Θεατής: «Ιφιγένεια / Βορά» – «Εγώ, μια δούλα» στην Πειραιώς 260
Στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, παρακολουθήσαμε την ενιαία παράσταση «Ιφιγένεια / Βορά» σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου και «Εγώ, μια δούλα» σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, παρακολουθήσαμε την ενιαία παράσταση «Ιφιγένεια / Βορά» σε της κείμενο Βίβιαν Στεργίου και σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου και «Εγώ, μια δούλα» σε κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου, οι μονόλογοι δύων γυναικών που συνομιλούν είτε πιο άμεσα είτε πιο έμμεσα με τον αρχαίο μύθο και στρέφουν το βλέμμα στον πατριαρχικό φαύλο κύκλο της βίας σε καιρό ειρήνης και πολέμου.
«Ιφιγένεια / Βορά»Μια νεαρή κοπέλα η Ίφη περπατάει στους δρόμους της Αθήνας. Λίγο χαμένη στην πόλη, λίγο εντυπωσιασμένη από αυτή, στέλνει ηχητικά μηνύματα στους γονείς της που βρίσκονται στο Άργος. Από τα λόγια της καταλαβαίνουμε πως ψάχνει να βρει το θέατρο στο οποίο βρισκόμαστε ήδη εμείς, τον λόγο δεν τον διευκρινίζει. Ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως στέκεται στη σκηνή, μάς παρατηρεί που την παρατηρούμε. Πιάνει το μικρόφωνο, αβέβαιη για το αν πρόκειται για μια ευκαιρία να ξαναγράψει τηn ιστορία της, αυτή την οποία διηγήθηκαν κάποτε οι μεγάλοι ποιητές, ή αν βρέθηκε σε έναν τόπο που παγιδεύει σχεδόν “τελετουργικά” τη μοίρα της σε μια ατέρμονη επανάληψη. Ο δρόμος για την Ίφη πλέον οδηγεί μόνο προς τα εμπρός και ίσως έτσι μπορέσει να δει καθαρά τι ακριβώς έκαναν οι άλλοι σε εκείνη.
Η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου εμπνέεται από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη για τον μονόλογο της εκκινώντας όχι από τον μύθο αλλά από τη σύγχρονη γυναικεία εμπειρία που συνομιλεί μαζί του. Η Ίφη είναι το “κορίτσι της διπλανής πόρτας”, μπορεί να πρόκειται για την ίδια την κόρη του Αγαμέμνονα που ξεπετάχτηκε από τα λόγια των ποιητών και πήρε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μας με σκοπό να μάς μιλήσει σε μια “σύγχρονη γλώσσα” για βιώματα δικά της και δικά μας. Με μια φράση να επαναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης σαν “σκοτεινή προσευχή”: «Ο Χρησμός είπε…».

Το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου συνδέει το έργο του Ευριπίδη με το τώρα μέσα από την διαπίστωση πως η πατριαρχία πάντα θα απαιτεί μια γυναίκα να θυσιάζεται και να υποφέρει στον “βωμό” της αντρικής ματαιοδοξίας, της στρεβλής και λανθασμένης πεποίθησης ανωτερότητας, προνομίου και κυριαρχίας. Ο «χρησμός» είναι η “ιερή”, “αλάθητη” και “τελεσίδικη” πατριαρχική φωνή που για αιώνες ήθελε τις γυναίκες σιωπηλές, υπάκουες και ανιδιοτελείς, να φέρουν στα σώματα και τις ψυχές τους τις συνέπειες των αντρικών πράξεων, είτε σε καιρό πολέμου είτε σε καιρό ειρήνης.
Τι είπε λοιπόν ο “χρησμός”; Να είναι οι γυναίκες ήσυχες, να μη λένε πολλά λόγια, να μην πιάνουν χώρο, να σκύβουν το κεφάλι στον έλεγχο, στις απειλές, στη βία, στη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, στην υποτίμηση, το όχι τους να σημαίνει ναι, να μην έχουν επιθυμίες, να μην έχουν όνειρα, ούτε φιλοδοξίες, να τηρούν τα έμφυλα στερεότυπα, να ντρέπονται για το σώμα τους αν αυτό δεν ευχαριστεί το ανδρικό βλέμμα, να φταίνε πάντα εκείνες για το ξύλο, για τον βιασμό, για το stalking, το revenge porn, για τις γυναικοκτονίες, για το γεγονός ότι ως 14χρονά σεξουαλικοποιούνται, να σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος της τιμής της οικογένειας, της κοινωνίας, της πατρίδας αλλά ας το πάρουν απόφαση πάντα θα αποκαλούνται «εύκολες». Να αποδέχονται πως η δική τους φωνή, ταυτότητα και αυτοδιάθεση πάντα θα βρίσκεται σε κίνδυνο μέσα σε έναν κόσμο πατριαρχικό, να μεταφράζουν τη σκληρότητα ως αγάπη, την αδικία ως κανονικότητα, το μισογυνισμό ως “καθολική αλήθεια”, να μην κάνουν ερωτήσεις, να μην πιστεύουν στον εαυτό τους, στις επιτυχίες τους, να συμβιβάζονται με το ελάχιστο. Να θυσιάζονται σαν “σφαχτάρια” σε βωμούς για το τίποτα καθώς η αξία της ζωή τους έχει κοστολογηθεί λιγότερο από μια αντρική απόφαση που πάρθηκε ερήμην τους.
Η σκηνοθέτρια Αικατερίνη Παπαγεωργίου έστησε στην Πειραιώς 260 ένα σύμπαν όπου οι φαντασιώσεις για την “ιδεατή θηλυκότητα” συναντούν, το εύθραυστο πατριαρχικό “εγώ”, τις αντιθέσεις, την οπτική δυσαρμονία και το συναισθηματικό χάος της σύγχρονης γυναικείας εμπειρίας, καθρεφτίζοντας τον παραλογισμό, τα αδιέξοδα και όλες αυτές τις απίθανες καταστάσεις μέσα στις οποίες οι σημερινές γυναίκες καλούνται να πλοηγηθούν.
Ο βωμός της Ιφιγένειας του σήμερα είναι ένα παιδικό φουσκωτό κάστρο -το σκηνικό της Μυρτώς Σταμπούλου– που μετατρέπει τη σκηνή σε μια αλλόκοτη “εμπόλεμη ζώνη” που έρχεται να χλευάσει και να ειρωνευτεί την πατριαρχία, να ξεσκεπάσει τα σαθρά θεμέλια, τις ψευδαισθήσεις και την καταπιεστική “λογική” της , το κυρίαρχο αφήγημα της που διαιωνίζεται από θεσμούς, παραδόσεις, τηλεοπτικούς δέκτες. Υπενθυμίζοντας, παράλληλα, πως ένα “κλουβί”, όσο προσποιητά και ύποπτα αθώο ή ασφαλές και αν φαίνεται, εξακολουθεί να είναι “κλουβί”. Μια “φυλακή” που απαιτεί από τις γυναίκες να “μικρύνουν”, να μετατραπούν σε μια ισχνή παρουσία που ασφυκτιά μέσα στις προδιαγραφές που άλλοι έθεσαν αυστηρά και σχεδόν εκδικητικά για εκείνες.

Στο κέντρο της παράστασης η Ελίζα Σκολίδη, σε μια δυνατή ερμηνεία ως Ίφη, επιτρέπει στο σώμα της να γίνει πεδίο πολυφωνίας, εσωτερικών και εξωτερικευμένων αντιπαραθέσεων, ενσαρκώνοντας τον ψυχολογικό αποπροσανατολισμό μιας ηρωίδας που βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στο “ποια θέλουν/τις έχουν πει οι άλλοι να είναι” και σε “αυτό που ξέρει πως εκείνη μπορεί να γίνει “.
Στην εκδοχή της Βίβιαν Στεργίου, η Ιφιγένεια είναι η ίδια η μεσολαβήτρια της καταστροφής της, οι “χρησμοί”, είτε πρόκειται για την πατριαρχική φωνή της εξουσίας, της βίας και της δικαιολόγησης αυτών είτε για εκείνες τις φωνές εσωτερικευμένου μισογυνισμού, προειδοποίησης και φόβου, βγαίνουν από το δικό της στόμα, και η πρωταγωνίστρια Ελίζα Σκολίδη καταφέρνει ερμηνευτικά την ίδια στιγμή που τους διατυπώνει να δίνει την αίσθηση πως θέλει να γελάσει, να ουρλιάξει ή να κλάψει σε βάρος τους με την Ίφη της να παγιδεύεται ανάμεσα στην υπακοή και την αντίσταση, μπαινοβγαίνοντας στο φουσκωτό κάστρο της, μέσα και έξω από τους περιορισμούς της πατριαρχίας, διχασμένη για το αν πρέπει να πει τη γνώμη της, να αντιδράσει ή να σωπάσει και να αποδεχθεί τη μοίρα της, καθώς η δική της φωνή και θέληση καταπνίγεται μέσα σε μια ζωή γεμάτη συμβιβασμούς και προϋποθέσεις.
Εγώ, μια δούλα«Και συ πήγαινε στο Θρακιώτη φίλο μας και πες του: “Σε φωνάζει αυτή που ήταν στην Τροία κάποτε βασίλισσα, η Εκάβη”, γι’ ανάγκη δική σου περισσότερο παρά δική της, και τα παιδιά σου· γιατί πρέπει και τα παιδιά σου να μάθουν τι έχει να σου”». Με αυτά τα λόγια, στο τρίτο επεισόδιο της «Εκάβης» του Ευριπίδη, η αιχμάλωτη των Ελλήνων Βασίλισσα της Τροίας στέλνει μια υπηρέτρια της να απευθύνει κάλεσμα εκ μέρους της στον Βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα και τα παιδιά του, βάζοντας σε εφαρμογή ένα σκοτεινό σχέδιο εκδίκησης ως ανταπάντηση στη δολοφονία του γιού της Πολύδωρου από τον Θρακιώτη Βασιλιά.
Στο πρωτότυπο, η συγκεκριμένη υπηρέτρια αποτελεί το ανώνυμο, χωρίς δική του φωνή και αποτελεσματικό “εργαλείο” της θέλησης της Εκάβης, μιας συντετριμμένης Βασίλισσας, συζύγου και μάνας, αιχμάλωτης πια και μακριά από την πατρίδα της, που μέσα στο έργο καλείται να θρηνήσει τον θάνατο δύο παιδιών της, της Πολυξένης που οι Έλληνες θυσίασαν στον τάφο του Αχιλλέα και του Πολύδωρου του οποίου το νεκρό σώμα ξέβρασε η θάλασσα στις ακτές που βρισκόταν η Εκάβη.

Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, οι υπηρέτες, οι τροφοί, οι θεράποντες, οι αγγελιοφόροι αποτελούν δευτερεύοντα πρόσωπα των οποίων τα βάσανα και οι δοκιμασίες θάβονται κάτω από εκείνα της βασιλικής γενιάς αφεντάδων τους, ακόμη και όταν πρόκειται για ομιλούντα ρόλο. Στον μονόλογο «Εγώ, μια δούλα», ο συγγραφέας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδη αποφασίζει να σπάσει αυτόν τον ατέρμονο κύκλο σιωπής, φέρνοντας στο προσκήνιο μια τέτοια περιθωριοποιημένη φωνή, μια γυναίκα της οποίας η παρουσία στην «Εκάβη» αρχίζει και τελειώνει ως υπαινιγμός, μέσα από αυτά τα λόγια που της απηύθυνε η κυρία της στον στίχο 890 της Ευριπίδειας τραγωδίας. Ο Νίκος Χατζόπουλος ως σκηνοθέτης της παράστασης της δίνει τον απαραίτητο (μέτα)θεατρικό χώρο για να ξεδιπλώσει την αφήγηση της, τα γεγονότα δηλαδή της “Εκάβης” όπως τα βίωσε η ίδια “από τα κάτω”, ως φορέας μιας αποσιωπημένης μνήμης που δεν “καταγράφηκε” ποτέ επίσημα από τον Ευριπίδη. Με αμφότερους συγγραφέα και σκηνοθέτη να αμφισβητούν ανοιχτά τις ταξικές ιεραρχίες του τραγικού λόγου.
Στον μονόλογο που έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης το πένθος, ο πόνος για τη χαμένη πατρίδα, τη βία της υποταγής και του ξεριζωμού δεν φέρουν βασιλικό πρόσημο, βιώνονται εξίσου έντονα από μια ανώνυμη υπηρέτρια με αμφίρροπα συναισθήματα για την έκπτωτη βασίλισσα που υπηρετεί πλέον περισσότερο από συμπόνια παρά από υποχρέωση. Ο συγγραφέας τονίζει ναι μεν πως η γυναίκα αυτή συνέβαλε καταλυτικά στο αποτρόπαιο σχέδιο εκδίκησης της Εκάβης που καταλήγει στην τύφλωση του Πολυμήστορα και τη δολοφονία των δύο παιδιών του από τις Τρωαδίτισσες, ωστόσο, της δίνει το περιθώριο να μάς εξομολογηθεί την ενοχή, τη μεταμέλεια, την οργή και τη θλίψη της, με καθαρή ειλικρίνεια, χωρίς να καταφύγει σε υπεκφυγές, ως μια φιγούρα παγιδευμένη ανάμεσα στην υπακοή και το δίκαιο.
Και αν ο Ευριπίδης στο πρωτότυπο ναι μεν τονίζει πως και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά κατά κάποιον τρόπο δίνει την εντύπωση πως νομιμοποιεί την τρομερή εκδικητική πράξη της Εκάβης μέσα από την απόφαση του Αγαμέμνονα να μην την τιμωρήσει, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και ο Νίκος Χατζόπουλος φέρνουν στη σκηνή της Πειραιώς 260 μια απλή γυναίκα που αποστρέφεται κάθε μορφή βίας, μέσα από μια γεμάτη ανθρωπιά και αγανάκτηση αντιπολεμική φωνή, μάρτυρας της φρίκης, της βαρβαρότητας και της ηθικής κατάρρευσης που φέρνει ο πόλεμος, ειδικά όταν τα θύματα του είναι παιδιά, ανεξάρτητα αν ανήκει κάποιος στους ηττημένους ή τους νικητές. Δεν παραλείποντας, φυσικά, να αναγνωρίσει πως η Εκάβη, όπως η ίδια και όλες οι γυναίκες τις οποίες οι Έλληνες έφεραν ως αιχμάλωτες από την Τροία, είναι εξίσου θύμα αυτού του πολέμου, όπως και κάθε γυναίκα στην ιστορία που βίωσε στο σώμα, την ψυχή και τη συνείδηση της τις συνέπειες του. Δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη η πράξης της Εκάβης, το χέρι της το όπλισε εν μέρει η πατριαρχία και η εξουσία που ασκεί πάνω στα πιο αδύναμα σώματα.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού ενσαρκώνει στη σκηνή μια λαϊκή, απλή γυναίκα με ακατέργαστους τρόπους και ομιλία, με άρνηση να κρυφτεί από την αλήθεια ακόμη και όταν πρέπει να επιρρίψει ευθύνες στον ίδιο της τον εαυτό και μια ηθική στάση που δεν ξεπηδά από κάποια βασιλική καταγωγή ή ευσυνείδητα πολιτική – φιλοσοφική θεώρηση, αλλά από την εμπειρία του πολέμου, της απώλειας, της αιχμαλωσίας και μιας ζωής “ταγμένης” στην υπηρεσία άλλων. Η λαϊκότητα και η ντομπροσύνη με την οποία εμφυσάει η ηθοποιός την ανώνυμη υπηρέτρια -συμβαδίζοντας με τον τόνο του κειμένου και της παράστασης- γίνεται ο ισορροπιστής ανάμεσα τη δραματική συγκίνηση και την κωμική χροιά. Από τη μια η παρουσία της πρωταγωνίστριας στη σκηνή πληθωρική, όπως ακριβώς πληθωρικός είναι και ο χαρακτήρας της ηρωίδας που ενσαρκώνει, από την άλλη καταφέρνει και ξετυλίγει με λεπτότητα και βάθος το νήμα μιας περίπλοκής ηθικής διαδρομής που από την πράξη περνάει στην αντίσταση και τη δικαιοσύνη.