Το «Κοράκι» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1845 σε μία εφημερίδα και ενώ χάρισε στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε τη φήμη που αναζητούσε όσο ζούσε, δεν του εξασφάλισε καμία εμπορική επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, 180 χρόνια μετά, η δύναμη των στίχων του παραμένει ανεξίτηλη κι έτσι η Ομάδα Νοσταλγία επιχειρεί να το επαναφέρει στη σκηνή ως μια σύντομη, ολοζώντανη εμπειρία με μουσικότητα, πόνο, χιούμορ και αμφισημία.
Η σπίθα της δημιουργίαςΗ σκηνοθέτις και μουσικός Τώνια Ράλλη θυμάται την πρώτη – σχεδόν τελετουργική – επαφή της με το ποίημα: «Μία κολλητή μου φίλη το είχε μάθει απ’ έξω και, κάθε τόσο, το απήγγειλε με μανία και προσήλωση. Διασκέδαζε τόσο πολύ τη ρίμα του και το επαναλάμβανε σαν mantra – κι έτσι τα νοήματά του αναδύονταν σιγά σιγά, μέσα από την επανάληψη, πολλές φορές με καθυστέρηση, και κάποια, ίσως, ποτέ».
Η απόφαση να επιστρέψει στο «Κοράκι» προέκυψε μετά το περσινό Φεστιβάλ Πόε που διοργάνωσε η Ομάδα Νοσταλγία στο Rabbithole. Όπως λέει η ίδια, «ένιωσα την ανάγκη να το εξερευνήσω πιο ουσιαστικά, να αξιοποιήσω τη φόρμα του αλλά, πάνω απ’ όλα, να εστιάσω στην αφήγηση που προτείνει». Έτσι γεννήθηκε η ιδέα μιας «τριπλέτας» ερμηνευτών – του Στάθη Κόκκορη, της Έλενας Μεγγρέλη και της Ματίνας Περγιουδάκη – που θα μοιράζονταν τον ρόλο του αφηγητή. «Ένας άντρας και δύο γυναίκες, όλοι τους με ευχέρεια στις χαμηλές νότες, με δραματικές ποιότητες αλλά και κωμική φλέβα». Μαζί τους άρχισε να «σκάβει» στο θρυλικό έργο, αναζητώντας τον καταιγισμό συναισθημάτων που συνθέτουν τον ψυχισμό του ήρωα.
«Το ‘Κοράκι’ έχει μια ιδιαίτερα αστεία και ενδιαφέρουσα πλοκή… Είναι σπαραχτικό, κωμικό και βαθιά τρομαχτικό», σημειώνει η Τώνια Ράλλη, συνοψίζοντας τη γοητεία του ποιήματος.

Οι ηθοποιοί Έλενα Μεγγρέλη, Ματίνα Περγιουδάκη και Στάθης Κόκκορης ανεβάζουν, στο Rabbithole, ένα ασυνήθιστο μουσικό αναλόγιο, βασισμένο στο «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, σε σκηνοθεσία-μουσική σύνθεση της Τώνιας Ράλλη.
Η παράσταση δομείται ως ένα μουσικό αναλόγιο που, όμως, απομακρύνεται από την κλασική του έννοια. Οι ηθοποιοί γνωρίζουν το κείμενο απ’ έξω, χρησιμοποιούν το χαρτί απλώς σκηνογραφικά και όλη η σκηνική παρουσία θυμίζει συναυλιακό γεγονός. «Σαν μουσικός, αλλά κυρίως σαν σκηνοθέτις, λειτουργώ κυρίως με το αυτί. Η εικόνα έρχεται δεύτερη. Μου αρέσει να εξερευνώ τη γκάμα και τις προθέσεις των ηθοποιών και να δημιουργώ συνθήκες ώστε να τους ακούσω πραγματικά», λέει η Τώνια Ράλλη.
Η δημιουργία του «αναλογίου» προέκυψε μέσα από συλλογικές αναγνώσεις του ποιήματος, αλλά και του διηγήματος του Πόε, «Ελεονόρα», αποσπάσματα του οποίου εντάχθηκαν στην παράσταση. Παράλληλα, μουσικά θέματα και νέες διαστάσεις στα ηχητικά τοπία αναδύθηκαν μέσα από τις πρόβες, ενώ στη φετινή εκδοχή προστέθηκε και ένα νέο τραγούδι με στίχους από την «Ερωτική συνάντηση», επίσης του Πόε.
«Η εναλλαγή μουσικής και λόγου έγινε απρόσκοπτα», εξηγεί ξανά η Τώνια Ράλλη. «Ακόμη και αν το έργο περιέχει τραγούδι, αυτό δεν είναι περισσότερο ‘μουσικό’ από τη συλλογική αφήγηση. Τα μουσικά και ηχητικά τοπία έχουν το ίδιο βάρος στη λειτουργία τους. Είτε ακούμε ένα εκκλησιαστικό όργανο είτε το σφύριγμα του ανέμου, το ηχοτοπίο ορίζει εξίσου τη σκηνή μας».

Μέσα από την παράσταση επιχειρείται να δημιουργηθεί μια σύντομη, ολοζώντανη εμπειρία, αναδεικνύοντας τον πόνο, τη ματαιότητα, το χιούμορ και τη συγκίνηση που εσωκλείονται στους στίχους του Πόε.
Για τους τρεις ηθοποιούς, η διαδικασία προσέγγισης του κειμένου έμοιαζε με βύθιση σε μια τριφωνική, ψυχική διάσταση. Η Έλενα Μεγγρέλη μιλά για μια «ιδιόμορφη συναυλία τριών φωνών και μιας μουσικού/μαέστρου», όπου οι τρεις τους άφησαν τον ρυθμό του ποιήματος να τους καθοδηγήσει. Όσο για τη σωματικότητα, αυτή προέκυψε οργανικά, συμπληρώνει η ίδια.
Η Ματίνα Περγιουδάκη περιγράφει μια διαδικασία κατά την οποία όλοι τους έγιναν «μάρτυρες, συνοδοιπόροι και παρατηρητές του Πόε». Η αντιφατικότητα του έργου – «ανάμεσα στο τραγικό και το ιλαρό» – ξεδιπλώθηκε μέσα από τις παύσεις και τις αναπνοές: ένας κοινός παλμός που τους συνέδεσε μεταξύ τους αλλά και με τον ίδιο τον ποιητή.
Ο Στάθης Κόκκορης προσθέτει: «Η συλλογική καταβύθιση στο εσωτερικό της ποίησης μάς επέτρεψε να κάνουμε το έργο πιο προσωπικό». Μέσα από τη μουσικότητα του λόγου, οι τρεις φωνές και τα σώματα λειτουργούν τελικά σαν «ένα ενιαίο μουσικό όργανο». «Από τον Πόε ανακάλυψα τη λυτρωτική απελπισία», εξομολογείται ο ίδιος.

Η παράσταση δομείται ως ένα μουσικό αναλόγιο, όμως όχι με την κλασική του έννοια. Η όλη σκηνική παρουσία θυμίζει συναυλιακό γεγονός.
Το «Κοράκι» ισορροπεί ανάμεσα στο τρομακτικό, το συγκινητικό και το κωμικό, και η παράσταση «αγκαλιάζει» και τα τρία αυτά στοιχεία. «Ο Πόε είναι πρώτα απ’ όλα υπέροχος παραμυθάς και μας δίνει άπλετες ευκαιρίες να αιφνιδιάσουμε το κοινό και τους εαυτούς μας», λέει η Τώνια Ράλλη εξηγώντας παράλληλα, πως τα τρία αυτά στοιχεία αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα, αλλά όχι σοβαροφάνεια.
Η Έλενα Μεγγρέλη μιλά για «ένα υποδόριο χιούμορ» που αποκτά νέα απόχρωση μέσα από τη ζωντανή αναπνοή του κειμένου. Η Ματίνα Περγιουδάκη επισημαίνει ότι «δεν προσπαθήσαμε να παίξουμε ούτε το τραγικό ούτε το αστείο…», ενώ ο Στάθης Κόκκορης αναγνωρίζει ότι τα όρια μεταξύ τραγωδίας και χιούμορ είναι αδιόρατα: «Η ισορροπία προκύπτει φυσικά, μέσα από την ίδια την ποιητική εμπειρία».

Το «Κοράκι» γίνεται μια θεατρική συνάντηση που δεν οδηγεί σε συμπέρασμα, αλλά σε ένα στιγμιαίο άνοιγμα· ένα ταξίδι στο σκοτεινό, μουσικό και ονειρικό σύμπαν του Πόε.
Στο τέλος αυτής της σκοτεινής διαδρομής, η παράσταση δεν αναζητά μία «σωστή» ερμηνεία. Αφήνει τον θεατή να συναντήσει μόνος του τον πόνο, τη μνήμη και την απώλεια και να τα νοηματοδοτήσει προσωπικά. Κανένα συναίσθημα δεν επιβάλλεται· προκύπτει φυσικά μέσα από την ποιητική εμπειρία. «Αν κάτι εύχομαι να αφήνει αυτή η παράσταση, είναι όρεξη για παιχνίδι και για ζωή», λέει η Τώνια Ράλλη.
Η Έλενα Μεγγρέλη επιστρέφει στον Πόε σαν σε γνώριμο τόπο· οι έννοιες της απώλειας, της μνήμης και της εμμονής «έχουν πλέον μέσα μου άλλο βάρος και ψυχικό αποτύπωμα», όπως σημειώνει. Και κρατά τις στιγμές που γεννούν συναισθήματα «που δεν μπορείς να τα εξηγήσεις αλλά τα αναγνωρίζεις».
Για τη Ματίνα Περγιουδάκη, ο κόσμος του Πόε αποκαλύπτει έναν άνθρωπο γεμάτο τρυφερότητα αλλά και αβάσταχτη ματαιότητα. Το να τον συναντά της υπενθυμίζει «τι σημαίνει να παραδέχομαι το δικό μου σκοτάδι με ένα μικρό χαμόγελο» – και αυτή η αποδοχή «είναι απελευθερωτική».
Ο Στάθης Κόκκορης βρίσκει στο «ποτέ πια» τον πυρήνα του νοηματικού σύμπαντος του έργου.
Έτσι, το «Κοράκι» γίνεται μια θεατρική συνάντηση που δεν οδηγεί σε συγκεκριμένο συμπέρασμα, αλλά σε ένα στιγμιαίο άνοιγμα· ένα ταξίδι στο σκοτεινό, μουσικό και ονειρικό σύμπαν του Πόε, όπου ο πόνος, η εμμονή και η μνήμη συναντούν τη ζωντάνια, το χιούμορ και την αίσθηση της ζωής, μέσα από τρεις φωνές και μια σκηνική γλώσσα που αναδεικνύει την ένταση, τη μουσικότητα και το βάθος μιας ζωντανής εμπειρίας.
Το Κοράκι – Ένα Μουσικό Αναλόγιο, της Τώνιας Ράλλη παρουσιάζεται στο Rabbithole (Γερμανικού 20, Αθήνα 104 35, τηλ.21 0524 9903).
Παραστάσεις: Kάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00.
Παίζουν: Στάθης Κόκκορης, Έλενα Μεγγρέλη, Ματίνα Περγιουδάκη
Προπώληση εισιτηρίων εδώ.