Αποτελούν τη ζώσα απόδειξη ότι καθώς ο 21ος αιώνας προχωρά, το ειδικό βάρος του heavy rock υπερβαίνει τα επί μέρους είδη του, που επί δεκαετίες διαιρούσαν κοινό και κριτικούς και διαμόρφωναν κλειστοφοβικές μουσικές συνομοταξίες. Αρκεί ο ήχος νά’ ναι δυνατός, φαντασιακός, αιχμηρός, πολυμορφικός, περιπετειώδης.
Δε χρειάζεται να είσαι “metalhead”, “progster” ή “stoner” για να προσχωρήσεις στις τάξεις τους, ούτε προλαβαίνεις να τους κατατάξεις πουθενά. Riffόραμα των ‘70s, progressive αναπτύξεις, spaced out στίχοι, νεοψυχεδέλεια, όλα σ΄ένα άχρονο αμάλγαμα που ροκάρει αδυσώπητα, σαν ένας άτρωτος προϊστορικός Μαστόδους, εκείνο το προβοσκιδωτό μαμούθ που άλεθε με τους γιγάντιους χαυλιόδοντες ό,τι έπεφτε στο διάβα του, πριν κάτι εκατομμύρια χρόνια.
Αυτό είναι οι Mastodon, ένα απ΄τα πιο δημιουργικά και ηλεκτροφόρα επί σκηνής σχήματα του καιρού μας. Και είμαστε πραγματικά τυχεροί που μαζί με τους αδιαμφισβήτους βασιλιάδες του progressive heavy rock μπορούμε να τους δούμε στη χώρα μας, έναν μήνα περίπου από την συμμετοχή τους στην ιστορική συναυλία “Back To The Beginning”, προς τιμήν των Black Sabbath.
Γεννήθηκαν στην μητρόπολη των Νοτιοανατολικών πολιτειών των Η.ΠΑ., την Atlanta της Georgia, μετά από μια συναυλία των High On Fire το 2000. Οι τέσσερις μουσικοί που τους απαρτίζουν ένωσαν τις επιρροές τους με το πάθος και την αυτοπεποίθηση που ανέκαθεν χαρακτηρίζουν τις μπάντες τις αποφασισμένες σε πείσμα κάθε trend να γράψουν τη δική τους ιστορία. Αυτοί ήταν:
Ο γεννημένος στην Ατλάντα Bill Kelliher (23.3.1971, κιθάρα, φωνητικά), με τα background γρυλλίσματά του να κάνουν ηχηρή αντίστιξη με το proggressive στοιχείο των τριών πρώτων δίσκων τους και με την Gibson Les Paul του να προσθέτει σύνθετα ριφ και σόλο, κάτοχος από το 2007 του βραβείου καλύτερου “shredder” (“Metal Hammer Golden Gods Award). Ο γεννημένος στην Αλαμπάμα Brent Hinds (16.1.1974, κιθάρα, φωνητικά), πωρωμένος με το ροκαμπίλυ, γνώστης του banjo και αυτοομολογούμενος λάτρης της καθημερινής κατανάλωσης χόρτου (οι Maστόδοντες εξάλλου, ήταν χορτοφάγοι, so…). Ο επίσης γεννημένος στην Ατλάντα Troy Sanders (8.9.1973, μπάσο, φωνητικά), με το πληθωρικό του παίξιμο και υπόβαθρο μουσικών προτιμήσεων (από grindcore μέχρι Deftones). Και ο Νεοϋορκέζος Brann Dailor (19.3.1975, ντραμς, φωνητικά αλά demented Ozzy, στίχοι).
Το πρώτο άλμπουμ τους “Remission” (2002) είχε βορβορώδη φωνητικά με κάτι ενδιαφέρον να κινείται από πίσω τους (βλ. “March Of The Fire Ants”). Κανείς δεν ήξερε αν θα κρατήσει.
Όμως, με το “Leviathan” (2004) το άλμα μπροστά ήταν κρίσιμο. Συνθέσεις που τολμούσαν να δηλώνουν ότι βασίζονταν στιχουργικά στο ανυπέρβλητο “Moby Dick” του Herman Melville και πυκνός, heavy ήχος. Απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές που τους ξεχώρισαν αμέσως από τη μάζα του ακραίου ήχου της εποχής. Τα “Seabeast”, “Blood And Thunder” και “Aqua Dementia” παραμένουν ακόμη στο set-list τους.
Σαν φυσικό επόμενο της αυξανόμενης δημοφιλίας τους ήρθε το συμβόλαιο με την πολυεθνική Warner και το 2006 κυκλοφόρησαν “Blood Mountain”. Άλλο ένα concept (το πώς είναι να περιπλανιέσαι χαμένος σ΄ ένα δασώδες αφιλόξενο βουνό, σύμφωνα με τον Troy Sanders), με τα φωνητικά να «καθαρίζουν» ευπρόσδεκτα και τον ήχο να παραμένει αεικίνητος μεταξύ σκληρόηχου εφιάλτη και μεταSabbathικού vertigo εποχής “Sabotage” (βλ. λ.χ. “Crystal Skull” και “Colony Of Birchmen”).
Με το “Crack the Skye” του 2009 ήρθε η καθιέρωση. Το άλμπουμ, σε παραγωγή του Brendan O’ Brien έφτασε μέχρι το Νο 11 του Billboard. Η θεματική του επικεντρωνόταν στο άϋλο, αιθέριο στοιχείο, με τον ίδιο τρόπο που καθένα από τα προηγούμενα αφορούσαν, όπως οι ίδιοι είπαν, τη φωτιά, το νερό και το χώμα. Με τις δύο δεκάλεπτες συνθέσεις να κυριαρχούν (“The Czar” και “The Last Baron”), στοιχεία ‘70s prog έως και country αναμίχθηκαν στον ήχο τους, που άρχισε να αναπνέει και να δείχνει αρκετά περισσότερο συναίσθημα χωρίς να χάνει σε αιχμή. Ανακηρύχθηκε άλμπουμ της χρονιάς από μεγάλο μέρος του σκληρόηχου τύπου και δεν άργησε να θεωρηθεί ένας ήχος που έδειχνε το μέλλον.
Το “The Hunter” του 2011 σε μια παραγωγή του Mike Elizondo ήταν μια στροφή προς πιο άμεσες rock ’n’ roll επιρροές. Χωρίς κεντρικό θέμα αυτή τη φορά, ψυχεδέλεια και μεταλλαγμένο ροκαμπίλυ ήρθαν στην επιφάνεια, σ’ έναν δυναμικό συνδυασμό. Η δυνατότητα των τεσσάρων να εναλλάσσονται στα φωνητικά και τα πάντοτε ενδιαφέροντα βίντεο κλιπ οδήγησαν το άλμπουμ στο top-10 του Billboard. Τους πήγαινε και αυτό. To “Curl Of The Burl” (προτάθηκε για Grammy στην κατηγορία Best Metal Performance), “Stargasm”, “Black Tongue” και “Spectrelight” διακρίνονται με μπουκέτα και αγκωνιές από τα υπόλοιπα.
Το 2014 ήρθε μια ακόμη μεταλύτερη στιγμή τους, το άλμπουμ “Once More “Round the Sun” σε παραγωγή του Nick Rasculinecz. Έφθασε κατευθείαν στο Νο 6 της Αμερικής, με κομμάτια που περιείχαν άλλοτε πιο σύνθετες (“Diamond In The Witch House”, “Asleep In The Deep”), άλλοτε πιο άμεσης επίδρασης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, κατασταλαγμένες, δομές (“High Road”, “Ember City”, ή το αποθεωτικά rockist “Motherload” με το προκλητικό βίντεο κλιπ).
To 2017 και μετά από εμφάνιση των Dailor, Hinds, και Kelliher σε επεισόδια της 5ης και της 7ης σαιζόν του Game Of Thrones επανέρχονται με το 7ο άλμπουμ τους, “Emperor Of Sand” ένα μεγαλειωδώς μελωδικό στην πολυπλοκότητά του δημιούργημα, με θεματική τον …καρκίνο (κοντινά πρόσωπα των μελών του group υποφέρουν και χάνουν την ζωή τους από την επάρατη).
Η παντοκρατορία του (παρ)άλογου, του τελεσίδικου της ασθένειας που καταδικάζει με την ισχύ κατάρα και το με φιλοσοφικές προεκτάσεις ταξίδι των μυθικών μονολογητών που διατρέχουν τον δίσκο, διαμορφώνουν μια διεισδυτική συλλογή τραγουδιών, με πιο εντυπωσιακά τα “Sultan’s Curse”, “Steambreather”. “Clandestiny” και το “hit” “Show Yourself”, με τις κιθάρες να Maidenίζουν σε κάθε ευκαιρία.
Το φθινόπωρο του ’21, κι ενώ έχει προηγηθεί μια συλλογή από σπάνια, live και διάφορα ακυκλοφόρητα με τίτλο “Medium Rarities”, έρχεται το διπλό “Hushed & Grim”. Επιχειρώντας να φτιάξουν το δικό τους Physical Graffiti και με τον David Botrill, παραγωγό των Tool και Peter Gabriel να ραφινάρει τις ιδέες τους, αποδίδουν μια 15άδα από υλικό που έχει μεγαλύτερο εύρος (και διάρκεια) από κάθε άλλη φορά, κινείται πάντως με λιγώτερο δισταγμό από ποτέ στο μονοπάτι του πιο καθαρού και (σχετικά) εύληπτου ήχου, με πλειάδα guest μουσικών.
Το άλμπουμ φτάνει στο Νο 20 του Billboard και μας αφήνει τα “More Than I Could Chew” (με το προπατορικώς αμαρτάνων βίντεο κλιπ), “Teardrinker”, “Skeleton Of Splendor”. “Savage Lands”, “Gobblers Of Dregs”. Ένα χορταστικό σύνολο για τους ήδη αφοσιωμένους, οι οποίοι δικαιούνται ότι η μπάντα τους εξακολουθεί να βρίσκεται στην καλλιτεχνική πρωτοπορία, να μην μοιάζει με κανέναν και να να παραμένει ανήσυχη.
Οι Mastodon δεν είναι τίποτα χθεσινοί θηρευτές της επιτυχίας. Τα δεκάδες τατουάζ τους είχαν χτυπηθεί πριν η μόδα εμφανιστεί, εξαπλωθεί κι ευτελιστεί. Όπως κι η πρώτη ύλη της μουσικής τους. Παίζουν αυτό που νιώθουν και το δουλεύουν για να το αποδώσουν, επειδή είναι φυσική τους ανάγκη. Κατέκτησαν τα παράσημά τους με αυτό το mindset, επειδή ακριβώς αγνόησαν τις μόδες και παίζουν εδώ και 25 τουλάχιστον χρόνια αυτό που θέλουν, με τις ρίζες του στους ήχους που θαύμαζαν και τους έκαναν να εμπνέονται. Πριν 4 μήνες ο κιθαρίστας Brent Hinds ανακοίνωσε ότι αποχωρεί φιλικά από το συγκρότημα, κάτι που μοιάζει με δυσαναπλήρωτο χτύπημα. Όμως ποιος μπορεί να σταματήσει ένα κραταιό και αποφασισμένο Μαμούθ;
Καταφθάνουν στις 23 Ιουλίου στην Πλατεία Νερού στο πλαίσιο του Release Festival, για να παίξουν πριν τους Dream Theater. Σπεύσατε.
«This time, this time
Things’ll work out just fine.
We won’t let slip away».
Διάθεση εισιτηρίων:
Τηλεφωνικά στο 211770000
Online / releaseathens.gr + more.com
Φυσικά σημεία: https://www.more.com/el/physical-spots/
Όλες οι πληροφορίες (τιμές, πρόγραμμα, πρόσβαση) στο releaseathens.gr