Στο άκουσμα του ονόματος της Αριάν Μνουσκίν δεν έρχεται απλώς στο νου η ιδρύτρια ενός θρυλικού ευρωπαϊκού θιάσου. Αλλά μια κατεξοχήν πολιτικά ενεργή δημιουργός, η οποία από την δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα (δηλαδή, μισό και πλέον αιώνα μετά) δεν έχει παρεκκλίνει, δεν έχει μετακινηθεί από τις πεποιθήσεις της περί δικαίου, δημοκρατίας, κοινωνικής ελευθερίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια μαχόμενη οραματίστρια, γνήσιο παιδί του Μάη του ’68, με όπλα τις πανανθρώπινες αξίες εφαρμοσμένες στη μεταφορά του θεάτρου. Η ζωή και η δράση του Theatre du Soleil, αυτής της απίθανης, διαρκώς ανανεούμενης με καινούργιο δυναμικό, κολεκτίβας που ασπάζεται τη ‘θρησκεία’ του ουμανισμού επαληθεύει, τρόπον τινά, τη θεατρική ουτοπία.
Η τελευταία φορά που η Αριάν Μνουσκίν βρέθηκε στην Ελλάδα ήταν κάθιδρη, κάτω από τον καυτό ήλιο της πλατείας Συντάγματος να ενορχηστρώνει ένα πολιτικό δρώμενο: η Δικαιοσύνη (μια γιγαντιαία μαριονέτα που αιμορραγεί καθώς μαύρα πουλιά βρίσκονταν στο κατόπι της) έδινε το παρών στο κίνημα της πλατείας. Θυμηθείτε το μνημονιακό 2011 – η Μνουσκίν ήταν (και) εκεί.
Σήμερα, καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μαίνεται επί 2.5 χρόνια, η ομάδα της Μνουσκίν επιστρέφει στην ανάγκη να ερμηνεύσει τις συνθήκες και τους παράγοντες που τρέφουν και ανδρώνουν την απολυταρχία. Ένα βίντεο του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν που αιτιολογεί την εισβολή στην Ουκρανία παύεται ακαριαία με τους βρυχηθμούς ενός επαναλαμβανόμενου «σκάσε!»· και είναι αυτή η αρχική σύνδεση της τρέχουσας πραγματικότητας με την στάση των Ρώσων εξουσιαστών 100 χρόνια πριν απέναντι στον ουκρανικό λαό.
Έτος 1917: με αφετηρία τα γεγονότα της Φεβρουριανής και στη συνέχεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια περίοδος που επέδρασε καθοριστικά (αν δεν επιδρά ακόμα) στην πορεία των γεγονότων της νεότερης ευρωπαϊκής Ιστορίας, η Μνουσκίν – με τη συνεργασία της συγγραφέα και φιλοσόφου Ελέν Σιξού – καταγράφει την πρώτη μεγάλη κοινωνική εξέγερση του 20ου αιώνα. Και μάλιστα, εν και καιρώ πολέμου, καθώς ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος διένυε το τρίτο έτος του. Η εργατική τάξη, οι αγρότες και οι στρατιώτες της Ρωσίας επαναστατούν εναντίον του τσαρικού καθεστώτος και της αστικής τάξης, με αίτημα την πτώση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Οι πυρετώδεις πολιτικές ζυμώσεις, ο σχηματισμός νέων κοινωνικών ιδεών, η δίψα της λαϊκής βάσης για ισοτιμία και αδελφοσύνη φέρνουν στο προσκήνιο προσωπικότητες όπως ο Βλαντιμίρ Λένιν (καταρχήν αυτόν), o Αλεξάντρ Κερένσκι, ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Λέων Τρότσκι ενώ στο πολεμικό μέτωπο εκκολάπτεται το αυγού του φιδιού, ο Αδόλφος Χίτλερ.
Επιλέγοντας αποσπάσματα από βασικούς ιστορικούς σταθμούς της διετίας 1917 – 1918, η παράσταση «Εδώ έχει δράκους» παρακολουθεί πως μια μεγαλειώδης λαϊκή επανάσταση αλλά και ευγενείς ιδέες διαστρεβλώνονται, μετατρέπονται σε όπλα βίας και τελικά συστηματοποιούνται σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η Μνούσκιν δεν χαρίζεται.
Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής η ίδια (κόρη του κινηματογραφικού παραγωγού Αλεξάντρ Μνουσκίν) δεν παρατηρεί απλώς, αλλά μεταφέρει το βίωμα των προγόνων της. Οι παππούδες της έφυγαν κυνηγημένοι από τη Ρωσία ως Εβραίοι, βρήκαν καταφύγιο στο Παρίσι για να πέσουν τελικά στα χέρια των ναζιστικών δυνάμεων και να πεθάνουν (ανάμεσα στο 1,1 εκατομμύριο θυμάτων) στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς. Στα 86 της χρόνια, η ίδια είναι ένα παιδί της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας. Κι αν ακόμα σημεία της παράστασης της ολισθαίνουν προς τον διδακτισμό, η Μνουσκίν επιμένει πως η ιστορική γνώση και κατανόηση ξεκλειδώνει το «γιατί» κάθε πολιτικής χίμαιρας.
Φυσικά, το «Εδώ έχει δράκους» δεν ανεβαίνει ως ένα μάθημα ιστορίας. Είναι, πέρα για πέρα, θέατρο: λαϊκό, άμεσο, εξωστρεφές, μνημειώδες, θεαματικό, πολυπρόσωπο, σκωπτικό. Ένα θέατρο όπου ο ιστορικός και ο μυθοπλαστικός χρόνος εισχωρούν ο ένας τον άλλο, κρατώντας μια θέση στη μαγεία της αναπαράστασης.
Η αλήθεια είναι πως η ποιητική διάσταση του θεάτρου της Μνουσκίν δεν δικαιώνεται στον ίδιο βαθμό με προηγούμενες παραγωγές της που είχαμε το προνόμιο να δούμε στην Αθήνα. Αλήθεια είναι, επίσης, πως ο ακαδημαϊσμός κερδίζει έδαφος στη ματιά της. Και πως η δραματουργία – είτε μέσα από τον καταιγισμό της ιστορικής πληροφορίας και της ανάλυσης των πολιτικών θεωριών, είτε μέσα από τις χαλαρές συνδέσεις των επεισοδίων που τα αφηγούνται – πάσχει σοβαρά.
Παρόλα αυτά, το Θέατρο του Ήλιου, εξακολουθεί στα 60 χρόνια της δράσης του, να παράγει παραστατικά φαινόμενα. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς κάποιους από τους στοιχειώδεις κανόνες του. Καταρχάς, τους ηθοποιούς καθώς συστήνουν ένα αδιαίρετο σύνολο: πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεατρικό σχήμα δεν υπάρχει αυτή η απρόσβλητη ισοτιμία των, επί σκηνής, όρων λειτουργίας μιας ομάδας. Έπειτα, η πειθαρχία και ο συντονισμός τους· λειτουργούν ως ένας στρατός μυρμηγκιών που, είτε συμβάλλει για το στήσιμο της επόμενης σκηνής (μεταφέροντας σκηνικά και φωτισμούς), είτε παίζει σε αυτήν, έχει τον ίδιο ενεργό ρόλο. Η ατράνταχτη γοητεία στις παραστάσεις του Θεάτρου του Ήλιου, έτσι κι εδώ, βρίσκεται στον εμβολισμό του θεάτρου από στοιχεία βωβού κινηματογράφο: οι ηθοποιοί δεν παράγουν ζωντανό λόγο, αλλά συγχρονίζονται με τους ηχογραφημένους διαλόγους – εδώ είναι, ως επί τω πλείστον, στα ρωσικά και τα ουκρανικά. Η πρακτική αυτή – ειδικά σε μια παράσταση όπου η πλοκή ζωντανεύει εμβληματικές πολιτικές φιγούρες – έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς υιοθετεί μιαν απόσταση (εν είδει σχολιασμού) από τα λεγόμενα. Και μαζί με τη χρήση μασκών, τα πρόσωπα αποκτούν μιαν όψη πολιτικού σκίτσου, η οποία τα αποσυνδέει από το μέγεθος της ιστορικής προσωπικότητας και τα αφήνει εκτεθειμένα στο έλεος της κριτικής.
Η συνοχή ολόκληρης της παράστασης αντλεί από την αισθητική του βωβού: η σκοτεινή, ασπρόμαυρη παλέτα κοστουμιών και σκηνικών, τα πανιά στο φόντο, τα σκηνικά που εγκαθίστανται και απεγκαθίστανται κάθε τόσο σε live χρόνο, η αδιάκοπη κίνηση των ανθρώπων, η έντονη σωματικότητα, όλα συντελούν σε ένα σύμπαν ταυτισμένο με την διαλεκτική της Αριάν Μνουσκίν.
Ωστόσο, πάνω από το εικαστικό λεξιλόγιο της πυκνής θεατρικότητας, στέκεται η παρρησία μιας δημιουργού να επιμένει αδιαπραγμάτευτα στην κοινωνική και πολιτική αφύπνιση (δύσκολα θα βρούμε καλλιτέχνες των ημερών μας να επιτίθενται ανοιχτά στον Πούτιν και στην καταγωγή του ρωσικού ολοκληρωτισμού).
Στην παράσταση, η παρουσία μιας γυναίκας (την υποδύεται η ηθοποιός Ελέν Σινκ) που παρεμβαίνει πότε στον θεατρικό και πότε στον ιστορικό χρόνο (λειτουργεί, δηλαδή, άλλοτε ως σκηνοθέτρια ή σχολιάστρια της παράστασης και άλλοτε συνδιαλέγεται με τους χαρακτήρες/Ρώσους ηγέτες) θα μπορούσε να ερμηνευτεί κάλλιστα ως μια ρέπλικα της ίδιας της Μνουσκίν στο παραστατικό πεδίο. Θα μπορούσε, επίσης, να αντιπροσωπεύει και κάθε άνθρωπο που, στην εποχή του, προσπαθεί να αντιληφθεί τι στο καλό συμβαίνει μέσα στο χάος των γεγονότων και κάτω από την εξουσιαστική βία με κόστος την ανώνυμη ζωή. «Θα χυθεί αίμα», αναφέρεται κάπου στο κείμενο. «Του λαού ως συνήθως» καταλήγει η φράση. Κι ο λαός είμαστε εμείς, οι θεατές.