MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
29
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Κριτική Θεάτρου: “Ζωρζ Νταντέν: ο Άναυδος Σύζυγος” στο θέατρο Τέχνης

Κριτική για το έργο του Μολιέρου “Ζωρζ Νταντέν: ο Άναυδος Σύζυγος” του Μολιέρου, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης (σκηνή της Φρυνίχου), σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη.

stars-fullstars-fullstars-halfstars-emptystars-empty
author-image Ματίνα Καλτάκη

Aς το παραδεχθούμε: όλα τα έργα των συγγραφέων που αποτελούν τον χρυσό κανόνα της θεατρικής γραφής δεν έχουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν ενδιαφέρον το ανέβασμά τους σήμερα. Όχι επειδή δεν είναι καλογραμμένα αλλά γιατί η υπόθεσή τους είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την εποχή κατά την οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν, ώστε να μην μπορούν να συγκινήσουν τους σημερινούς θεατές. Ο «Ζορζ Νταντέν» (1668) του Μολιέρου είναι ένα απ’ αυτά.

Η υπόθεση του έργου
Ο Νταντέν είναι ένας πλούσιος γαιοκτήμων, ώριμος σε ηλικία που αποφασίζει να παντρευτεί μία κοπελίτσα από αριστοκρατική αλλά οικονομικά ξεπεσμένη οικογένεια. Η νέα, η Αγγελική, δεν σέβεται τον σύζυγο που της έδωσαν οι γονείς της (καθώς –όπως λέει- την «αγόρασε» χωρίς να εξετάσει τα συναισθήματά της) και ερωτοτροπεί μ’ έναν ευγενή, κοντά στην ηλικία της. Ο άμοιρος Νταντέν μάταια προσπαθεί να αποκαλύψει την απάτη πίσω από την πλάτη του. Παρά την ανθηρή οικονομική κατάστασή του, η κατώτερη ταξικά θέση του γίνεται ανυπέρβλητό εμπόδιο στην προσπάθειά του να γίνει σεβαστός ο… ιερός δεσμός του γάμου! Κάθε φορά που κάτι συμβαίνει, η νεαρή με την υπηρέτριά της, τον εραστή και τους γονείς της, καταφέρνουν να επιβληθούν. Ακόμα χειρότερα: αναγκάζουν τον Νταντέν να ζητήσει συγνώμη, πρώτα από τον εραστή και αργότερα από την ίδια την «άπιστη». Ο Νταντέν στο πικρό τέλος του έργου, παραδέχεται την ήττα και αποσύρεται στο δράμα της κακής επιλογής του. Τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει.

Είναι σαφές ότι η ιστορία είναι εντελώς έξω από τα δικά μας δεδομένα, τόσο σε επίπεδο κοινωνικής/ταξικής ιεραρχίας όσο και προσωπικών σχέσεων. Συνεπώς για να ασχοληθούν σύγχρονοι καλλιτέχνες του θεάτρου με το «Ζορζ Νταντέν» θα πρέπει να έχουν κάτι να προτείνουν σε σχέση με τη σκηνική γλώσσα. Το έργο είναι καλογραμμένο: τρεις πράξεις με 7 ή 8 σκηνές, 8 ρόλοι περίπου ισότιμης αξίας, και αρκετά δραματουργικά στοιχεία από το βαρύτιμο σεντούκι της αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας (Κομέντια ντελ’ Άρτε). Από κει προέρχεται ο ανόητος, γκαφατζής και ερωτύλος, υπηρέτης, το ζεύγος των νεαρών εραστών, η καπάτσα υπηρέτρια, ο «κερατάς» σύζυγος.

anavdos sizigos 2

Η σχέση του «Ζορζ Νταντέν» με την Κομέντια ντελ’ Άρτε
Περισσότερο από την τυπολογία των dramatis personae, ωστόσο, η σχέση του «Ζορζ Νταντέν» με την Κομέντια ντελ’ Άρτε φαίνεται στον τρόπο που είναι γραμμένοι οι διάλογοι: του Νταντέν με τον χαζό υπηρέτη, ο οποίος του μεταφέρει τα πάντα με το ν και με το σ, όταν κατά τ’ άλλα κανείς δεν πρέπει να μάθει το μυστικό των δύο εραστών, του Νταντέν με τους γονείς της συζύγου του (μάθημα σωστής συμπεριφοράς προς τους ευγενείς), τον εκπληκτικό διάλογο Αγγελικής-Κλειτάνδρου ενώπιον όλων, όπου εντέχνως όλα τα «όχι» που λέει αντιστοιχούν σ’ ένα μεγάλο «ναι» (στον έρωτα και στην εξωσυζυγική σχέση), ευχόμενη τελικά να γίνουν όλα όσα ο Νταντέν της καταλογίζει, ώστε να μην ακούει άδικα τις κατηγορίες! Υπάρχει ακόμα η σκηνή της νυχτερινής ερωτικής εξόδου, όταν κανείς δεν βλέπει ποιον έχει απέναντί του, και βέβαια η αμέσως επόμενη σκηνή όπου αρχικά ο Νταντέν έχει κλειδώσει εκτός σπιτιού την άπιστη, για να βρεθεί τελικά ο ίδιος κλειδωμένος απέξω, δεχόμενος μάλιστα τις κατηγορίες της συζύγου για ολονύχτια κραιπάλη.

Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι υπάρχουν λόγοι να ασχοληθούμε σήμερα με τον «Ζορζ Νταντέν» εφόσον σκηνοθέτης και ηθοποιοί μπορούν να εκτιμήσουν τις σκηνές υψηλής θεατρικότητας και κωμικής αξίας, και τους θαυμάσιους ρόλους του έργου, των οποίων το γλωσσικό ύφος αλλά και η σωματική συμπεριφορά ποικίλλει (ανάλογα με την ταξική προέλευση). Στην αντίθετη κατεύθυνση, μ’ άλλα λόγια, της δήθεν τολμηρής διάθεσης (μεταμοντερνιστικών καταβολών) επαναδιαπραγμάτευσης της έννοιας και των υλικών του κλασικού.

Υπάρχουν έργα, λ.χ., όπως ο «Μισάνθρωπος», που μπορούν να σηκώσουν εκσυγχρονιστικές προσεγγίσεις. Ο «Ζορζ Νταντέν» δεν ανήκει σ’ αυτά κι έχει ενδιαφέρον μόνο εφόσον η παράσταση μπορεί να βασιστεί και να αναδείξει την εγγενή θεατρικότητά τους: το άρωμα της εποχής (τους), τα κοστούμια και την εν γένει υψηλής θεατρικότητας εμφάνιση και συμπεριφορά των ευγενών, τα παραδοσιακά «κόλπα» του είδους (τα «κατ’ ιδίαν» του κεντρικού ήρωα, τη σκηνή της νυχτερινής «τυφλότητας», τους διαλόγους που έχουν τουλάχιστον δύο επίπεδα, μερικές φορές αντικρουόμενα μεταξύ τους, κοκ). Για να συμβεί αυτό, απαιτείται η βιρτουοζιτέ μιας διαφορετικής υποκριτικής, που οι Έλληνες ηθοποιοί δεν την κατέχουν –και χρειάζονται κόπος και ειδικά μαθήματα για να την αποκτήσουν.

Η παράσταση στο θέατρο Τέχνης
Η Μαριάννα Καλμπάρη πήρε τον κόσμο του «Νταντέν» και το μετέφερε στο κακής αισθητικής σύμπαν της δεκαετίας του ’80 (;). Ο σκηνικός χώρος έχει διαμορφωθεί σε μια κακόγουστη, φθηνή αίθουσα εκδηλώσεων με μεγάλο στρωμένο τραπέζι (πόσες φορές θα το δούμε ακόμη ως σκηνογραφική πρόταση;), κακόγουστες λαμέ κουρτίνες και στο βάθος, ντισκο-μπάλα. Οι ηθοποιοί φορούν εξίσου κακόγουστα ρούχα, που ακύρωναν τον σημειολογικό κώδικα του κοστουμιού (ως προς την κοινωνική τάξη αυτού που το φορά). Ακόμα χειρότερα: η καλή Σύρμω Κεκέ ανέλαβε δύο εντελώς διαφορετικούς ρόλους, της κυρίας Ντε Σοτανβίλ και της Κλωντίν, της υπηρέτριας, χωρίς καμία εξωτερική αλλαγή (μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού έμπαινε από τον έναν ρόλο στον άλλο). Και ο Νταντέν, που ερμήνευσε ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, δεν είχε την ηλικία ή την άσχημη εμφάνιση που θα δικαιολογούσε την αντίδραση/απιστία της νεαρής συζύγου του έργου.

anavdos sizigos 3

Με λίγα λόγια, η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, καταργώντας όλα τα διακριτικά των ρόλων, ενοποιώντας τους δραματικούς τόπους σε έναν, αδιαφορώντας για το λεπταίσθητο, υπερ-θεατρικό παίξιμο που απαιτούν οι ρόλοι των ευγενών, δεν μπόρεσε να στηρίξει τους λόγους που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο έργο. Με αποτέλεσμα να βλέπουμε ένα σύνολο ηθοποιών που δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις κωμικές/δραματικές συγκρούσεις του έργου και περιφέρονταν στη σκηνή, χωρίς να μπορούν να πείσουν για την λειτουργία των επιμέρους επεισοδίων.

Η όλη όψη θύμιζε οικείες προς δεκαετίας, αν όχι και δεκαπενταετίας, σκηνικές προτάσεις. Είχα την εντύπωση ότι οι Έλληνες δημιουργοί είχαν ξεπεράσει τα γερμανικά, post-modern αισθητικής, προηγούμενα, αφού πρώτα τα μιμήθηκαν ασυστόλως, και τις περισσότερες φορές με κακά αποτελέσματα. Αλλά όχι, αυτός ο «Νταντέν» αποδεικνύει ότι τέτοιες «επιρροές» παραμένουν χρήσιμες όταν λείπει η ιδέα, η πίστη, η ανάγκη που κάνει ένα σκηνοθέτη να επιλέξει ένα έργο και να καταπιαστεί σοβαρά μαζί του.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Συγγραφέας: Μολιέρος
Μετάφραση: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη

Σκηνικά: Μαντώ Ψυχουντάκη
Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη
Μουσική: Νέστωρ Κοψιδάς
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Παίζουν: Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Νέστωρ Κοψιδάς, Κατερίνα Λυπηρίδου, Δημήτρης Μαγγίνας, Βασίλης Μαυρογεωργίου.

Τιμές Εισιτηρίων: Πέμπτη-Παρασκευή: 15- 10 μειωμένο-8 ανέργων Σάββατο: 18- 12 μειωμένο/ανέργων Κυριακή: 16-12 μειωμένο/ ανέργων
Διάρκεια Παραστάσεων: Έως 9 Δεκεμβρίου 2018
Παραστάσεις: Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.15
Βοηθός Σκηνοθετη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου
VIMA_WEB3b