Πριν από 10 χρόνια, στο Μπάρμπικαν γινόταν «Αντιγόνη» για χάρη του Ίβο Βαν Χόβε. To 2008, o Άκραμ Καν την είχε παρασύρει στη χοροθεατρική παράσταση «In -I» και η Μπινός είχε μεταμορφωθεί σε σύγχρονη χορεύτρια. Αυτές είναι μόνο δύο ανάμεσα στις πιο πολυσυζητημένες φορές που η σκηνή κέρδισε την 61χρονη Γαλλίδα σταρ του σινεμά – έναν τίτλο που έχει κερδίσει επάξια σε 40 χρόνια καριέρας. Μια από τις ελάχιστες ερμηνεύτριες που έχει βραβευθεί και στα τρία μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου – Βενετίας, Βερολίνου, Καννών plus ενός Όσκαρ στα 29 της χρόνια.
Είναι αυτή η ηθοποιός που, παρά την πορεία της, έχει τολμήσει να αυτοπροταθεί σε δεκάδες φεστιβαλικούς σκηνοθέτες ανά τον κόσμο και φυσικά όλοι να συγκατανεύσουν στο ταλέντο της. Σε μερικές ημέρες, η Ζιλιέτ Μπινός θα προσθέσει μια ακόμα εμπειρία στο βιογραφικό της, παίζοντας στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ως πρωταγωνίστρια του φοβερού γαλλο-λιβανέζου Ουαζντί Μαουάντ. «Ο όρκος της Ευρώπης» είναι μια σύγχρονη τραγωδία που αντλεί από την αρχαία ελληνική γραμματεία – όπως και όλα, ανεξαιρέτως, τα έργα του Μαουάντ. Με αφορμή μια σφαγή που έχει στιγματίσει την ιστορία μιας πόλης και το γενεαλογικό δέντρο μιας οικογένειας, η Ζιλιέτ Μπινός, δεν χάνει την ευκαιρία να γίνει για μια ακόμα φορά πολιτική – σήμα που εκπέμπει συνειδητά και διαρκώς.
Πριν ακόμα γνωρίσουμε μια ακόμα πλευρά της σε ελληνική έδρα, διατρέξαμε συνεντεύξεις της των τελευταίων 20 χρόνων, σχηματίζοντας μια ολοκληρωμένη άποψη για το σπάνιο φαινόμενο που συνιστά.
Μαζί με τον Ουαζντί Μαουάντ στις πρόβες του “΄Ορκου της σιωπής” που κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. @Κάρολ Γιάρεκ
Κόρη του Ζαν Μαρί, ενός ηθοποιού και εικαστικού και της Μονίκ μιας ηθοποιού, σκηνοθέτριας και δασκάλας θεάτρου, η Μπινός ήταν η τυπική περίπτωση του παιδιού που βαπτίστηκε στο θέατρο. Το διαζύγιο των γονιών της, όταν εκείνη ήταν τεσσάρων ετών, ήταν τραυματικό και – όπως έχει παραδεχθεί – το θέατρο αναδείχθηκε σε πρακτική επιβίωσης. Συμμετείχε ενεργά στις θεατρικές ομάδες του σχολείου μέχρι που στα 17 της χρόνια σκηνοθετούσε και πρωταγωνιστούσε σε έργα του Ιονέσκο.
Αναπόφευκτα, ο δρόμος την έβγαλε στην Conservatoire National Supérieur d’Art Dramatique (Ανώτατη Δραματική Σχολή του Παρισιού) από όπου είχαν αποφοιτήσει μορφές της γαλλικού θεάτρου όπως ο Ζαν Μορό και η Ιζαμπέλ Iπέρ. Στα δύο χρόνια φοίτησης, εγκατέλειψε τις σπουδές της, ακολουθώντας ένα θίασο που περιόδευε στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ελβετία.
Είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει μικρές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, όταν στα 21 της χρόνια την επέλεξε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ για το «Χαίρε Μαρία». Την ίδια χρονιά, θα εμφανιζόταν και στο «Rendez-Vous» του Αντρέ Τεσινέ, ο οποίος και απέσπασε τότε το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών.
Η ασταθής οικογενειακή ζωή – τα παιδικά της χρόνια περιλάμβαναν εσωτερική φοίτηση σε σχολείο αλλά και μεγάλες περιόδους κοντά στη γιαγιά της – μεταφράστηκαν στην πορεία σε ένα φορτίο που τροφοδότησε την υποκριτική της δυνατότητα. «Ήταν μια παιδική ηλικία διαρκών αλλαγών και μετακινήσεων κι έτσι δεν ήξερα, ούτε ένιωθα που ανήκω. Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία με βοήθησε πολύ να ωριμάσω ως ηθοποιός, γιατί, με έναν τρόπο, άνοιξε την καρδιά μου. Πληγώθηκα πολύ μεν, αλλά βρήκα κι έναν τρόπο για να επιβιώσω και ν’ αντέξω μέσα μου», ομολογεί.
Η ζωγραφική είναι η δεύτερη καριέρα της (και κανείς δεν το ξέρει)Όσο θυμάται τον εαυτό της να παίζει, άλλο τόσο θυμάται τον εαυτό της να ζωγραφίζει. Γι’ αυτό και ήταν πολλές οι φορές που, στην εφηβική της ηλικία, προβληματίστηκε για τον επαγγελματικό δρόμο που θα πάρει. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε έκθεση ζωγραφικής που παρουσίαζε μια φίλη της μητέρας της, απευθύνθηκε σε αυτή για βοήθεια. «Δεν ξέρω τι να επιλέξω. Μπορείς να με βοηθήσεις;», την ρώτησε. Η ζωγράφος υπέγραψε ένα από τα έργα της με την φράση «συνέχισε με όλα». Μια συμβουλή που απελευθέρωσε τη νεαρή Ζιλιέτ – αφού κράτησε το έργο για πολλά χρόνια στον τοίχο του δωματίου της. «Γιατί πρέπει να επιλέξεις; Κάνε αυτό που θέλεις στη ζωή», έλεγε αργότερα. Η κλίση της στη ζωγραφική ενσωματώθηκε σε πολλούς κινηματογραφικούς ρόλους της: καταρχάς στους «Εραστές της γέφυρας» του Λεό Καράξ και μεταγενέστερες όπως «Η λιακάδα μέσα μου» και «Λόγια και εικόνες».
Γκοντάρ και Κισλόφσκι:΄Εμαθε με τους καλύτερουςΚατευθείαν στα βαθιά. Αφήνοντας τη δραματική σχολή, η 21χρονη τότε Ζιλιέτ, επελέγη από τον τιτάνα του γαλλικού σινεμά Ζαν Λικ Γκοντάρ για να πρωταγωνιστήσει στο «Χαίρε Μαρία». Και δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η ίδια είχε περιγράψει την εμπειρία της ως «σεισμό». «Άλλαζε διαρκώς γνώμη στη διάρκεια των γυρισμάτων ή εμφανιζόταν χωρίς να έχει όρεξη να σκηνοθετήσει. Αλλά υπήρχε μια αίσθηση πως μας σεβόταν». Ως δημιουργός ήταν εξίσου απαιτητικός. «Προσπαθούσε διαρκώς να δημιουργήσει τις συνθήκες για να σε ξεβολέψει. Ήταν μια μάχη που έδινε και με τον εαυτό του, να μην βολευτεί. Αναζητούσε πάντα την ευρηματικότητα. Προσωπικά δεν ήμουν ήρεμη, δεν αισθανόμουν ότι ανήκω εκεί. Παρόλα αυτά, πήρα το καλύτερο μάθημα από εκείνον: ποτέ να μην περιμένεις τον σκηνοθέτη να σε καθοδηγήσει. Ήταν μια φοβερή άσκηση εκμάθησης. Πήγαινα στο σετ, καλά προετοιμασμένη κι αυτό άλλαξε την οπτική μου. Με έβαλε σε μια διαδικασία ενηλικίωσης, χωρίς τη μαμά μου να με προστατεύει, χωρίς να με περιβάλλουν τρυφερά αισθήματα».
Σχεδόν, δέκα χρόνια αργότερα, ήρθε μια άλλη, εμβληματική για το βιογραφικό της συνεργασία – αυτή τη φορά με τον Πολωνό μετρ Κριστόφ Κισλόφσκι για τα «Τρία χρώματα: Μπλε». Εκεί η σχέση που αναπτύχθηκε ήταν διαφορετική. Σταθερή απαίτηση του από εκείνη, σε μια απόλυτα δραματική ταινία, ήταν να μην κλάψει. «Δεν ήταν ένας απαιτητικός σκηνοθέτης, όμως», ξεκαθαρίζει. «Επέτρεπε στα πράγματα να συμβούν, εμπιστευόταν τους ηθοποιούς του και αυτό που είχαν μέσα τους. Αντλούσε από την παρουσία και την εσωτερική φωνή τους. Τον θυμάμαι να στέκεται πίσω από την κάμερα ή δίπλα στο μόνιτορ κι αυτό δημιουργούσε μιαν άλλη σχέση με τους ηθοποιούς. Μα ήταν κι ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Γελούσαμε πολύ στο γύρισμα, αλλά κάναμε και φιλοσοφικές συζητήσεις».
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της επιδιώκει να προσεγγίζει τους ρόλους της από το δρόμο του ρεαλισμού. Αγαπάει την διαδικασία της ανθρώπινης παρατήρησης, την οποία και ακολούθησε ακόμα και για σημαντικούς ρόλους στην καριέρα της.
Στους «Εραστές της γέφυρας» όπου η ηρωίδα της ζει ως κλοσάρ, έζησε για μέρες στο δημόσιο χώρο του Παρισιού ενώ, πολλές φορές, επισκέφθηκε νοσοκομεία, όπου οι άστεγοι κατέληγαν για περίθαλψη. «Ήθελα να έχω αυτή την εμπειρία ώστε με κάποιο τρόπο να δείξω το σεβασμό μου σε αυτούς τους ανθρώπους, ήθελα να ξέρω τι επιπτώσεις έχει η ζωή στο δρόμο», είχε πει σχετικά ενώ όταν, πιο πρόσφατα, υποδύθηκε την Καμίλ Κλωντέλ στην ταινία του Μπρούνο Ντουμόν επισκέφθηκε πολλά ιδρύματα όπου φιλοξενούνταν άτομα με νοητικές αναπηρίες ή ψυχιατρικά νοσήματα.
«Παρατηρούσα, δεν αντέγραφα», τονίζει. «Δεν γνωρίζω αυτή την πλευρά της ζωής, αλλά εμπιστεύομαι τα συναισθήματα που εισπράττω όταν είμαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Έτσι επιλέγω να πλησιάσω το περισσότερο δυνατόν μια ηρωίδα που υποδύομαι, προκειμένου να επιτρέψω και στο κοινό να συνδεθεί μαζί της. Καλούμαι να αναπλάσω μια φόρμα ζωής στον κινηματογράφο. Αυτή είναι η δουλειά των ηθοποιών, να μας συνδέουν με τη συνείδηση, να αναδεικνύουν αυτό που κρύβουμε μέσα στις σκέψεις και το σώμα μας».
Η απονομή Όσκαρ για την ερμηνεία της ως νοσοκόμα που φροντίζει τον «Άγγλο ασθενή» στην ομώνυμη ταινία του Άντονι Μιγκέλα το 1996 αιφνιδίασε πολλούς από την κινηματογραφική κοινότητα, αλλά όχι περισσότερο από την ίδια. Η εμπειρία της συνεργασίας της με τον Βρετανό σκηνοθέτη και τον Ρέι Φάινς ήταν αντιφατική: «δούλευα σε μια φούσκα αγάπης. Αλλά μέσα μου ήμουν εκπληκτικά φοβισμένη, ένιωθα πολύ εύθραυστη», θυμάται.
Όταν πια πήρε το Όσκαρ, η κατάσταση δυσκόλεψε. Στη Γαλλία ειδικά, οι βραβευμένοι καλλιτέχνες είθισται να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα αναφορικά με την προσφορά συνεργασιών υπό το πρίσμα πως έχουν ήδη πάρει ένα καλό «κομμάτι της πίττας». Η Ζιλιέτ Μπινός ομολόγησε πως χρειάστηκε να περάσει μια πενταετία για να ξαναμπεί σε τροχιά ρόλων που πραγματικά την ενδιέφεραν.
Γιατί την απωθεί το Χόλυγουντ;Στεκόταν πάντα στην πλευρά του πειραματικού και ανεξάρτητου σινεμά – εξάλλου από εκεί ξεκίνησε. Κι ύστερα την οδηγούσε η ανάγκη να συνδέεται με διαφορετικές δημιουργικές ποιότητες. Από τον Αμπάς Κιαροστάμι έως το Μίκαελ Χάνεκε. Κι από τον Πατρίς Λεκόντ στον Χου Χσιάο Χσιέν και τον Χιροκάζου Κόρε – Έντα. «Φιλοδοξία μου ήταν να επισκεφθώ διαφορετικούς κόσμους, να συνδεθώ με διαφορετικά είδη σκέψης και οραματικές κατευθύνσεις. Ήθελα να διευρυνθεί ο τρόπος σκέψης μου», σημειώνει. Και αυτή η τακτική, σε συνδυασμό με την περιπετειώδη φύση της, την έχουν οδηγήσει σε ποικίλες συνεργασίες με φεστιβαλικούς κι όχι εμπορικούς σκηνοθέτες. Πιστεύει πως ο κινηματογράφος υπάρχει εκεί όπου υπάρχει και το ρίσκο και πως εκεί φωλιάζει η δυναμική του κινηματογράφου. «Θέλω να κάνω πειραματικό σινεμά και να δοκιμάζω νέες συνεργασίες· αν μια ταινία αιχμαλωτίσει κάτι σημαντικό, μιαν αλήθεια, αυτό θα με εμπνεύσει για να συνεχίσω».
Κι έτσι, παρότι τιμημένη με Όσκαρ, δεν μπήκε στον πειρασμό του Χόλυγουντ λέγοντας πως «ήμουν προσεκτική για να μην μπω στο σύστημα – πιθανώς γι’ αυτό και δεν έκανα πολλές ταινίες στο Χόλυγουντ. Πάντοτε μου άρεσε να είμαι ανεξάρτητη».
Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που το Χόλυγουντ την προσέγγισε. Ανάμεσα τους και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και μάλιστα για μια ταινία στη σφαίρα του Blockbuster: το «Jurassic Park». Η Ζιλιέτ Μπινός αρνήθηκε – όπως είχε αρνηθεί και τις προτάσεις του νωρίτερα να εμφανιστεί στον «Ιντιάνα Τζόουνς» και στη «Λίστα του Σίντλερ». Απέρριψε και τότε το κάλεσμα του αφού είχε δεχθεί να παίξει στην ταινία του Κισλόφσκι «Τα τρία χρώματα: Μπλε». «Ίσως αν ο Στίβεν μου είχε προτείνει να παίξω το ρόλο ενός δεινοσαύρου, να δεχόμουν», δήλωνε αργότερα αστειευόμενη.
O ακτιβισμός δεν βλάπτειΤο όνομα της έχει συμπεριληφθεί σε διάφορες δράσεις διαμαρτυρίας Ευρωπαίων καλλιτεχνών για την γενοκτονία στη Γάζα ενώ το βίντεο (2022) που την δείχνει να κόβει τα μαλλιά της σε ένδειξη αλληλεγγύης για τις καταπιεσμένες γυναίκες του Ιράν είχε κάνει το γύρο του κόσμου. «Συμβαίνουν τόσοι πολλοί πόλεμοι, σκεφτείτε τις πολεμικές συγκρούσεις στην Αφρική για τις οποίες δεν γίνεται λόγος. Και την ίδια ώρα, υπάρχει τόση βία στις δυτικές κοινωνίες», σχολίαζε πρόσφατα. Εξ ου και στη Γαλλία είχε πάρει δημόσια θέση υπέρ των μεταναστών ενώ έχει συμμετάσχει και σε δράσεις για την κλιματική κρίση.
Την ίδια ώρα, η Ζιλιέτ Μπινός θεωρεί ότι η υποκριτική εμπεριέχει και ένα ηθικό ερώτημα. «Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν έχω το δικαίωμα να υποδυθώ ένα άτομο από άλλη κοινωνική τάξη, να μιλήσω για το πως είναι να είσαι φτωχός, χαμηλά αμειβόμενος, κοινωνικά αόρατος. Πάντα καταλήγω ότι ο σκοπός μιας τέτοιας ταινίας είναι ιερός. Το σινεμά πρέπει να είναι μάρτυρας της κοινωνικής κρίσης. Η δουλειά μου είναι να πλησιάζω τέτοιες συνθήκες και να αναδεικνύω την αλήθεια τους. Η μεγαλύτερη μου φιλοδοξία είναι ο κινηματογράφος να καταφέρει να επαναφέρει την ανθρωπιά μας. Είμαι πολύ συνειδητοποιημένη γύρω από αυτό: πιστεύω ότι και ο κινηματογράφος και η υποκριτική έχει αυτή τη δύναμη».
Κόρη κομμουνιστών που διαβάζει τη βιογραφία του Άγιου ΠαϊσιουΤι κι αν οι γονείς δήλωναν άθεοι, στενά συνδεδεμένοι με την Αριστερά; Τι κι αν είναι εγγονή Εβραίας επιζήσασας του Ολοκαυτώματος; Στην ενήλικη ζωή της, η Μπινός συνδέθηκε με την πίστη και σήμερα δηλώνει Χριστιανή Ορθόδοξη αφού «αισθάνεται ολοκλήρωση μέσα από το Θεό». Ανατρέχει καθημερινά στο ανάγνωσμα της Βίβλου ενώ ακόμα και η μητέρα της, 85 ετών σήμερα, στράφηκε στο Χριστιανισμό.
Κατά την περσινή επίσκεψή της δε, στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πληροφορήθηκε την ιστορία του Άγιου Παϊσιου κι έκτοτε άρχισε να διαβάζει τις επιστολές του τις οποίες – όπως ομολόγησε – βρήκε συνταρακτικές.
Καλή η τηλεόραση, αλλά σαν τον κινηματογράφο δεν έχειΤα καλά σενάρια που φτάνουν στα χέρια της ολοένα και λιγοστεύουν. Και δεν είναι τυχαίες οι πρόσφατες συνεργασίες της με το HBO και την Apple TV – εδώ υποδύθηκε την Κοκό Σανέλ – που την έβαλαν στον ευρύτατο κύκλο κορυφαίων ηθοποιών, οι οποίοι δουλεύουν στην τηλεόραση. Παρόλα αυτά, η Μπινός δηλώνει παλιομοδίτισσα. «Πέρασα όμορφα δουλεύοντας σε σειρές, αλλά είμαι αμετανόητη εραστής της κινηματογραφικής φόρμας. Και η τηλεόραση δεν μπορεί με τίποτα να την αντικαταστήσει μέσα μου».
Πώς τα πάει με την κριτική;Στο πέρασμα των χρόνων, η ανοχή της στην κριτική μεγάλωσε μαζί της. Τουλάχιστον, όπως έχει πει, σταμάτησε να παίρνει τα πράγματα προσωπικά – ειδικά όταν η κριτική αφορούσε στη δουλειά της.
Από την άλλη, όταν η κριτική άγγιζε την προσωπική της ζωή και την οικογένεια της, αγνοούσε συστηματικά κάθε δημοσίευμα, πιστεύοντας «πως δεν αξίζει να δώσει κάποια μάχη. «Απαντώ μόνο για να νιώσω πιο δυνατή», προσθέτει. «Όλοι μας έχουμε ένα κομμάτι που δεν ανέχεται την κριτική. Αλλά αναγνωρίζω πως, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ένα σπουδαίο εργαλείο, αν έχουμε τη θέληση να βελτιωθούμε. Υπό μια προϋπόθεση φυσικά: την προέλευση του. Μας κάνει κριτική κάποιος που μας ζηλεύει ή μας φοβάται; Αν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε την γνήσια, καλοπροαίρετη κριτική, τότε ναι, ίσως μπορούμε να μετακινηθούμε για το καλό μας».
Έβαλε τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στη θέση τουΉταν το 2010 όταν η Ζιλιέτ Μπινός τιμήθηκε με το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στις Κάννες για την ταινία του Αμπάς Κιαροστάκι «Γνήσιο αντίγραφο» και ο, γνωστός για τις εκρηκτικές αντιδράσεις του, Ζεράρ Ντεπαρντιέ ξέσπασε δημοσίως εναντίον της χαρακτηρίζοντας την «ένα απόλυτο τίποτα». Ο ίδιος άνθρωπος που, στα πρώτα της βήματα, υπήρξε κάτι σαν μέντορας της.
Λίγους μήνες μετά από το συμβάν, σε ιδιωτική συζήτηση, η Μπινός ζήτησε το λόγο από τον Ντεπαρντιέ: κι εκείνος, ανασκευάζοντας τις δηλώσεις του, άρχισε να επιτίθεται στους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάζεται, το Λεό Καράξ και τον Μίκαελ Χάνεκε, αποκαλώντας τους «διεστραμμένους»! Η Γαλλίδα πρωταγωνίστρια αποχώρησε, ζητώντας του να πάψει. «Πιστεύω ότι ένιωσε ζήλια, εξαιτίας της βράβευσης μου στις Κάννες», δήλωσε αργότερα σε συνέντευξη της.
Όλα για τα παιδιά τηςΠριν γεννηθεί το πρώτο της παιδί, ο γιος της Ραφαέλ, η Ζιλιέτ Μπινός χώριζε με τον πατέρα του, τον Άντρε Χάλε, έναν επαγγελματία δύτη. Κατά την εγκυμοσύνη της, αλλά και μετά τη γέννηση του αποσύρθηκε από το σινεμά και καταπιάστηκε αποκλειστικά με το άλλο της πάθος, τη ζωγραφική. Έξι χρόνια αργότερα απέκτησε μια κόρη, τη Χάνα, με τον ηθοποιό και συμπρωταγωνιστή της σε δύο ταινίες Μπενουά Μαζιμέλ, με τον οποίο υπήρξε παντρεμένη για πέντε χρόνια. Σε αντίθεση με την πρώτη της εγκυμοσύνη ήταν επαγγελματικά δραστήρια, δουλεύοντας τότε με τον Μίκαελ Χάνεκε. Σήμερα, ο Ραφαέλ είναι 32 ετών και η Χάνα 26.
Αυτή, ο Ρέιφ Φάινς και τα μυστήριαΓνωρίζονται εδώ και 33 χρόνια αφού η πρώτη τους συνεργασία, η κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού βιβλίου «Ανεμοδαρμένα ύψη» χρονολογείται το 1992. Φυσικά, οι περισσότεροι τους θυμούνται να συνυπάρχουν στον μνημειώδη «Άγγλο ασθενή» του 1996, ενώ τον περασμένο χειμώνα τους είδαμε ξανά μαζί στην «Επιστροφή» του Ουμπέρτο Παζολίνι – βασισμένη στην ομηρική «Οδύσσεια».
Κατά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Ρέι Φάινς και η Ζιλιέτ Μπινός υπήρξαν συναισθηματικοί, υπέρ το δέον, ο ένας για τον άλλο. Ο μεν Ρέιφ Φάινς αναφέρθηκε «στη συνεργασία με την Ζιλιέτ είναι σαν όνειρο». «Είναι μια υπέροχη καλλιτέχνης να περνάς το χρόνο σου μαζί της, είναι μια θαυμάσια γυναίκα, είναι σπάνια η ενέργεια της, σε εμπνέει να δουλεύεις μαζί της. Δίνεται με έναν τρόπο που δεν έχω βιώσει με κανέναν άλλο ηθοποιό. Είμαι πολύ φορτισμένος, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ» είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της και αναλύθηκε σε δάκρυα, μέσα στην αγκαλιά της. Εξίσου δοτική, κι εκείνη, ομολόγησε στον Φάινς πως «το να συμπρωταγωνιστώ μαζί σου είναι μια επιβράβευση από μόνη της, πλουτίζει την καρδιά μου και το μυαλό μου τόσο πολύ. Νιώθω σαν να σε ξέρω και παρόλα αυτά θέλω να σε γνωρίσω κι άλλο. Είσαι ένα μυστήριο, γεμάτο αντιφάσεις και γι’ αυτό σ’ αγαπώ. Έχουμε έναν κοινό τόπο όπου μεταμορφωνόμαστε, όπου μπορούμε να δείξουμε πως μια πληγή μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή ευτυχίας, πως ο φόβος μπορεί να γίνει ένα ειρηνικό σπίτι. Όταν παίζουμε μαζί δεν έχουμε πουθενά να κρυφτούμε, οπότε το να εκθέτουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλον είναι η καλύτερη επιλογή». Οι δυο τους – που έχουν αμφότεροι ομολογήσει φάσεις όπου υπήρξαν ερωτευμένοι μεταξύ τους – δηλώνουν «οικογένεια» και ετοιμάζονται να συμπρωταγωνιστήσουν στο θέατρο, πάνω σε θεατρικό έργο του Αντόν Τσέχωφ.
“Ο όρκος της Ευρώπης” κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την 1η και στις 2 Αυγούστου.
Κείμενο – Σκηνοθεσία Ουαζντί Μαουάντ
Βοηθός σκηνοθέτη Σιρίλ Ανρέπ
Δραματουργία Σαρλότ Φαρσέ
Σκηνικά Εμανουέλ Κλολού
Σχεδιασμός φωτισμού Λοράν Σιγκάν
Σχεδιασμός ήχου Αναμπέλ Μιλάρ
Μουσική σύνθεση Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Κοστούμια Ιζαμπέλ Φλος
Παίζουν Ζιλιέτ Μπινός, Λόρα Ρίβλιν, Εμάνουελ Σουάρτζ, Βιολέτ Σοβό, Ντάρια Πισάρεβα, Δανάη Επιθυμιάδη
Εισιτήρια: 5 έως 55 ευρώ
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/festival/o-orkos-tis-eyropis/le-serment-deurope/