Bella Ciao#26: Είδα ένα όνειρο…
Οι σκέψεις του Bella Ciao όταν είδε την παράσταση της Daria Deflorian “Η χορτοφάγος- Σκηνές από το μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ” στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

Η Γιονγκ-Χιέ και ο σύζυγός της, δύο άνθρωποι σε ένα άδειο, γκρίζο, παγωμένο, άψυχο σπίτι, με τους τοίχους να ιδρώνουν σιωπή, ένα στρώμα μουχλιασμένο στο βάθος ακουμπισμένο στον τοίχο, χωρίς κλινοσκεπάσματα. Ξαπλωμένοι ή ορθοί, ακροβατούν χωρίς κανένα πάθος, καμία φιλοδοξία για τη ζωή. Λες και δεν υπάρχει χρόνος. Θα μπορούσε να είναι ένα ζευγάρι οπουδήποτε στον κόσμο. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του καθημερινά, εκείνη του τα προσφέρει όλα στο χέρι, άβουλη, χωρίς καμία πρωτοβουλία, κανένα πάθος. Όλα επιπλέουν σε μια καθημερινή νεκροψία .
Μόνο αφοσιωμένη σύζυγος, νοικοκυρά. Ένας ρόλος που δεν μετατοπίζεται, μία ακόμα γυναίκα στα πρότυπα της πατριαρχίας, που σμιλεύτηκε μέσα από το άνανδρο ξύλο του πατέρα της, τη βαθιά βία που της άσκησε, σωματική και συναισθηματική. Άπνοη σύζυγος που επιμένει να μη φοράει σουτιέν.
Αυτή της η άρνηση είναι η άρνηση του σώματός της να συμμορφωθεί με την εικόνα της Γυναίκας όπως την ορίζει το περιβάλλον, αναμετριέται υποσυνείδητα από την αρχή με την καταναγκαστική σεξουαλοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο.
Οι αξίες που προσπάθησε να της περάσει ο πατέρας της, δημιούργησαν ένα περιβάλλον που θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες στη συνείδηση και την ψυχολογία της. Όλη αυτή η βία και η καταπίεση διαμορφώνουν την αίσθηση ταυτότητας και την αντίληψη του σώματός της. Αυτή τη γυναίκα δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος· είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά.
Η μονοτονία του γάμου, η αλλαγή στην ταυτότητά της, αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το σώμα της, ανατρέπονται όταν η Γιονγκ-Χιέ αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας.
Αίμα, σώματα, δάση, ζώα συνθέτουν στο μυαλό μας ένα σχεδόν θεατρικό, παράλογο περιβάλλον. Το άδειο σπίτι για σκηνικό. Και πολύ ήρεμα η Γιονγκ-Χιέ μας πείθει ότι η κοινωνική της καταπίεση μετατρέπεται σε ψυχοσωματική κρίση.
Και ξαφνικά το σώμα αρχίζει να σαλεύει όχι σαν άνθρωπος αλλά σα δέντρο
Αρχίζει να μην ανήκει στα σαρκοβόρα. Δεν είναι θηλυκή. Ούτε αρσενική, γίνεται δέντρο.
Οι σιωπές της, η παθητικότητά της γίνονται διαμαρτυρία στην επαφή με τον άντρα της, με τον κόσμο, στην άρνηση της ανθρώπινης φύσης της.
Και όλα αυτά με ένα παίξιμο, ένα πλέξιμο από τον θίασο διακριτικό και με έλεγχο.Και παρόλο που δεν γνώριζα τη γλώσσα, μου φαινόταν όλα τόσο οικεία. Με καθαρότητα και διαύγεια κατάφεραν να μας μεταφέρουν στον σκοτεινό κόσμο της πρωταγωνίστριας και να παρουσιάσουν τη δυναμική του κειμένου, που είναι τόσο πλούσιο σε αλληγορίες και διαφορετικές οπτικές, χωρίς να χάνεται η ποιητικότητα, γεμίζοντάς μας έντονα συναισθήματα και αναγκαίες σκέψεις.
Σταδιακά βλέπουμε πως αρνείται το κρέας, το σεξ, την ανθρώπινη σάρκα.Είναι ξεκάθαρο όμως πως αρνείται να είναι ένα εργαλείο συζυγικής υποταγής, μητρότητας, θυσίας, αρνείται να παίζει το ρόλο της γυναίκας για τον οποίο εκπαιδεύτηκε.
Εκείνος, με το σώβρακο, ο άντρας που δεν την αγαπά, τη διάλεξε γιατί ήταν βαρετή και υπάκουη. Όταν εκείνη αρχίζει να αλλάζει, τον ενδιαφέρει μόνο η εικόνα του προς τους άλλους και η άνεσή του. Και κατά συνέπεια την εκθέτει, την παραβιάζει, τη βιάζει, την αποκαλεί «τρελή», την εγκαταλείπει γιατί δεν συμμορφώνεται με τα θέλω του και τις επιταγές της κοινωνίας.
Η σκηνή με τον πατέρα της που την υποχρεώνει να φάει κρέας και τη χαστουκίζει μπροστά σε όλους είναι σοκαριστικά πατριαρχική. Και ενώ μας την αφηγούνται χωρίς τη φυσική παρουσία του, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη διάσταση. Είναι σαν τα γεγονότα που καταγράφονται και μας ακολουθούν για πάντα· με μια ταύτιση ελέγχου που κάποια στιγμή, όλοι βιώσαμε.
Η εσωτερική ψυχική ένταση εμποτιζόταν με την κινησιολογία, το μπες-βγες, την καθετότητα των τοίχων, τα λευκά πλακάκια στο μπάνιο, τον εξαιρετικό φωτισμό, όλα δημιουργούσαν ξεκάθαρα την αίσθηση αποξένωσης και απομόνωσης και ενίσχυαν τη δυναμική της ατμόσφαιρας.

Οι έντονες σωματικές εκφράσεις, οι σιωπές και όλο το μινιμαλιστικό σκηνικό με βύθισαν βαθιά στο αίσθημα της απομόνωσης και της παράνοιας. Είχαμε μπροστά μας μια θεατρική πράξη που συνδύασε το ψυχολογικό θέατρο με τη σωματική έκφραση, ισορροπημένα, χωρίς να χάσουμε στιγμή το ενδιαφέρον μας. Βιώσαμε μια έντονα συγκινητική εμπειρία, μια ταύτιση, μια εξερεύνηση του εαυτού μας, της ανθρώπινης ανάγκης να απομακρυνθούμε από την κοινωνία και τους κανόνες της, από τις ασφυκτικές ταυτότητες των αδύναμων ομάδων.
Όλο αυτό το εσωτερικό ταξίδι μας δημιούργησε υπαρξιακή αναστάτωση και πνευματικό αδιέξοδο.Όταν δε, εμφανίστηκε στη σκηνή ο σύζυγος της αδερφής της, εκείνος ο άλλος άντρας, ο καλλιτέχνης, ξεκινά μια σχέση η οποία δεν είναι μόνο συναισθηματική ή σεξουαλική· είναι έντονα συμβολική. Κι εδώ, ως εικαστικός και δη ζωγράφος, θα μοιραστώ μαζί σας, το πώς αυτή η περίπλοκη μορφή σχέσης ενεργοποίησε το καλλιτεχνικό μου ένστικτο. Γιατί μπροστά στα μάτια μου, ένας καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται το σώμα της Γιονγκ-Χιέ ως αντικείμενο για καλλιτεχνική δημιουργία αντί για μια πλήρη, αυτόνομη προσωπικότητα. Γίνεται καμβάς για να ζωγραφίσει λουλούδια, την αγγίζει σαν επιφάνεια, την αντιμετωπίζει σαν άψυχη φόρμα στον νόμο της τέχνης.
Έτσι, δημιουργείται μια δυναμική εκμετάλλευσης και αποξένωσης. Με θλίβει, την αναπαράγει ως εικόνα και όχι ως ζωντανό άνθρωπο. Γίνεται για ακόμη μία φορά αντικείμενο προς κατανάλωση.

Εκείνη υποτάσσεται, όπως έγινε και με τους άλλους άντρες στη ζωή της. Και ενώ αρχικά η σχέση μοιάζει αθώα, αποκτά μια άλλη ηθική διάσταση, ένας ακόμα άνθρωπος που χάνει την αυτονομία του και γίνεται αδύναμος μπροστά στην εξουσία της αντρικής τέχνης.
Η συνεχής αντικειμενοποίησή της μέσω της τέχνης την απομακρύνει από την πραγματική της ύπαρξη. Για ακόμα μια φορά βιώνει συναισθηματική χειραγώγηση. Το σώμα της δεν της ανήκει, ανήκει στους άλλους. Αυτή η καταπίεση την οδηγεί σε ένα είδος υπαρξιακής διαφυγής από τη βία και την εξουσία.
Αρνείται το φαγητό. Θέλει να γίνει φωτοσυνθετική. Κινείται σα δέντρο. Ονειρεύεται ότι αιμορραγεί από τις ρίζες της. Βιώνει έναν υπαρξιακό σουρεαλισμό και δεν είναι απλώς στη φαντασία της.
Πόσο βαθιά, σιωπηλή και γεμάτη ένταση είναι η αντίδραση της αδερφής της, όταν διαπιστώνει τη σχέση του άντρα της με τη Γιονγκ-Χιέ. Μια φιγούρα πρακτική, μετρημένη και φυσικά εγκλωβισμένη στα κοινωνικά καθήκοντα, έζησε όπως της είπαν και τελικά δεν έζησε ποτέ.
Το πρώτο σοκ της προδοσίας μετατρέπεται σε εσωτερική ρωγμή.Παραδίδεται στην ενοχή πως δεν μπορεί να σώσει τελικά την αδερφή της.
Στο τέλος δυσκολεύτηκα να σηκωθώ να φύγω με την υπέροχη υπόκλιση των Ιταλών ηθοποιών, το παρατεταμένο χειροκρότημα, την επαναφορά του θιάσου στη σκηνή περισσότερες από τέσσερις φορές. Κι όσο το κοινό αποχωρούσε και άδειαζε η αίθουσα, ερχόμουν αντιμέτωπος με την απόλυτη απομόνωση των ανθρώπων.
Ποια τρέλα κουβαλάει ο καθένας μας, για να μην μένει εγκλωβισμένος στα κοινωνικά κουτιά;
Υπάρχει σωτηρία;
Και πώς το ίδιο μας το σώμα μπορεί να γίνει μέσο αντίστασης στη βία του κόσμου;
Επόμενη στάση: το ίδιο το βιβλίο της Χαν Κανγκ.