Για τρίτη συνεχή χρονιά, η Κόνιτσα μετατρέπεται σε τόπο ηχητικής μνήμης και ζωντανής μουσικής εμπειρίας, μέσα από το φεστιβάλ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά», που επιστρέφει στις 27–29 Ιουνίου 2025. Καλλιτεχνικός επιμελητής του προγράμματος είναι ο πολυβραβευμένος μουσικός παραγωγός και εθνομουσικολόγος Christopher King, ο οποίος μετουσιώνει την παθιασμένη του έρευνα στην παραδοσιακή μουσική των Βαλκανίων σε ένα πολιτιστικό γεγονός που ξεπερνά τα σύνορα και τη γεωγραφία.
Βραβευμένος με Grammy, συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» (Εκδόσεις Δώμα) ο King έχει αφιερώσει πάνω από δύο δεκαετίες στην ανακάλυψη, διατήρηση και παρουσίαση ηχογραφήσεων 78 στροφών που αποτυπώνουν με απαράμιλλη αυθεντικότητα τους λαϊκούς ήχους της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Έχοντας χαρτογραφήσει μουσικά την Ήπειρο, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία, ο King θεωρεί πως η μουσική δεν είναι ένα στατικό αντικείμενο, αλλά μια ζωντανή διαδικασία αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής και μεταμόρφωσης.
Στο φετινό φεστιβάλ, με τίτλο «Οι μουσικές κουλτούρες των Νότιων Βαλκανίων», το ενδιαφέρον στρέφεται στις αναπάντεχες επιρροές και συγχωνεύσεις των τοπικών μουσικών παραδόσεων. Ο ίδιος, με μια μοναδική ευαισθησία, αναδεικνύει το πώς η μουσική αντλεί από το περιβάλλον, την ιστορία και τις κοινότητες, χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα σε ανθρώπους και πολιτισμούς.
Στη συζήτησή μας με αφορμή το φεστιβάλ που ξεκινά σε λίγες μέρες, αποκαλύπτει όχι μόνο τη βαθιά του γνώση και το πάθος για τη μουσική, αλλά και τον ανθρωποκεντρικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τους δίσκους 78 στροφών μέχρι τα εργαστήρια παραδοσιακού χορού, ο Christopher King μάς καλεί να ακούσουμε ξανά – και αλλιώς – αυτά τα «μαύρα» βουνά.
@Πηνελόπη Γερασίμου
Ουσιαστικά κάθε δίσκος που παίζω περιέχει ένα μωσαϊκό από επιρροές προερχόμενες από το μουσικό περιβάλλον όπου δημιουργήθηκε. Αλλά ο πιο αναπάντεχος συσχετισμός -ή «αναπάντεχη επίδραση» που έχω ανακαλύψει αφορά τις μουσικές ανταλλαγές μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας και της περιοχής των Καρπαθίων τον 19ο αιώνα.
Πέρα από το ότι διαβάζω αρκετά εξελικτική θεωρία και θεωρία της γλώσσας, πρόσφατα έχω αποκτήσει μία εμμονή με το έργο των πρώτων χαρτογράφων. Συγκεκριμένα, με συναρπάζει το γεγονός ότι, σε μία προγενέστερη εποχή, η κατασκευή χαρτών και ο προσανατολισμός προέκυπταν από μία αρχαιότερη κατανόηση του τόπου. Με άλλα λόγια, σήμερα αντιλαμβανόμαστε τη γεωγραφία ως μία αφηρημένη, μαθηματική δομή, όπου όλα συγκλίνουν σε δύο άξονες, Χ και Ψ. Παλαιότερα όμως αντιλαμβάνονταν τον χώρο με βάση τις σχέσεις και τα κοινά τοπόσημα. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο λειτουργούσαν και οι μουσικές παραδόσεις. Μια ομάδα ανθρώπων μοιραζόταν μια κοιλάδα, ένα ποτάμι, μια πεδιάδα, και αντάλλασσαν μουσικά μοτίβα, ακριβώς όπως οι φυλές αντάλλασσαν εργαλεία ή τεχνικές ανάμματος φωτιάς. Επομένως το νήμα που συνδέει τους μουσικούς είναι το μοίρασμα – το ότι αντιλαμβάνονται τη μουσική ως μία διαδικασία αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής. Φυσικά, ένα ακόμη στοιχείο που τους ενώνει είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς, όπως και εκείνοι των δύο προηγούμενων ετών, έχουν γίνει φίλοι μου. Γνωρίζω τόσο καλά τη μουσική τους ακριβώς λόγω αυτής της σχέσης μεταξύ μας.
Κεντρική ιδέα του φεστιβάλ είναι ότι «οι μουσικοί πολιτισμοί δανείζονται ο ένας από τον άλλον». Πώς επιτυγχάνεται μια τέτοια διαδικασία δημιουργικής διασταύρωσης χωρίς να διακινδυνεύσει η αυθεντικότητα κάθε είδους;Το φεστιβάλ «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά» δεν έχει στόχο να επηρεάσει ή ν’ αλλάξει τη μουσική, αλλά να παρατηρήσει το πώς αυτή αλλάζει, αλληλεπιδρά και κατοικεί μέσα στην ψυχή μας
Η αυθεντικότητα είναι μία αρκετά φορτισμένη έννοια, ίσως μάλιστα να έχει περιορισμένη δυναμική όταν μιλάμε για τη μουσική και την εθνολογία γενικότερα. Είναι άλλο να λες ότι ένα τζην Levi’s® είναι αυθεντικό, και τελείως διαφορετικό να λες ότι μία μουσική ή ένας μουσικός είναι αυθεντικοί. Κάθε ομάδα μουσικών φέρνει μαζί της τη δική της ξεχωριστή ιστορία, τους δικούς τους τρόπους ανατροφής, εκμάθησης, έκφρασης. Παρ’ όλο που έχουμε την τάση να πιστεύουμε το αντίθετο, οι μουσικοί δεν κουβαλούν την παράδοση όπως ένας άνθρωπος κουβαλά έναν κουβά νερό. Κι αυτό γιατί η παράδοση δεν είναι ένα αντικείμενο. Είναι μία διαδικασία, μία «παραδοσιακή διαδικασία».
Κάθε καλλιτέχνης, όσο τοπικός ή απομονωμένος και αν είναι, διαθέτει προσωπικότητα και καινοτομεί με βάση το προσωπικό του αισθητήριο και το χαρακτήρα του. Θεωρώ σημαντικό να τονίσω ότι το φεστιβάλ «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» δεν έχει στόχο να επηρεάσει ή ν’ αλλάξει τη μουσική. Η μουσική μοιάζει με καιροσκόπο: αναζητά και βρίσκει ό,τι της είναι χρήσιμο, ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεται. To φεστιβάλ λοιπόν δεν θέλει να παρέμβει στη μουσική, αλλά να παρατηρήσει το πώς αυτή αλλάζει, αλληλεπιδρά και κατοικεί μέσα στην ψυχή μας. Μιλά τελικά για μία μεταμόρφωση που βιώνουμε οι ίδιοι, όταν αφηνόμαστε να ακούσουμε, να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε.
Στιγμιότυπο από το περσινό φεστιβάλ “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά” ©Πηνελόπη Γερασίμου
Λοιπόν, έχω μία σχετική εμμονή με το φορμά των 78 στροφών, διότι ήταν ο παλαιότερος τρόπος αποτύπωσης του ζωντανού ήχου και της μουσικής. Είναι ακόμα πιο άμεσο και οικείο όταν ακούς τους δίσκους 78 στροφών στο δωμάτιο που φυλάω του δίσκους μου, διότι εκείνη τη στιγμή είναι σαν να «ζωντανεύουν». Ο καλύτερος τρόπος να εξηγήσω τη διαφορά ανάμεσα στους δίσκους που παίζω κάτω από τα «Μαύρα Βουνά» και σε μία άλλη μορφή αναπαραγωγής, είναι ότι οι παλιοί δίσκοι είναι πιο πρωτόλειοι, πιο ακατέργαστοι: το δυναμικό τους εύρος είναι μεγαλύτερο, το βάθος και οι διακυμάνσεις του ήχου πιο διακριτές. Επίσης, ακριβώς επειδή οι δίσκοι είναι αναλογικοί, κάθε φορά που τους παίζεις, δημιουργείται μία μοναδική, ανεπανάληπτη εμπειρία – κάπως όπως το να ακούς ζωντανή μουσική στην Κόνιτσα κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Μια τέτοια εμπειρία δεν μπορεί ποτέ ν’ αναπαραχθεί ακριβώς.
Η κύρια ηθική ευθύνη αφορά το μοίρασμα. Πολλοί από τους δίσκους μου είναι άγνωστοι σε ακαδημαϊκούς, μουσικούς, ερευνητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Κατά συνέπεια, όταν μου ζητείται, έχω ηθική υποχρέωση να μοιραστώ όσα έχω ανακαλύψει. Το ίδιο ισχύει και για το αρχείο μου και το ερευνητικό μου έργο γενικότερα. Δεν το κρατάω κλειδωμένο, διότι είναι μια κληρονομιά που ανήκει σε όλους μας. Εγώ απλώς το δανείζομαι και το φροντίζω μέχρι να περάσω στην αφάνεια. Για κάποιους λόγους πολλά ιδρύματα και ακαδημαϊκά αρχεία περιφρουρούν υπερβολικά το υλικό τους. Εγώ όμως δεν είμαι ίδρυμα. Είμαι ένας άνθρωπος.
Γενικά όλα αυτά παίζουν ρόλο. Η μουσική που θέλω να διασώσω πυροδοτεί μέσα μου μία μυστηριώδη συγκίνηση, και μετά αρχίζω να συνδέω αυτό το ανείπωτο αίσθημα με άλλους δίσκους από το αρχείο μου.
Τι σας συγκινεί περισσότερο σήμερα: το να ανακαλύπτετε κάτι τελείως άγνωστο ή το να εμβαθύνετε σε κάτι γνώριμο και να αποκαλύπτετε νέες του πλευρές;Και τα δύο. Διατηρώ μία αρκετά ισορροπημένη στάση σε τέτοιου είδους θέματα. Πολλά εξαρτώνται από την οπτική. Όταν απομακρύνομαι λίγο από μία θεματική, το ενδιαφέρον μπορεί να ανανεωθεί, να αποκτήσει μία πιο φρέσκια προοπτική, μόλις το προσεγγίσω ξανά.
Κάθε βραδιά του φεστιβάλ ξεκινά με τον Κρίστοφερ Κινγκ να παίζει αγαπημένα του κομμάτια από δίσκους 78 στροφών ©Πηνελόπη Γερασίμου
Πιστεύω ότι έχουμε απλώς αγγίξει την επιφάνεια των μουσικών παραδόσεων των Βαλκανίων και της βαθιάς πολυπλοκότητάς τους, κυρίως επειδή η εθνολογική μας κατανόηση αυτής της τεράστιας περιοχής παραμένει περιορισμένη – ιδίως όσον αφορά την ιστορική πορεία των αλλαγών, των μετακινήσεων πληθυσμών, των επιρροών και των πολιτισμικών ανταλλαγών.
Μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι περιοχές αυτές συγκροτήθηκαν σε εθνικά κράτη, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος να μεταβάλει ριζικά το εθνικό, το θρησκευτικό και το γλωσσικό τοπίο των Βαλκανίων -είτε μέσω ξεριζωμών είτε μέσω εξόντωσης πληθυσμών. Κατόπιν, πολλά από αυτά τα κράτη έγιναν δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που προκάλεσε ακόμα περισσότερες ριζοσπαστικές πολιτισμικές μεταβολές. Έτσι, μέχρι το ξεκίνημα του 21ου αιώνα – σε λιγότερο από 110 χρόνια – οι εθνογράφοι και οι ερευνητές έχουν τεράστια δουλειά μπροστά τους προκειμένου να συγκεντρώσουν, να αποκαταστήσουν και να ακούσουν το υλικό που υπήρχε. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι οι περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Ουκρανία ανήκουν στις πιο πλούσιες μουσικά περιοχές που μπορούμε να εξερευνήσουμε, ιδιαίτερα σε σχέση με τα Βαλκάνια. Και φυσικά, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία και η Μικρά Ασία αποτελούν επίσης ανεξάντλητες πηγές μουσικής. Ο μουσικός τους πλούτος είναι τεράστιος!
Ένα από τα αγαπημένα μου νοητικά πειράματα σε σχέση με τη μουσική και τον πολιτισμό, είναι να κοιτάζω μία παλιά φωτογραφία – για παράδειγμα μία εικόνα από τα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ού αιώνα όπου απεικονίζονται μουσικοί – και να αναρωτιέμαι: «Τι παίζουν;» «Πώς ακούγονται;» «Για ποιους παίζουν και γιατί;» «Πώς έφτασε αυτή η μουσική εδώ;» Για μένα, αυτό ακριβώς είναι ένα από τα πιο πολύτιμα στοιχεία στις ταινίες των αδελφών Μανάκη, αφού τόσο πολλές εθνικότητες, εθνοτικές ομάδες και γλώσσες διεκδικούν το έργο τους.
Στην πραγματικότητα, οι αδελφοί Μανάκη ήταν Βλάχοι -και, ως επί το πλείστον έδρασαν ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- οπότε το μουσικό τοπίο γύρω τους ήταν εξαιρετικά πλούσιο σε επιρροές από όλα τα Βαλκάνια, την Τουρκία και την κεντρική Ευρώπη.
Το ίδιο συμβαίνει και με όλον τον κινηματογράφο που προβάλλουμε στο φεστιβάλ μαζί με τη Στέγη. Συχνά, ο συνδυασμός του οπτικού με το ακουστικό μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά διαφωτιστικός, προκειμένου να κατανοήσουμε τους πολιτισμούς που μας επισκέπτονται -και τους οποίους εμείς επισκεπτόμαστε-.
Το φεστιβάλ “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά» έχει γίνει πολιτιστικό ορόσημο. Τι έχετε μάθει από τους ανθρώπους της Κόνιτσας αυτά τα τελευταία χρόνια;Φέτος, το φεστιβάλ φιλοξενεί πάνω από δεκαπέντε εθνικότητες. Πιστεύω ότι, όταν οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους προκαταλήψεις και προσδοκίες, βιώνουν μία σχεδόν μουσικο-πνευματική μεταμόρφωση
Πλέον, στον τρίτο χρόνο του, σχεδόν όλοι στην Κόνιτσα περιμένουν το φεστιβάλ και το θερμό καλωσόρισμα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Με ρωτούν ποιους καλλιτέχνες έχω καλέσει, ποιο είναι το θέμα του φεστιβάλ, ποιες νέες δράσεις σχεδιάζουμε – αφού κάθε χρόνο, η Στέγη και εγώ προσπαθούμε να δημιουργούμε κάτι καινούριο. Μέσα σε αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκε μία παράδοση γύρω από το φεστιβάλ, μία αίσθηση ότι αποτελεί πολιτιστικό γεγονός το οποίο προσμένουν όλοι. Οι φίλοι και οι γείτονές μου στην Κόνιτσα το παρακολουθούν, χορεύουν, αρκετοί συμμετέχουν και σε σεμινάρια παραδοσιακού χορού και τραγουδιού. Έγινε λοιπόν μία βαθιά πολιτιστική εκδήλωση – διασκεδαστική, διανοητική, σωματική και πνευματική – που φέρνει σε πρώτο πλάνο το έργο του πολιτισμού και το τοποθετεί στο κέντρο των σκέψεων και των συναισθημάτων μας.
Φέτος, το φεστιβάλ “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά” φιλοξενεί πάνω από δεκαπέντε εθνικότητες – Αμερικανούς, Βρετανούς, Ρουμάνους, Ούγγρους, Αλβανούς, Βούλγαρους, Ιταλούς και πολλούς ακόμα. Πιστεύω ότι, όταν οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους προκαταλήψεις και προσδοκίες, βιώνουν μία σχεδόν μουσικο-πνευματική μεταμόρφωση. Μίλησα με αρκετούς ανθρώπους που ήρθαν και οι οποίοι δεν φαντάζονταν ότι μπορεί να συγκινηθούν τόσο πολύ από μία μουσική τελείως ξένη σε αυτούς.
Είναι ενδιαφέρον ότι, όταν παρουσιάζω την ηπειρώτικη μουσική στην Αμερική, αρκετές φορές οι Αμερικανοί που δεν έχουν ελληνική καταγωγή την αγαπούν βαθιά. Για παράδειγμα, κάλεσα τον φίλο μου Πετρολούκα Χαλκιά -ο οποίος δυστυχώς έφυγε πρόσφατα από τη ζωή- και τον νεαρό λαουτίστα Βασίλη Κώστα να παίξουν στο Richmond Folk Festival, στη Βιρτζίνια, όπου ζούσα παλιότερα. Η εμφάνισή τους μάγεψε κυριολεκτικά το κοινό, το οποίο αποτελούνταν ως επί το πλείστον από Αμερικανούς χωρίς ελληνική καταγωγή. Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο -πολύ θεραπευτικό και μυστηριώδες- στη μουσική της Ηπείρου, ιδιαίτερα όταν ερμηνεύεται από έναν μεγάλο δεξιοτέχνη, όπως ο Πετρολούκας Χαλκιάς. Θα μας λείψει πολύ.
Ο Christopher King με τον Πετρολούκα Χαλκιά
Το φεστιβάλ “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά ’25” θα γίνει στην Κόνιτσα από τις 27 έως τις 29 Ιουνίου στο Σπίτι της Χάμκως & στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.