Ο Βασίλης πίσω από τον Παπαβασιλείου
Ο Γιάννης Μπέζος, ο Θέμης Πάνου, η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιάννης Καλαβριανός, ο Άγγελος Μπούρας και ο Θανάσης Δήμου μοιράζονται το βίωμα τους ως φόρο τιμής στον Βασίλη Παπαβασιλείου.

Την ημέρα του τελευταίου αντίο στον Βασίλη Παπαβασιλείου – σε αυτόν τον καλλιτέχνη φαινόμενο – συντεχνίτες του με τους οποίους συναντήθηκε σε διάφορες φάσεις της πορείας του – οι περισσότεροι φίλοι ζωής και στενοί συνεργάτες – μιλούν για τον άνθρωπο στην πίσω πλευρά: Τον Βασίλη, σκέτο. Εκείνον που δεν στεκόταν ως τοτέμ πνευματικού μεγαλείου (παρότι θα μπορούσε) αλλά ως άνθρωπος που νοιαζόταν για τον άλλο· σκέτο. Πίστευε πως αυτό θα πήγαινε τη ζωή παρακάτω και, σίγουρα, κάπου καλά. Κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο σημαντικό.
Ο Γιάννης Μπέζος, ο Θέμης Πάνου, η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιάννης Καλαβριανός, ο Άγγελος Μπούρας και ο Θανάσης Δήμου μιλούν για τον Βασίλη Παπαβασιλείου, ακόμα κι αν κάποιοι δυσκολεύονται να υιοθετήσουν κιόλας τον αόριστο χρόνο για εκείνον. Είναι βέβαιο πως ο ίδιος, ένας εντελής ασκητής της ελληνικής γλώσσας, θα τους μάλωνε. Αλλά είναι και η στιγμή που το βίωμα γίνεται μνήμη.
Γιάννης Μπέζος, ηθοποιός – σκηνοθέτης: «Είχε μια σπάνια ιδιαιτερότητα, έκανε μια μίξη όταν έπαιζε, ήταν ο ίδιος, ήταν το έργο, ο ρόλος και η σκηνή μαζί»
Η γνωριμία μας με το Βασίλη πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω. Μετά την αποχώρηση του από τη «Σκηνή» παρακολουθούσα σταθερά τις δουλειές του: όταν δημιούργησε την «Εποχή» το δικό του σχήμα, έζησα από κοντά την οικονομική ταλαιπωρία, τα άγχη και τα προβλήματα που αυτή του έφερε. Συναντιόμασταν πολύ συχνά ενώ ακόμα πιο συχνές ήταν οι τηλεφωνικές μας επικοινωνίες. Και βέβαια, ήμασταν όσο κοντά γινόταν και κατά τους μήνες της περιπέτειας υγείας του, σε μια προσπάθεια να απαλύνουμε κάπως αυτήν την κατάσταση. Ήταν ένα σκληρό, δύσκολο διάστημα για εκείνον.
Ο Βασίλης – αν μπορώ να συνοψίσω το αίσθημα μου – ήταν ένας υπερταλαντούχος άνθρωπος. Δεν ήταν μόνο ένας σκηνοθέτης, ένας δάσκαλος, ένας διανοούμενος. Δρούσε σε όλα με ταλέντο. Στο θέατρο, ως ηθοποιός ήταν σπουδαίος. Είχε μια σπάνια ιδιαιτερότητα, έκανε μια μίξη όταν έπαιζε: ήταν ο ίδιος, ήταν το έργο, ο ρόλος και η σκηνή μαζί. Μπορούσε να τα φτιάξει και να διαλύσει όλα, σύμφωνα με τη βούληση του. Ο Βασίλης ήταν ένα σκηνικό φαινόμενο. Κι από την άλλη, είχε ένα πολύ γερό, βαρύ μυαλό, ένα χιούμορ φοβερό και κάτι – που δεν συναντάμε συχνά – μια δυσεύρετη χρήση των ελληνικών. Και σε αυτήν την καλή γνώση της γλώσσας έβλεπες το αποτύπωμα της σκέψης του το οποίο, μ’ έναν τρόπο, σε υποχρέωνε να σκεφτείς ανάλογα.
Συνεργαστήκαμε μόνο μια φορά, το 2005, όταν με σκηνοθέτησε στον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου, αλλά η σχέση μας είχε ξεφύγει από αυτό, ήταν μια σχέση συνομιλητική, μια φιλία. Μην φανταστείτε πως κάναμε βαριές συζητήσεις: τον ενδιέφερε πολύ η ζωή του θεάτρου, τα αθλητικά και κυρίως για τα πολιτικά. Πάντα βασανιζόταν με όσα γίνονταν στη χώρα μας, πίστευε βαθιά ότι το θέατρο είναι πολιτική πράξη. Ιδίως μετά την κρίση των μνημονίων παρατηρούσε την κατάσταση αυτή με μεγάλη στενοχώρια. Και όλον αυτόν τον πόνο του Έλληνα για την πατρίδα του, προσπαθούσε να τον ξορκίσει με το χιούμορ του. Η αλήθεια είναι πως προσπάθησα να κλέψω πολλά από εκείνον – δεν ξέρω αν το κατάφερα – και το πλέον βέβαιο είναι πως πραγματικά θα μου λείψει.

Για μένα (φαντάζομαι και για άλλους συνεργάτες του) υπάρχει ένα παράδοξο: ήταν ο Βασίλης και ήταν και ο Παπαβασιλείου. Η πρώτη μας συνεργασία ήρθε το 2000, όταν σκηνοθέτησε τον «Οιδίποδα τύραννο» για το Εθνικό Θέατρο. Ξανασυναντηθήκαμε είκοσι χρόνια μετά, το 2020 στην «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα» του Μαριβώ για το ΚΘΒΕ. Ωστόσο, αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια ήρθαμε πολύ κοντά. Γιατί πέραν από τη σοφία που τον χαρακτήριζα διέκρινα κι έναν άνθρωπο με την τρυφερότητα ενός παιδιού. Άρχισα να καταλαβαίνω πως έτσι δούλευε ο Βασίλης, με μια διαδικασία συναισθηματικής προσέγγισης προς τον άλλο και τελικά αυτό μου δίδαξε: πως δεν γίνεται να πας παρακάτω στην Τέχνη αν δεν πλησιάσεις τον συνεργάτη σου και δεν του πάρεις από πάνω του την αίσθηση πως αυτήν δεν ήταν παρά μια εκτέλεση.
Η ζωή είναι κάτι το τόσο φευγαλέο και το μόνο που μένει πίσω είναι οι βαθύτατες σχέσεις. Γνωρίζοντας το, μόνον έτσι δημιουργούσε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με το νοιάξιμο για τον άλλο κι αν δεν το είχε καταφέρει σημαίνει πως υπήρχε κάτι που δεν είχε κατακτηθεί. «Τί νόημα έχει;». «Τι μπορούμε να κάνουμε;». Αυτή ήταν η αφετηρία της σκέψης μας δουλεύοντας κοντά του. Χωρίς την ανθρωπινότητα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε Τέχνη, ούτε Πολιτεία. Κι αυτό το εμπεριείχε ο Βασίλης περισσότερο από όλα.
Όλια Λαζαρίδου, ηθοποιός – σκηνοθέτρια: «Υπάρχουν ακόμα μερικά πουλιά αυτής της σπάνιας ράτσας σαν του Βασίλη γύρω μας. Ας τα νοιαστούμε»
Ο Βασίλης ήταν ένας λευκός κλόουν. Σπαρακτικός και αστείος. Οικείος μα και απρόσιτος. ΄Ισως αυτό το τελευταίο του χαρακτηριστικό ήταν που τον έκανε να μας γλιστρήσει έτσι ξαφνικά από τα χέρια. Άκουγα φήμες πως ο Βασίλης δεν είναι καλά. Αντιλαμβανόμουν μια συσπείρωση φίλων και κοντινών του να στηρίξουν, να βοηθήσουν. Και ξαφνικά, πριν καλά – καλά το καταλάβουμε – σαν ένα ακόμα αστείο του – το κακό μαντάτο.
Ναι, έτσι είναι που φεύγουν κάποιοι άνθρωποι, κάποιοι πολύ σπουδαίοι άνθρωποι. Και γι’ αυτό δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Όμως, υπάρχουν ακόμα μερικά πουλιά αυτής της σπάνιας ράτσας σαν του Βασίλη γύρω μας. Λίγα, αλλά υπάρχουν. Ας τα νοιαστούμε κι ας φροντίσουμε να μην χαθεί το ίχνος τους. Το εύθραυστο και απροστάτευτο.

Για 25 χρόνια, του μιλούσα στον πληθυντικό. Ενώ ο ίδιος με κάθε τρόπο ενέπνεε τον ενικό. Αλλά πώς να μιλήσεις στον ενικό σε μια «γριά 100-200 ετών…»
Γνώρισα τον Βασίλη Παπαβασιλείου όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη με την Ελένη, του Ρίτσου, και έψαχνε έναν νέο ηθοποιό, για να αντικαταστήσει τον Νίκο Σακαλίδη, για τον βουβό ακροατή της Ελένης. Το πιθανότερο είναι να με επέλεξε, εξαιτίας της προηγούμενης ενασχόλησής του με την Ιατρική, μια και εγώ τότε έκανα αγροτικό στη Νέα Σάντα Κιλκίς. Στην αρχή της παράστασης, έβαζε κραγιόν και ξεκινούσε: «Ναι, εγώ είμαι…» και δεν αμφέβαλλες πως ήταν εκείνη. Η φανερή χειρονομία της, επί σκηνής, υποστήριξης των λέξεων και της ιστορίας ενός προσώπου, με το άπλωμα του χεριού στον θεατή να ακολουθήσει αυτή τη σύμβαση, έγινε χωρίς να το καταλάβω και η δική μου αρχή στο τρικυμιώδες ταξίδι του θεάτρου. Σε όλες τις παραστάσεις πλάνταζα. Δεν μου είπε ποτέ να μην το κάνω. Το κατάλαβα. Στον Βασίλη εντυπωσιαζόσουν από τα λεγόμενα, αλλά ταραζόσουν από τα άρρητα.
Όταν μετά το τέλος των παραστάσεων τον ρώτησα, πώς να συνεχίσω τις σπουδές μου στο θέατρο, μου είπε «φύγε, στο εξωτερικό». Έμεινα στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσα το Τμήμα Θεάτρου, ήθελα να τον πάρω να του το πω. Την ίδια μέρα βρήκα ένα μισό μήνυμά του στον τηλεφωνητή. Τον κάλεσα να μου πει το υπόλοιπο. Μου πρότεινε να κατέβω στην Αθήνα «για 3 μήνες, όχι περισσότερο» για να γίνω βοηθός του στον «Αρχοντοχωριάτη», που θα ανέβαζε για το Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ακούσω αυτή τη φορά. Ήμουν ο βοηθός του και την επόμενη χρονιά, στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις», του Γκαίτε.
Διαβάζω τα τετράδια των σημειώσεων εκείνων των χρόνων πριν από κάθε καινούρια μου παράσταση. Και ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω από πού έπεσε, ποιας γενιάς και συνθήκης γέννημα ήταν αυτός ο εξωγήινος. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, έμοιαζε να έρχεται από κάπου αλλού. Που το πλάτος των ενδιαφερόντων και το βάθος των σκέψεων και των συνδυασμών τους, οδηγούσαν σε ατάκες αδιανόητης απλότητας που σου δυναμίτιζαν τη μέρα. Γι’ αυτό και ήταν αγαπητός από όλους. Ενώ καταλάβαινες από την αρχή πως δεν γινόταν να σταθείς ως ισάξιος συνομιλητής του, όχι μόνο δεν σε πείραζε, αλλά το επιζητούσες, για την επανατοποθέτηση ενός πολύ υψηλού πήχη, ως μια απλή καθημερινή άσκηση αυτοβελτίωσης.
Δεν έχω ξαναδεί πιο σοβαρό και, μαζί, αστείο άνθρωπο. Πιο αυτοκαταστροφικό. Πιο διαυγή. Πιο έμπλεο πάθους και ταυτόχρονα ψύχραιμο. Πιο κυνικό. Πιο σαρκαστικό. Πιο παιχνιδιάρη. Που να είναι μαζί λόγιος και λαϊκός. Του άρεσε να μιλάει. Και το κοινό του ήταν το ευρύτερο δυνατό. Από πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, φοιτητές, μέχρι τα παιδιά των ηθοποιών και οι καθαρίστριες του θεάτρου. «Το ζητούμενο παιδί μου είναι να φτιάχνουμε νησίδες πολυτελείας για τους πολλούς, μέσα στην απίστευτη φτήνια…»
Διαβάζω αυτές τις ημέρες αφορισμούς που είπε ή έγραψε, κρίσεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας, για το κόστος που πρέπει να πληρωθεί πριν διαμορφωθεί μια άποψη, για τον τρόπο ζωής που τοκίζεται και φανερώνεται μεγαλώνοντας. Δεν χωράνε στο μυαλό μου. Όπως δεν χωρούσε ποτέ και η πιθανότητα πως μπορεί να πεθάνει. Γιατί αρνούμαστε ανθρώπινες ιδιότητες σε ό,τι μας υπερβαίνει. Είτε ως πρόσωπα, είτε ως Πολιτεία. Που θα έπρεπε να αναγνωρίσει ως εθνικό κεφάλαιο τους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους που σέρνουν το άχθος της φτήνιας μας.
Δεν μπορώ εδώ και τέσσερις ημέρες να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά. Δεν ξέρω τί να πρωτοπώ, πώς να περιγράψω τον άνθρωπο που ενώ μιλούσε, το μέγιστο μακροχρόνιο κέρδος δεν θα έρθει από όσα είπε, αλλά, από τη στάση του στην Τέχνη. Ως μικρή πρώτη νίκη, σημειώνω τον κερδισμένο σεβασμό με τον οποίο μιλούν γι’ αυτόν όχι οι συνάδελφοι ή οι φίλοι του, αλλά η κυρία σε ένα καφέ, χτες, που έλεγε: «διαβάζω για αυτόν τον Παπαβασιλείου, τι έλεγε βρε παιδί μου, τρελάθηκα, ψάχνω και άλλες συνεντεύξεις του.» Στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της εικόνας και της διασημότητας πάσει θυσία, υπάρχουν και κάποια όντα 100, 200 χρονών, που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Οι τρεις μήνες, έγιναν 25 χρόνια. Τελικά, του μίλησα στον ενικό μία και μοναδική φορά, στην τελευταία μας συνάντηση, στο νοσοκομείο.
Υ.Γ. Το να μιλάς με το δικό σου παράδειγμα για αντίστοιχες προσωπικότητες, εμπεριέχει τον κίνδυνο να γίνεις καταγέλαστος, όπως εκείνοι που ψάχνουν φωτογραφίες τους με τους αποδημήσαντες ή αυτοχρίζονται συνεχιστές της τέχνης των μεγάλων δασκάλων. «Αστεία πράγματα παιδί μου, αστεία πράγματα…».
Άγγελος Μπούρας, ηθοποιός: «Μας έμαθε ότι το θέατρο, όπως και η ζωή, είναι μια πράξη ελευθερίας – και το γέλιο, όταν είναι στοχαστικό, μπορεί να είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή της»Προσπαθώ να γράψω κάτι για τον Βασίλη, αλλά τελικά δεν αντέχω και προσπαθώ ξανά… Μάταια να χωρέσω την ευγνωμοσύνη μου, τον θαυμασμό μου και τη διαμόρφωση μου καλλιτεχνική και μη, σε λίγες λέξεις.
Ο Βασίλης δεν ήταν απλώς ένας καλλιτέχνης· μας έδειξε πώς να παρατηρούμε τον κόσμο, χωρίς να τον συνηθίζουμε. Πώς να βλέπουμε το παράλογο της ελληνικής πραγματικότητας, όχι σαν μια θλιβερή σταθερά, αλλά σαν ένα πεδίο κριτικής, χιούμορ και αντίστασης. Δεν υπήρχε ποτέ απλός ρόλος. Υπήρχε θέση. Στάση. Πολιτική και υπαρξιακή.
Μας έμαθε να μην εξαντλείται η παρουσία μας στον παρόντα χρόνο, αλλά να υποσχόμαστε με ανοιχτά ενδεχόμενα, να μην φοβόμαστε την ειρωνεία, τον στοχασμό, την αντίφαση, την ξεφτίλα, την αναίτια χαρά της σκηνής, να έχουμε το κουράγιο να πούμε «δε θέλω να είμαι αρεστός»… Και πάνω απ’ όλα ότι τα αδιέξοδα τα γεννούν οι απόλυτες βεβαιότητες, όχι οι απορίες. Ότι ο πραγματικός στοχασμός ξεκινά από την αμφιβολία και την αναζήτηση, όχι από την κατοχή της αλήθειας.
Και εκεί πάνω σ’ αυτή τη ρωγμή χάνω τον Βασίλη που απαντούσε στα ερωτήματα μου. Όχι δίνοντας μου έτοιμες απαντήσεις, αλλά κρατώντας ζωντανή τη δυνατότητα του ερωτήματος. Μας έμαθε ότι το θέατρο, όπως και η ζωή, είναι μια πράξη ελευθερίας – και το γέλιο, όταν είναι στοχαστικό, μπορεί να είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή της. Μας έμαθε να μη φοβόμαστε να αμφιβάλλουμε. Να διαβάζουμε, να ακούμε, να συνδέουμε.
Μας έμαθε και τον Σπινόζα – του τι χρωστάμε και αυτό… «Το ατελές γνωρίζει κάτι το οποίο το τέλειο, το αγνοεί», έλεγε εκείνος – και το κρατώ σαν επίλογο, σαν χρέος. Γιατί κάπως έτσι ήταν κι ο ίδιος: βαθιά ανθρώπινος, ασυμβίβαστος, ελλιπής με τον ωραιότερο τρόπο. Και γι’ αυτό, αληθινός.
Θανάσης Δήμου, ηθοποιός: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι και πρέπει να τους αγαπάει κανείς»
Αυτές τις πρώτες ώρες της εκδημίας του, μου έρχονται στο μυαλό αυτά τα λόγια: «τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι και πρέπει να τους αγαπάει κανείς». Είναι τα λόγια της Έλενας για τον Αστρώφ από τον «Θείο Βάνια» του Αντόν Τσέχωφ· έναν συγγραφέα που πολύ αγάπησε και που ποτέ δεν ανέβασε – αυτός ο πρώην σπουδαστής της Ιατρικής. Έναν συγγραφέα που πολύ συνομίλησε μαζί του και που τον σκεπτόταν πολύ τελευταία…