η «Ορέστεια». Όλα αυτά τα χρόνια βέβαια, είτε με την Ομάδα «Σημείο Μηδέν», είτε με τον κύριο Τερζόπουλο, δουλεύουμε μέσα από την ίδια μέθοδο και δεν κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό. Η μόνη διαφορά είναι πως, μέσα από την «Ορέστεια», αυτός ο κόσμος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε πολύ μεγάλο κοινό.

Μπορείς να ανακαλέσεις το συναίσθημα της πρώτης εμφάνισης στην κατάμεστη Επίδαυρο;

Όσο έπαιζα, θυμάμαι ότι τα φώτα ήταν τόσο έντονα πάνω μας, που δεν είχα αντιληφθεί ακριβώς το μέγεθος του κοινού – μπροστά μας υπήρχε σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι έχει μια ενέργεια τρομακτική. Νιώθεις τις ανάσες, τον παλμό. Μέχρι που τελείωσε η παράσταση και άνοιξαν τα φώτα στους θεατές: ήταν ανατριχιαστικό και συγκινητικό, ταυτόχρονα. Να σου πω την αλήθεια, περισσότερο συγκινήθηκα για τον κύριο Τερζόπουλο εκείνη τη μέρα, παρά για μένα. Ήξερα μέσα μου πως κάποια στιγμή αυτό θα συμβεί.

Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε ρόλους που φέρουν μέσα τους μοναξιά, “τρέλα” και αλήθεια

Το ήξερες με την έννοια ότι το επιθυμούσες ή και ότι πίστευες σε αυτό;

Από νωρίς ένιωθα βεβαιότητα πως θα έρθει η στιγμή που ο κύριος Τερζόπουλος θα αναγνωριστεί για την τεράστια προσφορά του στον πολιτισμό και στην Ελλάδα. Το ήθελα βαθιά, αλλά πίστευα και στη δύναμη του έργου του. Από τότε που πρωτοήρθα σε επαφή με το θέατρό του, μου είχε γίνει ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η δουλειά δεν προορίζεται μόνο για ένα μικρό, «μυημένο» κοινό. Μπορεί να μιλήσει σε πολύ περισσότερους ανθρώπους. Γι’ αυτό και η χαρά μου ήταν μεγάλη βλέποντας πόσους άγγιξε, πόσους έκανε συμμέτοχους. Ήταν μια στιγμή δικαίωσης για το έργο μιας ολόκληρης ζωής. Φυσικά, ένιωσα και προσωπική συγκίνηση, όχι με τη λογική της «επιτυχίας», αλλά γιατί είδα πως όλα όσα έχω δουλέψει και υπηρετήσει τόσα χρόνια, βρίσκουν θέση και απήχηση εκεί όπου ανήκουν. Περισσότερο, όμως, ένιωσα ευγνωμοσύνη για όλους όσους συνέβαλαν σε αυτό το ταξίδι.

Για την σχέση με την τηλεόραση: “Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια απέφευγα την τηλεόραση. Είχα μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ με το σινεμά, ενώ για την τηλεόραση ήμουν περισσότερο διστακτική”.

Μέχρι τώρα, θα έλεγες πως έχεις μια πιο ασκητική σχέση με την τέχνη;

Δεν θα τολμούσα να πω «ασκητική», αλλά ίσως να έζησα τα προηγούμενα χρόνια με έναν τρόπο πιο μοναχικό και εσωστρεφή. Ήμουν απολύτως αφοσιωμένη στο θέατρο και το πρώτο μου μέλημα ήταν πώς θα φτάσω στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην τέχνη μου. Όταν τελείωνε η πρόβα στο «Άττις», πραγματικά δεν είχα κουράγιο για τίποτα άλλο. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε “έξω ζωή” για μένα. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να το αντιστρέψω αυτό. Γιατί, ναι, ως έναν βαθμό μου άρεσε αυτή η ζωή, αλλά θα ήθελα να είναι αποτέλεσμα επιλογής – κι όχι μονόδρομος. Θέλω να πω, εγώ δεν είχα άλλη επιλογή. Το σώμα μου δεν άντεχε. Ένιωθα ότι έφευγα από την πρόβα και είχα αδειάσει. Το μόνο που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή ήταν να επιστρέψω στο σπίτι μου, για να καταφέρω να ανταπεξέλθω στην επόμενη μέρα. Πλέον, προσπαθώ να το κουμαντάρω αυτό — να μην με ελέγχει, αλλά να το ελέγχω. Και πιστεύω πως, σε ένα βαθμό, τα έχω καταφέρει.

Ίσως να έζησα τα προηγούμενα χρόνια με έναν τρόπο πιο μοναχικό και εσωστρεφή. Ήμουν απολύτως αφοσιωμένη στο θέατρο και το πρώτο μου μέλημα ήταν πώς θα φτάσω στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην τέχνη μου

Φέτος, θα σε δούμε για πρώτη φορά στην τηλεόραση, στη σειρά «Δίπλα στο ποτάμι» στον Alpha – εκεί κι αν μιλάμε για ευρύ κοινό. Είχες αναστολές, προβληματίστηκες;

Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάτι που απέφευγα. Είχα μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ με το σινεμά, ενώ για την τηλεόραση ήμουν περισσότερο διστακτική. Παρότι δεν παρακολουθούσα τηλεοπτικά προγράμματα, είχα διαπιστώσει πως τα τελευταία χρόνια παράγονται σειρές με κινηματογραφική προσέγγιση και αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισα στην τηλεόραση ήταν ο χρόνος. Πρόκειται για ένα χώρο όπου ο χρόνος είναι περιορισμένος και έπρεπε να προσαρμοστώ στη νέα αυτή συνθήκη, όπου τα πάντα τρέχουν και δεν υπάρχει το περιθώριο να ερευνήσεις και να προβάρεις, όπως στο θέατρο ή στο σινεμά. Ωστόσο, αυτή η νέα πραγματικότητα αποδείχθηκε ιδιαίτερα συναρπαστική. Η διαδικασία με γοήτευσε, ακόμα κι αν δεν είναι πάντα εύκολη. Είχα απομακρυνθεί από την υποκριτική με όρους ρεαλισμού και η ευκαιρία που παρουσιάστηκε ήταν η κατάλληλη για να συνδεθώ πάλι. Όταν με κάλεσαν στην ακρόαση για τη σειρά, πήγα με ενθουσιασμό και αυθεντική διάθεση να υπηρετήσω το ρόλο. Ήξερα πως πρόκειται για σειρά εποχής και για ένα ρόλο τραγουδίστριας, στοιχεία που με κέρδισαν αμέσως. Αν και δεν τον γνώριζα προσωπικά, το γεγονός ότι σκηνοθέτης θα ήταν ο Αντώνης Αγγελόπουλος, με έκανε να νιώσω ασφάλεια, καθώς είχα ακούσει πολλά για τον τρόπο που εργάζεται και τη σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια. Τον ευχαριστώ πολύ που με επέλεξε. Είμαι πραγματικά τυχερή γι’ αυτή τη συνεργασία και πιστεύω πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί αυτό. Έχω αγαπήσει όλη την ομάδα, μπροστά και πίσω από τις κάμερες.

“Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου από παιδί. Μας συνδέει με τις ρίζες και την προσωπική μας ιστορία, αλλά και με κάτι πολύ ανώτερο. Είναι μια πανάρχαια μορφή ψυχικού συντονισμού, που έχει τη δύναμη ακόμη και να θεραπεύσει”, τονίζει.

Ο τηλεοπτικός ρόλος παντρεύεται ένα άλλο κεφάλαιο και της σπουδής και του ταλέντου σου, τη μουσική. Θα έλεγε κανείς ότι η πρώτη τέχνη που συνδέθηκες ήταν μουσική. Τι καλύπτει εντός σου η μουσική και το τραγούδι;

Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου από παιδί. Μας συνδέει με τις ρίζες και την προσωπική μας ιστορία, αλλά και με κάτι πολύ ανώτερο. Είναι μια πανανθρώπινη γλώσσα που μπορεί να φέρει κοντά όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, γλώσσας ή πολιτισμού. Είναι μια πανάρχαια μορφή ψυχικού συντονισμού, που έχει τη δύναμη ακόμη και να θεραπεύσει.

Και στην πορεία έγινες μέλος των Pagan, αυτής της πολύ ιδιαίτερης μπάντας. Πως ξεκίνησε η περιπέτεια;

Η περιπέτεια άρχισε στις 21 Μαΐου του 2019 με πανσέληνο! Ο Σταύρος Τσουμάνης, ο ιδρυτής των Pagan, έψαχνε τραγουδιστή για το  συγκρότημα. Ο Δημήτρης Μπίζος, που έπαιζε τότε ηλεκτρική κιθάρα στο συγκρότημα με είδε σε μια παράσταση στο νέο χώρο του Άττις – όπου έκανα κάποια φωνητικά – και μου πρότεινε να ακούσω το υλικό, ενώ ο Σταύρος είχε ήδη αναζητήσει τη δουλειά μου και με κάλεσε για ακρόαση. Νομίζω πως αυτό που τον κέρδισε ήταν ένα βίντεο στο διαδίκτυο με τον κύριο Τερζόπουλο, όπου τραγουδούσα ένα απόσπασμα από την Κασσάνδρα στις «Τρωάδες». Στην ουσία, είχε ήδη αποφασίσει πριν με ακούσει από κοντά. Μου μίλησε για το Διόνυσο της μουσικής κι ενθουσιάστηκα. Ήταν κάτι πολύ οικείο για μένα. Γνώριζα τον Διόνυσο μέσα από το θέατρο, αλλά στη μουσική ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα και ήθελα πολύ να τον εξερευνήσω. Ένιωσα πως, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι πολύ προσωπικό. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι και το κίνημα «Pagan», που συνεχώς μεγαλώνει. Είμαστε πολλοί πάνω και κάτω από τη σκηνή και κάθε χρόνο προστίθενται νέοι. Είμαστε μια μεγάλη καλλιτεχνική οικογένεια.

Έχω μέσα μου αυτή τη σταθερή αίσθηση του ανικανοποίητου, γι’ αυτό και δεν θέλω να εντάσσομαι σε καμία κατηγορία

Τραγουδώντας, πιστεύεις πως φέρεις μια θεατρικότητα;

Ναι, φυσικά. Αρχικά, έχουμε τη σκηνοθέτιδά μας, Μαρλέν Καμίνσκι, που επιμελείται τις εμφανίσεις μας. Από την αρχή, δεδομένου ότι είμαι ηθοποιός, θέλαμε να αξιοποιήσουμε κι αυτή μου την ιδιότητα, «δραματοποιώντας», με έναν τρόπο, τα κομμάτια που παίζουμε. Στη σκηνή των Pagan δεν νιώθω ότι ανεβαίνω απλώς ως τραγουδίστρια, αλλά ούτε ως ηθοποιός. Περισσότερο ως performer θα έλεγα – κι αυτό με εξιτάρει πολύ.

“Στην ιδιοσυγκρασία μου, στις αντιδράσεις μου, υπάρχει ένα στοιχείο που μοιάζει «ανατολίτικο», χωρίς να μπορώ να το ορίσω ακριβώς, αλλά είναι εκεί”, ομολογεί.

Ο Σταύρος Τσουμάνης σου μίλησε για το Διόνυσο της μουσικής και ο Θεόδωρος Τερζόπουλος μιλάει για τον Διόνυσο επί δεκαετίες. Σε έχει δει σε live των Pagan;

Μου έχει εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να παρευρεθεί, αλλά δεν έχει προκύψει ακόμα η ευκαιρία. Θα ήθελα να πολύ να έρθει για να ακούσω τα σχόλιά του, που είναι πάντα εύστοχα. Ξέρω ότι του αρέσει πολύ η «Καρότσα»!

Υπάρχει κόσμος που σε έχει δει να τραγουδάς και μετά σε αναγνωρίζει στο θέατρο;

Έχει τύχει, αρκετές φορές είναι η αλήθεια, να με ρωτήσουν αν είμαι η τραγουδίστρια των Pagan μετά από κάποια παράσταση. Αυτό ακόμη με ξαφνιάζει, γιατί στους Pagan εμφανίζομαι μεταμφιεσμένη, με έναν τρόπο, και γιατί στο μυαλό μου η πορεία που έχω στο θέατρο είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή στο τραγούδι. Αντιλαμβάνομαι πως η δουλειά με το συγκρότημα διαδόθηκε πιο γρήγορα στο ευρύ κοινό.

Νιώθω φόβο, απογοήτευση και οργή που ως ανθρώπινο είδος δεν έχουμε καταφέρει να γράψουμε ούτε μία σελίδα της ιστορίας μας χωρίς πολέμους, μίσος και διχασμό

Αισθάνεσαι εξίσου τραγουδίστρια όσο και ηθοποιός;

Μέσα μου δεν τα διαχωρίζω και χαίρομαι πολύ που μέσω των δύο αυτών ρόλων,  πολλές φορές, μετακινούνται οι θεατές από τον έναν κόσμο στον άλλο.

“Αγαπώ την παράδοση γιατί κατάφερε να αντέξει στον χρόνο – και αυτό κάτι μας λέει. Μας συνδέει με μια ρίζα που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας” λέει σχολιάζοντας τη σχέση της με την παραδοσιακή μουσική.

Θέλεις να ανήκεις ή να είσαι καλλιτεχνικά ακατάτακτη;

​​Είμαι ένας άνθρωπος που διαρκώς αμφισβητεί. Έχω μέσα μου αυτή τη σταθερή αίσθηση του ανικανοποίητου, γι’ αυτό και δεν θέλω να εντάσσομαι σε καμία κατηγορία. Ακόμα και όσα λέω τώρα τα αμφισβητώ. Μπορεί να είμαι, ως ένα βαθμό, τελειομανής με τη δουλειά μου. Αυτό που είμαι σήμερα, δεν είναι βέβαιο πως θα με εκφράζει αύριο. Όχι γιατί απορρίπτω το τώρα, αλλά γιατί οι ανάγκες μας, όπως και οι άνθρωποι, συνεχώς μεταβάλλονται. Κάθε στάδιο της ζωής μας έχει άλλες απαιτήσεις και θέλει θάρρος για να τις αφουγκραστούμε. Οι επιθυμίες αλλάζουν, όπως αλλάζει ο κόσμος.

Ως παιδί δίσταζα να μιλήσω για την καταγωγή μου. Φοβόμουν ότι θα με δουν αλλιώς. Τα παιδιά μπορεί να γίνουν σκληρά, και είχα ήδη βιώσει απόρριψη, κυρίως για την εμφάνισή μου, αλλά και για το όνομά μου

Μουσικά που τοποθετείς τον εαυτό σου; Το ρωτώ γιατί και οι Pagan έχουν ένα πολύ σαφές folk ύφος, στενά συνδεδεμένο με την ελληνική παράδοση.

Αγαπώ την παράδοση γιατί κατάφερε να αντέξει στον χρόνο – και αυτό κάτι μας λέει. Μας συνδέει με μια ρίζα που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ ακόμα να τοποθετήσω κάπου τον εαυτό μου μουσικά. Νιώθω ότι έχω ακόμα πολλές μουσικές πτυχές μου να ανακαλύψω, αφού βρίσκομαι στην αρχή αυτής της διαδρομής. Ξέρω, όμως, ότι αγαπώ την ελληνική γλώσσα, όπως με συγκινούν και όλες οι γλώσσες που κουβαλούν βαθιά ιστορία. Θα ήθελα να εμβαθύνω περισσότερο στην αναζήτηση αυτή. Με τους Pagan, για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε μια φανταστική γλώσσα που έχει δημιουργήσει ο Σταύρος, με στόχο να θυμίζει κάτι αρχαίο, ξεχασμένο. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Είμαι ανοιχτή στο να πειραματιστώ και μέσα σε άλλα μουσικά πεδία, αρκεί να μπορώ να συνδεθώ ψυχικά.

Για την διπλή καταγωγή της σχολιάζει: “Μεγάλωσα με τις γεύσεις, τους ήχους, τις ιστορίες, τα τραγούδια, τα ήθη και τα έθιμα δύο κόσμων. Βαθιά μέσα μου, ξέρω ότι η προσωπικότητά μου είναι φτιαγμένη από αυτά τα δύο νήματα που ενώθηκαν”.

Μιλώντας για ρίζες, δεν προέρχεσαι από μια καλλιτεχνική οικογένεια. Για την ακρίβεια, ‘απέδρασες’ από την επιστήμη, άφησες τις σπουδές στη Βιολογία για την Τέχνη. Κοίταξες ποτέ πίσω για να δεις αν πήρες τη σωστή απόφαση;

Κοίταξα πολλές φορές πίσω για να δω πως έφτασα μέχρι εδώ, αλλά ποτέ δεν αμφέβαλλα για την απόφασή μου. Ακόμη και να γυρνούσα τον χρόνο πίσω, πάλι την ίδια απόφαση θα έπαιρνα.

Οι γονείς σου ως επιστήμονες πως είδαν την απόφαση σου;

Οι γονείς μου, και ιδιαιτέρως ο πατέρας μου, δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν την επιλογή μου. Όταν πέρασα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού δεν ήταν κάτι που περίμεναν και σίγουρα τους ξάφνιασε. Για αρκετό καιρό προσπάθησαν να με μεταπείσουν, προτείνοντάς μου άλλες  σπουδές και επαγγελματική πορεία. Δεν τους αδικώ. Κατανοώ πόσο δύσκολο είναι για έναν γονιό να εμπιστευτεί ένα τόσο αβέβαιο μονοπάτι, ειδικά όταν προέρχεται από ένα χώρο μακριά από τις τέχνες. Παρότι υπήρχαν δύσκολες στιγμές και ανασφάλεια – όπως συμβαίνει σε κάθε καλλιτέχνη – τελικά δεν στάθηκαν εμπόδιο. Αντιθέτως, με τον καιρό, βλέποντας πόσο αφοσιωμένη είμαι και πόσο αγαπώ αυτό που κάνω, άλλαξε η στάση τους και πλέον με στηρίζουν με κάθε τρόπο.

Πιστεύω πως κουβαλάμε τη μνήμη των προγόνων μας, όχι μόνο μέσα από λέξεις ή ιστορίες, αλλά βαθύτερα· σαν κάτι που μεταδίδεται αθόρυβα, που φωλιάζει μέσα μας από γενιά σε γενιά

Μιλώντας για την έννοια του ανήκειν, ο πατέρας σου είναι Σύριος και η μητέρα σου Ελληνίδα. Συνυπάρχουν ειρηνικά και οι δύο ρίζες μέσα σου;

Μεγάλωσα με τις γεύσεις, τους ήχους, τις ιστορίες, τα τραγούδια, τα ήθη και τα έθιμα δύο κόσμων. Βαθιά μέσα μου, ξέρω ότι η προσωπικότητά μου είναι φτιαγμένη από αυτά τα δύο νήματα που ενώθηκαν. Ακόμη και η καλλιτεχνική μου τάση πιστεύω ότι είναι κράμα της διπλής καταγωγής μου. Αγαπώ και τις δύο πλευρές εξίσου. Νιώθω πως συνομιλούν διαρκώς μέσα μου και καθορίζουν τον δρόμο που βαδίζω.

Ως πατρίδα ορίζει: “Τον τόπο των βιωμάτων μου. Εκεί όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Όπου έπαιξα, αγάπησα, έμαθα, αντάμωσα ανθρώπους που άφησαν ίχνη μέσα μου. Εκεί που χτίστηκαν οι πρώτες μου σχέσεις, τα πρώτα μου όνειρα, οι πρώτες μου λέξεις.  Πατρίδα για μένα όμως, είναι και κάτι ευρύτερο. Είναι ο κόσμος ολόκληρος — η κοινή μας Γη”.

Από τις αφηγήσεις της οικογένειας του πατέρα σου, που έχεις βρει κομμάτια του εαυτού σου; Τι αισθάνεσαι πως κουβαλάς από τη Συρία, παρότι δεν το έχουν αντικρύσει τα μάτια σου;

Έχω ταξιδέψει στη Συρία κάποιες φορές μέχρι την ηλικία των πέντε, αλλά οι μνήμες μου από τότε είναι θολές. Η οικογένεια του πατέρα μου είχε φύγει για τον Καναδά πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Ο παππούς μου είχε νιώσει πως κάτι σκοτεινό πλησίαζε και αποφάσισε να πάρει τις κόρες και τη γυναίκα του και να φύγουν στον Καναδά. Από τότε, έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες. Μέχρι να ενηλικιωθώ επισκεπτόμουν το σόι μου εκεί, σχεδόν κάθε χρόνο. Όταν, όμως, άρχισα τις σπουδές, τα ταξίδια γίνονταν πιο σπάνια. Τώρα πια, δυστυχώς, δεν καταφέρνω να τους βλέπω συχνά. Παρόλα αυτά, μέσα από τις ιστορίες του πατέρα μου και όσα κουβαλά η οικογένειά του, νιώθω πως έχω μέσα μου κάτι από εκείνη τη γη. Στην ιδιοσυγκρασία μου, στις αντιδράσεις μου, υπάρχει ένα στοιχείο που μοιάζει «ανατολίτικο», χωρίς να μπορώ να το ορίσω ακριβώς· αλλά είναι εκεί.

Δεδομένου ότι ένα καταγωγικό κομμάτι σου είναι ξεριζωμένο και έχει μια μνήμη πολέμου στο dna της, δεδομένου πως υποδύεσαι μια ηρωίδα που κραυγάζει ενάντια στον πόλεμο, πώς στέκεσαι απέναντι στην πολεμική ένταση στη Μέση Ανατολή με αποκορύφωμα τη  γενοκτονία στη Γάζα;

Τον ξεριζωμό που βίωσε η οικογένεια του πατέρα μου δεν τον έζησα, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Έφυγαν από τη Συρία πριν ξεσπάσει η κρίση κι έτσι, ευτυχώς, δεν έχουμε μνήμες πολέμου. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια σιωπηλή πικρία, γιατί η επιστροφή στον τόπο τους παραμένει επικίνδυνη. Ίσως εδώ βρίσκει νόημα η φράση «όπου γη και πατρίς», αφού τόσο ο πατέρας μου, που διάλεξε να ζήσει και να προσφέρει στον τόπο της μητέρας μου, όσο και η οικογένειά του που εγκαταστάθηκε στον Καναδά, ένιωσαν πως έκαναν τη σωστή επιλογή την κατάλληλη στιγμή. Το μυαλό μου, όμως, μένει σε όσους δεν είχαν αυτή την τύχη· σε εκείνους που έζησαν τον τρόμο, τις σφαγές, τη δυστυχία και την απώλεια. Η Κασσάνδρα κραυγάζει για τα δεινά που έρχονται, μα οι φωνές της χάνονται. Σήμερα, βλέπουμε τα ίδια δεινά να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, ενώ η ζωή συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η τέχνη, ο πολιτισμός και η ανθρώπινη κατανόηση γίνονται μικρές φωνές αντίστασης, που δεν αρκούν όμως για να σταματήσουν την αιματοχυσία και την αδιανόητη καταστροφή. Νιώθω φόβο, απογοήτευση και οργή που ως ανθρώπινο είδος δεν έχουμε καταφέρει να γράψουμε ούτε μία σελίδα της ιστορίας μας χωρίς πολέμους, μίσος και διχασμό. Είναι οξύμωρο να ζούμε στην ακμή του πολιτισμού και ταυτόχρονα να αποδεικνύουμε πόσο πολύ απέχουμε ακόμη από την ουσία του.

Ανήκουμε σε κάτι πιο μεγάλο απ’ τις ταυτότητες που μας δίνονται. Και ίσως γι’ αυτό έχουμε ξεχάσει το ουσιώδες: ότι η πατρίδα δεν είναι μόνο σύνορα

Στο άκουσμα του αραβικού ονόματος σου, από παιδί, συνάντησες εγκράτεια ή ακόμα και αμφισβήτηση;

Ως παιδί δίσταζα να μιλήσω για την καταγωγή μου. Φοβόμουν ότι θα με δουν αλλιώς. Τα παιδιά μπορεί να γίνουν σκληρά, και είχα ήδη βιώσει απόρριψη – κυρίως για την εμφάνισή μου, αλλά και για το όνομά μου. Επειδή μιλούσα γαλλικά με τον πατέρα μου, πολλοί υπέθεταν πως είμαι Γαλλίδα και για ένα διάστημα τους άφηνα να το πιστεύουν. Ένιωθα πιο ασφαλής μέσα σε αυτό. Με τον καιρό όμως, αυτή η κατάσταση άλλαξε και, πλέον, νιώθω τυχερή και περήφανη για την καταγωγή μου.  Πιστεύω πως κουβαλάμε τη μνήμη των προγόνων μας, όχι μόνο μέσα από λέξεις ή ιστορίες, αλλά βαθύτερα, σαν κάτι που μεταδίδεται αθόρυβα, που φωλιάζει μέσα μας από γενιά σε γενιά.

Τι ορίζεις ως πατρίδα;

Πατρίδα είναι ο τόπος των βιωμάτων μου. Εκεί όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Όπου έπαιξα, αγάπησα, έμαθα, αντάμωσα ανθρώπους που άφησαν ίχνη μέσα μου. Εκεί που χτίστηκαν οι πρώτες μου σχέσεις, τα πρώτα μου όνειρα, οι πρώτες μου λέξεις.  Πατρίδα για μένα όμως, είναι και κάτι ευρύτερο. Είναι ο κόσμος ολόκληρος — η κοινή μας Γη. Το σώμα που μας κρατά όλους, το έδαφος που πατάμε. Ανήκουμε σε κάτι πιο μεγάλο απ’ τις ταυτότητες που μας δίνονται. Και ίσως γι’ αυτό έχουμε ξεχάσει το ουσιώδες: ότι η πατρίδα δεν είναι μόνο σύνορα.  Και όπως λέμε στο «TARA», την τελευταία κυκλοφορία των Pagan: «Μάνα μου γη, στη λάσπη σου μέσα τελειώνει κι αρχίζει η ζωή».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Έβελυν Ασουάντ παίζει στην “Ορέστεια” του Αισχύλου που θα παρουσιαστεί στις 22 και 23 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Συγγραφέας:Αισχύλος
Μετάφραση:Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία:Θεόδωρος Τερζόπουλος
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Σάββας Στρούμπος
Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί:Θεόδωρος Τερζόπουλος
Μουσική:Παναγιώτης Βελιανίτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή
Παίζουν (σε αλφαβητική σειρά): Μπάμπης Αλεφάντης, Έβελυν Ασουάντ, Τάσος Δήμας, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Έλλη Ιγγλίζ, Δαυίδ Μαλτέζε, Άννα Μαρκά Μπονισέλ, Νίκος Ντάσης, Ντίνος Παπαγεωργίου, Αγλαΐα Παππά, Μυρτώ Ροζάκη, Σάββας Στρούμπος, Αλέξανδρος Τούντας, Σοφία Χιλλ.
Χορός: Μπάμπης Αλεφάντης, Κατερίνα Αμπλιανίτη, Έβελυν Ασουάντ, Χριστόφορος Βογιατζής, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Έλλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Άννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Ντίνος Παπαγεωργίου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας
Τιμές Εισιτηρίων: 20€ Κανονικό | 15€ Άνω των 65 | 10€ σπουδ./φοιτ./ΑμεΑ/άνεργοι
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.ticketservices.gr/event/nt-oresteia/?lang=el
Περισσότερα από Πρόσωπα
Σχετικά Θέματα
Longreads
Backstage Stories με την Angelika Dusk (video)
Πρόσωπα
Angelika Dusk: Τώρα μπορώ να λέω ότι είμαι περήφανη για ‘μένα
Μουσικά Νέα
Ντόρα Μπακοπούλου: Ακούω πάντα αυτό που λέει η ψυχή μου
Πρόσωπα
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής θεωρεί πως δεν υπάρχουν Πολυνείκηδες σήμερα
Εικαστικά
Χάρις Κανελλοπούλου: Μια Συλλογή με ιστορικό χαρακτήρα που συμβαδίζει με το παρόν της τέχνης από την Τράπεζα της Ελλάδος
Πρόσωπα
Σοφία Φαλιέρου: Ο χορός είναι ανάγκη, όχι πολυτέλεια
Εικαστικά
Βένια Δημητρακοπούλου: «Φτεροκοπώντας» στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου
Πρόσωπα
Έλσα Λεκάκου: Έχω αλλεργία στο να σκέφτομαι το μέλλον
Πρόσωπα
Για τον Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη, οι Ιαχές είναι ένα έργο – μαρτυρία της λαχτάρας για ζωή
Πρόσωπα
Τζένη Αργυρίου: Θέλω να αφοσιώνομαι σε ο,τιδήποτε κάνω, χωρίς έκπτωση
Art & Culture
Ο Άκης Κόκκινος μιλά για την τέχνη που ανθίζει και αναγεννιέται στη Χίο
Πρόσωπα
Για τον Δημήτρη Μπάκουλη, το πολιτικό και το κοινωνικό τραγούδι οφείλουν να είναι ύπουλα