Αποτυπώνοντας άλλοτε την πενία σε νέα ενδιαφέροντα έργα κι άλλοτε την ανάγκη για μια καλά στερεωμένη ιστορία, το ελληνικό θέατρο δεν σταματά να βουτάει στον κόσμο του βιβλίου για να τροφοδοτήσει τις αφηγήσεις του.
Το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπό τον τίτλο της «Σκηνής των βιβλίων» υιοθετεί σκηνικές μεταφορές διάσημων ή λιγότερο γνωστών αναγνωσμάτων από την Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο.
Κάτω από αυτήν την ομπρέλα οι σκηνοθέτριες/τες Σοφία Αντωνίου, Ιώ Βουλγαράκη, Θανάσης Δόβρης, Σοφία Καραγιάννη, Έμιλυ Λουϊζου και Έλενα Μαυρίδου συναντώνται με τον Ντιντιέ Εριμπόν και τη Χαρά Ρόμβη, τον Ζοζέ Σαραμάγκου και την Κίττυ Αρσένη, τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ και τον Ρόκε Λαρράκι.
Κοινή αφετηρία τους, εκτός από τις σελίδες των βιβλίων που θεατροποιούν, τα αιχμηρά υλικά που, όλες – όλοι, χωρίς εξαίρεση, διαχειρίζονται. Πολιτικά, κοινωνικά, σατιρικά, καταγγελτικά και βαθιά ανθρώπινα.
Οι Έλληνες δημιουργοί μιλούν για τις παραστάσεις που ετοιμάζουν μέσα από τις, ερεθιστικά, δημιουργικές προκλήσεις συνάντησης με την λογοτεχνία. Οι παραστάσεις τους θα είναι οι έξι από τις οκτώ συνολικά που θα ανέβουν φέτος στις σκηνές της Πειραιώς 260. Οι άλλες δύο αφορούν τις μετακλήσεις της Ντάρια ΝτεΦλοριάν που σκηνοθετεί την «Χορτοφάγο» της νομπελίστριας Χαν Γκανγκ και την Ελίν Αρμπό η οποία μεταφέρει σκηνικά «Τα χρόνια» της Ανί Ερνό.
@Κική Παπαδοπούλου
Παρατήρησε έναν παράξενο τίτλο στην προθήκη κάποιου βιβλιοπωλείου, τράβηξε τη ράχη του βιβλίου και αυτό ήταν: η Ιώ Βουλγαράκη μόλις ξεκινούσε την γνωριμία της με το ύφος του Λαρράκι. Με έναν παραβολικό κόσμο που ασκεί κριτική σε, πάσης φύσεως, γελοιοκρατούντες και αγγίζει την δική μας κατάσταση χωρίς προσπάθεια. «Ο συγγραφέας τοποθετεί την πλοκή εντός μιας μικρής επιστημονικής κοινότητας, σε μια επαρχιακή κλινική των αρχών του 19ου αιώνα, στο μακρινό Μπουένος Άϊρες. Ήρωες του είναι μερικοί μέτριοι επιστήμονες, που μέσα από την ημιμάθεια, την αυθαιρεσία και την επιπολαιότητα τους και με μια τεράστια ανάγκη για αυτοπραγμάτωση γίνονται αναπάντεχα επικίνδυνοι. Ο Λαρράκι χτυπάει φλέβα. Γιατί εξηγεί πως η άσκηση εξουσίας είναι ένα ζήτημα που μπορεί να απασχολήσει και στον πιο μικρό πυρήνα, οπουδήποτε, στο πουθενά» εξηγεί η Ιώ Βουλγαράκη, αιτιολογώντας την επιλογή της.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν έχει (ούτε στο πρωτότυπο) άρθρο. Το γένος του/της «Μητροφάγου» παραμένει ένα ερώτημα, αλλά η λέξη στα ισπανικά παραπέμπει σε ένα φυτό που παράγει ζωϊκές κάμπιες οι οποίες στη συνέχεια καταβροχθίζουν τη μήτρα-μητέρα τους. Στην ελληνική μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου κρατήθηκε το αρσενικό γένος, δίνοντας μια ακόμα ευκαιρία στην Ιώ Βουλγαράκη να καταπιαστεί με την τοξική αρρενωπότητα. Κατά τα άλλα, ο Λαρράκι μοιάζει να μην ανησυχεί για το που θα καταταχθεί υφολογικά το έργο του· «παίζει πολύ ελεύθερα. Τον νοιάζει η σάτιρα; Το παράλογο, το σπλάτερ εποχής, η πολιτική αλληγορία; Το βέβαιο είναι ένα πολιτικό υλικό, με την ερεβώδη ατμόσφαιρα των έργων της Λατινικής Αμερικής που μας θυμίζει πως ζούμε μέσα σε νοσηρές κοινωνικές, τα κακά κύτταρα των οποίων καταστρέφουν τα υγιή».
Σε αυτό το προκλητικό έδαφος, η σκηνοθέτρια προσπαθεί να ισορροπήσει την προσέγγιση της, ερευνώντας την διαχείριση του χιούμορ που κινεί αυτό το κείμενο. «Υπάρχουν σκηνές που παίζουν έντονα με την γελοιότητα κι εκεί ο ρυθμός πρέπει να είναι αυστηρός και άλλες που έχουν στυλιζάρισμα και μια φόρμα λόγου και σώματος. Κι όλα αυτά διαρκώς υπονομεύονται από κάτι νέο. Το νιώθεις και στο βιβλίο: ενώ επικρατεί κομφούζιο και ένα κλίμα σουρεαλισμού μέσα σε φρενήρεις ρυθμούς μετά έρχεται κάτι τρομακτικό ή λυρικό να πάρει τη θέση του. Τόσο στην σκηνοθετική όσο και στην ερμηνευτική σύνθεση απαιτεί υψηλή συγκέντρωση και γενναίες αποφάσεις από όλους μας».
Είναι ένα πολιτικό υλικό, με την ερεβώδη ατμόσφαιρα των έργων της Λατινικής Αμερικής που μας θυμίζει πως ζούμε μέσα σε νοσηρές κοινωνικές, τα κακά κύτταρα των οποίων καταστρέφουν τα υγιή
Το πεδίο της θεατροποίησης βιβλίων είναι γνώριμο στην Ιώ Βουλγαράκη και αναγνωρίζει τις δυσκολίες αλλά και τη γοητεία του. Πιστεύει πως η λογοτεχνική γραφή παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία, συνεπώς για να γίνει θέατρο πρέπει κανείς να επινοήσει περιορισμούς. «Καταρχάς, καλείσαι να αφουγκραστείς τον πυρήνα του έργου και πως αυτό μπορεί να μεταφραστεί σκηνικά. Έπειτα, τίθεται το ζήτημα της φόρμας και η ανάδειξη του βασικού θεματικού άξονα. Πρώτα πρέπει να αποφασίσεις τι σου είναι πολύτιμο μέσα στο βιβλίο και μετά θα επιλέξεις το πως θα το διατυπώσεις. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η διαδικασία πως με κάποιες παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο φτιάχνεις ένα θεατρικό έργο». Βεβαίως, εδώ, την διασκευή και την δραματουργική επεξεργασία συνυπογράφει η Σοφία Ευτυχιάδου.
Πάντως, το ερώτημα της καταφυγής σε βιβλία προκειμένου να γίνουν σκηνικό υλικό παραμένει. Μήπως, τα θεατρικά έργα, ελληνικά και ξένα, δεν είναι αρκετά ή άξια ανεβάσματος; Η Ιώ Βουλγαράκη απαντά πως αν κάτι λείπει «είναι οι γραφές με στίγμα. Και είναι πιο σημαντικό να εμφανιστούν έργα με ταυτότητα, παρά έργα με ‘σωστή’ γραφή. Χρειαζόμαστε προσωπικές φωνές, προσωπική εμπλοκή στο θέατρο».
Πληροφορίες@Χρήστος Συμεωνίδης
Έχοντας στο βιογραφικό την πολυσυζητημένη σκηνική μεταφορά του «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, ο Θανάσης Δόβρης ήξερε πως αν κληθεί σε κάτι αντίστοιχο θα σχετίζεται με την ελληνικότητα. Κι ανάμεσα στα διηγήματα της Χαράς Ρόμβη με τον γενικό τίτλο «Σωτηρία» θα επέλεγε το τελευταίο και μικρότερο σε έκταση. Τον κατέκτησε αμέσως το θέμα του: Μια γυναίκα από την επαρχία, στην δεκαετία του ’80, μπαίνει σε αθηναϊκό super market και παθαίνει ντελίριο από την αφθονία. Μέσα της φυτρώνει ο σπόρος του καταναλωτισμού. «Συμβαίνει εντός της μια επανάσταση αντίστοιχη με την είσοδο των τηλεοράσεων στα μεσοαστικά σπίτια της Δύσης την δεκαετία του ’40. Το έργο μέσα από την προσωπική ιστορία μιας απλής γυναίκας – θα μπορούσε να είναι η μάνα μας, η θεία μας – μιλάει για όλους τους λιγότερο ορατούς. Όμως, για εμάς η Σωτηρία είναι κι ένας τόπος, μια χώρα γιατί από την δεκαετία του ’80 πήραμε την κατηφόρα. Ήταν η εποχή που όλα άλλαζαν μέγεθος και σίγουρα ο άνθρωπος άρχισε να μικραίνει» παρατηρεί ο Θανάσης Δόβρης.
Παρά την εμπειρία του στη θεατροποίηση βιβλίων, ο σκηνοθέτης παραδέχεται πως είναι ένα δύσκολο καθήκον. Στην περίπτωση της «Σωτηρίας», όμως, στάθηκε τυχερός. Η ίδια η συγγραφέας συνεργάστηκε μαζί του στην δραματουργία και τελικά στην δημιουργία ενός νέου θεατρικού. «Παρότι η Χαρά δεν είχε ξαναδοκιμάσει κάτι αντίστοιχο, πειραματιστήκαμε. Δεν μείναμε στη νατουραλιστική φύση του διηγήματος, αρνηθήκαμε την συνθήκη πως μια ηθοποιός αφηγείται την ιστορία μιας ηρωίδας, έχουμε απομακρυνθεί από αυτές τις λύσεις. Και νομίζω πως έχουμε ένα έργο με περισσότερο κινηματογραφική παρά θεατρική ατμόσφαιρα» σημειώνει.
Για εμάς η Σωτηρία είναι κι ένας τόπος, μια χώρα γιατί από την δεκαετία του ’80 πήραμε την κατηφόρα. Ήταν η εποχή που όλα άλλαζαν μέγεθος και σίγουρα ο άνθρωπος άρχισε να μικραίνει
Ο Θανάσης Δόβρης εμπιστεύεται τη φύση του – αυτήν του ηθοποιού όταν αναλαμβάνει καθήκοντα σκηνοθέτη και εδώ δεν άλλαξε τακτική. «Έχουμε ένα πολύ δυνατό κείμενο, η πρωταγωνίστρια μας Μαρία Παρασύρη το διαχειρίζεται με πολλή τόλμη και επίσης υπήρχε μια ιδέα: να εκμεταλλευτώ όλον τον Χώρο Ε. Αυτή η επιλογή δημιουργεί εσκεμμένες αρρυθμίες στην παράσταση, κάνει το υλικό να μοιάζει αποσπασματικό κι εκεί έρχεται το μουσικό μας ηχοτοπίο (Panu/Παναγιώτης Μανουηλίδης) να δημιουργήσει μια δική του δραματουργία».
Η εμπειρία του από την μεταφορά βιβλίων στην σκηνή του έχει μάθει πως «τα βιβλία είναι ‘μαλακά’ υλικά, αρκεί να ξέρουμε τι να τα κάνουμε» και εύχεται οι θεατές αντίστοιχων παραστάσεων ν’ αναζητούν την πηγή, το ίδιο το βιβλίο καθώς «οι αναγνώστες διαρκώς μειώνονται όσο η τεχνολογία εισβάλλει».
Πληροφορίες@Πάτροκλος Σκαφιδάς
Η Έλενα Μαυρίδου δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της να συστήσει στο θεατρικό κοινό, ένα συγγραφέα της νεότερης γενιάς. «Ο τρόπος γραφής του έχει μια μοναδικότητα, μια αυθεντικότητα, δεν μιμείται τίποτα γνωστό. Αντλεί από λαϊκά δρώμενα και παραδόσεις, τοποθετεί τη μνήμη των ανθρώπων σε φαντασιακά τοπία, φέρει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, έναν βαθύ κόσμου που, τουλάχιστον διαβάζοντας τον, είχα αγωνία να δω τι θα γίνει παρακάτω. Αν μπορώ να συνοψίσω κάπως το ύφος του είναι σε ένα λαογραφικό τρόμο. Μιλάει για πραγματικά γεγονότα ενώ τα εντάσσει σε φαντασιακά περιβάλλοντα» εξηγεί η ίδια.
Στη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «Ώπα-ώπα», «μπλάτιμοι» και «Κακό ανήλιο», η Μαυρίδου ξεχώρισε την ιστορία ενός άνδρα, του Γιάννη που στέκεται πάνω από το ανοιχτό μνήμα της μητέρας του σε ένα νεκροταφείο με το όνομα «Σαρμάντζα». Στην ντοπιολαλιά της Πιερίας – από όπου και κατάγεται ο Δομηνίκ – η σαρμάντζα είναι η ξύλινη παιδική κούνια, αλλά κι ένα μέσο μεταφοράς αντικειμένων που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι γυναίκες. Σε αυτήν την παράξενη συνθήκη, ο Γιάννης είναι ένα πρόσωπο που ζητάει την εξιλέωση, που θίγει ζητήματα οικογενειακών αλλά και κακοποιητικών δεσμών.
Αν μπορώ να συνοψίσω κάπως το ύφος του είναι σε ένα λαογραφικό τρόμο. Μιλάει για πραγματικά γεγονότα ενώ τα εντάσσει σε φαντασιακά περιβάλλοντα
Όπως και στην περίπτωση του Θανάση Δόρβη, έτσι και η Έλενα Μαυρίδου είχε την τύχη να βρίσκεται στο πλευρό της ο συγγραφέας, με αρχικό πλάνο να διασκευάσει την ιστορία. «Τελικά, κατέληξε να γράψει έναν καινούργιο μονόλογο. Έχει μετακινήσει το έργο του τόσες φορές που με εκπλήσσει, είναι εντελώς απενοχοποιημένος να δώσει άλλη θέση στα υλικά του. Και μαζί του δεν φοβόμαστε να πάρουμε ρίσκα» λέει. Το ίδιο αισθάνεται ότι πράττει σκηνοθετικά και η Μαυρίδου: δημιουργεί ένα αφαιρετικό τοπίο που άλλοτε παραπέμπει σε νεκροταφείο κι άλλοτε σε χωματερή, ώστε να έχει την ευχέρεια «της σύνθεσης και της αποσύνθεσης», όπως λέει χαρακτηριστικά, «της ελεύθερης κίνησης μέσα στο χώρο και στο χρόνο, σαν το βίωμα ενός παραληρήματος». Την ίδια ώρα, επιστρατεύει τον Γιώργο Μαυρίδη στην πρωτότυπη μουσική που έχει τη γνώση τόσο της σύγχρονης σκηνής όσο και των μουσικών παραδόσεων για να συνομιλήσει με τον κόσμο του Δομηνίκ.
Η Έλενα Μαυρίδου βλέπει με αισιοδοξία την συντήρηση της σχέσης θεάτρου – βιβλιογραφίας υπό την έννοια ότι λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των. «Ένας νέος συγγραφέας φέρνει ένα πολύ ζωντανό υλικό και το θέατρο έχει ανάγκη αυτή την ζωντάνια του τώρα. Είναι μοιραία μια δημιουργική σχέση».
Πληροφορίες@Μαρίζα Καψαμπέλη.
Μερικές φορές χρειάζεται να πάει κανείς κόντρα στα πράγματα. Και η Έμιλυ Λουίζου έβαλε όλες τις δυνάμεις της για να το καταφέρει. Γιατί η σχέση με το νομπελικό «Περί τυφλότητος» του Σαραμάγκου που ανεβάζει τώρα ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια, όταν ακόμα δούλευε ως μαθητευόμενη σκηνοθέτρια στο Πανεπιστήμιο του Μάνστεστερ. Τότε το διάβασε με αφορμή την επιθυμία του Γερμανού μέντορα της Γουόλτερ Μεγιεργιόχαν, ο οποίος σκόπευε να το ανεβάσει και μάλιστα στην διασκευή του διακεκριμένου συγγραφέα Σάιμον Στίβενς. Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Δύο χρόνια αργότερα ως resident director στο Royal Shakespeare Theater συναντήθηκε με την επιθυμία του φοβερού Πορτογάλου Τιάγκο Ροντρίγκεζ να το ανεβάσει με εκείνη ως βοηθό του. Ωστόσο, η πανδημία ακύρωσε κάθε σχέδιο. Και φτάνουμε στο 2024 όπου η Λοϊζου επικοινώνησε ξανά με τον Σάιμον Στίβενς προκειμένου να μεταφράσει την διασκευή του στα ελληνικά. Αυτή τη φορά για να το σκηνοθετήσει η ίδια.
Σήμερα, η μεγάλη έγνοια της είναι να αποδώσει την ατμόσφαιρα αυτού του ανεπανάληπτου βιβλίου. «Με ενδιαφέρει να μην κρυφτούμε πίσω από την αλληγορία του συγγραφέα, ν’ αποτυπώσουμε την βία του έργου, τη βία της εποχής μας και την ασχήμια της ανθρωπότητας. Συνεπώς, η παράσταση μας θα ακροβατεί ανάμεσα στην δυστοπία, στο σκοτάδι που συναρπάζει, θα περιέχει σκηνές ωμού ρεαλισμού χωρίς να χάνεται η ποίηση και το παραβολικό στοιχείο. Φυσικά, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η μεταφορά της αίσθησης του εγκλεισμού που δεν λειτουργεί παρά ως επαλήθευση για την άνοδο του φασισμού» εξηγεί.
Το θέμα του βιβλίου παραμένει πανίσχυρο, ειδικά στις μέρες μας, γιατί τονίζει την σημασία του να είσαι μάρτυρας μιας κτηνωδίας και να αντιδράς ή να επιλέγεις να μην βλέπεις, να επιλέγεις την απάθεια και την άγνοια
Στα βιβλιοπωλεία του κόσμου από το 2010, η ιστορία του Πορτογάλου συγγραφέα ξεκινάει την στιγμή που ένας άνθρωπος χάνει το φως του, κι έπειτα ένας άλλος, κι άλλος… Η κυβέρνηση θέτει σε καραντίνα τους, ολοένα αυξανόμενους, τυφλούς αλλά ανάμεσα τους μια γυναίκα βλέπει. «Το θέμα αυτού του βιβλίου παραμένει πανίσχυρο, ειδικά στις μέρες μας, γιατί τονίζει την σημασία του να είσαι μάρτυρας μιας κτηνωδίας και να αντιδράς ή να επιλέγεις να μην βλέπεις, να επιλέγεις την απάθεια και την άγνοια. Η όραση επηρεάζει τον τρόπο σκέψης. Με συγκινεί αυτή η μεταφορά της τυφλότητας γιατί, όπως γράφει και στο βιβλίο, ‘τυφλοί ήμασταν πάντα’. Και ας σκεφτούμε, δεν έχει να κάνει μόνο με τους πολέμους, τα θύματα, τις γενοκτονίες των ημερών μας. Οι άνθρωποι δεν παρατηρούμε τους γύρω μας, αποστρέφουμε το βλέμμα από καθετί τρομακτικό, στενάχωρο. Πόσο μάλλον, όταν βλέπουμε την εξάπλωση του φασισμού».
Απόφοιτη της Αγγλικής Φιλολογίας στο Λονδίνο, η Έμιλυ Λουϊζου μοιάζει με μέλισσα που στροβιλίζεται γύρω από ένα λουλούδι φορτωμένο με γύρη. «Είναι σπουδαίο που μπορώ να σκηνοθετώ ένα βιβλίο το οποίο με έχει συναρπάσει και ομολογουμένως δεν υπάρχουν πολλά». Κι αντί να στέκεται στο βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος, εστιάζει στην πρώτη σκηνοθεσία της σε ένα καταξιωμένο κείμενο. Η, επίσης, στέρεη βάση της δραματουργίας του Σάιμον Στίβενς την οδηγεί στη λύση της αφήγησης «για να μην χαθεί η σύνδεση με το μυθιστόρημα»· συνεπώς, όλα καταγράφονται μέσα από την οπτική της μοναδικής βλέπουσας στα τραγικά γεγονότα.
Η Έμιλυ Λουίζου είναι η μόνη Ελληνίδα σκηνοθέτρια της «Σκηνής των βιβλίων» που στηρίζεται σε ένα διεθνώς διάσημο μυθιστόρημα. Η ίδια συσχετίζει την άμεση ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση στην δυναμική που έχει καλλιεργήσει το βιβλίο όλα τα προηγούμενα χρόνια και ελπίζει, ανάμεσα τους, να βρίσκονται και θεατές που το έχουν διαβάζει «αφού το παραστατικό θέαμα και η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι».
ΠληροφορίεςΈχοντας παρακολουθήσει την σκηνοθεσία της στο «Καλά εσύ, σκοτώθηκες νωρίς» την πολιτική καταγγελία του Χρόνη Μίσσιου, η ηθοποιός Αμαλία Αρσένη προσέγγισε την Σοφία Καραγιάννη για να σκηνοθετήσει ένα ακόμα εμπύρετο κείμενο, γεννημένο κι αυτό σε εποχή σκοταδισμού για την Ελλάδα. Επρόκειτο για το «Μπουμπουλίνας 18» της Κίττυ Αρσένη, την καθηλωτική μαρτυρία της για όσα φριχτά έζησε στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στο στρατηγείο βασανιστηρίων της Χούντας μετά την σύλληψη της το καλοκαίρι του 1967.
«Το βιβλίο μου θύμισε πως παλαιότερα οι καλλιτέχνες ήταν στην πρώτη γραμμή. Γιατί η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, υποκλίθηκε στην παράσταση που έπαιζε και αμέσως μετά την συνέλαβαν». Μην θέλοντας να αποσυνδέσει την σκηνική από την πραγματική ζωή, η Σοφία Καραγιάννη αφιερώθηκε στην θεατροποίηση του βιβλίου, καταθέτοντας το συνάμα ως πρόταση για τις φεστιβαλικές παραγωγές. Εξεπλάγην όταν έγινε δεκτό, εκτιμώντας πως θα σκοντάψει «σε πολιτικές αντιρρήσεις». «Πρόκειται για μια μαρτυρία αλήθειας, ένα κείμενο αντίστασης. Δεν πουλάει συναίσθημα, περιγράφει τον ακριβή τρόπο που λειτουργεί η εξουσία, μιλάει για την αγωνία απέναντι στην εξουσία, τοποθετεί στο κέντρο της τον άνθρωπο και για όλους αυτούς τους λόγους συνομιλεί απόλυτα με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις» εξηγεί η σκηνοθέτρια, γοητευμένη από το υλικό που διαχειρίζεται. Ειρωνεία; Η μαρτυρία της Κίττυς Αρσένη συγκαταλεγόταν ανάμεσα σε άλλες που παραδόθηκαν στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποκαλύπτοντας στην Ευρώπη την κτηνωδία που συντελούνταν εις βάρος των Ελλήνων πολιτών.
Μελετώντας την «Μπουμπουλίνας 18», η Καραγιάννη αντιλαμβάνεται (συγκρίνοντας και με το συναίσθημα περιγραφής των βασανιστηρίων επί Εμφυλίου αλλά και Χούντας που αφηγείται ο Μίσσιος) πως «το γυναικείο σώμα και η γυναικεία ψυχή λεηλατείται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Νομίζω πως η εισβολή στο σώμα μιας γυναίκας δεν περιγράφεται. Κι όμως η Αρσένη έκανε τη δύναμη της ανάγκη για να μετακινηθεί από το δικό της προσωπικό βίωμα και να μιλήσει για τη βία της εξουσίας, αυτή την ομάδα τεράτων που τότε κυβερνούσε την Ελλάδα. Είναι γνωστό πως στα βασανιστήρια της ταράτσας οι αστυνομικοί έφραζαν το στόμα του θύματος με μια πατσαβούρα για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά του. Αποσιωπούσαν την αλήθεια, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα: διαστρεβλώνουν την αλήθεια ή επινοούν μια καινούργια. Το σύστημα φοβάται την αλήθεια γι’ αυτό και επιλέγει να μπαζώνει ή να διαγράφει τα γεγονότα. Και τελικά να διαγράφει τη μνήμη» τονίζει.
Πρόκειται για μια μαρτυρία αλήθειας, ένα κείμενο αντίστασης. Δεν πουλάει συναίσθημα, περιγράφει τον ακριβή τρόπο που λειτουργεί η εξουσία, τοποθετεί στο κέντρο της τον άνθρωπο
Με ένα τόσο δυνατό υλικό στα χέρια της, η σκηνοθέτρια (που συνυπογράφει την δραματουργία μαζί με την Αμαλία Αρσένη) έχει μοναδική έγνοια να μην προδώσει την συγγραφέα. Όπως σημειώνει «στο κείμενο της παράστασης δεν υπάρχουν δικές μου λέξεις. Ο,τιδήποτε έρχεται ως νέο στοιχείο, τα λόγια της Αρσένη το πετούν έξω γιατί η θερμοκρασία τους είναι συγκεκριμένη. Εγώ απλώς ανακατεύω τα κεφάλαια της μαρτυρίας. Αλλά ακόμα και αυτά ‘ζυγίζονται’ όταν έρχονται στην πρόβα. Δεν κρατάμε τίποτα που περισσεύει».
Η αφήγηση της θα εξελιχθεί μέσα σε ένα καμαρίνι, υπογραμμίζοντας την επαγγελματική ταυτότητα της καταγγέλουσας και την ευθύνη των καλλιτεχνών να μετέχουν ενεργά. Συνάμα είναι εμπνευσμένη από μια φράση της συγγραφέα όταν σταστισμένη από τα βασανιστήρια και την συνθήκη του εγκλεισμού έγραφε «έχασα τον προσανατολισμό μου· δεν ήξερα αν βρίσκομαι στο κελί ή στο καμαρίνι». «Τι είναι το καμαρίνι;» αναρωτιέται η Σοφία Καραγιάννη. «Ένας χώρος ψυχικής προετοιμασίας για τον ηθοποιό προκειμένου να αφήσει πίσω αυτό που συμβαίνει ως καθημερινότητα. Αυτό επιδιώκουμε κι εμείς: ο φαντασιακός κόσμος του θεάτρου ν’ αγκαλιάσει τη μαρτυρία αλήθειας της Αρσένη». Η σκηνοθεσία της δεν διεκδικεί τη φόρμα του θεάτρου ντοκουμέντου, αλλά παντρεύει το ρεαλιστικό με το ποιητικό και συμβολικό στοιχείο «ως δρόμο ελευθερίας».
Φυσικά, πυρηνικής σημασίας είναι η παρουσία και ερμηνεία του ρόλου από την Αμαλία Αρσένη, ανιψιά της γράφουσας, και κατά δήλωση της, βαθιά επηρεασμένης από την θεία της. Παρόλα αυτά, η Σοφία Καραγιάννη έχει ζητήσει από την πρωταγωνίστρια της να «ξεχάσει την συγγένεια, να απαλλαγεί από το συναισθηματικό βάρος, να καμωθεί πως δεν γνωρίσει την ηρωίδα για να μπορέσει να την ξαναφτιάξει».
Πληροφορίες@Ανδρέας Κανελλόπουλος
Ο Ντιντιέ Εριμπόν ήταν η επιδραστικότερη μορφή για το νεότερο του Γάλλο συγγραφέα Εντουάρ Λουί – γνωστό και από τα θριαμβευτικά θεατρικά ανεβάσματα έργων του. Φυσικά, δεν αρκεί αυτό για να περιγράψει την διεισδυτικότητα με την οποία ο Ντιντιέ Εριμπόν ανατέμνει την γαλλική κοινωνία και δη τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε λειτουργήσει ως μεγάφωνο για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των ηλικιωμένων ανθρώπων.
Στο δεύτερο βιβλίο του, αφιερωμένο στη μητέρα του (το πρώτο γράφτηκε στη μνήμη του πατέρα του) η σκηνοθέτρια Σοφία Αντωνίου – με την βοήθεια της δραματολόγου Εύας Φρακτοπούλου – συνάντησε μια οικουμενική ιστορία αλλά και ένα αίσθημα ζωής για τους δικούς της ανθρώπους που μπαίνουν στην Τρίτη ηλικία. «Συνδέθηκα αμέσως με το θέμα του γήρατος, αναγνώρισα σε αυτό τους γονείς μου – επίσης ανθρώπους της εργατικής τάξης – αλλά είδα και την δική μου μελλοντική ιστορία γιατί όλοι μας θα γεράσουμε, αν είμαστε τυχεροί» εξηγεί η σκηνοθέτρια, εστιάζοντας στην προβληματική του Εριμπόν πως οι ηλικιωμένοι είναι μια ομάδα στο κοινωνικό περιθώριο, συχνά εξαρτώμενα άτομα, άρα και χωρίς φωνή ή και χωρίς πρόσβαση σε δικαιώματα, χωρίς «ένα πολιτικό ‘εμείς’».
Ανασυνθέτοντας τη ζωή της μητέρας του, μιας γυναίκας συντηρητικής που έκανε σειρά εργασιών για να ζήσει (οικιακή βοηθός, καθαρίστρια, εργάτρια σε εργοστάσιο) ο Εριμπόν «περνάει από την προσωπική στην κοινωνική, πολιτική και συλλογική κλίμακα, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι η προστασία του γήρατος είναι υποχρέωση όλων μας αφού, όπως λέει στο βιβλίο, ‘η ζωή δεν είναι μόνο η ζωή με υγεία αλλά και μια φθίνουσα ζωή’». Φυσικά, και το προσωπικό στοιχείο έχει βαρύτητα: ο, σήμερα, διάσημος συγγραφέας και στοχαστής υπήρξε γιος μιας συντηρητικής οικογένειας της εργατικής τάξης από την οποία θέλησε διακαώς να αποδράσει· και το κατάφερε σπουδάζοντας και αλλάζοντας ταξική ομάδα. Όμως, ο θάνατος της μητέρας του τον έφερε ξανά στην ανάγκη να την κατανοήσει, να την αποδεχτεί, να την συγχωρέσει.
Περνάει από την προσωπική στην κοινωνική, πολιτική και συλλογική κλίμακα, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι η προστασία του γήρατος είναι υποχρέωση όλων μας
Στην διαδικασία της πρόβας, όχι τυχαία, η ομάδα υιοθέτησε το ρυθμό λειτουργίας των ηλικιωμένων ηθοποιών, τονίζοντας πως έχουμε να μάθουμε πολλά από τους μεγαλύτερους.
Το βιβλίο του Εριμπόν ακροβατεί ανάμεσα δοκιμιακή γραφή, στον απλοποιημένο λόγο και την ακαδημαϊκή γνώση. Θεατροποιώντας, η Αντωνίου και η Φρακτοπούλου επιχείρησαν να του δώσουν μια αίσθηση προφορικότητας, να αποκτήσει μια αφηγηματική ροή αλλά και να εντάξουν το στοιχείο της χορικότητας, αφού το εύρημα της σκηνοθεσίας θέλει ένα Χορό γερόντων στην παράσταση – μια κοινότητα που επιτέλους εκπροσωπείται. «Η σκηνοθεσία χτίζεται γύρω από μια υποτιθέμενη συζήτηση για το βιβλίο, μέσα σε μια ρεαλιστική συνθήκη, ενώ γύρω από αυτήν αναπτύσσεται ένας αναμνησιακός χώρος που, με τη σειρά του θα ανατραπεί από τον Χορό των Γερόντων. Είναι μια παράσταση – ζώνη επικοινωνίας ανάμεσα στον κόσμο της ακαδημαϊκής ανάλυσης και του αγνού συναισθήματος» παρατηρεί η σκηνοθέτρια της.
Τα βιβλία του Ντιντιέ Εριμπόν γνωρίζουν τεράστιας αποδοχής στη Γαλλία και η Σοφία Αντωνίου εύχεται οι παραστάσεις που αξιοποιούν λογοτεχνικό υλικό είτε να λειτουργούν ως διαφήμιση για έναν δημιουργό και το έργο του, ακόμα και να εμπνέουν θεατές να διαβάσουν περισσότερο· «αν και όπως βλέπουμε γύρω μας, οι περισσότεροι είναι στραμμένοι στις οθόνες».
Πληροφορίες