Η περφόρμανς της Καρολίνα Μπιάνκι «Η νύφη και το ‘Καληνύχτα Σταχτοπούτα’» είναι φτιαγμένη για να διχάσει. Καθώς η θεματική την οποία βάζει στο επίκεντρο – οι βιασμοί και οι γυναικοκτονίες ανά τον κόσμο – είναι ένα αποτροπιαστικό παγκόσμιο φαινόμενο (που, για αιώνες στον πατριαρχικό κόσμο κινούνταν στην σφαίρα της κανονικότητας) αποτελεί, σε καθολική συμφωνία, ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα. Αυτονόητα, χρίζει μιας εξίσου προσεκτικής διαχείρισης.
Η Μπιάνκι, η Βραζιλιάνα συγγραφέας, σκηνοθέτρια και περφόρμερ, ξεκαθαρίζει από νωρίς πως δεν την απασχολεί το θέατρο που ησυχάζει τις συνειδήσεις των θεατών, που θωπεύει αναίμακτα τ’ αυτιά και τα μάτια τους. Αλλά το συμβάν που ενοχλεί· παραπέμποντας στην παράδοση όλων εκείνων των καλλιτέχνιδων (με πιο αναγνωρίσιμη την περίπτωση της Τζίνα Πέιν και της Μαρίνα Αμπράμοβιτς) που αποτυπώθηκαν στη μεταμοντέρνα παραστατική ιστορία χάρη στην τόλμη να αποδομήσουν και να ξεπεράσουν τα, έως τότε, όρια μιλώντας για την έμφυλη βία. Και η Καρολίνα Μπιάνκι είναι αποφασισμένη να ξεπεράσει τα όρια. Ίσως γιατί κάποιος, με τη βία, ξεπέρασε τα δικά της.
Η Καρολίνα Μπιάνκι, οικειοθελώς ναρκωμένη εν ώρα παράστασης.
Αφετηρία στην έρευνα της Καρολίνα Μπιάνκι είναι η περίπτωση της Πίπα Μπάκα (το αληθινό της όνομα ήταν Τζουζεπίνα Πασκουαλίνα Ντι Μαρινέο). Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον φιλικό στις τέχνες, η νεαρή Μιλανέζα καταπιάστηκε με τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο. Ούσα, από παιδί, εξοικειωμένη με τα road trips και την πρακτική του ωτοστόπ, το 2004 αποφάσισε να διανύσει την απόσταση από το Μιλάνο στην Ιερουσαλήμ με ωτοστόπ. Ήταν ντυμένη νύφη (γιατί αξιολογούσε το νυφικό ως ένα σύμβολο αγνότητας και μια παραπομπή στο σώμα που θα υποδεχθεί τη μητρότητα), είχε μαζί της τη φίλη και συν-καλλιτέχνιδα Σίλβια Μόρο και ήταν αποφασισμένη να αποδείξει πως η εμπιστοσύνη στους αγνώστους μπορεί να δημιουργήσει ένα δίκτυο φιλίας μεταξύ των λαών. Δεν ήταν τυχαίο πως θα διένυε πόλεις και χώρες που είχαν νωπά τα βιώματα του πολέμου. Η, εν κινήσει, δράση της καλούσε σε ειρήνη.
Η Μπάκα και η Μόρο έφτασαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χώρισαν οι δρόμοι τους, όταν η δεύτερη θεώρησε πως ο οδηγός σε ένα από τα ωτοστόπ ήταν ύποπτα επικίνδυνος. Το νεκρό σώμα της Πίπα Μπάκα βρέθηκε – μετά από αγωνιώδη αναζήτηση ημερών – βιασμένο και στραγγαλισμένο, σε προχωρημένη αποσύνθεση, σε ένα δάσος έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Εξ ου και η Μπιάνκι ισχυρίζεται πως «η πρωταγωνίστρια της παράστασης είναι νεκρή». Κι όμως. Δεν απαλλάσσει τον εαυτό της από το ‘καθήκον’ της ερμηνείας. Η Μπιάνκι ταυτίζεται ψυχικά με την Μπάκα. Όχι μόνο ως γυναίκα, καλλιτέχνιδα, φεμινίστρια στον σύγχρονο κόσμο. Αλλά και ως θύμα βιασμού. Γιατί είναι κι αυτή, εν δυνάμει, νεκρή. Στη διάρκεια μιας δαιδαλώδους διακειμενικής μίξης και μιας, κατά τα άλλα, φλύαρης σκηνικής δράσης, η Καρολίνα Μπιάνκι αποκαλύπτει ότι έχει υπάρξει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, αφού της χορηγήθηκε το «Goodnight Cinderella», το χάπι του βιασμού που διαγράφει κάθε μνήμη του θύματος, αφήνοντας το να αιωρείται μόνο στη γνώση του ανεπούλωτου τραύματος. Κι εδώ αρχίζει ο διχασμός. Η Βραζιλιάνα περφόρμερ αποφασίζει (οικειοθελώς αυτή τη φορά) να πιει το ναρκωτικό εν μέσω παράστασης, εγκαταλείποντας το σώμα της σε κάθε πιθανή εκμετάλλευση. Αρχίζει, δηλαδή, να δομεί ένα σκηνικό συμβάν ανάμεσα στο θέατρο της τεκμηρίωσης, της βιωματικής τέχνης, του θεάτρου του σοκ που θα συμβεί ερήμην της – όπως συνέβη και ο βιασμός της.
Η Βραζιλιάνα περφόρμερ αποκαλύπτει στη διάρκεια της παράστασης πως έχει υπάρξει θύμα βιασμού.
Η παράσταση παίρνει την τροπή αναβίωσης ενός εγκλήματος για το οποίο δεν υπάρχει μνήμη. Το θέατρο, σύμφωνα με την Μπιάνκι, για να είναι ζωντανό, πρέπει να παράγει μνήμη. Το θέατρο της αναπαριστά το έγκλημα. Η δημιουργός, ούσα ναρκωμένη πάντα στο πλαίσιο της παράστασης, επιτρέπει σε μια γυναίκα – μέλος της ομάδας της να χρησιμοποιήσει τα δάχτυλα της για να διεισδύσει στον κόλπο της. Ν’ «αναστήσει» (αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιεί) το βιασμό της on camera, ώστε όλοι να τον δούμε. Αν η Καρολίνα Μπιάνκι δεν είχε υπάρξει πράγματι θύμα βιασμού θα έλεγε κανείς πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια προσχηματική συνθήκη, μια επίκληση στην θεατρική πρόκληση. Το γεγονός πάλι, ότι έχει βιώσει την σεξουαλική βία, προκαλεί ακόμα εντονότερες ενστάσεις: ο βιασμός «λανσάρεται» ως υλικό (ανα)παράστασης, ως ζωντανό θέαμα.
Δεν ανήκω στους θεατές που σοκαρίστηκαν από την «προσχεδιασμένη» κολπική διείσδυση. Η Μπιάνκι, αυτή τη φορά, είχε δώσει την συγκατάθεση της. Για την ακρίβεια, ήταν η ίδια που την είχε οργανώσει μέχρι κεραίας, ακόμα κι αν δεν είχε τη συνείδηση της στιγμής. Η δυσφορία έγκειται ακριβώς σε αυτό. Η απόφαση της Μπιάνκι να (ξανα) βρεθεί στη θέση του θύματος εντός μιας παραστατικής παρτιτούρας είχε λίγες ελπίδες να μην αποτυπωθεί ως ένα εγχείρημα ακραίας επιτήδευσης.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως βιώθηκε από επιζήσασες σεξουαλικών επιθέσεων που βρέθηκαν στην πλατεία του Χώρου Δ, γιατί αν λάβουμε υπόψιν τα στατιστικά δεδομένα – βάσει των οποίων 1 στις 3 γυναίκες στην Ευρώπη έχει δεχθεί κάποιας μορφής σεξουαλική ή σωματική βία – θα ήταν αρκετές. Ακόμα κι αν η πυρηνική πρόθεση της δημιουργού ήταν η δημόσια έκθεση του εγκλήματος σε ένα σαδιστικό περιβάλλον ριζωμένης βίας εναντίον των γυναικών· ακόμα κι αν κανείς εκτιμήσει το θάρρος της να βρεθεί σε ευάλωτη θέση σε πραγματικό χρόνο, δυστυχώς δεν ακυρώνεται η εκβιαστική χειραγώγηση του κοινού στην άγονη, προβοκατόρικη πρόκληση.
Ακόμα κι αν κανείς εκτιμήσει το θάρρος της Μπιάνκι να βρεθεί σε απόλυτα ευάλωτη θέση σε πραγματικό χρόνο, δυστυχώς δεν ακυρώνεται η εκβιαστική χειραγώγηση του κοινού στην άγονη, προβοκατόρικη πρόκληση.
Με παραστατικούς όρους, η «Νύφη και το ‘Καληνύχτα Σταχτοπούτα’» έχει, θεωρητικά, καταξιωθεί. Έχει βραβευθεί από τη Γαλλική Ένωση Κριτικών, έχει αναστατώσει το κοινό του Φεστιβάλ της Αβινιόν αλλά και άλλων διοργανώσεων όπου έχει φιλοξενηθεί κι ένα χρόνο μετά – έχοντας κερδίσει την απαραίτητη προβολή – έχει αποσπάσει τον Αργυρό Λέοντα στη Μπιενάλε της Βενετίας. Με κοινωνικούς όρους, όμως;
Η σύληση του γυναικείου σώματος μέσω της σεξουαλικής κακοποίησης και το έγκλημα της γυναικοκτονίας ταλανίζουν κάθε πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία, εγείροντας μια επιτακτική συζήτηση και κραυγάζοντας για μια συστηματικά υπεύθυνη διαχείριση. Ως προς το τελευταίο, η Καρολίνα Μπιάνκι εμφανίζεται ανέλπιδη, θεωρώντας πως το πατριαρχικό σύστημα είναι τόσο καλά στερεωμένο μέσα στους αιώνες, ώστε ακόμα και μερίδα γυναικών επαινούν την πιο ακραία μορφή του modus operandi του. Σε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να θεμελιώνει και τη δική της, ακραία παραστατική επιλογή.
Και ναι, η τέχνη, αναμφίβολα, οφείλει να συμβάλλει στη διαδικασία της κοινωνικής αφύπνισης, ακόμα κι αν το κόστος είναι μια ‘κοιμισμένη’, ναρκωμένη καλλιτέχνιδα (μην ταράζεστε, την παρακολουθεί γιατρός κατά τη διάρκεια της παράστασης και της περιοδείας της). Η ευκαιριακή αντιμετώπιση, πάλι, δια μέσου της επίφασης του σοκ, είναι ηθικά απευκταία.